Ο Μπετόβεν συνέθετε, κυριολεκτικώς, με την καρδιά του
Μελέτη σε διάσημα έργα του αποκάλυψε ότι εμφανίζουν αρρυθμίες οι οποίες οφείλονταν – πιθανότατα- στις καρδιακές αρρυθμίες του. Ο Λούντβιχ βαν Μπετόβεν συνέθετε πραγματικά με την καρδιά του, σύμφωνα με μελέτη που δείχνει ότι οι καρδιακές αρρυθμίες από τις οποίες έπασχε όρισαν σε μεγάλο βαθμό το αριστουργηματικό έργο του.
Τα εντυπωσιακά κρεσέντο που χαρακτηρίζουν πολλά από τα έργα του μεγάλου συνθέτη αποτελούν «τέκνο» ενός καρδιολογικού προβλήματος που τον ταλαιπωρούσε, αναφέρουν ερευνητές από το Πανεπιστήμιο του Μίσιγκαν και το Πανεπιστήμιο της Ουάσιγκτον. Οι επιστήμονες επισημαίνουν με δημοσίευσή τους στο επιστημονικό έντυπο «Perspectives in Biology and Medicine» ότι σημαντικά αποσπάσματα των συνθέσεων του Μπετόβεν ταιριάζουν με την καρδιακή αρρυθμία από την οποία έπασχε. Στην ερευνητική ομάδα που κατέληξε στο εντυπωσιακό συμπέρασμα περιλαμβάνεται καρδιολόγος, ιστορικός της ιατρικής καθώς και μουσικολόγος.
Οι ειδικοί ανέλυσαν ορισμένες από τις συνθέσεις του Μπετόβεν αναζητώντας στοιχεία σχετικά με την ύπαρξη καρδιοπάθειας – κάτι το οποίο ορισμένοι υποπτεύονταν. Οπως είδαν, ο ρυθμός σε ορισμένα σημεία γνωστών μουσικών έργων του συνθέτη αντανακλά τις καρδιακές αρρυθμίες του. «Η μουσική του ήταν τόσο μεταφορικώς όσο και κυριολεκτικώς, βγαλμένη από την καρδιά του» ανέφερε ο Τζόελ Χογουέλ από την Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου του Μίσιγκαν και πρόσθεσε: «Οταν η καρδιά χτυπά μη φυσιολογικά εξαιτίας καρδιοπάθειας αυτό συμβαίνει σε ορισμένα προβλέψιμα μοτίβα. Πιστεύουμε ότι ακούμε ορισμένα από αυτά τα ίδια μοτίβα στη μουσική του Μπετόβεν. Η συνέργεια μεταξύ μυαλού και σώματος δομεί το πώς αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο. Αυτό είναι ιδιαιτέρως εμφανές στον κόσμο της τέχνης και της μουσικής ο οποίος αντανακλά σε μεγάλο βαθμό τις εσώτερες εμπειρίες ενός ανθρώπου».
Τα μουσικά, άρρυθμα παραδείγματα
Η ερευνητική ομάδα μελέτησε τα ρυθμικά μοτίβα διαφορετικών συνθέσεων του Μπετόβεν. Ανακάλυψε αναπάντεχες αλλαγές στο τέμπο και στις κλίμακες οι οποίες ταιριάζουν με τα ασύμμετρα μοτίβα στη λειτουργία της καρδιάς – όταν λόγω αρρυθμίας η καρδιά χτυπά πιο γρήγορα ή πιο αργά ή και ακανόνιστα. Πάρτε για παράδειγμα την «Cavatina» του Κουαρτέτου Εγχόρδων σε σι-ύφεση μείζονα Opus 130, ενός ρυθμικά φορτισμένου κομματιού, για το οποίο ο ίδιος ο Μπετόβεν έλεγε πάντα ότι τον κάνει να δακρύζει.
Στη μέση της «Cavatina» η κλίμακα ξαφνικά αλλάζει σε ντο-ύφεση μείζονα, με αποτέλεσμα να παράγεται ένας ρυθμός ο οποίος προκαλεί σκοτεινά συναισθήματα και αποπροσανατολισμό – το σημείο αυτό αναφέρεται ότι «κόβει την ανάσα». Μάλιστα, στις ίδιες τις οδηγίες του συνθέτη προς τους μουσικούς το σημείο αυτό σημειώνεται ότι πρέπει να παίζεται «beklemmt» – πρόκειται για μια γερμανική λέξη που μεταφράζεται «με βαριά καρδιά».
Οι συγγραφείς της μελέτης σημειώνουν ότι το «με βαριά καρδιά» μπορεί να σημαίνει λύπη αλλά μπορεί επίσης να περιγράφει το αίσθημα της πίεσης που συνδέεται πιθανώς με καρδιοπάθεια. «Ο άρρυθμος χαρακτήρας αυτού του κομματιού είναι αδιαμφισβήτητος» γράφουν. Προσθέτουν ότι εντόπισαν άρρυθμα μοτίβα και σε άλλα κομμάτια του μεγάλου συνθέτη. Συγκεκριμένα, μελέτησαν τη Σονάτα για Πιάνο Opus 110 γραμμένη σε λα-ύφεση μείζονα – πρόκειται για την κεντρική σονάτα σε μια ομάδα τριών που αποτελούν την τελευταία συνεισφορά του Μπετόβεν στο συγκεκριμένο είδος – καθώς και την έναρξη της Σονάτας «Les Adieux» (σονάτα Οpus 81a σε μι-ύφεση μείζονα) η οποία γράφτηκε κατά την επίθεση των Γάλλων στη Βιέννη το 1809.
Στον Μπετόβεν έχουν αποδοθεί πολλά και διαφορετικά προβλήματα υγείας, συμπεριλαμβανομένων της φλεγμονώδους νόσου του εντέρου, της οστικής νόσου Paget (πρόκειται για μια από τις συχνότερες μεταβολικές νόσους των οστών), της ηπατοπάθειας, της νεφροπάθειας καθώς και επιπλοκών εξαιτίας αλκοολισμού. Το πιο συχνό πρόβλημα υγείας το οποίο αποδίδεται στον συνθέτη ήταν η κώφωσή του, η οποία, σύμφωνα με τους ειδικούς, μπορεί να οδήγησε σε όξυνση των υπόλοιπων αισθήσεών του με αποτέλεσμα να έχει ακόμη εντονότερο αίσθημα των καρδιακών παλμών του.
«Δεν μπορούμε να αποδείξουμε ή όχι ότι ο Μπετόβεν έπασχε από όλες αυτές τις νόσους τις οποίες του “καταλογίζουν” καθώς σχεδόν όλα τα σημερινά διαγνωστικά τεστ δεν υπήρχαν τον 18ο αιώνα. Ετσι ερμηνεύουμε ιατρικές περιγραφές αιώνων με βάση τα σημερινά δεδομένα, χωρίς όμως να μπορούμε ποτέ να είμαστε σίγουροι για το αν είχαν πλήξει το εκάστοτε άτομο» σημειώνουν οι ερευνητές.
Συμπληρώνουν ότι «τα συμπτώματα και η συχνή σύνδεση του μη φυσιολογικού καρδιακού ρυθμού με τόσες νόσους οδηγούν στο λογικό συμπέρασμα ότι ο Μπετόβεν εμφάνιζε αρρυθμίες. Τα κομμάτια του που παρουσιάζουμε μοιάζουν με μουσικά ηλεκτροκαρδιογραφήματα». Οι επιστήμονες καταλήγουν τονίζοντας ότι οι μουσικές αρρυθμίες που δείχνουν την ιδιοφυΐα του Μπετόβεν πιθανότατα βασίζονται στις καρδιακές του αρρυθμίες οι οποίες τελικώς αποδεικνύεται ότι βρίσκονται στην καρδιά ορισμένων από τα μεγαλύτερα μουσικά αριστουργήματα όλων των εποχών.
Συνέθετε υπέροχες μουσικές αν και ήταν κουφός επί 30 χρόνια.
Μπετόβεν, ο πρωτοπόρος αντισυμβατικός συνθέτης με τις εκρήξεις θυμού.
Ήταν αντικοινωνικός και μετακόμισε σε 40 σπίτια.
Ο Λούντβιχ βαν Μπετόβεν μετέτρεψε την κλασική μουσική σε κάτι μεγαλύτερο, τολμηρότερο και πιο μεγαλεπήβολο από ποτέ. Και το εκπληκτικό σ’ αυτό το επίτευγμα είναι ότι το κατάφερε όντας θεόκουφος. Ο Μπετόβεν ήταν μόλις 26 ετών όταν άρχισε να χάνει την ακοή του, αλλά συνέχισε να συνθέτει για πάνω από τριάντα χρόνια. Δεν υπάρχει άλλο τέτοιο κατόρθωμα στην ιστορία της τέχνης. Σαν να ήταν τυφλός ο Μικελάντζελο, αλλά παρά ταύτα να ζωγράφιζε την Καπέλα Σιστίνα. Δυστυχώς, η κώφωση δεν μετριάσε την άγρια διάθεση του Μπετόβεν. Όσο έχανε την ακοή του, οι κρίσεις θυμού γίνονταν ανεξέλεγκτες και τα ξεσπάσματα του όλο και πιο παράλογα. Κι όμως, όσο πιο παράξενη η συμπεριφορά τόσο πιο θεσπέσια η μουσική.
Ο Μπετόβεν γεννήθηκε σε οικογένεια μουσικών στη Βόννη της Γερμανίας. Ο πατέρας του ο Γιόχαν, τενόρος στην τοπική Αυλή και ελαφρώς αλκοολικός, αδιαφόρησε για τη γέννηση του γιου του το 1770 και δεν του έδωσε καμία σημασία, μέχρι που ανακάλυψε ότι το αγοράκι είχε ενστικτώδες μουσικό χάρισμα. Ο Γιόχαν θυμόταν το παράδειγμα της πρώιμης επιτυχίας του Μότσαρτ κι έτσι αποφάσισε ότι και η δική του φήμη μπορούσε να στηριχθεί στους εύθραυστους ώμους του γιου του.
Ενώ όμως ο μικρός Λέοπολντ Μότσαρτ ήταν ένας εύθυμος εκμεταλλευτής, ο πιτσιρικάς Γιόχαν Μπετόβεν ήταν ένας σκληρός και βίαιος νταής. Οι γείτονές δεν ξέχασαν ποτέ την εικόνα του μικρού Λούντβιχ να κλαίει πάνω από το πιάνο. Κι όταν δεν έπαιζε πιάνο, μελετούσε Ιστορία της Μουσικής ή μάθαινε βιολί. Λίγες ήταν οι μέρες που ο Λούντβιχ δεν κατέληγε κλειδωμένος στο υπόγειο ή δαρμένος με βούρδουλα. Οι μέθοδοι του πατέρα του Γιόχαν ήταν κτηνώδεις αλλά αποτελεσματικές: από την ηλικία των 10 ετών, ο Λούντβιχ κατείχε εγκυκλοπαιδική γνώση της μουσικής θεωρίας και εξαίρετες ικανότητες στον πιάνο. Επειδή όμως δεν είχε πολύ χρόνο για το σχολείο, ήταν φριχτός στην ορθογραφία και κακός στην αριθμητική. Όταν έγινε 11 ετών, εγκατέλειψε οριστικά το σχολείο.
Μεγάλοι δάσκαλοι, μικρά μαθήματα
Ο Γιόχαν δεν κατάφερε να κάνει το γιο του διάσημο παιδί-θαύμα, αλλά το ταλέντο του Λούντβιχ κέρδισε την προσοχή αριστοκρατών της περιοχής και το 1787 κάποιοι προστάτες των τεχνών τον έστειλαν στη Βιέννη για να μαθητεύσει κοντά στον Μότσαρτ. Ο ντροπαλός 17χρονος γνώρισε τον δάσκαλο, αλλά πριν αρχίσουν τα μαθήματα, έφτασε στη Βιέννη το νέο ότι η μητέρα του Μπετόβεν ήταν βαριά άρρωστη. Ο νεαρός μουσικός έφτασε στο σπίτι του εγκαίρως για να δει τη μητέρα του να πεθαίνει.
Δεν επέστρεψε στη Βιέννη: οι δύο νεότεροι αδελφοί του χρειάζονταν φροντίδα κι ο πατέρας τους ήταν εντελώς άχρηστος γι’ αυτό. Μέσα σε λίγα χρόνια, ο Γιόχαν Μπετόβεν είχε καταλήξει τόσο αναξιόπιστος στη δουλειά του, που οδηγήθηκε σε πρόωρη σύνταξη και λάμβανε το μισό ποσό, ενώ το άλλο μισό πήγαινε στον Λούντβιχ για να φροντίζει τα αδέλφια του. Μόλις το 1792 κατάφερε ο Μπετόβεν να επιστρέψει στη Βιέννη, όπου, με τη βοήθεια ενός πλούσιου σπόνσορα, έκανε μαθήματα με τον Γιόζεφ Χάιντν.
Εδώ όμως απογοητεύτηκε: θεώρησε ότι ο Χάιντν δεν τον εκπαίδευε με τη δέουσα πυγμή, ενώ ο Χάιντν ενοχλήθηκε από την έπαρση του 22χρονου. Όχι ότι ο Μπετόβεν χρειαζόταν πολλή εκπαίδευση. Το 1795 έκανε το ντεμπούτο του με το Δεύτερο κονσέρτο για πιάνο, ενώ το 1800 παίχτηκε η Πρώτη Συμφωνία. Η Βιέννη είχε πια ένα νέο 30χρονο αστέρι.
Εξαίσιες συνθέσεις, απαίσιες συνθέσεις
Τότε ήταν που οι φίλοι του Μπετόβεν παρατήρησαν ότι απέφευγε τις κοινωνικές συγκεντρώσεις. Ο Χάιντν σχολίασε ότι δεν τον επισκεπτόταν καθόλου κι ένας επισκέπτης στο διαμέρισμα του Μπετόβεν παραξενεύτηκε που βρήκε το πιάνο ξεκούρδιστο. Ο Μπετόβεν ήξερε πολύ καλά τι συνέβαινε: είχε χάσει σταδιακά την ακοή του και δεν άκουγε τίποτε απολύτως. Επίσης είχε κι άλλα προβλήματα υγείας, όπως κοιλιακές κράμπες, περιοδική διάρροια και συχνούς πονοκέφαλους. Ήταν τόσο δυστυχισμένος που σκέφτηκε να αυτοκτονήσει. Το μόνο που τον εμπόδισε ήταν η τέχνη του.
Το φθινόπωρο του 1802, ενώ έμενε στην κωμόπολη Χάλιγκενσταντ, περιέγραψε τι τον κράτησε ζωντανό: “Μου φαινόταν αδύνατο να αφήσω τον κόσμο μέχρι να προσφέρω όλα όσα ένιωθα ότι βρίσκονταν μέσα μου” έγραψε στη Διαθήκη του Χάιλιγκενσταντ, όπως είναι γνωστό το κείμενο, που γράφτηκε ως επιστολή στους αδελφούς του αλλά παρέμεινε κλεισμένο στο γραφείο του για το υπόλοιπο της ζωής του.
Μετά τη νέα απόφαση, ο Μπετόβεν έσφυζε από ενέργεια και ιδέες. Η Τρίτη, ή Ηρωική Συμφωνία ήταν αρχικά αφιερωμένη στον Ναπολέοντα Βοναπάρτη, μέχρι που εκείνος αποφάσισε να εισβάλει στην Αυστρία. Ήταν τόσο επαναστατική που η ορχήστρα συχνά διέκοπτε τις πρόβες από τη σύγχυση, ενώ οι κριτικοί έβρισκαν το έργο “παραξένο”. Το κοινό επίσης διαμαρτυρόταν για τη διάρκεια του έργου. Η παραξενιά του Μπετόβεν δεν περιοριζόταν στις μουσικές του εκκεντρικότητες. Συνέθετε καλύτερα ενώ περπατούσε κι έτσι έγινε γνωστός στην πόλη ως κάποιος που έπαιρνε τους δρόμους, κουνώντας τα χέρια και βρυχώμενος μουσικά σπαράγματα, αδιάφορος για τις ορδές περίεργων παιδιών που τον ακολουθούσαν.
Ποτέ δεν έμεινε πολύ καιρό στο ίδιο μέρος. Στη Βιέννη μετακόμισε τουλάχιστον σε σαράντα διαμερίσματα και κάποτε συντηρούσε ταυτόχρονα τέσσερα σπίτια. Ήταν και ακατάστατος: ένας επισκέπτης στο διαμέρισμα του το 1809 τον βρήκε να ζει στο πιο βρόμικο, πιο ακατάστατο μέρος που μπορεί να φανταστεί κανείς. Πάνω στις καρέκλες βρίσκονταν πιάτα με αποφάγια και πεταμένα ρούχα. Το πιάνο και το γραφείο δίπλα του ήταν γεμάτα με μισοτελειωμένες παρτιτούρες. Και κάτω από το πιάνο βρισκόταν ένα γεμάτο δοχείο νυχτός.
Ούτε εμφανισιακά ήταν ελκυστικός. Τα ρούχα του ήταν τόσο σχισμένα και βρόμικα που οι φίλοι του, αηδιασμένοι, πότε πότε του αγόραζαν καινούρια. Μελαχρινός στα νιάτα του, τώρα είχε γίνει κάτωχρος απ’ την αρρώστια. Το πρόσωπό του ήταν γεμάτο σπυριά και τα γκρίζα μαλλιά του όρθια. Δεν είναι καθόλου απορίας άξιο που τα μέλη του ωραίου φύλου δεν ανταπέδιδαν το ένθερμο ενδιαφέρον του. Ο Μπετόβεν είχε την κακή συνήθεια να ερωτεύεται μη διαθέσιμες γυναίκες, συνήθως ανώτερης τάξης και κατά κανόνα παντρεμένες.
Ο μεγαλύτερος έρωτάς του έχει αποκτήσει μυθικές διαστάσεις, αφού τον γνωρίζουμε χάρη σ’ ένα γράμμα που δεν ταχυδρομήθηκε, απευθυνόμενο στην “Αθάνατη αγαπημένη”. Η ταυτότητά της αμφισβητείται, αλλά σήμερα οι περισσότεροι ιστορικοί συμφωνούν ότι ήταν η Αντονί Μπρεντάνο, σύζυγος ενός τραπεζίτη από τη Φρανκφούρτη. Ντελικάτη και κομψή, η Αντολί λάτρευε τον Μπετόβεν. “Περπατά σαν θεός εν μέσω θνητούς,” έγραφε. Αλλά παρέμενε πιστή στον άντρα της. Η όποια οδύνη του Μπετόβεν μετριαζόταν ίσως από τη σκέψη ότι ένας ανεκπλήρωτος έρωτας είναι κάτι πιο ρομαντικό από μία σύζυγο που τον υποχρέωνε να βάζει τα άπλυτα στο καλάθι.
Τελευταίες συμφωνίες και ασυμφωνίες
Όταν ο αδελφός του Μπετόβεν, Κασπάρ, έπαθε φυματίωση, ο συνθέτης αποφάσισε να πάρει την κηδεμονία του γιου του, Καρλ, ο οποίος έφτασε στην ενηλικίωση με συναισθηματικά τραύματα. Ο Μπετόβεν δεν τον άφηνε στιγμή και, όταν ο Καρλ ανακοίνωσε ότι θα γινόταν στρατιωτικός, ο κηδεμόνας του ξέσπασε σε τέτοιες άγριες κρίσεις που ο σπιτονοικοκύρης του αναγκάστηκε να τους διώξει. Ο συνθέτης τον ήθελε μουσικό. Το 1826, ο Καρλ δεν άντεξε κι αυτοπυροβολήθηκε στο κεφάλι. Κι όμως γλίτωσε. Η μία σφαίρα αστόχησε και η άλλη μπήκε στο κρανίο χωρίς να πειράξει τον εγκέφαλο. Ο Καρλ βγήκε από το νοσοκομείο αποφασισμένος να τραβήξει το δρόμο του και μπήκε αμέσως στο στρατό.
Οι φίλοι του Μπετόβεν τον έβλεπαν να καταρρέει. Υπήρξε μια ανακωχή, όταν ο αδελφός του Μπετόβεν, Γιόχαν, τους κάλεσε να μείνουν στο εξοχικό του μέχρι να αρχίσει η υπηρεσία του καρλ. Όταν μπήκε το φθινόπωρο, ο Γιόχαν ζήτησε από τον αδελφό και τον ανιψιό του να φύγουν από το σπίτι.
Οι δύο άνδρες ταξίδεψαν σε ανοιχτή άμαξα και κοιμήθηκαν σ’ ένα πανδοχείο χωρίς θέρμανση, παρ’ όλο το δριμύ κρύο. Όταν πια ο Μπετόβεν έφτασε στη Βιέννη, ψηνόταν απ’ τον πυρετό και είχε πνευμονία. Ποτέ δεν ανάρρωσε, απλώς συνέχισε να μαραίνεται για σχεδόν τρεις μήνες. Το τι συνέβη κατόπιν είναι ασαφές.
Σύμφωνα με μία εκδοχή, ο συνθέτης βρισκόταν σε κώμα για 48 ώρες όταν, στις 26 Μαρτίου 1827, εν μέσω άγριας καταιγίδας, ξαφνικά άνοιξε τα μάτια, ενώ μια αστραπή φώτιζε το δωμάτιο. Ύψωσε το δεξί χέρι, έκανε γροθιά και έπεσε νεκρός. Πάνω από δέκα χιλιάδες άνθρωποι συνόδευσαν το φέρετρό του. Ο Μπετόβεν έγινε είδωλο για την επόμενη γενιά ρομαντικών συνθετών, που επικροτούσαν, όχι μόνο την έντονη κι εκφραστική μουσική του, αλλά και την άρνηση του να συμμορφωθεί με τις τάσεις της εποχής. Σήμερα τα θέματα και τα μοτίβα του αναγνωρίζονται αμέσως.
H θεϊκή μουσική που απολαμβάνουμε γράφτηκε τελικά από, ανθρώπους.
Μελέτη σε διάσημα έργα του αποκάλυψε ότι εμφανίζουν αρρυθμίες οι οποίες οφείλονταν – πιθανότατα- στις καρδιακές αρρυθμίες του. Ο Λούντβιχ βαν Μπετόβεν συνέθετε πραγματικά με την καρδιά του, σύμφωνα με μελέτη που δείχνει ότι οι καρδιακές αρρυθμίες από τις οποίες έπασχε όρισαν σε μεγάλο βαθμό το αριστουργηματικό έργο του.
Τα εντυπωσιακά κρεσέντο που χαρακτηρίζουν πολλά από τα έργα του μεγάλου συνθέτη αποτελούν «τέκνο» ενός καρδιολογικού προβλήματος που τον ταλαιπωρούσε, αναφέρουν ερευνητές από το Πανεπιστήμιο του Μίσιγκαν και το Πανεπιστήμιο της Ουάσιγκτον. Οι επιστήμονες επισημαίνουν με δημοσίευσή τους στο επιστημονικό έντυπο «Perspectives in Biology and Medicine» ότι σημαντικά αποσπάσματα των συνθέσεων του Μπετόβεν ταιριάζουν με την καρδιακή αρρυθμία από την οποία έπασχε. Στην ερευνητική ομάδα που κατέληξε στο εντυπωσιακό συμπέρασμα περιλαμβάνεται καρδιολόγος, ιστορικός της ιατρικής καθώς και μουσικολόγος.
Οι ειδικοί ανέλυσαν ορισμένες από τις συνθέσεις του Μπετόβεν αναζητώντας στοιχεία σχετικά με την ύπαρξη καρδιοπάθειας – κάτι το οποίο ορισμένοι υποπτεύονταν. Οπως είδαν, ο ρυθμός σε ορισμένα σημεία γνωστών μουσικών έργων του συνθέτη αντανακλά τις καρδιακές αρρυθμίες του. «Η μουσική του ήταν τόσο μεταφορικώς όσο και κυριολεκτικώς, βγαλμένη από την καρδιά του» ανέφερε ο Τζόελ Χογουέλ από την Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου του Μίσιγκαν και πρόσθεσε: «Οταν η καρδιά χτυπά μη φυσιολογικά εξαιτίας καρδιοπάθειας αυτό συμβαίνει σε ορισμένα προβλέψιμα μοτίβα. Πιστεύουμε ότι ακούμε ορισμένα από αυτά τα ίδια μοτίβα στη μουσική του Μπετόβεν. Η συνέργεια μεταξύ μυαλού και σώματος δομεί το πώς αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο. Αυτό είναι ιδιαιτέρως εμφανές στον κόσμο της τέχνης και της μουσικής ο οποίος αντανακλά σε μεγάλο βαθμό τις εσώτερες εμπειρίες ενός ανθρώπου».
Τα μουσικά, άρρυθμα παραδείγματα
Η ερευνητική ομάδα μελέτησε τα ρυθμικά μοτίβα διαφορετικών συνθέσεων του Μπετόβεν. Ανακάλυψε αναπάντεχες αλλαγές στο τέμπο και στις κλίμακες οι οποίες ταιριάζουν με τα ασύμμετρα μοτίβα στη λειτουργία της καρδιάς – όταν λόγω αρρυθμίας η καρδιά χτυπά πιο γρήγορα ή πιο αργά ή και ακανόνιστα. Πάρτε για παράδειγμα την «Cavatina» του Κουαρτέτου Εγχόρδων σε σι-ύφεση μείζονα Opus 130, ενός ρυθμικά φορτισμένου κομματιού, για το οποίο ο ίδιος ο Μπετόβεν έλεγε πάντα ότι τον κάνει να δακρύζει.
Στη μέση της «Cavatina» η κλίμακα ξαφνικά αλλάζει σε ντο-ύφεση μείζονα, με αποτέλεσμα να παράγεται ένας ρυθμός ο οποίος προκαλεί σκοτεινά συναισθήματα και αποπροσανατολισμό – το σημείο αυτό αναφέρεται ότι «κόβει την ανάσα». Μάλιστα, στις ίδιες τις οδηγίες του συνθέτη προς τους μουσικούς το σημείο αυτό σημειώνεται ότι πρέπει να παίζεται «beklemmt» – πρόκειται για μια γερμανική λέξη που μεταφράζεται «με βαριά καρδιά».
Οι συγγραφείς της μελέτης σημειώνουν ότι το «με βαριά καρδιά» μπορεί να σημαίνει λύπη αλλά μπορεί επίσης να περιγράφει το αίσθημα της πίεσης που συνδέεται πιθανώς με καρδιοπάθεια. «Ο άρρυθμος χαρακτήρας αυτού του κομματιού είναι αδιαμφισβήτητος» γράφουν. Προσθέτουν ότι εντόπισαν άρρυθμα μοτίβα και σε άλλα κομμάτια του μεγάλου συνθέτη. Συγκεκριμένα, μελέτησαν τη Σονάτα για Πιάνο Opus 110 γραμμένη σε λα-ύφεση μείζονα – πρόκειται για την κεντρική σονάτα σε μια ομάδα τριών που αποτελούν την τελευταία συνεισφορά του Μπετόβεν στο συγκεκριμένο είδος – καθώς και την έναρξη της Σονάτας «Les Adieux» (σονάτα Οpus 81a σε μι-ύφεση μείζονα) η οποία γράφτηκε κατά την επίθεση των Γάλλων στη Βιέννη το 1809.
Στον Μπετόβεν έχουν αποδοθεί πολλά και διαφορετικά προβλήματα υγείας, συμπεριλαμβανομένων της φλεγμονώδους νόσου του εντέρου, της οστικής νόσου Paget (πρόκειται για μια από τις συχνότερες μεταβολικές νόσους των οστών), της ηπατοπάθειας, της νεφροπάθειας καθώς και επιπλοκών εξαιτίας αλκοολισμού. Το πιο συχνό πρόβλημα υγείας το οποίο αποδίδεται στον συνθέτη ήταν η κώφωσή του, η οποία, σύμφωνα με τους ειδικούς, μπορεί να οδήγησε σε όξυνση των υπόλοιπων αισθήσεών του με αποτέλεσμα να έχει ακόμη εντονότερο αίσθημα των καρδιακών παλμών του.
«Δεν μπορούμε να αποδείξουμε ή όχι ότι ο Μπετόβεν έπασχε από όλες αυτές τις νόσους τις οποίες του “καταλογίζουν” καθώς σχεδόν όλα τα σημερινά διαγνωστικά τεστ δεν υπήρχαν τον 18ο αιώνα. Ετσι ερμηνεύουμε ιατρικές περιγραφές αιώνων με βάση τα σημερινά δεδομένα, χωρίς όμως να μπορούμε ποτέ να είμαστε σίγουροι για το αν είχαν πλήξει το εκάστοτε άτομο» σημειώνουν οι ερευνητές.
Συμπληρώνουν ότι «τα συμπτώματα και η συχνή σύνδεση του μη φυσιολογικού καρδιακού ρυθμού με τόσες νόσους οδηγούν στο λογικό συμπέρασμα ότι ο Μπετόβεν εμφάνιζε αρρυθμίες. Τα κομμάτια του που παρουσιάζουμε μοιάζουν με μουσικά ηλεκτροκαρδιογραφήματα». Οι επιστήμονες καταλήγουν τονίζοντας ότι οι μουσικές αρρυθμίες που δείχνουν την ιδιοφυΐα του Μπετόβεν πιθανότατα βασίζονται στις καρδιακές του αρρυθμίες οι οποίες τελικώς αποδεικνύεται ότι βρίσκονται στην καρδιά ορισμένων από τα μεγαλύτερα μουσικά αριστουργήματα όλων των εποχών.
Συνέθετε υπέροχες μουσικές αν και ήταν κουφός επί 30 χρόνια.
Μπετόβεν, ο πρωτοπόρος αντισυμβατικός συνθέτης με τις εκρήξεις θυμού.
Ήταν αντικοινωνικός και μετακόμισε σε 40 σπίτια.
Ο Λούντβιχ βαν Μπετόβεν μετέτρεψε την κλασική μουσική σε κάτι μεγαλύτερο, τολμηρότερο και πιο μεγαλεπήβολο από ποτέ. Και το εκπληκτικό σ’ αυτό το επίτευγμα είναι ότι το κατάφερε όντας θεόκουφος. Ο Μπετόβεν ήταν μόλις 26 ετών όταν άρχισε να χάνει την ακοή του, αλλά συνέχισε να συνθέτει για πάνω από τριάντα χρόνια. Δεν υπάρχει άλλο τέτοιο κατόρθωμα στην ιστορία της τέχνης. Σαν να ήταν τυφλός ο Μικελάντζελο, αλλά παρά ταύτα να ζωγράφιζε την Καπέλα Σιστίνα. Δυστυχώς, η κώφωση δεν μετριάσε την άγρια διάθεση του Μπετόβεν. Όσο έχανε την ακοή του, οι κρίσεις θυμού γίνονταν ανεξέλεγκτες και τα ξεσπάσματα του όλο και πιο παράλογα. Κι όμως, όσο πιο παράξενη η συμπεριφορά τόσο πιο θεσπέσια η μουσική.
Ο Μπετόβεν γεννήθηκε σε οικογένεια μουσικών στη Βόννη της Γερμανίας. Ο πατέρας του ο Γιόχαν, τενόρος στην τοπική Αυλή και ελαφρώς αλκοολικός, αδιαφόρησε για τη γέννηση του γιου του το 1770 και δεν του έδωσε καμία σημασία, μέχρι που ανακάλυψε ότι το αγοράκι είχε ενστικτώδες μουσικό χάρισμα. Ο Γιόχαν θυμόταν το παράδειγμα της πρώιμης επιτυχίας του Μότσαρτ κι έτσι αποφάσισε ότι και η δική του φήμη μπορούσε να στηριχθεί στους εύθραυστους ώμους του γιου του.
Ενώ όμως ο μικρός Λέοπολντ Μότσαρτ ήταν ένας εύθυμος εκμεταλλευτής, ο πιτσιρικάς Γιόχαν Μπετόβεν ήταν ένας σκληρός και βίαιος νταής. Οι γείτονές δεν ξέχασαν ποτέ την εικόνα του μικρού Λούντβιχ να κλαίει πάνω από το πιάνο. Κι όταν δεν έπαιζε πιάνο, μελετούσε Ιστορία της Μουσικής ή μάθαινε βιολί. Λίγες ήταν οι μέρες που ο Λούντβιχ δεν κατέληγε κλειδωμένος στο υπόγειο ή δαρμένος με βούρδουλα. Οι μέθοδοι του πατέρα του Γιόχαν ήταν κτηνώδεις αλλά αποτελεσματικές: από την ηλικία των 10 ετών, ο Λούντβιχ κατείχε εγκυκλοπαιδική γνώση της μουσικής θεωρίας και εξαίρετες ικανότητες στον πιάνο. Επειδή όμως δεν είχε πολύ χρόνο για το σχολείο, ήταν φριχτός στην ορθογραφία και κακός στην αριθμητική. Όταν έγινε 11 ετών, εγκατέλειψε οριστικά το σχολείο.
Μεγάλοι δάσκαλοι, μικρά μαθήματα
Ο Γιόχαν δεν κατάφερε να κάνει το γιο του διάσημο παιδί-θαύμα, αλλά το ταλέντο του Λούντβιχ κέρδισε την προσοχή αριστοκρατών της περιοχής και το 1787 κάποιοι προστάτες των τεχνών τον έστειλαν στη Βιέννη για να μαθητεύσει κοντά στον Μότσαρτ. Ο ντροπαλός 17χρονος γνώρισε τον δάσκαλο, αλλά πριν αρχίσουν τα μαθήματα, έφτασε στη Βιέννη το νέο ότι η μητέρα του Μπετόβεν ήταν βαριά άρρωστη. Ο νεαρός μουσικός έφτασε στο σπίτι του εγκαίρως για να δει τη μητέρα του να πεθαίνει.
Δεν επέστρεψε στη Βιέννη: οι δύο νεότεροι αδελφοί του χρειάζονταν φροντίδα κι ο πατέρας τους ήταν εντελώς άχρηστος γι’ αυτό. Μέσα σε λίγα χρόνια, ο Γιόχαν Μπετόβεν είχε καταλήξει τόσο αναξιόπιστος στη δουλειά του, που οδηγήθηκε σε πρόωρη σύνταξη και λάμβανε το μισό ποσό, ενώ το άλλο μισό πήγαινε στον Λούντβιχ για να φροντίζει τα αδέλφια του. Μόλις το 1792 κατάφερε ο Μπετόβεν να επιστρέψει στη Βιέννη, όπου, με τη βοήθεια ενός πλούσιου σπόνσορα, έκανε μαθήματα με τον Γιόζεφ Χάιντν.
Εδώ όμως απογοητεύτηκε: θεώρησε ότι ο Χάιντν δεν τον εκπαίδευε με τη δέουσα πυγμή, ενώ ο Χάιντν ενοχλήθηκε από την έπαρση του 22χρονου. Όχι ότι ο Μπετόβεν χρειαζόταν πολλή εκπαίδευση. Το 1795 έκανε το ντεμπούτο του με το Δεύτερο κονσέρτο για πιάνο, ενώ το 1800 παίχτηκε η Πρώτη Συμφωνία. Η Βιέννη είχε πια ένα νέο 30χρονο αστέρι.
Εξαίσιες συνθέσεις, απαίσιες συνθέσεις
Τότε ήταν που οι φίλοι του Μπετόβεν παρατήρησαν ότι απέφευγε τις κοινωνικές συγκεντρώσεις. Ο Χάιντν σχολίασε ότι δεν τον επισκεπτόταν καθόλου κι ένας επισκέπτης στο διαμέρισμα του Μπετόβεν παραξενεύτηκε που βρήκε το πιάνο ξεκούρδιστο. Ο Μπετόβεν ήξερε πολύ καλά τι συνέβαινε: είχε χάσει σταδιακά την ακοή του και δεν άκουγε τίποτε απολύτως. Επίσης είχε κι άλλα προβλήματα υγείας, όπως κοιλιακές κράμπες, περιοδική διάρροια και συχνούς πονοκέφαλους. Ήταν τόσο δυστυχισμένος που σκέφτηκε να αυτοκτονήσει. Το μόνο που τον εμπόδισε ήταν η τέχνη του.
Το φθινόπωρο του 1802, ενώ έμενε στην κωμόπολη Χάλιγκενσταντ, περιέγραψε τι τον κράτησε ζωντανό: “Μου φαινόταν αδύνατο να αφήσω τον κόσμο μέχρι να προσφέρω όλα όσα ένιωθα ότι βρίσκονταν μέσα μου” έγραψε στη Διαθήκη του Χάιλιγκενσταντ, όπως είναι γνωστό το κείμενο, που γράφτηκε ως επιστολή στους αδελφούς του αλλά παρέμεινε κλεισμένο στο γραφείο του για το υπόλοιπο της ζωής του.
Μετά τη νέα απόφαση, ο Μπετόβεν έσφυζε από ενέργεια και ιδέες. Η Τρίτη, ή Ηρωική Συμφωνία ήταν αρχικά αφιερωμένη στον Ναπολέοντα Βοναπάρτη, μέχρι που εκείνος αποφάσισε να εισβάλει στην Αυστρία. Ήταν τόσο επαναστατική που η ορχήστρα συχνά διέκοπτε τις πρόβες από τη σύγχυση, ενώ οι κριτικοί έβρισκαν το έργο “παραξένο”. Το κοινό επίσης διαμαρτυρόταν για τη διάρκεια του έργου. Η παραξενιά του Μπετόβεν δεν περιοριζόταν στις μουσικές του εκκεντρικότητες. Συνέθετε καλύτερα ενώ περπατούσε κι έτσι έγινε γνωστός στην πόλη ως κάποιος που έπαιρνε τους δρόμους, κουνώντας τα χέρια και βρυχώμενος μουσικά σπαράγματα, αδιάφορος για τις ορδές περίεργων παιδιών που τον ακολουθούσαν.
Ποτέ δεν έμεινε πολύ καιρό στο ίδιο μέρος. Στη Βιέννη μετακόμισε τουλάχιστον σε σαράντα διαμερίσματα και κάποτε συντηρούσε ταυτόχρονα τέσσερα σπίτια. Ήταν και ακατάστατος: ένας επισκέπτης στο διαμέρισμα του το 1809 τον βρήκε να ζει στο πιο βρόμικο, πιο ακατάστατο μέρος που μπορεί να φανταστεί κανείς. Πάνω στις καρέκλες βρίσκονταν πιάτα με αποφάγια και πεταμένα ρούχα. Το πιάνο και το γραφείο δίπλα του ήταν γεμάτα με μισοτελειωμένες παρτιτούρες. Και κάτω από το πιάνο βρισκόταν ένα γεμάτο δοχείο νυχτός.
Ούτε εμφανισιακά ήταν ελκυστικός. Τα ρούχα του ήταν τόσο σχισμένα και βρόμικα που οι φίλοι του, αηδιασμένοι, πότε πότε του αγόραζαν καινούρια. Μελαχρινός στα νιάτα του, τώρα είχε γίνει κάτωχρος απ’ την αρρώστια. Το πρόσωπό του ήταν γεμάτο σπυριά και τα γκρίζα μαλλιά του όρθια. Δεν είναι καθόλου απορίας άξιο που τα μέλη του ωραίου φύλου δεν ανταπέδιδαν το ένθερμο ενδιαφέρον του. Ο Μπετόβεν είχε την κακή συνήθεια να ερωτεύεται μη διαθέσιμες γυναίκες, συνήθως ανώτερης τάξης και κατά κανόνα παντρεμένες.
Ο μεγαλύτερος έρωτάς του έχει αποκτήσει μυθικές διαστάσεις, αφού τον γνωρίζουμε χάρη σ’ ένα γράμμα που δεν ταχυδρομήθηκε, απευθυνόμενο στην “Αθάνατη αγαπημένη”. Η ταυτότητά της αμφισβητείται, αλλά σήμερα οι περισσότεροι ιστορικοί συμφωνούν ότι ήταν η Αντονί Μπρεντάνο, σύζυγος ενός τραπεζίτη από τη Φρανκφούρτη. Ντελικάτη και κομψή, η Αντολί λάτρευε τον Μπετόβεν. “Περπατά σαν θεός εν μέσω θνητούς,” έγραφε. Αλλά παρέμενε πιστή στον άντρα της. Η όποια οδύνη του Μπετόβεν μετριαζόταν ίσως από τη σκέψη ότι ένας ανεκπλήρωτος έρωτας είναι κάτι πιο ρομαντικό από μία σύζυγο που τον υποχρέωνε να βάζει τα άπλυτα στο καλάθι.
Τελευταίες συμφωνίες και ασυμφωνίες
Όταν ο αδελφός του Μπετόβεν, Κασπάρ, έπαθε φυματίωση, ο συνθέτης αποφάσισε να πάρει την κηδεμονία του γιου του, Καρλ, ο οποίος έφτασε στην ενηλικίωση με συναισθηματικά τραύματα. Ο Μπετόβεν δεν τον άφηνε στιγμή και, όταν ο Καρλ ανακοίνωσε ότι θα γινόταν στρατιωτικός, ο κηδεμόνας του ξέσπασε σε τέτοιες άγριες κρίσεις που ο σπιτονοικοκύρης του αναγκάστηκε να τους διώξει. Ο συνθέτης τον ήθελε μουσικό. Το 1826, ο Καρλ δεν άντεξε κι αυτοπυροβολήθηκε στο κεφάλι. Κι όμως γλίτωσε. Η μία σφαίρα αστόχησε και η άλλη μπήκε στο κρανίο χωρίς να πειράξει τον εγκέφαλο. Ο Καρλ βγήκε από το νοσοκομείο αποφασισμένος να τραβήξει το δρόμο του και μπήκε αμέσως στο στρατό.
Οι φίλοι του Μπετόβεν τον έβλεπαν να καταρρέει. Υπήρξε μια ανακωχή, όταν ο αδελφός του Μπετόβεν, Γιόχαν, τους κάλεσε να μείνουν στο εξοχικό του μέχρι να αρχίσει η υπηρεσία του καρλ. Όταν μπήκε το φθινόπωρο, ο Γιόχαν ζήτησε από τον αδελφό και τον ανιψιό του να φύγουν από το σπίτι.
Οι δύο άνδρες ταξίδεψαν σε ανοιχτή άμαξα και κοιμήθηκαν σ’ ένα πανδοχείο χωρίς θέρμανση, παρ’ όλο το δριμύ κρύο. Όταν πια ο Μπετόβεν έφτασε στη Βιέννη, ψηνόταν απ’ τον πυρετό και είχε πνευμονία. Ποτέ δεν ανάρρωσε, απλώς συνέχισε να μαραίνεται για σχεδόν τρεις μήνες. Το τι συνέβη κατόπιν είναι ασαφές.
Σύμφωνα με μία εκδοχή, ο συνθέτης βρισκόταν σε κώμα για 48 ώρες όταν, στις 26 Μαρτίου 1827, εν μέσω άγριας καταιγίδας, ξαφνικά άνοιξε τα μάτια, ενώ μια αστραπή φώτιζε το δωμάτιο. Ύψωσε το δεξί χέρι, έκανε γροθιά και έπεσε νεκρός. Πάνω από δέκα χιλιάδες άνθρωποι συνόδευσαν το φέρετρό του. Ο Μπετόβεν έγινε είδωλο για την επόμενη γενιά ρομαντικών συνθετών, που επικροτούσαν, όχι μόνο την έντονη κι εκφραστική μουσική του, αλλά και την άρνηση του να συμμορφωθεί με τις τάσεις της εποχής. Σήμερα τα θέματα και τα μοτίβα του αναγνωρίζονται αμέσως.
H θεϊκή μουσική που απολαμβάνουμε γράφτηκε τελικά από, ανθρώπους.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου