Ας υποθέσουμε ότι κάποιος μας βρίζει ή μας μιλάει υποτιμητικά. Συνήθως η αντανακλαστική αντίδραση είναι η απάντηση και η υπεράσπιση του εαυτού μας. Γιατί; Επειδή νιώθουμε ότι ο άλλος έχει τη δύναμη, λέγοντας κάποιες λέξεις, να αφαιρέσει κάτι από την αξία μας. Άρα εμείς πρέπει να επιδιορθώσουμε την αξία μας και να αντιμετωπίσουμε τον κίνδυνο της συρρίκνωσής μας.
Το όλο ζήτημα, από ένα απλό λεκτικό φαινόμενο, μετατρέπεται σε υπαρξιακό αγώνα. Η σκέψη που δημιουργείται μέσα μας εκείνη τη στιγμή είναι η εξής: αν δεν υπερασπιστώ τον εαυτό μου (αν δεν αντιδράσω, αν δεν αμυνθώ) θα είμαι λιγότερο άξιος, λιγότερο υπολογίσιμος, και ο άλλος θα νομίζει ότι είμαι κορόιδο και ότι είμαι ανίκανος να υπερασπιστώ τον εαυτό μου. Αυτό για τον νου μεταφράζεται σε ήττα. Υπαρξιακή ήττα. Εάν εκείνη τη στιγμή σκεφτεί κάποιος "τι είναι αυτό μέσα μου που απειλείται και αντιδράει;", μπορεί να ανακόψει τη φόρα του νου για αντίδραση.
Στη βάση αυτής της αντίδρασης υπάρχει ο φόβος. Ο φόβος της ασημαντότητας, της εξαφάνισης και, στο βάθος, του θανάτου. Γιατί υπάρχει ο φόβος; Επειδή νομίζουμε ότι υπάρχει κάποιος κίνδυνος. Γιατί νομίζουμε ότι υπάρχει κίνδυνος; Επειδή έχουμε παρερμηνεύσει την πραγματικότητα και συγκεκριμένα έχουμε ταυτιστεί με κάποιες σκέψεις που υποτίθεται ότι απειλούν τον εαυτό μας.
Ο εαυτός αντιπροσωπεύει την εξής αντίληψη: "Είμαι ένα σύνολο σκέψεων και πεποιθήσεων που δημιουργούν την ψευδαίσθηση του ατόμου και κινδυνεύω από άλλες σκέψεις, που προέρχονται από άλλα σώματα, παίρνουν τη μορφή λέξεων και κατευθύνονται προς το σώμα μου". Έτσι, ο κίνδυνος που αισθάνεται κανείς προέρχεται από την ταύτισή του με το σώμα του και κάποιες σκέψεις, τις οποίες χρησιμοποιεί για να αντλήσει την αίσθηση της ταυτότητάς του, του εαυτού του.
Αν δούμε το χρονικό μιας λεκτικής προσβολής, θα αντιληφθούμε ότι προηγείται η προσπάθεια του άλλου να κατευνάσει μια αίσθηση ανεπάρκειας και φόβου που κουβαλάει μέσα του. Πώς; Με το να μας προσβάλει ή να μας μειώσει. Τελικά, η αντίδρασή μας είναι η απάντηση του φόβου μας στο φόβο του άλλου. Η μια ψευδαίσθηση συγκρούεται με μια άλλη ψευδαίσθηση. Και ακριβώς αυτός ο μηχανισμός είναι που συντηρεί το φόβο και την ανεπάρκεια μέσω των συγκρούσεων, ενώ είναι πολύ καλά καμουφλαρισμένος με επιχειρήματα περί εικόνας και αυτοσεβασμού.
Στην πραγματικότητα, κανείς δεν μπορεί να προσβάλει τον εαυτό μας ή την εικόνα μας, γιατί απλούστατα δεν υπάρχει κανένας εαυτός και καμιά εικόνα - όπως είπαμε πρόκειται απλά για σκέψεις με τις οποίες έχει ταυτιστεί το "είμαι", που αποτελεί και τη γνήσια ταυτότητά μας. Φυσικά αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει να καθόμαστε να μας βρίζουν. Κάτι τέτοιο δεν είναι ούτε ευχάριστο, ούτε ωφέλιμο για κανέναν. Αλλά άλλο είναι να πιστεύεις ότι κάποιος μπορεί να σου αφαιρεί αξία λέγοντας κάποιες λέξεις (κάτι που σε οδηγεί σε καταναγκαστική αντίδραση άμυνας ή επίθεσης) και άλλο να μην θέλεις να βρίσκεσαι κοντά σε ανθρώπους που εκφράζουν ανεπάρκεια και φόβο, επειδή προτιμάς να βρίσκεσαι κοντά σε όσους εκφράζουν ασφάλεια, χαρά και γαλήνη.
Το όλο ζήτημα, από ένα απλό λεκτικό φαινόμενο, μετατρέπεται σε υπαρξιακό αγώνα. Η σκέψη που δημιουργείται μέσα μας εκείνη τη στιγμή είναι η εξής: αν δεν υπερασπιστώ τον εαυτό μου (αν δεν αντιδράσω, αν δεν αμυνθώ) θα είμαι λιγότερο άξιος, λιγότερο υπολογίσιμος, και ο άλλος θα νομίζει ότι είμαι κορόιδο και ότι είμαι ανίκανος να υπερασπιστώ τον εαυτό μου. Αυτό για τον νου μεταφράζεται σε ήττα. Υπαρξιακή ήττα. Εάν εκείνη τη στιγμή σκεφτεί κάποιος "τι είναι αυτό μέσα μου που απειλείται και αντιδράει;", μπορεί να ανακόψει τη φόρα του νου για αντίδραση.
Στη βάση αυτής της αντίδρασης υπάρχει ο φόβος. Ο φόβος της ασημαντότητας, της εξαφάνισης και, στο βάθος, του θανάτου. Γιατί υπάρχει ο φόβος; Επειδή νομίζουμε ότι υπάρχει κάποιος κίνδυνος. Γιατί νομίζουμε ότι υπάρχει κίνδυνος; Επειδή έχουμε παρερμηνεύσει την πραγματικότητα και συγκεκριμένα έχουμε ταυτιστεί με κάποιες σκέψεις που υποτίθεται ότι απειλούν τον εαυτό μας.
Ο εαυτός αντιπροσωπεύει την εξής αντίληψη: "Είμαι ένα σύνολο σκέψεων και πεποιθήσεων που δημιουργούν την ψευδαίσθηση του ατόμου και κινδυνεύω από άλλες σκέψεις, που προέρχονται από άλλα σώματα, παίρνουν τη μορφή λέξεων και κατευθύνονται προς το σώμα μου". Έτσι, ο κίνδυνος που αισθάνεται κανείς προέρχεται από την ταύτισή του με το σώμα του και κάποιες σκέψεις, τις οποίες χρησιμοποιεί για να αντλήσει την αίσθηση της ταυτότητάς του, του εαυτού του.
Αν δούμε το χρονικό μιας λεκτικής προσβολής, θα αντιληφθούμε ότι προηγείται η προσπάθεια του άλλου να κατευνάσει μια αίσθηση ανεπάρκειας και φόβου που κουβαλάει μέσα του. Πώς; Με το να μας προσβάλει ή να μας μειώσει. Τελικά, η αντίδρασή μας είναι η απάντηση του φόβου μας στο φόβο του άλλου. Η μια ψευδαίσθηση συγκρούεται με μια άλλη ψευδαίσθηση. Και ακριβώς αυτός ο μηχανισμός είναι που συντηρεί το φόβο και την ανεπάρκεια μέσω των συγκρούσεων, ενώ είναι πολύ καλά καμουφλαρισμένος με επιχειρήματα περί εικόνας και αυτοσεβασμού.
Στην πραγματικότητα, κανείς δεν μπορεί να προσβάλει τον εαυτό μας ή την εικόνα μας, γιατί απλούστατα δεν υπάρχει κανένας εαυτός και καμιά εικόνα - όπως είπαμε πρόκειται απλά για σκέψεις με τις οποίες έχει ταυτιστεί το "είμαι", που αποτελεί και τη γνήσια ταυτότητά μας. Φυσικά αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει να καθόμαστε να μας βρίζουν. Κάτι τέτοιο δεν είναι ούτε ευχάριστο, ούτε ωφέλιμο για κανέναν. Αλλά άλλο είναι να πιστεύεις ότι κάποιος μπορεί να σου αφαιρεί αξία λέγοντας κάποιες λέξεις (κάτι που σε οδηγεί σε καταναγκαστική αντίδραση άμυνας ή επίθεσης) και άλλο να μην θέλεις να βρίσκεσαι κοντά σε ανθρώπους που εκφράζουν ανεπάρκεια και φόβο, επειδή προτιμάς να βρίσκεσαι κοντά σε όσους εκφράζουν ασφάλεια, χαρά και γαλήνη.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου