Δεν πρόλαβαν καλά καλά οι θεοί να διώξουν τους Τιτάνες από τον ουρανό και να τους στείλουν βαθιά μέσα στα Τάρταρα, να μείνουν κλεισμένοι για πάντα, και η Γαία αποφάσισε να ενωθεί με τον Τάρταρο, το άκρο αντίθετο του ουρανού, να γεννήσει ένα τελευταίο βλαστάρι.
Στην αρχή, όπως θυμόμαστε, υπήρξε το Χάος. Στη συνέχεια, η Γη. Η παμμήτειρα Γαία είναι εκ των πραγμάτων το αντίθετο του Χάους, με το οποίο όμως είναι στενά συνδεδεμένη όχι μόνο επειδή στα βάθη της υπάρχει ένα στοιχείο χαοτικό, τα Τάρταρα, το Έρεβος, αλλά και επειδή αναδύεται αμέσως το Χάος. Εκτός από αυτή λοιπόν, στο σύμπαν υπάρχει μόνο το Χάος. Το πλάσμα που θα φέρει στο φως και το οποίο θα αμφισβητήσει όχι μόνο το Δία αλλά και ολόκληρο το θεϊκό σύστημα των Ολυμπίων, είναι ένα πλάσμα χθόνιο, γήινο δηλαδή: Χθων είναι η γη στη σκοτεινή, νύκτια όψη της και όχι η γη ως μητέρα, ως βάθρο ασφαλές για όλα τα πλάσματα που περπατούν και στηρίζονται πάνω της. Το τερατώδες αυτό ον είναι γιγαντιαίων διαστάσεων, πρωτόγονο, ένα ιδιόμορφο γέννημα της Γαίας, σαν ένα τερατώδες ζώο, με ανθρώπινες και ζωώδεις πλευρές.
Τρομακτικά δυνατό, κατέχει τη δύναμη του Χάους, της πρωταρχικής κατάστασης, της αταξίας. Τα μέλη του έχουν τη δύναμη των Εκατόγχειρων. Οι βραχίονές του είναι κολλημένοι στους ώμους του, τρομερά ρωμαλέοι, ευλύγιστοι, δυνατοί. Τα πόδια του στηρίζονται γερά στο έδαφος, είναι ακούραστα και πάντα σε κίνηση. Είναι ένα πλάσμα της κίνησης, της κινητικότητας. Δεν είναι ένας βαρύς, ακίνητος όγκος, όπως τον συναντάμε σε ορισμένους μύθους της Εγγύς Ανατολής, ο οποίος κάποια συγκεκριμένη στιγμή μεγαλώνει και η δύναμή του λειτουργεί αποκλειστικά σε επίπεδο αντίδρασης, απειλεί να καταλάβει όλο το χώρο ανάμεσα στη γη και τον ουρανό. Αντιθέτως, ο Τυφώνας όλη την ώρα κινείται, καταφέρει χτυπήματα, τα χέρια και τα πόδια του δε σταματούν λεπτό. Έχει εκατό δρακοκεφαλές και από κάθε δρακοκεφαλή του πετάγεται έξω μια μαύρη γλώσσα. Στο κάθε κεφάλι έχει ένα ζευγάρι μάτια που εξαπολύουν καυτή φλόγα, μια λάμψη που φωτίζει τις δρακοκεφαλές και την ίδια στιγμή κατακαίει όλα όσα ο Τυφώνας αγκαλιάζει με το βλέμμα του.
Και τι λέει το τρομερό αυτό τέρας; Χρησιμοποιεί πολλές και διάφορες φωνές: άλλες φορές μιλάει σαν τους θεούς και άλλες πάλι σαν τους ανθρώπους. Κάποιες άλλες στιγμές, οι κραυγές του θυμίζουν όλα τα άγρια ζώα του κόσμου: βρυχάται σαν λιοντάρι, μουγκανίζει σαν ταύρος. Όσο η όψη του είναι από πάνω ως κάτω τερατόμορφη, άλλο τόσο ο τρόπος που μιλάει, η φωνή του είναι πολύμορφη, πολύτροπη και πολυποίκιλη. Η ύπαρξή του δε συμβολίζει κάποια ιδιαίτερη οντότητα, είναι μάλλον ένα σύμφυρτο αμάλγαμα όλων των πραγμάτων, ένα πλάσμα που συνταιριάζει τις πιο αντίθετες πλευρές και τα πιο παράταιρα χαρακτηριστικά στο πρόσωπό του. Αν αυτό το χαοτικό στην όψη, τη φωνή, το βλέμμα, την κίνηση, τη δύναμη τερατούργημα υπερίσχυε, τότε η τάξη του Δία θα καταλυόταν.
Μετά τον πόλεμο των θεών και την ανάρρηση του Δία στο θρόνο, η γέννηση του Τυφωέα ή Τυφώνα αποτελεί έναν κίνδυνο για την τάξη των ολύμπιων θεών. Η νίκη του θα σηματοδοτούσε την επιστροφή του κόσμου στην πρωταρχική και χαοτική κατάσταση. Τι θα γινόταν; Η μακρόχρονη πάλη των θεών αναμεταξύ τους θα έσβηνε. Ο κόσμος θα επέστρεφε κατά κάποιο τρόπο στο χάος. Δε θα επέστρεφε φυσικά στο πρωταρχικό, αφετηριακό χάος, εφόσον από το χάος αυτό είχε αναδυθεί ένας κόσμος οργανωμένος, αλλά θα παραδινόταν σε ένα γενικευμένο χαλασμό.
Ο Τυφώνας επιτίθεται στο Δία. Η μάχη είναι τρομακτική. Όπως την εποχή της πάλης μεταξύ Τιτάνων και ολύμπιων θεών, ο Δίας κερδίζει τη νίκη με ένα σεισμό, όπως θα τον λέγαμε, με μια ανατροπή των στοιχείων του κόσμου. Τα κύματα ξεχύνονται στις στεριές, τα βουνά γκρεμίζονται την ώρα που ο Δίας βροντάει προσπαθώντας να τσακίσει, να δαμάσει με τον κεραυνό του το τέρας. Μέσα στην καρδιά του Άδη, στο βάραθρο των νεκρών και της νυκτός, τα πάντα ανακατεύονται, χάσματα ανοίγονται. Η πάλη του Τυφώνα και του Δία είναι η πάλη του τέρατος με τα εκατοντάδες φλεγόμενα μάτια ενάντια στο αστραποβόλημα του θεϊκού βλέμματος. Όπως είναι φυσικό, το κεραυνοβόλο βλέμμα του Δία, με το φως που εξαπολύει, θα καθυποτάξει τις φλόγες που εκτοξεύουν οι εκατό δρακοκεφαλές του τέρατος. Πλήθος μάτια εναντίον δύο ματιών. Νικητής βγαίνει ο Δίας.
Μια ιστορία λέει ότι ο Δίας έκανε το λάθος να χαλαρώσει την επαγρύπνησή του και να κοιμηθεί στο παλάτι του την ώρα που τα μάτια του έπρεπε να είναι μονίμως σε επιφυλακή· ο Τυφώνας πλησίασε, διέκρινε πού είχε ακουμπήσει ο Δίας τον κεραυνό του και ετοιμαζόταν να τον αρπάξει· ακριβώς εκείνη τη στιγμή όμως, που πήγαινε να αρπάξει το όπλο της νίκης, ο Δίας άνοιξε τα μάτια και κεραυνοβόλησε πάραυτα τον αντίπαλό του. Δυο δυνάμεις συγκρούονται: η χαοτική και η ολύμπια, ποια από τις δυο θα επικρατήσει με την επαγρύπνηση και το αστραποβόλημά της; Και σ’ αυτή την περίπτωση, τελικά ο Τυφώνας χάνει. Ο κεραυνός τσακίζει τα νεύρα των χεριών και των ποδιών του, ενσάρκωση της ζωτικής του δύναμης την ώρα της μάχης. Παράλυτος λοιπόν, σκεπασμένος με βράχους, οδηγείται πίσω στα νεφελώδη Τάρταρα από όπου έλκει την καταγωγή του.
Στην αρχή, όπως θυμόμαστε, υπήρξε το Χάος. Στη συνέχεια, η Γη. Η παμμήτειρα Γαία είναι εκ των πραγμάτων το αντίθετο του Χάους, με το οποίο όμως είναι στενά συνδεδεμένη όχι μόνο επειδή στα βάθη της υπάρχει ένα στοιχείο χαοτικό, τα Τάρταρα, το Έρεβος, αλλά και επειδή αναδύεται αμέσως το Χάος. Εκτός από αυτή λοιπόν, στο σύμπαν υπάρχει μόνο το Χάος. Το πλάσμα που θα φέρει στο φως και το οποίο θα αμφισβητήσει όχι μόνο το Δία αλλά και ολόκληρο το θεϊκό σύστημα των Ολυμπίων, είναι ένα πλάσμα χθόνιο, γήινο δηλαδή: Χθων είναι η γη στη σκοτεινή, νύκτια όψη της και όχι η γη ως μητέρα, ως βάθρο ασφαλές για όλα τα πλάσματα που περπατούν και στηρίζονται πάνω της. Το τερατώδες αυτό ον είναι γιγαντιαίων διαστάσεων, πρωτόγονο, ένα ιδιόμορφο γέννημα της Γαίας, σαν ένα τερατώδες ζώο, με ανθρώπινες και ζωώδεις πλευρές.
Τρομακτικά δυνατό, κατέχει τη δύναμη του Χάους, της πρωταρχικής κατάστασης, της αταξίας. Τα μέλη του έχουν τη δύναμη των Εκατόγχειρων. Οι βραχίονές του είναι κολλημένοι στους ώμους του, τρομερά ρωμαλέοι, ευλύγιστοι, δυνατοί. Τα πόδια του στηρίζονται γερά στο έδαφος, είναι ακούραστα και πάντα σε κίνηση. Είναι ένα πλάσμα της κίνησης, της κινητικότητας. Δεν είναι ένας βαρύς, ακίνητος όγκος, όπως τον συναντάμε σε ορισμένους μύθους της Εγγύς Ανατολής, ο οποίος κάποια συγκεκριμένη στιγμή μεγαλώνει και η δύναμή του λειτουργεί αποκλειστικά σε επίπεδο αντίδρασης, απειλεί να καταλάβει όλο το χώρο ανάμεσα στη γη και τον ουρανό. Αντιθέτως, ο Τυφώνας όλη την ώρα κινείται, καταφέρει χτυπήματα, τα χέρια και τα πόδια του δε σταματούν λεπτό. Έχει εκατό δρακοκεφαλές και από κάθε δρακοκεφαλή του πετάγεται έξω μια μαύρη γλώσσα. Στο κάθε κεφάλι έχει ένα ζευγάρι μάτια που εξαπολύουν καυτή φλόγα, μια λάμψη που φωτίζει τις δρακοκεφαλές και την ίδια στιγμή κατακαίει όλα όσα ο Τυφώνας αγκαλιάζει με το βλέμμα του.
Και τι λέει το τρομερό αυτό τέρας; Χρησιμοποιεί πολλές και διάφορες φωνές: άλλες φορές μιλάει σαν τους θεούς και άλλες πάλι σαν τους ανθρώπους. Κάποιες άλλες στιγμές, οι κραυγές του θυμίζουν όλα τα άγρια ζώα του κόσμου: βρυχάται σαν λιοντάρι, μουγκανίζει σαν ταύρος. Όσο η όψη του είναι από πάνω ως κάτω τερατόμορφη, άλλο τόσο ο τρόπος που μιλάει, η φωνή του είναι πολύμορφη, πολύτροπη και πολυποίκιλη. Η ύπαρξή του δε συμβολίζει κάποια ιδιαίτερη οντότητα, είναι μάλλον ένα σύμφυρτο αμάλγαμα όλων των πραγμάτων, ένα πλάσμα που συνταιριάζει τις πιο αντίθετες πλευρές και τα πιο παράταιρα χαρακτηριστικά στο πρόσωπό του. Αν αυτό το χαοτικό στην όψη, τη φωνή, το βλέμμα, την κίνηση, τη δύναμη τερατούργημα υπερίσχυε, τότε η τάξη του Δία θα καταλυόταν.
Μετά τον πόλεμο των θεών και την ανάρρηση του Δία στο θρόνο, η γέννηση του Τυφωέα ή Τυφώνα αποτελεί έναν κίνδυνο για την τάξη των ολύμπιων θεών. Η νίκη του θα σηματοδοτούσε την επιστροφή του κόσμου στην πρωταρχική και χαοτική κατάσταση. Τι θα γινόταν; Η μακρόχρονη πάλη των θεών αναμεταξύ τους θα έσβηνε. Ο κόσμος θα επέστρεφε κατά κάποιο τρόπο στο χάος. Δε θα επέστρεφε φυσικά στο πρωταρχικό, αφετηριακό χάος, εφόσον από το χάος αυτό είχε αναδυθεί ένας κόσμος οργανωμένος, αλλά θα παραδινόταν σε ένα γενικευμένο χαλασμό.
Ο Τυφώνας επιτίθεται στο Δία. Η μάχη είναι τρομακτική. Όπως την εποχή της πάλης μεταξύ Τιτάνων και ολύμπιων θεών, ο Δίας κερδίζει τη νίκη με ένα σεισμό, όπως θα τον λέγαμε, με μια ανατροπή των στοιχείων του κόσμου. Τα κύματα ξεχύνονται στις στεριές, τα βουνά γκρεμίζονται την ώρα που ο Δίας βροντάει προσπαθώντας να τσακίσει, να δαμάσει με τον κεραυνό του το τέρας. Μέσα στην καρδιά του Άδη, στο βάραθρο των νεκρών και της νυκτός, τα πάντα ανακατεύονται, χάσματα ανοίγονται. Η πάλη του Τυφώνα και του Δία είναι η πάλη του τέρατος με τα εκατοντάδες φλεγόμενα μάτια ενάντια στο αστραποβόλημα του θεϊκού βλέμματος. Όπως είναι φυσικό, το κεραυνοβόλο βλέμμα του Δία, με το φως που εξαπολύει, θα καθυποτάξει τις φλόγες που εκτοξεύουν οι εκατό δρακοκεφαλές του τέρατος. Πλήθος μάτια εναντίον δύο ματιών. Νικητής βγαίνει ο Δίας.
Μια ιστορία λέει ότι ο Δίας έκανε το λάθος να χαλαρώσει την επαγρύπνησή του και να κοιμηθεί στο παλάτι του την ώρα που τα μάτια του έπρεπε να είναι μονίμως σε επιφυλακή· ο Τυφώνας πλησίασε, διέκρινε πού είχε ακουμπήσει ο Δίας τον κεραυνό του και ετοιμαζόταν να τον αρπάξει· ακριβώς εκείνη τη στιγμή όμως, που πήγαινε να αρπάξει το όπλο της νίκης, ο Δίας άνοιξε τα μάτια και κεραυνοβόλησε πάραυτα τον αντίπαλό του. Δυο δυνάμεις συγκρούονται: η χαοτική και η ολύμπια, ποια από τις δυο θα επικρατήσει με την επαγρύπνηση και το αστραποβόλημά της; Και σ’ αυτή την περίπτωση, τελικά ο Τυφώνας χάνει. Ο κεραυνός τσακίζει τα νεύρα των χεριών και των ποδιών του, ενσάρκωση της ζωτικής του δύναμης την ώρα της μάχης. Παράλυτος λοιπόν, σκεπασμένος με βράχους, οδηγείται πίσω στα νεφελώδη Τάρταρα από όπου έλκει την καταγωγή του.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου