Για τον Πλάτωνα το αγαθό είναι ο ύστατος στόχος της Γνώσης και η επιδίωξη της αληθινής σοφίας. Ο Πλάτωνας δεν δίνει μια σαφή ερμηνεία για αυτόν τον όρο που είναι από τους βασικότερους στο φιλοσοφικό του σύστημα παρά αρκείται σε ορισμένους υπαινιγμούς. Αγαθόν πάντως είναι:
α) το εἶναι και ό,τι διατηρεί το εἶναι·
β) η τάξη, ο κόσμος και η ενότητα που διαπερνά και συνέχει την πολλαπλότητα·
γ) ό,τι παρέχει την αλήθεια και την επιστήμη (Πολ. 509a).
Η έκφραση αὐτὸ τὸ ἀγαθόν φαίνεται να δηλώνει την ύψιστη αρχή και την πηγή του όντος και της γνώσης. ( Πολιτεία 508e:) «Τοῦτο τοίνυν τὸ τὴν ἀλήθειαν παρέχον τοῖς γιγνωσκομένοις καὶ τῷ γιγνώσκοντι τὴν δύναμιν ἀποδιδὸν τὴν τοῦ ἀγαθοῦ ἰδέαν φάθι εἶναι».
Σύμφωνα με την Πλατωνική συλλογιστική, το πνεύμα μας αντιμετωπίζει την πραγματικότητα διττώς: εκ των ένδον» και «εκ των έξω». ’Η «εκ των ένδον» προσέγγιση αφορά την πορεία πρός την αυτοσυνειδησία, που χρησιμοποιεί κυρίως τη διαίσθηση. Η «εκ των έξω» προσέγγιση αφορά την διάνοια, που χρησιμοποιεί τη μεθοδική λογική σκέψη.
Μόνο όταν συνδυάσουμε αυτούς τους δύο μηχανισμούς, θα καταφέρουμε να θέσουμε σε κίνηση τον μηχανισμό δύο φαινομενικώς αντιφατικών, αλλά ουσιαστικώς συμπληρωματικών δυνάμεων του ανθρωπίνου πνεύματος: της αφαιρετικής συμβατικής σκέψης, και της διευρυμένης αντίληψης του Όλου, ελάχιστο αναπόσπαστο τμήμα του οποίου είμαστε.
Το Όλον – Ένα βρίσκεται πίσω από τα πολλά και ότι ό,τι υπάρχει στον κόσμο είναι άτεχνα και πρόσκαιρα αντίγραφα των Ιδεών που απορρέουν από το Ένα. Ο τρόπος για να προσεγγίσει ο άνθρωπος το Ένα, δηλαδή να ανεβεί από τα πολλά στο Ένα, μπορεί να επιτευχθεί δια της «εσωτερικής οράσεως» των Ιδεών, όπου «αναπαύονται», το Δίκαιο, το Καλό, το Ωραίο.
Η προσέγγιση του κόσμου των Ιδεών, δεν μπορεί να προσεγγιστεί με τις αισθήσεις, διότι το σώμα αποτελεί εμπόδιο για τη σύλληψη της πραγματικότητας. Όσο βρισκόμαστε μέσα στο σώμα, το υπέρτατο αγαθό το πλησιάζουμε ανάλογα με τον βαθμό αυτοσυγκέντρωσης και με την ικανότητα απόσπασης της προσοχής μας από το σώμα, περιμένοντας υπομονετικά την στιγμή που ο θείος Εαυτός θα κρίνει κατάλληλη για να ολοκληρώσει τη λύτρωση μας.
Ο Πλωτίνος (Εννεάδες), επεξηγεί : «Η γνώση έχει τρεις βαθμίδες – γνώμη, επιστήμη και φώτιση. Τα μέσα ή το όργανο της πρώτης είναι η αίσθηση, της δεύτερης, η διαλεκτική, ενώ της τρίτης, η ενόραση. Αυτή η τελευταία είναι απεριόριστη γνώση, βασισμένη στην συνταύτιση του γιγνώσκοντος νου με το γνωστικό αντικείμενο.
Όλοι οι άνθρωποι, από την αρχή που γεννιούνται, χρησιμοποιούν την αίσθηση πριν από τον νου και, κατ’ ανάγκη, τα αισθητά είναι τα πρώτα με τα οποία έρχονται αντιμέτωποι• κάποιοι έμειναν εδώ και έζησαν τη ζωή τους, νομίζοντάς την πρώτη και τελευταία, και, αφού θεώρησαν πως ό,τι είναι γι’ αυτούς δυσάρεστο και ευχάριστο είναι κακό και καλό αντιστοίχως, έκριναν πως αρκεί αυτό και πέρασαν τη ζωή τους επιδιώκοντας το ένα και προσπαθώντας ν’ αποφύγουν το άλλο.
Όσοι διεκδικούν λογική σκέψη, το έκαναν αυτό φιλοσοφία τους, όπως τα βαριά πουλιά, που πήραν πολλά πράγματα από τη γη, βάρυναν και δεν μπορούν να πετάξουν ψηλά, παρ’ ότι η φύση τους έδωσε φτερά. Άλλοι σηκώνονται λίγο από τα κάτω πράγματα, διότι το ανώτερο μέρος της ψυχής τους κίνησε από το ευχάριστο προς το ωραιότερο, ανήμποροι, όμως, όπως ήταν να δουν το επάνω, καθώς δεν είχαν πού αλλού να σταθούν, ήρθαν προς τα κάτω, μαζί με το όνομα της αρετής, σε πράξεις και “επιλογές” της κάτω περιοχής, απ’ όπου στην αρχή προσπάθησαν να σηκωθούν.
Υπάρχει, τέλος, ένα τρίτο γένος θεϊκών ανθρώπων, που με τη μεγαλύτερη δύναμή τους και με την οξύτητα των οφθαλμών τους είδε, με ξεχωριστή, θα ‘λεγε κανείς, οξυδέρκεια, την επάνω δόξα και υψώθηκε εκεί, σαν πάνω από τα σύννεφα και από την καταχνιά του εδώ κόσμου, κι έμεινε εκεί, παραβλέποντας όλα τα πράγματα του εδώ κόσμου και αντλώντας ευχαρίστηση στην αληθινή περιοχή, που είναι δική τους, σαν τον άνθρωπο που, ύστερα από μεγάλη περιπλάνηση, φτάνει στην ευνομούμενη πατρίδα του.
α) το εἶναι και ό,τι διατηρεί το εἶναι·
β) η τάξη, ο κόσμος και η ενότητα που διαπερνά και συνέχει την πολλαπλότητα·
γ) ό,τι παρέχει την αλήθεια και την επιστήμη (Πολ. 509a).
Η έκφραση αὐτὸ τὸ ἀγαθόν φαίνεται να δηλώνει την ύψιστη αρχή και την πηγή του όντος και της γνώσης. ( Πολιτεία 508e:) «Τοῦτο τοίνυν τὸ τὴν ἀλήθειαν παρέχον τοῖς γιγνωσκομένοις καὶ τῷ γιγνώσκοντι τὴν δύναμιν ἀποδιδὸν τὴν τοῦ ἀγαθοῦ ἰδέαν φάθι εἶναι».
Σύμφωνα με την Πλατωνική συλλογιστική, το πνεύμα μας αντιμετωπίζει την πραγματικότητα διττώς: εκ των ένδον» και «εκ των έξω». ’Η «εκ των ένδον» προσέγγιση αφορά την πορεία πρός την αυτοσυνειδησία, που χρησιμοποιεί κυρίως τη διαίσθηση. Η «εκ των έξω» προσέγγιση αφορά την διάνοια, που χρησιμοποιεί τη μεθοδική λογική σκέψη.
Μόνο όταν συνδυάσουμε αυτούς τους δύο μηχανισμούς, θα καταφέρουμε να θέσουμε σε κίνηση τον μηχανισμό δύο φαινομενικώς αντιφατικών, αλλά ουσιαστικώς συμπληρωματικών δυνάμεων του ανθρωπίνου πνεύματος: της αφαιρετικής συμβατικής σκέψης, και της διευρυμένης αντίληψης του Όλου, ελάχιστο αναπόσπαστο τμήμα του οποίου είμαστε.
Το Όλον – Ένα βρίσκεται πίσω από τα πολλά και ότι ό,τι υπάρχει στον κόσμο είναι άτεχνα και πρόσκαιρα αντίγραφα των Ιδεών που απορρέουν από το Ένα. Ο τρόπος για να προσεγγίσει ο άνθρωπος το Ένα, δηλαδή να ανεβεί από τα πολλά στο Ένα, μπορεί να επιτευχθεί δια της «εσωτερικής οράσεως» των Ιδεών, όπου «αναπαύονται», το Δίκαιο, το Καλό, το Ωραίο.
Η προσέγγιση του κόσμου των Ιδεών, δεν μπορεί να προσεγγιστεί με τις αισθήσεις, διότι το σώμα αποτελεί εμπόδιο για τη σύλληψη της πραγματικότητας. Όσο βρισκόμαστε μέσα στο σώμα, το υπέρτατο αγαθό το πλησιάζουμε ανάλογα με τον βαθμό αυτοσυγκέντρωσης και με την ικανότητα απόσπασης της προσοχής μας από το σώμα, περιμένοντας υπομονετικά την στιγμή που ο θείος Εαυτός θα κρίνει κατάλληλη για να ολοκληρώσει τη λύτρωση μας.
Ο Πλωτίνος (Εννεάδες), επεξηγεί : «Η γνώση έχει τρεις βαθμίδες – γνώμη, επιστήμη και φώτιση. Τα μέσα ή το όργανο της πρώτης είναι η αίσθηση, της δεύτερης, η διαλεκτική, ενώ της τρίτης, η ενόραση. Αυτή η τελευταία είναι απεριόριστη γνώση, βασισμένη στην συνταύτιση του γιγνώσκοντος νου με το γνωστικό αντικείμενο.
Όλοι οι άνθρωποι, από την αρχή που γεννιούνται, χρησιμοποιούν την αίσθηση πριν από τον νου και, κατ’ ανάγκη, τα αισθητά είναι τα πρώτα με τα οποία έρχονται αντιμέτωποι• κάποιοι έμειναν εδώ και έζησαν τη ζωή τους, νομίζοντάς την πρώτη και τελευταία, και, αφού θεώρησαν πως ό,τι είναι γι’ αυτούς δυσάρεστο και ευχάριστο είναι κακό και καλό αντιστοίχως, έκριναν πως αρκεί αυτό και πέρασαν τη ζωή τους επιδιώκοντας το ένα και προσπαθώντας ν’ αποφύγουν το άλλο.
Όσοι διεκδικούν λογική σκέψη, το έκαναν αυτό φιλοσοφία τους, όπως τα βαριά πουλιά, που πήραν πολλά πράγματα από τη γη, βάρυναν και δεν μπορούν να πετάξουν ψηλά, παρ’ ότι η φύση τους έδωσε φτερά. Άλλοι σηκώνονται λίγο από τα κάτω πράγματα, διότι το ανώτερο μέρος της ψυχής τους κίνησε από το ευχάριστο προς το ωραιότερο, ανήμποροι, όμως, όπως ήταν να δουν το επάνω, καθώς δεν είχαν πού αλλού να σταθούν, ήρθαν προς τα κάτω, μαζί με το όνομα της αρετής, σε πράξεις και “επιλογές” της κάτω περιοχής, απ’ όπου στην αρχή προσπάθησαν να σηκωθούν.
Υπάρχει, τέλος, ένα τρίτο γένος θεϊκών ανθρώπων, που με τη μεγαλύτερη δύναμή τους και με την οξύτητα των οφθαλμών τους είδε, με ξεχωριστή, θα ‘λεγε κανείς, οξυδέρκεια, την επάνω δόξα και υψώθηκε εκεί, σαν πάνω από τα σύννεφα και από την καταχνιά του εδώ κόσμου, κι έμεινε εκεί, παραβλέποντας όλα τα πράγματα του εδώ κόσμου και αντλώντας ευχαρίστηση στην αληθινή περιοχή, που είναι δική τους, σαν τον άνθρωπο που, ύστερα από μεγάλη περιπλάνηση, φτάνει στην ευνομούμενη πατρίδα του.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου