Σκέφτομαι με καθαρό μυαλό, αφού νύχτωσε και το σκοτάδι φιλτράρισε τις σκέψεις, πως οι άνθρωποι πληγώνουν με τόση ευκολία αυτούς που αγαπούν περισσότερο. Αυτούς που ξέρουν πως μπορούν να δείξουν την πιο κακή πλευρά τους –που σκόπιμα αποκρύπτουν απ’ όλους τους άλλους– με ελάχιστο ρίσκο να μην την αποδεχτούν -μα με σημαντικό ρίσκο να τα διαλύσουν όλα σε μια κακομαθημένη στιγμή τους.
Να ’ναι αλήθεια αυτό; Άραγε αυτοί οι θυμωμένοι, ριψοκίνδυνοι διαβάτες, να μην αγαπήθηκαν όσο τους άξιζε; Να κουβάλησαν κατά καιρούς αμφιβολίες για τον αν αξίζουν να αγαπηθούν; Πλούσιοι, φτωχοί, όλοι άνθρωποι που πάλεψαν για τη ζωή και την αποδοχή τους. Άνθρωποι ανάμεσά μας. Όλοι, χωρίς καμία διάκριση, ήρθαμε ανήμπορα μικρά βρέφη σ’ αυτή τη ζωή. Εξαρτημένα απ’ τη μάνα που μας μεγάλωσε. Μας έδωσαν μια στέγη, όπου κάτω από αυτήν πήραμε ό,τι αξίες που είχε να μας προσφέρει.
Κι αν η αγάπη κάτω από αυτή τη στέγη δεν είχε θέση μαζί μας σε όλα τα οικογενειακά τραπέζια που κάτσαμε, μεγαλώνοντας, μάθαμε πως δεν είναι απαραίτητη. Κι ένας ενήλικας που συνήθισε να ζει χωρίς αγάπη, πληγώνει ευκολότερα αυτόν που του τη χάρισαν απλόχερα, μα δεν την τίμησε. Κι όποιος τη διεκδικεί από αυτούς που δεν τη γνώρισαν, θα ματώνει. Γιατί σε κάθε της αναφορά θα υπάρχει θυμός. Θα υπάρχουν σκόρπιες προσβολές και χαρακτηρισμοί-μαχαίρια. Γιατί πώς να δώσεις κάτι που δεν πήρες και δεν έμαθες;
Κι ανάμεσα σε τόσα εκατομμύρια ψυχές σ’ αυτή τη Γη, όλοι τη ζήτησαν. Όλοι την πόνεσαν. Άλλοι την κέρδισαν, άλλοι την έκλεψαν κι άλλοι την άφησαν να φύγει. Κι αν πόνεσαν γι’ αυτή, ορκίστηκαν να μην αφήσουν τον εαυτό τους να την ξανανιώσει. Κι όποιος πλησιάσει κοντά, καίγεται. Γιατί ένας πληγωμένος άνθρωπος είναι ικανός για όλα. Ικανός να δώσει απλόχερα το νόμισμα που τον πλήρωσαν.
Ανταλλάζει καινούργιες αρχές με κλειστές πόρτες. Αντιδρά υστερικά στην απαίτηση να δώσει αυτά που στερήθηκε. Και μέσα σε ψυχικά χαλάσματα βασιλεύει η ειρωνεία, η πικρία και το παράπονο, που μεταφράζεται σε θυμό. Οι άνθρωποι ενοχοποιούν αυτόν που θα τολμήσει να πλησιάσει τα χαλάσματα που άλλοι ρήμαξαν.
Το πληγωμένο συναίσθημα γίνεται δυσαρέσκεια κι εχθρότητα. Φταίει η λάθος επιλογή; Φταίνε τα «πρέπει» του κόσμου γύρω μας; Ίσως. Μα, πάλι, μονάχα εμείς διαλύουμε και χτίζουμε. Κι αν λανθασμένες επενδύσεις έγιναν σ’ ανούσιες σχέσεις που δώσαμε ρέστα και μείναμε ταπί, δε φταίει κανείς -παρά μόνο οι προσδοκίες που έκτισε το μυαλό προτρέχοντας σε σενάρια που έπαιξαν κομπάρσοι κι όχι πρωταγωνιστές.
Ναι. Θυμώνουν ευκολότερα όσοι δεν έχουν υπομονή να δουν το ίδιο έργο σε επανάληψη. Θυμώνουν αυτοί που ακόμα κι όλα σωστά να είναι γύρω τους, τα έμαθαν όλα λάθος. Νιώθει παράξενο και ξένο το συναίσθημα του «πάνε όλα καλά». Μάθανε πως φαντάζει ψεύτικο. Μάθανε πως όλοι θέλουν ευκολότερα το κακό τους απ’ το καλό τους.
Καχυποψία, φόβος, ανησυχία κι ένας τεράστιος θυμός. Που αναζητούμε την αγάπη στο καθετί γύρω μας και συναντάμε κάγκελα, με ψυχές μπαλωμένες πίσω από αυτές. Τα αγρίμια επιλέγουν τη μοναξιά, γιατί δε βρήκε κανείς το θάρρος να τα ημερώσει.
Κι αυτά τα αγρίμια είμαστε εμείς· δείχνοντας τα δόντια μας σε όποιον πάει να μας πλησιάσει. Κι αν δε φοβηθεί, αν δε δειλιάσει κι επιμένει, τα αγρίμια θα ημερώνουν κι ο θυμός θα γίνει ατόφια αγάπη.
Να ’ναι αλήθεια αυτό; Άραγε αυτοί οι θυμωμένοι, ριψοκίνδυνοι διαβάτες, να μην αγαπήθηκαν όσο τους άξιζε; Να κουβάλησαν κατά καιρούς αμφιβολίες για τον αν αξίζουν να αγαπηθούν; Πλούσιοι, φτωχοί, όλοι άνθρωποι που πάλεψαν για τη ζωή και την αποδοχή τους. Άνθρωποι ανάμεσά μας. Όλοι, χωρίς καμία διάκριση, ήρθαμε ανήμπορα μικρά βρέφη σ’ αυτή τη ζωή. Εξαρτημένα απ’ τη μάνα που μας μεγάλωσε. Μας έδωσαν μια στέγη, όπου κάτω από αυτήν πήραμε ό,τι αξίες που είχε να μας προσφέρει.
Κι αν η αγάπη κάτω από αυτή τη στέγη δεν είχε θέση μαζί μας σε όλα τα οικογενειακά τραπέζια που κάτσαμε, μεγαλώνοντας, μάθαμε πως δεν είναι απαραίτητη. Κι ένας ενήλικας που συνήθισε να ζει χωρίς αγάπη, πληγώνει ευκολότερα αυτόν που του τη χάρισαν απλόχερα, μα δεν την τίμησε. Κι όποιος τη διεκδικεί από αυτούς που δεν τη γνώρισαν, θα ματώνει. Γιατί σε κάθε της αναφορά θα υπάρχει θυμός. Θα υπάρχουν σκόρπιες προσβολές και χαρακτηρισμοί-μαχαίρια. Γιατί πώς να δώσεις κάτι που δεν πήρες και δεν έμαθες;
Κι ανάμεσα σε τόσα εκατομμύρια ψυχές σ’ αυτή τη Γη, όλοι τη ζήτησαν. Όλοι την πόνεσαν. Άλλοι την κέρδισαν, άλλοι την έκλεψαν κι άλλοι την άφησαν να φύγει. Κι αν πόνεσαν γι’ αυτή, ορκίστηκαν να μην αφήσουν τον εαυτό τους να την ξανανιώσει. Κι όποιος πλησιάσει κοντά, καίγεται. Γιατί ένας πληγωμένος άνθρωπος είναι ικανός για όλα. Ικανός να δώσει απλόχερα το νόμισμα που τον πλήρωσαν.
Ανταλλάζει καινούργιες αρχές με κλειστές πόρτες. Αντιδρά υστερικά στην απαίτηση να δώσει αυτά που στερήθηκε. Και μέσα σε ψυχικά χαλάσματα βασιλεύει η ειρωνεία, η πικρία και το παράπονο, που μεταφράζεται σε θυμό. Οι άνθρωποι ενοχοποιούν αυτόν που θα τολμήσει να πλησιάσει τα χαλάσματα που άλλοι ρήμαξαν.
Το πληγωμένο συναίσθημα γίνεται δυσαρέσκεια κι εχθρότητα. Φταίει η λάθος επιλογή; Φταίνε τα «πρέπει» του κόσμου γύρω μας; Ίσως. Μα, πάλι, μονάχα εμείς διαλύουμε και χτίζουμε. Κι αν λανθασμένες επενδύσεις έγιναν σ’ ανούσιες σχέσεις που δώσαμε ρέστα και μείναμε ταπί, δε φταίει κανείς -παρά μόνο οι προσδοκίες που έκτισε το μυαλό προτρέχοντας σε σενάρια που έπαιξαν κομπάρσοι κι όχι πρωταγωνιστές.
Ναι. Θυμώνουν ευκολότερα όσοι δεν έχουν υπομονή να δουν το ίδιο έργο σε επανάληψη. Θυμώνουν αυτοί που ακόμα κι όλα σωστά να είναι γύρω τους, τα έμαθαν όλα λάθος. Νιώθει παράξενο και ξένο το συναίσθημα του «πάνε όλα καλά». Μάθανε πως φαντάζει ψεύτικο. Μάθανε πως όλοι θέλουν ευκολότερα το κακό τους απ’ το καλό τους.
Καχυποψία, φόβος, ανησυχία κι ένας τεράστιος θυμός. Που αναζητούμε την αγάπη στο καθετί γύρω μας και συναντάμε κάγκελα, με ψυχές μπαλωμένες πίσω από αυτές. Τα αγρίμια επιλέγουν τη μοναξιά, γιατί δε βρήκε κανείς το θάρρος να τα ημερώσει.
Κι αυτά τα αγρίμια είμαστε εμείς· δείχνοντας τα δόντια μας σε όποιον πάει να μας πλησιάσει. Κι αν δε φοβηθεί, αν δε δειλιάσει κι επιμένει, τα αγρίμια θα ημερώνουν κι ο θυμός θα γίνει ατόφια αγάπη.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου