Πρέπει ακόμη να αναφέρουμε εδώ την περηφάνια του ανθρώπου που επαναστατεί, όπως έκαναν για παράδειγμα ο Βύρων και ο Ναπολέων, που αισθάνθηκαν σαν προσβολή την υπεροχή ενός πάθους πάνω στη γενική στάση και διαρρύθμιση της λογικής: απ’ αυτό προέρχεται κατόπιν η συνήθεια και η χαρά που νιώθουν όταν βασανίζουν την ορμή και την κάνουν να χτυπιέται κατά κάποιο τρόπο. («Δεν θέλω να είμαι ο σκλάβος οποιουδήποτε πόθου» – έγραφε ο Βύρων στο ημερολόγιο του). Πέμπτο: επιχειρούν μια μετατόπιση των συσσωρευμένων δυνάμεων αναλαμβάνοντας μια οποιαδήποτε δύσκολη και κοπιαστική εργασία, ή μάλλον υποτασσόμενοι σκόπιμα σε καινούριες απολαύσεις και σε καινούρια θέλγητρα, για να κατευθύνουν έτσι σε νέους δρόμους, τις σκέψεις και το παιχνίδι των φυσικών δυνάμεων.
Το ίδιο συμβαίνει όταν ευνοούν προσωρινά ένα άλλο ένστικτο, δίνοντας του πολυάριθμες ευκαιρίες να ικανοποιηθεί, για να το κάνουν έτσι να σπαταλήσει αυτή τη δύναμη που θα κυριαρχούσε σε άλλη περίπτωση, το ένστικτο που ενοχλεί με τη βιαιότητα του και που θέλουν να αναγεννήσουν. Αυτός ή ο άλλος θα ξέρει ίσως επίσης να συγκρατήσει το πάθος που θα ήθελε να εξουσιάζει, δίνοντας σε όλα τα άλλα ένστικτα που γνωρίζει μια ενθάρρυνση και μια προσωρινή ελευθερία για να καταβροχθίσουν την τροφή που θα ήθελε ο τύραννος να μονοπωλήσει. Και τέλος έκτο, αυτός που ανέχεται και βρίσκει λογικό να εξασθενίζει και να καταπιέζει ολόκληρο τον φυσικό και ψυχικό οργανισμό που φτάνει φυσικά μ’ αυτόν τον τρόπο στον σκοπό του να εξασθενίσει ένα μόνο βίαιο ένστικτο: όπως κάνει για παράδειγμα αυτός που στερεί τη σεξουαλικότητα του και που καταστρέφει ταυτόχρονα το λογικό του, σαν τον ασκητή. Άρα: το να αποφεύγουμε τις ευκαιρίες, το να εμφυτεύουμε τον κανόνα μέσα στο ένστικτο, το να δημιουργούμε τον κορεσμό και την αηδία του ενστίκτου, το να εγκαθιστούμε τον συνειρμό μιας μαρτυρικής ιδέας (όπως της ντροπής, των κακών συνηθειών ή της προσβλητικής περηφάνιας), στη συνέχεια η μετατόπιση των δυνάμεων και τέλος η γενική εξασθένιση και εξάντληση – αυτές είναι οι έξι μέθοδοι. Αλλά η θέληση να καταπολεμήσουμε τη βία ενός ενστίκτου εξαρτάται από παράγοντες που είναι πέρα από τη δύναμη μας, το ίδιο και η μέθοδος που υιοθετούμε και η επιτυχία που μπορούμε να έχουμε στην εφαρμογή αυτής της μεθόδου.
Σε όλη αυτή τη διαδικασία, το πνεύμα μας είναι αντίθετα, μάλλον το τυφλό όργανο ενός άλλου ενστίκτου που είναι ο αντίπαλος του ενστίκτου που η βιαιότητα του μας βασανίζει, είτε είναι η ανάγκη για ανάπαυση είτε ο φόβος της ντροπής και άλλων ολέθριων συνηθειών ή ακόμη ο έρωτας. Έτσι, ενώ εμείς πιστεύουμε ότι πρέπει να παραπονιόμαστε για τη βιαιότητα ενός ενστίκτου είναι στο βάθος ένα ένστικτο που παραπονιέται για ένα άλλο ένστικτο, δηλαδή η αίσθηση του πόνου που μας προκαλεί μια τέτοια βιαιότητα έχει ως προϋπόθεση ένα άλλο ένστικτο εξίσου βίαιο ή ακόμη πιο βίαιο, και ότι προετοιμάζεται ένας αγώνας στον οποίο η διάνοια μας είναι υποχρεωμένη να λάβει θέση.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου