Ηράκλειτος ο Εφέσιος
§1 Κείμενο
«οὐ γὰρ φρονέουσι τοιαῦτα πολλοί, ὁκοίοις ἐγκυρεῦσιν, οὐδὲ μαθόντες γινώσκουσιν, ἑωυτοῖσι δὲ δοκέουσι» (απ. 17).
§2 Μετάφραση
Πράγματι, οι περισσότεροι άνθρωποι δεν κατανοούν τέτοια πράγματα (που αποκαλύπτει ο λόγος), σαν αυτά που συναντούν τυχαία, ούτε τα γνωρίζουν, όταν τους τα διδάξουν άλλοι, πιστεύουν όμως ότι τα γνωρίζουν.
§3 Ερμηνεία ‒ κατανόηση
Η πυρηνική σκέψη του αποσπάσματος σχετίζεται με την κριτική του Ηράκλειτου, από τη σκοπιά του καθολικού Λόγου, στον τρόπο με τον οποίο οι πιο πολλοί άνθρωποι σκέφτονται και γνωρίζουν τα πράγματα:
α) οὐ … φρονέουσι … ἐγκυρεῦσιν:
1. Ο Ηράκλειτος φαίνεται πως με τις εν λόγω προτάσεις του παρακολουθεί από κοντά αντίστοιχες λεκτικές ρήσεις του Αρχίλοχου, για να αναιρέσει στοχαστικά το περιεχόμενό τους. Οι πολλοί, κοινοί θνητοί ως προς την σκέψη, για τους οποίους στο απ. 1 λέει πως δεν καταλαβαίνουν τι λέει ο Λόγος, παρουσιάζονται κι εδώ να μην μπορούν να κατανοήσουν την πραγματικότητα. Στο ίδιο απόσπασμα, όπως και στα απ. 34 και 72 τους διακρίνει από τον μυημένο στον καθολικό Λόγο, δηλαδή από τον φιλόσοφο, από τον φίλο της σοφίας (απ. 35). Ο τελευταίος, ακριβώς επειδή επιζητεί τη μύησή του στον καθολικό Λόγο, ψάχνει να βρει τον εαυτό του (απ.101): στοχάζεται βαθιά, μελετά προσεκτικά, με βάση τις επιταγές αυτού του λόγου, κάθε πράγμα που συναντά μπροστά του και επιχειρεί να το κατανοήσει στην ενδότερη αλήθεια του Είναι του, της φύσης του.
2. Απεναντίας, οι άλλοι (απ.1), οι μη φιλόσοφοι, δεν αντιμετωπίζουν με τη δέουσα προσοχή τα πράγματα που βρίσκουν μπροστά τους, με την ιδιάζουσα στη φύση των πραγμάτων σκέψη/εννόηση, αλλά τα προσπερνούν βιαστικά και έτσι τα εγκαταλείπουν ανερεύνητα, αποσυρόμενοι οι ίδιοι μέσα στον κύκλο-κύκλωμα της άσκεφτης υποκειμενικότητάς τους. Κατ’ αυτό τον τρόπο συσκοτίζουν την πραγματικότητα.
3. Μέσα στην καθολική, συμπαντική ροή, το πράγμα έχει θέση ως μέρος της φύσης, του Είναι ως τέτοιου. Το να αφηνόμαστε λοιπόν στη σκέψη του πράγματος σημαίνει να επιχειρούμε να κατανοούμε τη φύση του και σε άρρηκτη διασύνδεση με τούτη την κατανόηση να διανοιγόμαστε σ’ αυτό που είναι καθολικό, που υπάρχει συμπαντικά, και να απελευθερωνόμαστε από τη γεμάτη ψευδαισθήσεις υποκειμενικότητα.
4. Αυτή-εδώ μας αποκόπτει, μας απομονώνει από την καθολική φύση, από το Είναι, ενώ η σκέψη μας αποκαλύπτει ότι το πράγμα συνυφαίνεται με τα άλλα πράγματα και δεν είναι κάτι που αρέσκεται απλώς να προσκολλάται στον εαυτό του. Επομένως μας επιτρέπει να το λαμβάνουμε, στην καθεαυτότητά του, θεμελιωδώς υπόψη ως κριτήριο, ως μέτρο για την ελευθερία του υποκειμένου, για την αλήθεια της φύσης, του Είναι του τελευταίου και της καθολικής φύσης. Το Είναι λοιπόν είναι αναφορική σχέση και ο κόσμος συναφώς Άνοιγμα: είναι αυτό τούτο το Άνοιγμα, όπου όλα συνδέονται με όλα. Το έργο της σκέψης, ως εκ τούτου, έγκειται στο να μας οδηγεί σε τούτο το Άνοιγμα.
β) οὐδὲ μαθόντες γινώσκουσιν:
το γιγνώσκειν διαφέρει από το φρονεῖν, καθώς είναι αποτέλεσμα μιας διαδικασίας μάθησης: πληροφόρησης και σταθερής γνώσης, που καθιστά το πράγμα αντικείμενο. Οι άνθρωποι αυτής της πληροφοριακής, της καθιδρυμένης ορισμένως γνώσης ‒με σημερινούς όρους: οι εξειδικευμένοι επιστήμονες, αλλά και όσοι εικοτολογούν‒ ακολουθούν μια αντικειμενική, επιστημονική στάση, που είναι κι αυτή στάση συγκάλυψης του πράγματος, καθώς το θεωρούν από τη σκοπιά της δικής τους υποκειμενικότητας, των δικών τους αρχών και μόνο με βάση αυτές τις αρχές το κρίνουν άξιο να γίνεται αντικείμενο της γνώμης-γνώσης τους. έτσι το εγκλείουν στον κύκλο-κύκλωμα της υποκειμενικότητάς τους.
γ) ἑωυτοῖσι δὲ δοκέουσι:
Κάθε υποκειμενικότητα, αλλά και η υποκειμενικότητα καθόλου, τουτέστι οι άλλοι άνθρωποι, πλην των φίλων της σοφίας, των ακολουθούντων τον καθολικό λόγο, έχουν ως μέτρο της ερμηνευτικής τους πράξης τον εαυτό τους και επιχειρούν να προσεγγίσουν το πράγμα με βάση την κατ’ αίσθηση αντίληψή τους, την αισθητηριακή τους γνώμη. Στερούνται έτσι τη δυνατότητα να σκέπτονται τα πολλά μέσα από την ενδοσυνάφεια των τελευταίων με το Έν, με την εννοιολογική τους Εν-ότητα, κατά τον Χέγκελ, ακόμη κι αν κανείς επιχειρήσει να τους την διδάξει.
Βέβαια, εδώ δεν πρέπει να ερμηνεύεται ο Ηράκλειτος, σαν να θέλει να θυσιάσει την υποκειμενικότητα στο βωμό της αντικειμενικότητας ή μιας αλλότριας πραγμότητας, αλλά από τη σκοπιά της ερμηνευτικής διαλεκτικής του πνεύματος, της έννοιας, του συμπαντικά εννοιολογικού Ενός.
§1 Κείμενο
«οὐ γὰρ φρονέουσι τοιαῦτα πολλοί, ὁκοίοις ἐγκυρεῦσιν, οὐδὲ μαθόντες γινώσκουσιν, ἑωυτοῖσι δὲ δοκέουσι» (απ. 17).
§2 Μετάφραση
Πράγματι, οι περισσότεροι άνθρωποι δεν κατανοούν τέτοια πράγματα (που αποκαλύπτει ο λόγος), σαν αυτά που συναντούν τυχαία, ούτε τα γνωρίζουν, όταν τους τα διδάξουν άλλοι, πιστεύουν όμως ότι τα γνωρίζουν.
§3 Ερμηνεία ‒ κατανόηση
Η πυρηνική σκέψη του αποσπάσματος σχετίζεται με την κριτική του Ηράκλειτου, από τη σκοπιά του καθολικού Λόγου, στον τρόπο με τον οποίο οι πιο πολλοί άνθρωποι σκέφτονται και γνωρίζουν τα πράγματα:
α) οὐ … φρονέουσι … ἐγκυρεῦσιν:
1. Ο Ηράκλειτος φαίνεται πως με τις εν λόγω προτάσεις του παρακολουθεί από κοντά αντίστοιχες λεκτικές ρήσεις του Αρχίλοχου, για να αναιρέσει στοχαστικά το περιεχόμενό τους. Οι πολλοί, κοινοί θνητοί ως προς την σκέψη, για τους οποίους στο απ. 1 λέει πως δεν καταλαβαίνουν τι λέει ο Λόγος, παρουσιάζονται κι εδώ να μην μπορούν να κατανοήσουν την πραγματικότητα. Στο ίδιο απόσπασμα, όπως και στα απ. 34 και 72 τους διακρίνει από τον μυημένο στον καθολικό Λόγο, δηλαδή από τον φιλόσοφο, από τον φίλο της σοφίας (απ. 35). Ο τελευταίος, ακριβώς επειδή επιζητεί τη μύησή του στον καθολικό Λόγο, ψάχνει να βρει τον εαυτό του (απ.101): στοχάζεται βαθιά, μελετά προσεκτικά, με βάση τις επιταγές αυτού του λόγου, κάθε πράγμα που συναντά μπροστά του και επιχειρεί να το κατανοήσει στην ενδότερη αλήθεια του Είναι του, της φύσης του.
2. Απεναντίας, οι άλλοι (απ.1), οι μη φιλόσοφοι, δεν αντιμετωπίζουν με τη δέουσα προσοχή τα πράγματα που βρίσκουν μπροστά τους, με την ιδιάζουσα στη φύση των πραγμάτων σκέψη/εννόηση, αλλά τα προσπερνούν βιαστικά και έτσι τα εγκαταλείπουν ανερεύνητα, αποσυρόμενοι οι ίδιοι μέσα στον κύκλο-κύκλωμα της άσκεφτης υποκειμενικότητάς τους. Κατ’ αυτό τον τρόπο συσκοτίζουν την πραγματικότητα.
3. Μέσα στην καθολική, συμπαντική ροή, το πράγμα έχει θέση ως μέρος της φύσης, του Είναι ως τέτοιου. Το να αφηνόμαστε λοιπόν στη σκέψη του πράγματος σημαίνει να επιχειρούμε να κατανοούμε τη φύση του και σε άρρηκτη διασύνδεση με τούτη την κατανόηση να διανοιγόμαστε σ’ αυτό που είναι καθολικό, που υπάρχει συμπαντικά, και να απελευθερωνόμαστε από τη γεμάτη ψευδαισθήσεις υποκειμενικότητα.
4. Αυτή-εδώ μας αποκόπτει, μας απομονώνει από την καθολική φύση, από το Είναι, ενώ η σκέψη μας αποκαλύπτει ότι το πράγμα συνυφαίνεται με τα άλλα πράγματα και δεν είναι κάτι που αρέσκεται απλώς να προσκολλάται στον εαυτό του. Επομένως μας επιτρέπει να το λαμβάνουμε, στην καθεαυτότητά του, θεμελιωδώς υπόψη ως κριτήριο, ως μέτρο για την ελευθερία του υποκειμένου, για την αλήθεια της φύσης, του Είναι του τελευταίου και της καθολικής φύσης. Το Είναι λοιπόν είναι αναφορική σχέση και ο κόσμος συναφώς Άνοιγμα: είναι αυτό τούτο το Άνοιγμα, όπου όλα συνδέονται με όλα. Το έργο της σκέψης, ως εκ τούτου, έγκειται στο να μας οδηγεί σε τούτο το Άνοιγμα.
β) οὐδὲ μαθόντες γινώσκουσιν:
το γιγνώσκειν διαφέρει από το φρονεῖν, καθώς είναι αποτέλεσμα μιας διαδικασίας μάθησης: πληροφόρησης και σταθερής γνώσης, που καθιστά το πράγμα αντικείμενο. Οι άνθρωποι αυτής της πληροφοριακής, της καθιδρυμένης ορισμένως γνώσης ‒με σημερινούς όρους: οι εξειδικευμένοι επιστήμονες, αλλά και όσοι εικοτολογούν‒ ακολουθούν μια αντικειμενική, επιστημονική στάση, που είναι κι αυτή στάση συγκάλυψης του πράγματος, καθώς το θεωρούν από τη σκοπιά της δικής τους υποκειμενικότητας, των δικών τους αρχών και μόνο με βάση αυτές τις αρχές το κρίνουν άξιο να γίνεται αντικείμενο της γνώμης-γνώσης τους. έτσι το εγκλείουν στον κύκλο-κύκλωμα της υποκειμενικότητάς τους.
γ) ἑωυτοῖσι δὲ δοκέουσι:
Κάθε υποκειμενικότητα, αλλά και η υποκειμενικότητα καθόλου, τουτέστι οι άλλοι άνθρωποι, πλην των φίλων της σοφίας, των ακολουθούντων τον καθολικό λόγο, έχουν ως μέτρο της ερμηνευτικής τους πράξης τον εαυτό τους και επιχειρούν να προσεγγίσουν το πράγμα με βάση την κατ’ αίσθηση αντίληψή τους, την αισθητηριακή τους γνώμη. Στερούνται έτσι τη δυνατότητα να σκέπτονται τα πολλά μέσα από την ενδοσυνάφεια των τελευταίων με το Έν, με την εννοιολογική τους Εν-ότητα, κατά τον Χέγκελ, ακόμη κι αν κανείς επιχειρήσει να τους την διδάξει.
Βέβαια, εδώ δεν πρέπει να ερμηνεύεται ο Ηράκλειτος, σαν να θέλει να θυσιάσει την υποκειμενικότητα στο βωμό της αντικειμενικότητας ή μιας αλλότριας πραγμότητας, αλλά από τη σκοπιά της ερμηνευτικής διαλεκτικής του πνεύματος, της έννοιας, του συμπαντικά εννοιολογικού Ενός.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου