Πέμπτη 5 Οκτωβρίου 2017

ΡΗΤΟΡΙΚΗ: ΑΙΣΧΙΝΗΣ - Κατὰ Κτησιφῶντος (159-167)

Αποτέλεσμα εικόνας[159] Ἵνα δ᾽ εἴπω καὶ περὶ τοῦ τετάρτου καιροῦ καὶ τῶν νυνὶ καθεστηκότων πραγμάτων, ἐκεῖνο ὑμᾶς ὑπομνῆσαι βούλομαι ὅτι Δημοσθένης οὐ τὴν ἀπὸ στρατοπέδου μόνον τάξιν ἔλιπεν, ἀλλὰ καὶ τὴν ἐκ τῆς πόλεως, τριήρη προσλαβὼν ὑμῶν, καὶ τοὺς Ἕλληνας ἀργυρολογήσας. Καταγαγούσης δ᾽ αὐτὸν εἰς τὴν πόλιν τῆς ἀπροσδοκήτου σωτηρίας, τοὺς μὲν πρώτους χρόνους ὑπότρομος ἦν ἅνθρωπος, καὶ παριὼν ἡμιθνὴς ἐπὶ τὸ βῆμα, εἰρηνοφύλακα ὑμᾶς αὑτὸν ἐκέλευε χειροτονεῖν· ὑμεῖς δὲ κατὰ μὲν τοὺς πρώτους χρόνους οὐδ᾽ ἐπὶ τὰ ψηφίσματα εἰᾶτε τὸ Δημοσθένους ἐπιγράφειν ὄνομα, ἀλλὰ Ναυσικλεῖ τοῦτο προσετάττετε· νυνὶ δ᾽ ἤδη καὶ στεφανοῦσθαι ἀξιοῖ.

[160] Ἐπειδὴ δ᾽ ἐτελεύτησε μὲν Φίλιππος, Ἀλέξανδρος δ᾽ εἰς τὴν ἀρχὴν κατέστη, πάλιν αὖ τερατευόμενος ἱερὰ μὲν ἱδρύσατο Παυσανίου, εἰς αἰτίαν δὲ εὐαγγελίων θυσίας τὴν βουλὴν κατέστησεν, ἐπωνυμίαν δ᾽ Ἀλεξάνδρῳ Μαργίτην ἐτίθετο, ἀπετόλμα δὲ λέγειν ὡς οὐ κινηθήσεται ἐκ Μακεδονίας. ἀγαπᾶν γὰρ αὐτὸν ἔφη ἐν Πέλλῃ περιπατοῦντα καὶ τὰ σπλάγχνα φυλάττοντα. Καὶ ταυτὶ λέγειν ἔφη οὐκ εἰκάζων, ἀλλ᾽ ἀκριβῶς εἰδὼς ὅτι αἵματός ἐστιν ἡ ἀρετὴ ὠνία, αὐτὸς οὐκ ἔχων αἷμα, καὶ θεωρῶν τὸν Ἀλέξανδρον οὐκ ἐκ τῆς Ἀλεξάνδρου φύσεως, ἀλλ᾽ ἐκ τῆς ἑαυτοῦ ἀνανδρίας.

[161] Ἤδη δ᾽ ἐψηφισμένων Θετταλῶν ἐπιστρατεύειν ἐπὶ τὴν ὑμετέραν πόλιν, καὶ τοῦ νεανίσκου τὸ πρῶτον παροξυνθέντος εἰκότως, ἐπειδὴ περὶ Θήβας ἦν τὸ στρατόπεδον, πρεσβευτὴς ὑφ᾽ ὑμῶν χειροτονηθείς, ἀποδρὰς ἐκ μέσου τοῦ Κιθαιρῶνος ἧκεν ὑποστρέψας, οὔτ᾽ ἐν εἰρήνῃ οὔτ᾽ ἐν πολέμῳ χρήσιμον ἑαυτὸν παρέχων. Καὶ τὸ πάντων δεινότατον, ὑμεῖς μὲν τοῦτον οὐ προὔδοτε, οὐδ᾽ εἰάσατε κριθῆναι ἐν τῷ τῶν Ἑλλήνων συνεδρίῳ, οὗτος δ᾽ ὑμᾶς νυνὶ προδέδωκεν, εἴπερ ἀληθῆ ἐστιν ἃ λέγεται.

[162] Ὡς γάρ φασιν οἱ Πάραλοι καὶ οἱ πρεσβεύσαντες πρὸς Ἀλέξανδρον, καὶ τὸ πρᾶγμα εἰκότως πιστεύεται, ἔστι τις Ἀριστίων Πλαταϊκός, ὁ τοῦ Ἀριστοβούλου τοῦ φαρμακοπώλου υἱός, εἴ τις ἄρα καὶ ὑμῶν γιγνώσκει. Οὗτός ποθ᾽ ὁ νεανίσκος ἑτέρων τὴν ὄψιν διαφέρων γενόμενος, ᾤκησε πολὺν χρόνον ἐν τῇ Δημοσθένους οἰκίᾳ· ὅ τι πάσχων ἢ πράττων, ἀμφίβολος ἡ αἰτία, καὶ τὸ πρᾶγμα οὐδαμῶς εὔσχημον ἐμοὶ λέγειν. Οὗτος, ὡς ἐγὼ ἀκούω, ἠγνοημένος ὅστις ποτ᾽ ἐστὶ καὶ πῶς βεβιωκώς, τὸν Ἀλέξανδρον ὑποτρέχει καὶ πλησιάζει ἐκείνῳ. Διὰ τούτου γράμματα πέμψας ὡς Ἀλέξανδρον, ἄδειάν τινα εὕρηται καὶ διαλλαγάς, καὶ πολλὴν κολακείαν πεποίηται.

[163] Ἐκεῖθεν δὲ θεωρήσατε ὡς ὅμοιόν ἐστι τὸ πρᾶγμα τῇ αἰτίᾳ. Εἰ γάρ τι τούτων ἐφρόνει Δημοσθένης καὶ πολεμικῶς εἶχεν, ὥσπερ καὶ φησί, πρὸς Ἀλέξανδρον, τρεῖς αὐτῷ καιροὶ κάλλιστοι παραγεγόνασιν, ὧν οὐδενὶ φαίνεται κεχρημένος. Εἷς μὲν ὁ πρῶτος, ὅτ᾽ εἰς τὴν ἀρχὴν οὐ πάλαι καθεστηκὼς Ἀλέξανδρος, ἀκατασκεύων αὐτῷ τῶν ἰδίων ὄντων, εἰς τὴν Ἀσίαν διέβη, ἤκμαζε δ᾽ ὁ τῶν Περσῶν βασιλεὺς καὶ ναυσὶ καὶ χρήμασι καὶ πεζῇ στρατιᾷ, ἄσμενος δ᾽ ἂν ὑμᾶς εἰς τὴν συμμαχίαν προσεδέξατο διὰ τοὺς ἐπιφερομένους ἑαυτῷ κινδύνους. Εἶπάς τινα ἐνταῦθα λόγον, Δημόσθενες, ἢ ἔγραψάς τι ψήφισμα; βούλει σε θῶ φοβηθῆναι καὶ χρήσασθαι τῷ σαυτοῦ τρόπῳ; καίτοι ῥητορικὴν δειλίαν δημόσιος καιρὸς οὐκ ἀναμένει.

[164] Ἀλλ᾽ ἐπειδὴ πάσῃ τῇ δυνάμει Δαρεῖος κατεβεβήκει, ὁ δ᾽ Ἀλέξανδρος ἦν ἀπειλημμένος ἐν Κιλικίᾳ πάντων ἐνδεής, ὡς ἔφησθα σύ, αὐτίκα μάλα δ᾽ ἔμελλεν, ὡς ἦν ὁ παρὰ σοῦ λόγος, συμπατηθήσεσθαι ὑπὸ τῆς Περσικῆς ἵππου, τὴν δὲ σὴν ἀηδίαν ἡ πόλις οὐκ ἐχώρει καὶ τὰς ἐπιστολὰς ἃς ἐξηρτημένος ἐκ τῶν δακτύλων περιῄεις, ἐπιδεικνύων τισὶ τὸ ἐμὸν πρόσωπον ὡς ἐκπεπληγμένου καὶ ἀθυμοῦντος, καὶ χρυσόκερων ἀποκαλῶν καὶ κατεστέφθαι φάσκων εἴ τι πταῖσμα συμβήσεται Ἀλεξάνδρῳ, οὐδ᾽ ἐνταῦθα ἔπραξας οὐδέν, ἀλλ᾽ εἴς τινα καιρὸν ἀνεβάλου καλλίω.

[165] Ὑπερβὰς τοίνυν ἅπαντα ταῦτα ὑπὲρ τῶν νυνὶ καθεστηκότων λέξω. Λακεδαιμόνιοι μὲν καὶ τὸ ξενικὸν ἐπέτυχον μάχῃ, καὶ διέφθειραν τοὺς περὶ Κόρραγον στρατιώτας, Ἠλεῖοι δ᾽ αὐτοῖς συμμετεβάλοντο καὶ Ἀχαιοὶ πάντες πλὴν Πελληνέων, καὶ Ἀρκαδία πᾶσα πλὴν Μεγάλης πόλεως, αὕτη δὲ ἐπολιορκεῖτο καὶ καθ᾽ ἑκάστην ἡμέραν ἐπίδοξος ἦν ἁλῶναι, ὁ δ᾽ Ἀλέξανδρος ἔξω τῆς ἄρκτου καὶ τῆς οἰκουμένης ὀλίγου δεῖν πάσης μεθειστήκει, ὁ δὲ Ἀντίπατρος πολὺν χρόνον συνῆγε στρατόπεδον, τὸ δ᾽ ἐσόμενον ἄδηλον ἦν. Ἐνταῦθ᾽ ἡμῖν ἀπόδειξιν ποίησαι, Δημόσθενες, τί ποτ᾽ ἦν ἃ ἔπραξας, ἢ τί ποτ᾽ ἦν ἃ ἔλεγες· καὶ εἰ βούλει, παραχωρῶ σοι τοῦ βήματος, ἕως ἂν εἴπῃς.

[166] Ἐπειδὴ δὲ σιγᾷς, ὅτι μὲν ἀπορεῖς, συγγνώμην ἔχω σοι, ἃ δὲ τότ᾽ ἔλεγες, ἐγὼ νυνὶ λέξω. Οὐ μέμνησθε αὐτοῦ τὰ μιαρὰ καὶ ἀπίθανα ῥήματα, ἃ πῶς ποθ᾽ ὑμεῖς, ὦ σιδηροῖ, ἐκαρτερεῖτε ἀκροώμενοι; ὅτ᾽ ἔφη παρελθών· «ἀμπελουργοῦσί τινες τὴν πόλιν, ὑποτέτμηται τὰ νεῦρα τοῦ δήμου, φορμορραφούμεθα, ἐπὶ τὰ στενά τινες ὥσπερ τὰς βελόνας διείρουσι.»

[167] Ταῦτα δὲ τί ἐστιν, ὦ κίναδος; ῥήματα ἢ θαύματα; καὶ πάλιν ὅτε κύκλῳ περιδινῶν σεαυτὸν ἐπὶ τοῦ βήματος ἔλεγες, ὡς ἀντιπράττων Ἀλεξάνδρῳ· «ὁμολογῶ τὰ Λακωνικὰ συστῆσαι, ὁμολογῶ Θετταλοὺς καὶ Περραιβοὺς ἀφιστάναι.» Σὺ Θετταλοὺς ἀφιστάναι; σὺ γὰρ ἂν κώμην ἀποστήσειας; σὺ γὰρ ἂν προσέλθοις μὴ ὅτι πρὸς πόλιν, ἀλλὰ πρὸς οἰκίαν, ὅπου κίνδυνος πάρεστιν; ἀλλ᾽ εἰ μέν που χρήματα ἀναλίσκεται, προσκαθιζήσει, πρᾶξιν δὲ ἀνδρὸς οὐ πράξεις· ἐὰν δ᾽ αὐτόματόν τι συμβῇ, προσποιήσῃ καὶ σεαυτὸν ἐπὶ τὸ γεγενημένον ἐπιγράψεις· ἂν δ᾽ ἔλθῃ φόβος τις, ἀποδράσῃ· ἂν δὲ θαρρήσωμεν, δωρεὰς αἰτήσεις καὶ χρυσοῖς στεφάνοις ἀξιώσεις στεφανοῦσθαι.

***
[159] Για να μιλήσω και για την τέταρτη περίοδο της πολιτικής του δράσης και την κατάσταση που επικρατεί αυτή τη στιγμή, επιθυμώ να σας υπενθυμίσω ότι ο Δημοσθένης εγκατέλειψε όχι μόνο τη θέση του στη μάχη ως στρατιώτης αλλά και τη θέση του ως πολίτης, παίρνοντας μια τριήρη σας και μαζεύοντας χρήματα από τους Έλληνες. Όταν όμως η απροσδόκητη σωτηρία μας τον έφερε πίσω στην πόλη, τον πρώτο καιρό ήταν ένας τρομοκρατημένος άνθρωπος· ανέβαινε στο βήμα μισοπεθαμένος και σας παρακαλούσε να τον εκλέξετε φύλακα της ειρήνης. Αλλά εσείς, τον πρώτο καιρό, δεν επιτρέπατε ούτε και στα ψηφίσματα να αναγράφεται το όνομα του Δημοσθένη, αλλά αναθέσατε αυτή την τιμή στον Ναυσικλή. Και τώρα έχει την αξίωση και να στεφανωθεί.

[160] Όταν δολοφονήθηκε ο Φίλιππος και ανήλθε στον θρόνο ο Αλέξανδρος, άρχισε πάλι να διηγείται τις τερατολογίες του· έγινε αιτία να ιδρυθεί ιερό για τον Παυσανία, κατέστησε τη Βουλή υπόλογο για θυσίες χαρμόσυνων ειδήσεων και κόλλησε στον Αλέξανδρο το παρατσούκλι «Μαργίτης»· είχε μάλιστα το θράσος να λέει ότι δεν σκόπευε να το κουνήσει από τη Μακεδονία· του ήταν αρκετό, έλεγε, να κάνει περίπατο στην Πέλλα και να παρατηρεί τα σπλάχνα των ιερών σφαγίων. Και υποστήριζε πως όλα αυτά που έλεγε δεν ήταν προϊόντα της φαντασίας του, αλλά προέρχονταν από έγκυρες πληροφορίες ότι η παλικαριά εξαγοράζεται με αίμα. Και τα έλεγε αυτά ο άνθρωπος που δεν είχε αίμα και έκρινε τον Αλέξανδρο όχι από τα φυσικά του χαρίσματα αλλά με βάση τη δική του ανανδρία.

[161] Και, ενώ οι Θεσσαλοί είχαν πάρει ήδη την απόφαση να εκστρατεύσουν εναντίον της πόλης μας και ο νεαρός Αλέξανδρος για πρώτη φορά είχε γίνει πυρ και μανία με μας, και δικαιολογημένα, ο Δημοσθένης, που είχε εκλεγεί από σας αντιπρόσωπος για τον Αλέξανδρο, που με τον στρατό του βρισκόταν στα περίχωρα της Θήβας, έκανε πίσω από τα μέσα του Κιθαιρώνα και επέστρεψε στην πόλη. Έτσι, ούτε στην ειρήνη ούτε στον πόλεμο πρόσφερε τον εαυτό του χρήσιμο στην πατρίδα. Και το πιο φοβερό από όλα, ενώ εσείς δεν τον παραδώσατε στον Αλέξανδρο ούτε και επιτρέψατε να δικαστεί στο πανελλήνιο συνέδριο, αυτός σας έχει προδώσει, εφόσον βέβαια είναι αλήθεια όσα διαδίδονται.

[162] Γιατί, όπως λένε το πλήρωμα της Παράλου και οι προς τον Αλέξανδρο αντιπρόσωποί σας, και εύλογα δεν τίθεται αμφισβήτηση περί αυτού, υπάρχει κάποιος Αριστίων από τις Πλαταιές, γιος του Αριστόβουλου του φαρμακοπώλη, που κάποιος από σας ίσως τον γνωρίζει. Αυτός, τέλος πάντων, ο νεαρός, γνωστός για την ομορφιά του, έζησε για πολύν καιρό στο σπίτι του Δημοσθένη. Εάν εκεί του έκαναν κάτι ή αυτός έκανε είναι αμφισβητήσιμο· ό,τι και να είναι πάντως, για μένα δεν είναι καθόλου τιμητικό να μιλήσω γι᾽ αυτό. Αυτός λοιπόν ο νεαρός, που κανένας δεν ξέρει ποιος τέλος πάντων είναι και πώς έχει ζήσει, κατάφερε, όπως μαθαίνω, με κολακείες να αποκτήσει την εύνοια του Αλέξανδρου και εισχώρησε στο περιβάλλον του. Μέσω αυτού έστειλε ο Δημοσθένης γράμματα στον Αλέξανδρο, εξασφάλισε ένα είδος αμνηστίας και συμφιλίωσης, και η κολακεία προς τον Μακεδόνα βασιλιά έχει ξεχειλίσει.

[163] Πόσο ταιριάζουν τα γεγονότα με την κατηγορία αυτή, δείτε το από το εξής: αν ο Δημοσθένης σκεφτόταν κάτι από αυτά και διέκειτο εχθρικά προς τον Αλέξανδρο, όπως ισχυρίζεται, του έχουν παρουσιαστεί τρεις θαυμάσιες ευκαιρίες, από τις οποίες καμιά δεν φαίνεται να έχει εκμεταλλευτεί. Η πρώτη ήταν όταν ο Αλέξανδρος είχε προ ολίγου ανέλθει στον θρόνο και, ενώ ακόμη η θέση του δεν είχε σταθεροποιηθεί, είχε περάσει στην Ασία, τότε που ο βασιλιάς των Περσών βρισκόταν στην ακμή της δύναμής του, διαθέτοντας στόλο, χρήματα και χερσαίες δυνάμεις, και που με μεγάλη του χαρά θα σας δεχόταν στη συμμαχία του λόγω των επαπειλούμενων κινδύνων. Είπες τίποτε τότε, Δημοσθένη; Πρότεινες κάποιο ψήφισμα; Να υποθέσω, αν θέλεις, ότι φοβήθηκες και έδειξες και εδώ τον χαρακτήρα σου; Μα η ευκαιρία για το συμφέρον της πόλης δεν αναβάλλεται από τη δειλία του πολιτικού ανδρός.

[164] Η δεύτερη ευκαιρία ήταν όταν ο Δαρείος είχε κατεβεί με όλες τις δυνάμεις του και ο Αλέξανδρος ήταν αποκλεισμένος στην Κιλικία χωρίς καθόλου εφόδια, όπως εσύ ισχυριζόσουν, και κόντευε ανά πάσα στιγμή να καταπατηθεί, κατά τα λεγόμενά σου και πάλι, από το ιππικό των Περσών, τότε που η πόλη δεν χωρούσε την αηδία που προκαλούσες και τις επιστολές που, κρατώντας στα δάχτυλά σου, περιέφερες εδώ και εκεί, δείχνοντας σε κάποιους το πρόσωπό μου ως ανθρώπου τρομοκρατημένου και απελπισμένου, αποκαλώντας με «χρυσοκέρατο» και υποστηρίζοντας ότι είχα φορέσει ήδη το στεφάνι για να θυσιαστώ, εάν θα συνέβαινε κάποιο ατύχημα στον Αλέξανδρο, ούτε και τότε έκανες τίποτε, αλλά το ανέβαλες για κάποια καλύτερη περίσταση.

[165] Θα τα προσπεράσω όμως όλα αυτά και θα αναφερθώ στα πρόσφατα γεγονότα. Οι Λακεδαιμόνιοι λοιπόν και οι μισθοφόροι τους νίκησαν σε μια μάχη και αφάνισαν τον στρατό του Κόρραγου. Είχαν συμπαραταχθεί με αυτούς οι Ηλείοι, όλοι οι Αχαιοί, εκτός από τους Πελληνείς, και όλη η Αρκαδία, εκτός από τη Μεγαλόπολη, που πολιορκούνταν και από ημέρα σε ημέρα αναμενόταν η κατάληψή της. Ο Αλέξανδρος στο μεταξύ βρισκόταν πέρα από τον Αρκτικό πόλο και είχε πάει στην άκρη σχεδόν της οικουμένης, ενώ ο Αντίπατρος συγκέντρωνε στρατό εδώ και πολύν καιρό και το μέλλον ήταν αβέβαιο. Απόδειξέ μας, Δημοσθένη, σε ποιές ενέργειες προέβης τότε ή ποιές ήταν οι προτάσεις που έκανες· και, αν θέλεις, σου παραχωρώ το βήμα, ώσπου να μας απαντήσεις.

[166] Δεν μιλάς όμως· σε καταλαβαίνω, γιατί δεν έχεις τι να πεις. Όσα όμως έλεγες τότε θα τα πω τώρα εγώ. Δεν θυμάστε τα σιχαμερά και απίθανα λόγια του; Πώς αντέχατε να τα ακούτε, άνθρωποι από σίδερο; Τότε που ανέβηκε στο βήμα και έλεγε: «Κάποιοι τρυγούν την πόλη, έχουν κόψει με δόλιο τρόπο τα νεύρα της δημοκρατίας, μας πλέκουν σαν τις βέργες των καλαθιών, μας σπρώχνουν κάποιοι στα στενά σαν τις βελόνες.»

[167] Τι είναι αυτά πανούργε; Λόγια ή τερατολογήματα; Και όταν πάλι στριφογύριζες πάνω στο βήμα και έλεγες, αντιπράττοντας τάχα προς τον Αλέξανδρο: «παραδέχομαι πως εγώ ξεσήκωσα τους Λάκωνες· παραδέχομαι ότι κινώ σε αποστασία τους Θεσσαλούς και τους Περραιβούς.» Εσύ κινείς σε αποστασία τους Θεσσαλούς; Θα μπορούσες εσύ να κινήσεις σε εξέγερση έστω και ένα χωριό; Μπορείς να πλησιάσεις εσύ όχι πόλη αλλά σπίτι, αν σ᾽ αυτό υπάρχει κίνδυνος; Αλλ᾽, αν κάπου μοιράζονται χρήματα, θα καθόσουν εκεί και δεν θα το κουνούσες· πράξη όμως αντρίκεια δεν θα έκανες ποτέ. Και, αν συμβεί κάτι καλό από μόνο του, θα το οικειοποιηθείς και θα συνδέσεις και το όνομά σου με το γεγονός· αν όμως παρουσιαστεί κάποιος κίνδυνος, θα το βάλεις στα πόδια· και, αν γλιτώσουμε από τον κίνδυνο αυτόν, θα ζητήσεις δωρεές και θα αξιώσεις να στεφανωθείς με χρυσά στεφάνια.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου