Κάποτε ένας νεαρός άντρας, ο οποίος ανήκε σε μια πλούσια και αριστοκρατική οικογένεια, ήρθε σε ένα δάσκαλο του Ζεν.
Είχε γνωρίσει τα πάντα και είχε παραδοθεί σε κάθε επιθυμία. Είχε μπουχτίσει όμως. Είχε μπουχτίσει με το χρήμα, είχε μπουχτίσει με το σεξ, είχε μπουχτίσει με τις γυναίκες, είχε μπουχτίσει με το κρασί.
Ήρθε στον δάσκαλο του Ζεν και είπε: “Έχω μπουχτίσει με τον κόσμο. Υπάρχει τρόπος να μεταμορφωθώ; Υπάρχει τρόπος να γνωρίσω τον εαυτό μου, να γνωρίσω ποιος είμαι; Πρέπει όμως να σου πω, πριν μου πεις οτιδήποτε, ότι δεν έχω πολλή υπομονή και δεν μπορώ να επιμείνω για πολύ σε τίποτα. Έτσι, αν μου δώσεις μια τεχνική ή αν μου πεις να διαλογιστώ, μπορεί να το κάνω για μερικές μέρες, ύστερα όμως θα το παρατήσω και θα ξαναγυρίσω στον κόσμο, αν και ξέρω καλά ότι εκεί με περιμένει μόνο η δυστυχία και ο θάνατος. Έτσι είναι όμως ο νους μου. Δεν έχω υπομονή ούτε μπορώ να επιμείνω σε τίποτα”.
Ο δάσκαλος είπε: “Αν δεν έχεις υπομονή και επιμονή, θα είναι πολύ δύσκολο, επειδή θα χρειαστεί μεγάλη προσπάθεια για να ξεκάνεις όλα όσα έχεις κάνει στο παρελθόν. Θα πρέπει να πας προς τα πίσω και να φτάσεις στη στιγμή που γεννήθηκες, όταν ήσουν φρέσκος, νέος. Πρέπει να επιτευχθεί και πάλι εκείνη η φρεσκάδα. Αν όμως λες ότι δεν μπορείς να επιμείνεις κι ότι σε λίγες μέρες θα τα παρατήσεις, θα είναι δύσκολο. Πες μου κάτι όμως: Ενδιαφέρθηκες ποτέ για οτιδήποτε, τόσο βαθιά, που να σε απορρόφησε τελείως;”
Ο νεαρός σκέφτηκε και είπε: “Ναι, μόνο για το σκάκι. Το αγαπάω και είναι το μοναδικό πράγμα που με σώζει. Μόνο με το σκάκι μπορώ να περάσω όμορφα”.
Ο δάσκαλος είπε: “Τότε κάτι μπορεί να γίνει”. Κάλεσε τον βοηθό του και του είπε να πάει να φωνάξει ένα μοναχό, ο οποίος διαλογιζόταν επί δώδεκα χρόνια στο μοναστήρι και να πει στο μοναχό να φέρει μαζί του και το σκάκι.
Όταν είχε έρθει ο μοναχός, είχε φέρει μαζί του και το σκάκι. Ήταν κάπως εξοικειωμένος με το σκάκι, είχε όμως να παίξει δώδεκα χρόνια. Διαλογιζόταν συνεχώς μέσα στο κελί του. Είχε ξεχάσει και τον κόσμο και το σκάκι και τα πάντα.
Όταν ο μοναχός έφερε το σκάκι, ο δάσκαλος του είπε: “Στήσε τα πιόνια μοναχέ! Θα παίξεις μ’ αυτόν τον άνθρωπο μια παρτίδα σκάκι. Θα είναι ένα επικίνδυνο παιχνίδι. Αν χάσεις, εδώ είναι το σπαθί μου και θα σου κόψω το κεφάλι, γιατί δεν θα μου άρεσε να χάσει ένας μοναχός που διαλογίζεται επί δώδεκα χρόνια από ένα συνηθισμένο άνθρωπο”.
Ο νεαρός ένιωσε άβολα κι ύστερα ο δάσκαλος γύρισε προς το μέρος του και είπε: “Λες ότι το σκάκι σε απορροφά τελείως. Απορροφήσου λοιπόν, χάσου τελείως μέσα στο σκάκι, γιατί είναι ζήτημα ζωής και θανάτου. Αν χάσεις εσύ, θα κόψω το δικό σου κεφάλι”.
Για μια στιγμή ο νεαρός σκέφτηκε να το βάλει στα πόδια. Αυτό επρόκειτο να είναι ένα επικίνδυνο παιχνίδι και δεν είχε έρθει εδώ γι’ αυτό. Έτσι όμως θα ατιμαζόταν. Ήταν γιος πολεμιστή και το να το βάλει στα πόδια φοβούμενος τον θάνατο δεν ήταν στο αίμα του. Έτσι, πήρε τη θέση του πίσω απ’ το σκάκι.
Το παιχνίδι άρχισε. Ο νεαρός έτρεμε σαν φύλλο μέσα στο δυνατό άνεμο. Όλο του το σώμα έτρεμε. Άρχισε να ιδρώνει. Τον έλουσε κρύος ιδρώτας από το κεφάλι μέχρι τις πατούσες του. Ήταν ζήτημα ζωής και θανάτου και η σκέψη σταμάτησε, επειδή όποτε βρίσκεσαι σε τόσο έκτακτη ανάγκη, δεν μπορείς να σκεφτείς. Η σκέψη χρειάζεται χρόνο κι όταν υπάρχει έκτακτη ανάγκη, δεν υπάρχει χρόνος. Πρέπει να κάνεις αμέσως κάτι.
Κάθε στιγμή, ο θάνατος πλησίαζε όλο και πιο κοντά. Ο μοναχός έκανε την πρώτη κίνηση και φαινόταν τόσο ήρεμος και γαλήνιος που ο νεαρός σκέφτηκε: “Ο θάνατος είναι βέβαιος!”
Όταν όμως εξαφανίστηκαν οι σκέψεις, απορροφήθηκε τελείως από τη στιγμή. Όταν εξαφανίστηκαν οι σκέψεις, ξέχασε επίσης κι ότι τον περίμενε ο θάνατος.
Ξέχασε τον θάνατο, ξέχασε τη ζωή και απορροφήθηκε τελείως από το παιχνίδι.
Σιγά – σιγά, καθώς ο νους εξαφανίστηκε εντελώς, άρχισε να παίζει όμορφα. Ποτέ του δεν είχε παίξει τόσο όμορφα. Στην αρχή κέρδιζε ο μοναχός. Μέσα σε λίγα λεπτά όμως, ο νεαρός άρχισε να κάνει όμορφες κινήσεις και ο μοναχός άρχισε να χάνει.
Μόνο η στιγμή υπήρχε – μόνο το παρόν. Το σώμα του σταμάτησε να τρέμει, ο ιδρώτας εξατμίστηκε. Ήταν σαν φτερό, ανάλαφρος. Όλο του το σώμα ένιωθε σαν να μπορούσε να πετάξει. Ο νους του δεν βρισκόταν πια εκεί. Η αντίληψή του έγινε καθαρή, απόλυτα καθαρή και μπορούσε να δει πέντε κινήσεις μπροστά. Ποτέ του δεν είχε παίξει τόσο όμορφα. Μέσα σε λίγα λεπτά, θα νικούσε τον μοναχό. Η νίκη του ήταν βέβαιη.
Τότε, ξαφνικά, όταν τα μάτια του καθάρισαν κι έγιναν σαν καθρέφτης, όταν η αντίληψή του ήταν βαθιά, κοίταξε τον μοναχό. Ήταν τόσο αθώος! Δώδεκα χρόνια διαλογισμού – είχε γίνει σαν λουλούδι. Δώδεκα χρόνια πειθαρχίας – είχε γίνει απόλυτα αγνός. Ούτε επιθυμία ούτε σκέψη ούτε στόχος ούτε σκοπός υπήρχαν για εκείνον. Ήταν τόσο αθώος – ούτε παιδί δεν είχε την αθωότητά του. Το όμορφο πρόσωπό του, η καθαρότητά του, τα μάτια του στο μπλε του ουρανού…
Ο νεαρός άρχισε να νιώθει συμπόνια για τον μοναχό. Αργά ή γρήγορα ο δάσκαλος θα του έκοβε το κεφάλι. Τη στιγμή που ένιωσε συμπόνια, άνοιξαν οι πόρτες του άγνωστου… η καρδιά του άρχισε να γεμίζει με κάτι απόλυτα άγνωστο. Ένιωσε τόση ευδαιμονία. Ποτέ του δε είχε νιώσει τέτοια ευδαιμονία, τέτοια ομορφιά, τέτοια ευλογία.
Τότε, άρχισε να κάνει σκόπιμα λάθος κινήσεις, επειδή ήρθε στο νου του η σκέψη: “Αν σκοτωθώ εγώ, δεν θα χαθεί τίποτα. Εγώ δεν έχω καμία αξία. Αν όμως σκοτωθεί αυτός ο μοναχός, θα χαθεί κάτι όμορφο…” Έτσι, άρχισε να κάνει συνειδητά λάθος κινήσεις, για να κερδίσει ο μοναχός.
Εκείνη τη στιγμή, ο δάσκαλος αναποδογύρισε το τραπέζι, έβαλε τα γέλια και είπε: “Κανένας δεν πρόκειται να χάσει. Έχετε κερδίσει και οι δύο”.
Συνέβησαν δύο βασικά πράγματα: διαλογισμός και συμπόνια.
Ο νεαρός είπε: “Εξήγησέ μου. Δεν κατάλαβα τι συνέβη. Είμαι ήδη άλλος άνθρωπος. Δεν είμαι ο ίδιος που ήμουν όταν ήρθα, πριν από λίγη ώρα. Τι θαύμα έκανες;”
Ο δάσκαλος είπε: “Επειδή ο θάνατος κρεμόταν πάνω απ’ το κεφάλι σου, δεν μπορούσες να σκεφτείς. Ο θάνατος βρισκόταν τόσο κοντά, που δεν υπήρχε κανένα κενό ανάμεσα σ’ εσένα και το θάνατο και οι σκέψεις χρειάζονται χώρο για να κινηθούν. Δεν υπήρχε καθόλου χώρος, οπότε η σκέψη σταμάτησε. Ο διαλογισμός συνέβη αυθόρμητα.
Αυτό όμως δεν είναι αρκετό, επειδή αυτού του είδους ο διαλογισμός, που συμβαίνει σε έκτακτη ανάγκη, θα χαθεί.
Όταν η έκτακτη ανάγκη φύγει, αυτός ο διαλογισμός θα χαθεί.
Όποτε συμβαίνει πραγματικά ο διαλογισμός, όποια κι αν είναι η αφορμή, ακολουθεί η συμπόνια. Η συμπόνια είναι το άνθισμα του διαλογισμού.
Αν δεν έρθει η συμπόνια, ο διαλογισμός σου είναι κάπου λάθος.
Ύστερα κοίταξα το πρόσωπό σου. Ήσουν γεμάτος ευδαιμονία και τα μάτια σου έγιναν σαν μάτια Βούδα. Κοίταζες το μοναχό και σκέφτηκες: Είναι προτιμότερο να θυσιαστώ εγώ, από το να σκοτωθεί αυτός ο μοναχός. Αυτός ο μοναχός είναι πιο πολύτιμος από μένα”.
Αυτό είναι συμπόνια – όταν ο άλλος γίνεται πιο πολύτιμος από σένα. Αυτό είναι αγάπη – όταν μπορείς να θυσιάσεις τον εαυτό σου για τον άλλον.
Είχε γνωρίσει τα πάντα και είχε παραδοθεί σε κάθε επιθυμία. Είχε μπουχτίσει όμως. Είχε μπουχτίσει με το χρήμα, είχε μπουχτίσει με το σεξ, είχε μπουχτίσει με τις γυναίκες, είχε μπουχτίσει με το κρασί.
Ήρθε στον δάσκαλο του Ζεν και είπε: “Έχω μπουχτίσει με τον κόσμο. Υπάρχει τρόπος να μεταμορφωθώ; Υπάρχει τρόπος να γνωρίσω τον εαυτό μου, να γνωρίσω ποιος είμαι; Πρέπει όμως να σου πω, πριν μου πεις οτιδήποτε, ότι δεν έχω πολλή υπομονή και δεν μπορώ να επιμείνω για πολύ σε τίποτα. Έτσι, αν μου δώσεις μια τεχνική ή αν μου πεις να διαλογιστώ, μπορεί να το κάνω για μερικές μέρες, ύστερα όμως θα το παρατήσω και θα ξαναγυρίσω στον κόσμο, αν και ξέρω καλά ότι εκεί με περιμένει μόνο η δυστυχία και ο θάνατος. Έτσι είναι όμως ο νους μου. Δεν έχω υπομονή ούτε μπορώ να επιμείνω σε τίποτα”.
Ο δάσκαλος είπε: “Αν δεν έχεις υπομονή και επιμονή, θα είναι πολύ δύσκολο, επειδή θα χρειαστεί μεγάλη προσπάθεια για να ξεκάνεις όλα όσα έχεις κάνει στο παρελθόν. Θα πρέπει να πας προς τα πίσω και να φτάσεις στη στιγμή που γεννήθηκες, όταν ήσουν φρέσκος, νέος. Πρέπει να επιτευχθεί και πάλι εκείνη η φρεσκάδα. Αν όμως λες ότι δεν μπορείς να επιμείνεις κι ότι σε λίγες μέρες θα τα παρατήσεις, θα είναι δύσκολο. Πες μου κάτι όμως: Ενδιαφέρθηκες ποτέ για οτιδήποτε, τόσο βαθιά, που να σε απορρόφησε τελείως;”
Ο νεαρός σκέφτηκε και είπε: “Ναι, μόνο για το σκάκι. Το αγαπάω και είναι το μοναδικό πράγμα που με σώζει. Μόνο με το σκάκι μπορώ να περάσω όμορφα”.
Ο δάσκαλος είπε: “Τότε κάτι μπορεί να γίνει”. Κάλεσε τον βοηθό του και του είπε να πάει να φωνάξει ένα μοναχό, ο οποίος διαλογιζόταν επί δώδεκα χρόνια στο μοναστήρι και να πει στο μοναχό να φέρει μαζί του και το σκάκι.
Όταν είχε έρθει ο μοναχός, είχε φέρει μαζί του και το σκάκι. Ήταν κάπως εξοικειωμένος με το σκάκι, είχε όμως να παίξει δώδεκα χρόνια. Διαλογιζόταν συνεχώς μέσα στο κελί του. Είχε ξεχάσει και τον κόσμο και το σκάκι και τα πάντα.
Όταν ο μοναχός έφερε το σκάκι, ο δάσκαλος του είπε: “Στήσε τα πιόνια μοναχέ! Θα παίξεις μ’ αυτόν τον άνθρωπο μια παρτίδα σκάκι. Θα είναι ένα επικίνδυνο παιχνίδι. Αν χάσεις, εδώ είναι το σπαθί μου και θα σου κόψω το κεφάλι, γιατί δεν θα μου άρεσε να χάσει ένας μοναχός που διαλογίζεται επί δώδεκα χρόνια από ένα συνηθισμένο άνθρωπο”.
Ο νεαρός ένιωσε άβολα κι ύστερα ο δάσκαλος γύρισε προς το μέρος του και είπε: “Λες ότι το σκάκι σε απορροφά τελείως. Απορροφήσου λοιπόν, χάσου τελείως μέσα στο σκάκι, γιατί είναι ζήτημα ζωής και θανάτου. Αν χάσεις εσύ, θα κόψω το δικό σου κεφάλι”.
Για μια στιγμή ο νεαρός σκέφτηκε να το βάλει στα πόδια. Αυτό επρόκειτο να είναι ένα επικίνδυνο παιχνίδι και δεν είχε έρθει εδώ γι’ αυτό. Έτσι όμως θα ατιμαζόταν. Ήταν γιος πολεμιστή και το να το βάλει στα πόδια φοβούμενος τον θάνατο δεν ήταν στο αίμα του. Έτσι, πήρε τη θέση του πίσω απ’ το σκάκι.
Το παιχνίδι άρχισε. Ο νεαρός έτρεμε σαν φύλλο μέσα στο δυνατό άνεμο. Όλο του το σώμα έτρεμε. Άρχισε να ιδρώνει. Τον έλουσε κρύος ιδρώτας από το κεφάλι μέχρι τις πατούσες του. Ήταν ζήτημα ζωής και θανάτου και η σκέψη σταμάτησε, επειδή όποτε βρίσκεσαι σε τόσο έκτακτη ανάγκη, δεν μπορείς να σκεφτείς. Η σκέψη χρειάζεται χρόνο κι όταν υπάρχει έκτακτη ανάγκη, δεν υπάρχει χρόνος. Πρέπει να κάνεις αμέσως κάτι.
Κάθε στιγμή, ο θάνατος πλησίαζε όλο και πιο κοντά. Ο μοναχός έκανε την πρώτη κίνηση και φαινόταν τόσο ήρεμος και γαλήνιος που ο νεαρός σκέφτηκε: “Ο θάνατος είναι βέβαιος!”
Όταν όμως εξαφανίστηκαν οι σκέψεις, απορροφήθηκε τελείως από τη στιγμή. Όταν εξαφανίστηκαν οι σκέψεις, ξέχασε επίσης κι ότι τον περίμενε ο θάνατος.
Ξέχασε τον θάνατο, ξέχασε τη ζωή και απορροφήθηκε τελείως από το παιχνίδι.
Σιγά – σιγά, καθώς ο νους εξαφανίστηκε εντελώς, άρχισε να παίζει όμορφα. Ποτέ του δεν είχε παίξει τόσο όμορφα. Στην αρχή κέρδιζε ο μοναχός. Μέσα σε λίγα λεπτά όμως, ο νεαρός άρχισε να κάνει όμορφες κινήσεις και ο μοναχός άρχισε να χάνει.
Μόνο η στιγμή υπήρχε – μόνο το παρόν. Το σώμα του σταμάτησε να τρέμει, ο ιδρώτας εξατμίστηκε. Ήταν σαν φτερό, ανάλαφρος. Όλο του το σώμα ένιωθε σαν να μπορούσε να πετάξει. Ο νους του δεν βρισκόταν πια εκεί. Η αντίληψή του έγινε καθαρή, απόλυτα καθαρή και μπορούσε να δει πέντε κινήσεις μπροστά. Ποτέ του δεν είχε παίξει τόσο όμορφα. Μέσα σε λίγα λεπτά, θα νικούσε τον μοναχό. Η νίκη του ήταν βέβαιη.
Τότε, ξαφνικά, όταν τα μάτια του καθάρισαν κι έγιναν σαν καθρέφτης, όταν η αντίληψή του ήταν βαθιά, κοίταξε τον μοναχό. Ήταν τόσο αθώος! Δώδεκα χρόνια διαλογισμού – είχε γίνει σαν λουλούδι. Δώδεκα χρόνια πειθαρχίας – είχε γίνει απόλυτα αγνός. Ούτε επιθυμία ούτε σκέψη ούτε στόχος ούτε σκοπός υπήρχαν για εκείνον. Ήταν τόσο αθώος – ούτε παιδί δεν είχε την αθωότητά του. Το όμορφο πρόσωπό του, η καθαρότητά του, τα μάτια του στο μπλε του ουρανού…
Ο νεαρός άρχισε να νιώθει συμπόνια για τον μοναχό. Αργά ή γρήγορα ο δάσκαλος θα του έκοβε το κεφάλι. Τη στιγμή που ένιωσε συμπόνια, άνοιξαν οι πόρτες του άγνωστου… η καρδιά του άρχισε να γεμίζει με κάτι απόλυτα άγνωστο. Ένιωσε τόση ευδαιμονία. Ποτέ του δε είχε νιώσει τέτοια ευδαιμονία, τέτοια ομορφιά, τέτοια ευλογία.
Τότε, άρχισε να κάνει σκόπιμα λάθος κινήσεις, επειδή ήρθε στο νου του η σκέψη: “Αν σκοτωθώ εγώ, δεν θα χαθεί τίποτα. Εγώ δεν έχω καμία αξία. Αν όμως σκοτωθεί αυτός ο μοναχός, θα χαθεί κάτι όμορφο…” Έτσι, άρχισε να κάνει συνειδητά λάθος κινήσεις, για να κερδίσει ο μοναχός.
Εκείνη τη στιγμή, ο δάσκαλος αναποδογύρισε το τραπέζι, έβαλε τα γέλια και είπε: “Κανένας δεν πρόκειται να χάσει. Έχετε κερδίσει και οι δύο”.
Συνέβησαν δύο βασικά πράγματα: διαλογισμός και συμπόνια.
Ο νεαρός είπε: “Εξήγησέ μου. Δεν κατάλαβα τι συνέβη. Είμαι ήδη άλλος άνθρωπος. Δεν είμαι ο ίδιος που ήμουν όταν ήρθα, πριν από λίγη ώρα. Τι θαύμα έκανες;”
Ο δάσκαλος είπε: “Επειδή ο θάνατος κρεμόταν πάνω απ’ το κεφάλι σου, δεν μπορούσες να σκεφτείς. Ο θάνατος βρισκόταν τόσο κοντά, που δεν υπήρχε κανένα κενό ανάμεσα σ’ εσένα και το θάνατο και οι σκέψεις χρειάζονται χώρο για να κινηθούν. Δεν υπήρχε καθόλου χώρος, οπότε η σκέψη σταμάτησε. Ο διαλογισμός συνέβη αυθόρμητα.
Αυτό όμως δεν είναι αρκετό, επειδή αυτού του είδους ο διαλογισμός, που συμβαίνει σε έκτακτη ανάγκη, θα χαθεί.
Όταν η έκτακτη ανάγκη φύγει, αυτός ο διαλογισμός θα χαθεί.
Όποτε συμβαίνει πραγματικά ο διαλογισμός, όποια κι αν είναι η αφορμή, ακολουθεί η συμπόνια. Η συμπόνια είναι το άνθισμα του διαλογισμού.
Αν δεν έρθει η συμπόνια, ο διαλογισμός σου είναι κάπου λάθος.
Ύστερα κοίταξα το πρόσωπό σου. Ήσουν γεμάτος ευδαιμονία και τα μάτια σου έγιναν σαν μάτια Βούδα. Κοίταζες το μοναχό και σκέφτηκες: Είναι προτιμότερο να θυσιαστώ εγώ, από το να σκοτωθεί αυτός ο μοναχός. Αυτός ο μοναχός είναι πιο πολύτιμος από μένα”.
Αυτό είναι συμπόνια – όταν ο άλλος γίνεται πιο πολύτιμος από σένα. Αυτό είναι αγάπη – όταν μπορείς να θυσιάσεις τον εαυτό σου για τον άλλον.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου