Είναι ένα από τα πράγματα, που φοβόμαστε ότι θα μπορούσε να συμβεί και σε εμάς. Προσπαθούμε πολύ να το αποφύγουμε. Και όμως συνεχίζουμε να το κάνουμε: να παντρευόμαστε το λάθος άτομο.
Εν μέρει, αυτό συμβαίνει γιατί όταν προσπαθούμε να πλησιάσουμε τους άλλους, αναδύεται μία σειρά από προβλήματα. Φαινόμαστε φυσιολογικοί μόνο σε όσους δεν μας γνωρίζουν πολύ καλά. Σε μια σοφότερη κοινωνία, που θα είχε περισσότερη επίγνωση από τη δική μας, η σίγουρη ερώτηση στο πρώτο ραντεβού θα ήταν: «Και πως έγινες τρελός;»
Ίσως έχουμε μια λανθάνουσα τάση να γινόμαστε έξαλλοι όταν κάποιος διαφωνεί μαζί μας, ή να χαλαρώνουμε μόνο όταν δουλεύουμε. Ίσως μας είναι δύσκολο να νιώσουμε οικειότητα μετά το σεξ ή να μη μιλάμε όταν αντιμετωπίζουμε ταπείνωση. Κανείς δεν είναι τέλειος. Το πρόβλημα είναι ότι πριν από το γάμο, σπάνια ασχολούμαστε με τις εσωτερικές μας πολυπλοκότητες. Κάθε φορά που οι περιστασιακές μας σχέσεις απειλούν να αποκαλύψουν τις αδυναμίες μας, κατηγορούμε τους συντρόφους μας για αυτό και χαλαρώνουμε για την υπόλοιπη ημέρα. Όσο για τους φίλους μας, δεν ενδιαφέρονται αρκετά για να μας διαφωτίσουν. Ένα από τα προνόμια της μοναχικότητας είναι, ως εκ τούτου, η ειλικρινής εντύπωση ότι είμαστε πραγματικά αρκετά εύκολοι χαρακτήρες για να ζήσει κάποιος μαζί μας.
Οι σύντροφοί μας δεν έχουν μεγαλύτερη αυτοεπίγνωση. Προσπαθούμε φυσικά, να τους καταλάβουμε. Επισκεπτόμαστε τις οικογένειές τους. Εξετάζουμε τις φωτογραφίες τους, συναντάμε τους παλιούς φίλους τους. Όλα αυτά συμβάλλουν στην αίσθηση ότι τους έχουμε γνωρίσει. Αλλά αυτό δεν ισχύει. Ο γάμος καταλήγει ως ένα ελπιδοφόρο, γενναιόδωρο, απείρως ευγενικό τυχερό παιχνίδι που παίζεται από δύο ανθρώπους που δεν ξέρουν ακόμα ποιοι είναι οι ίδιοι ή ποιος θα μπορούσε να είναι ο άλλος, δεσμεύοντας τους ιδίους σε ένα μέλλον που δεν μπορούν να συλλάβουν και έχοντας αποφύγει προσεκτικά την έρευνα ο ένας για τον άλλο.
Από όσα ξέρουμε από την ανθρώπινη ιστορία, οι άνθρωποι παντρεύονταν για διάφορους λογικούς λόγους: επειδή το κομμάτι της γης της νύφης θα ενωνόταν με το δικό τους, η οικογένειά του πατέρα του γαμπρού είχε μια ανθηρή επιχείρηση, ο πατέρας της νύφης ήταν ο δικαστής της πόλης, υπήρχε ένα κάστρο που έπρεπε να κληρονομηθεί ή και οι δύο γονείς ανήκαν στο ίδιο θρησκευτικό δόγμα. Και από τέτοιους λογικούς γάμους, έρεε η μοναξιά, η απιστία, η κακοποίηση, η σκληρότητα της καρδιάς και οι κραυγές ακούγονταν μέχρι τα παιδικά δωμάτια. Ο λογικός γάμος δεν ήταν, εκ των υστέρων, καθόλου λογικός. Ήταν συχνά σκόπιμος, στενόμυαλος, σνομπ και εκμεταλλευτικός. Αυτός είναι ο λόγος που αυτό που τον αντικατέστησε, δηλαδή ο γάμος του συναισθήματος, έχει σε μεγάλο βαθμό γλιτώσει την ανάγκη να λογοδοτεί.
Αυτό που έχει σημασία στο γάμο που βασίζεται στο συναίσθημα είναι, ότι δύο άνθρωποι έλκονται ο ένας από τον άλλο μέσα από ένα συγκλονιστικό ένστικτο και γνωρίζουν μέσα στις καρδιές τους ότι είναι σωστό. Πράγματι, φαίνεται ότι όσο πιο απερίσκεπτος είναι ένας γάμος (μετά από γνωριμία μόλις έξι μηνών, όταν ο ένας από αυτούς είναι άνεργος ή όταν και οι δύο μόλις πέρασαν την εφηβεία τους), τόσο ασφαλέστερος μπορεί να αισθανθεί. Η απερισκεψία λαμβάνεται ως αντίβαρο σε όλα τα λάθη της λογικής, ως ο καταλύτης της δυστυχίας και φαίνεται τα καταργεί όλες τις υπολογιστικές προϋποθέσεις. Το κύρος του ενστίκτου είναι η τραυματισμένη αντίδραση ενάντια σε πάρα πολλούς αιώνες παράλογης λογικής.
Όμως, παρ’ όλο που πιστεύουμε ότι αναζητάμε την ευτυχία στο γάμο, δεν είναι κάτι τόσο απλό. Αυτό που πραγματικά επιδιώκουμε είναι η οικειότητα, η οποία μπορεί κάλλιστα να περιπλέξει κάθε σχέδιο που θα μπορούσαμε να έχουμε για την ευτυχία. Μέσα από τις ενήλικες σχέσεις μας, ψάχνουμε να αναδημιουργήσουμε, τα συναισθήματα που βιώσαμε τόσο έντονα στην παιδική ηλικία. Η αγάπη, που οι περισσότεροι από εμάς έχουν γευτεί από νωρίς, συγχεόταν συχνά με άλλες, πιο καταστροφικές δυναμικές: συναισθήματα βοήθειας προς έναν ενήλικα ο οποίος ήταν εκτός ελέγχου, συναισθήματα της στέρησης της ζεστασιάς ενός γονέα ή του φόβου της οργής του, συναισθήματα ότι δεν αισθανόμαστε αρκετά ασφαλείς για να επικοινωνήσουμε τις επιθυμίες μας.
Είναι λογικό, λοιπόν, ότι θα πρέπει ως ενήλικες να απορρίψουμε ορισμένους υποψηφίους για γάμο, όχι επειδή είναι λάθος, αλλά επειδή είναι πολύ σωστοί - πάρα πολύ ισορροπημένοι, ώριμοι, με κατανόηση και αξιοπιστία- δεδομένου ότι στις καρδιές μας, αυτή η ορθότητα αισθάνεται ξένη. Έχουμε παντρευτεί τους λάθος ανθρώπους, διότι δεν συνδέουμε το αίσθημα αγάπης με το αίσθημα ευτυχίας.
Κάνουμε επίσης λάθη, επειδή είμαστε τόσο μόνοι. Κανείς δεν μπορεί να επιλέξει ένα σύντροφο, όταν η παραμονή στη μοναξιά βιώνεται ως αφόρητη. Πρέπει να εναρμονιστούμε πλήρως με την προοπτική πολλών ετών μοναξιάς, ώστε να είμαστε κατάλληλα επιλεκτικοί. Διαφορετικά, κινδυνεύουμε να αγαπήσουμε την απομάκρυνση από την μοναξιά περισσότερο από ό,τι θα αγαπήσουμε τον σύντροφο που μας γλίτωσε από αυτή τη μοίρα.
Τέλος, παντρευόμαστε για να παγιώσουμε ένα ωραίο συναίσθημα. Φανταζόμαστε ότι ο γάμος θα μας βοηθήσει να «βάλουμε σε ένα μπουκάλι» τη χαρά που νιώσαμε όταν σκεφτήκαμε για πρώτη φορά να κάνουμε πρόταση γάμου: Ίσως ήμασταν στη Βενετία, στη λιμνοθάλασσα, σε ένα μηχανοκίνητο σκάφος, με τον απογευματινό ήλιο να λάμπει πέρα από τη θάλασσα, κουβεντιάζοντας για θέματα της ψυχής μας, που κανείς από τους δύο μπορεί να μην είχε αντιληφθεί ποτέ πριν, με την προοπτική ενός ρομαντικού δείπνου λίγο αργότερα. Παντρευτήκαμε για να κάνουμε τέτοιες αισθήσεις μόνιμες, αλλά αποτύχαμε να δούμε ότι δεν υπήρχε σταθερή σύνδεση μεταξύ αυτών των συναισθημάτων και του θεσμού του γάμου.
Πράγματι, ο γάμος τείνει αποφασιστικά να μας κατευθύνει σε ένα άλλο, πολύ διαφορετικό και πιο διαχειριστικό σχέδιο, το οποίο ίσως εκτυλίσσεται σε ένα προαστιακό σπίτι, που απαιτεί χρονοβόρα μετακίνηση για τη δουλειά και εξωφρενικά παιδιά που σκοτώνουν το πάθος από το οποίο προέκυψαν. Το μόνο κοινό συστατικό είναι ο σύντροφος. Και αυτό μπορεί να ήταν το λάθος συστατικό που τοποθετήσαμε στο μπουκάλι.
Τα καλά νέα είναι ότι δεν έχει σημασία αν βρούμε ότι έχουμε παντρευτεί το λάθος άτομο.
Δεν πρέπει να εγκαταλείψουμε τον/την σύντροφό μας, μόνο εξαιτίας της ιδρυτικής ρομαντικής ιδέας πάνω στην οποία η δυτική αντίληψη του γάμου έχει βασιστεί τα τελευταία 250 χρόνια: ότι υπάρχει ένα τέλειο ον που μπορεί να καλύψει όλες τις ανάγκες μας και να ικανοποιήσει κάθε επιθυμία μας.
Πρέπει να αντικαταστήσουμε τη ρομαντική άποψη με μια τραγική (και σε μερικά σημεία κωμική) συνειδητοποίηση ότι κάθε άνθρωπος θα μας απογοητεύσει, θα μας κάνει να θυμώσουμε, θα μας ενοχλεί και εμείς (χωρίς κακία) θα κάνουμε το ίδιο σε αυτούς. Δεν μπορεί να υπάρξει τέλος στην αίσθηση του κενού και της μη πληρότητας. Αλλά τίποτα από αυτά δεν είναι ασυνήθιστο ή λόγος διαζυγίου. Η επιλογή του προσώπου με το οποίο θέλουμε να δεσμευτούμε, είναι απλώς μια αναγνώριση για το ποιο είδος πόνου θα ήταν περισσότερο ανεκτό από εμάς.
Αυτή η φιλοσοφία της απαισιοδοξίας προσφέρει μια λύση γύρω από την αγωνία και την αναταραχή για το γάμο. Μπορεί να ακούγεται περίεργο, αλλά η απαισιοδοξία ανακουφίζει από την υπερβολική φανταστική πίεση που ο ρομαντικός μας πολιτισμός θέτει για το γάμο. Η αποτυχία ενός συγκεκριμένου συντρόφου να μας σώσει από τη θλίψη και τη μελαγχολία μας, δεν είναι ένα επιχείρημα εναντίον του προσώπου αυτού, ούτε μια ένδειξη ότι μια ένωση αξίζει να αποτύχει ή να αναβαθμιστεί.
Το πρόσωπο που είναι κατάλληλο για μας δεν είναι το πρόσωπο που αποδέχεται τα πάντα σε εμάς (το πρόσωπο αυτό δεν υπάρχει), αλλά το πρόσωπο που μπορεί να διαπραγματευτεί τις διαφορές μας με έξυπνο τρόπο, το πρόσωπο με το οποίο μπορούμε να διαφωνήσουμε με καλό τρόπο. Αντί για μία πλασματική ιδέα της τέλειας συμπληρωματικότητας, είναι η ικανότητα του ατόμου να ανέχεται γενναιόδωρα τις διαφορές, που αποτελεί τον αληθινό δείκτη ότι το πρόσωπο αυτό «δεν είναι υπερβολικά λάθος». Η συμβατότητα είναι ένα επίτευγμα της αγάπης, δεν πρέπει να είναι η προϋπόθεση της.
Ο ρομαντισμός έχει αποδειχθεί άχρηστος για εμάς: είναι μια σκληρή φιλοσοφία. Έχει κάνει πολλά από αυτά που βιώνουμε στο γάμο να φαίνονται ασυνήθιστα και άθλια. Καταλήγουμε μόνοι και με την πεποίθηση ότι η ένωσή μας, με τις ατέλειές της, δεν είναι «φυσιολογική». Πρέπει να μάθουμε στον εαυτό μας να συνηθίζει στην «αδικία», προσπαθώντας πάντα να υιοθετούμε μια πιο επιεική, χιουμοριστική και καλοσυνάτη προοπτική για τα πολλαπλά παραδείγματα της, τόσο στους εαυτούς μας όσο και στους συντρόφους μας.
Εν μέρει, αυτό συμβαίνει γιατί όταν προσπαθούμε να πλησιάσουμε τους άλλους, αναδύεται μία σειρά από προβλήματα. Φαινόμαστε φυσιολογικοί μόνο σε όσους δεν μας γνωρίζουν πολύ καλά. Σε μια σοφότερη κοινωνία, που θα είχε περισσότερη επίγνωση από τη δική μας, η σίγουρη ερώτηση στο πρώτο ραντεβού θα ήταν: «Και πως έγινες τρελός;»
Ίσως έχουμε μια λανθάνουσα τάση να γινόμαστε έξαλλοι όταν κάποιος διαφωνεί μαζί μας, ή να χαλαρώνουμε μόνο όταν δουλεύουμε. Ίσως μας είναι δύσκολο να νιώσουμε οικειότητα μετά το σεξ ή να μη μιλάμε όταν αντιμετωπίζουμε ταπείνωση. Κανείς δεν είναι τέλειος. Το πρόβλημα είναι ότι πριν από το γάμο, σπάνια ασχολούμαστε με τις εσωτερικές μας πολυπλοκότητες. Κάθε φορά που οι περιστασιακές μας σχέσεις απειλούν να αποκαλύψουν τις αδυναμίες μας, κατηγορούμε τους συντρόφους μας για αυτό και χαλαρώνουμε για την υπόλοιπη ημέρα. Όσο για τους φίλους μας, δεν ενδιαφέρονται αρκετά για να μας διαφωτίσουν. Ένα από τα προνόμια της μοναχικότητας είναι, ως εκ τούτου, η ειλικρινής εντύπωση ότι είμαστε πραγματικά αρκετά εύκολοι χαρακτήρες για να ζήσει κάποιος μαζί μας.
Οι σύντροφοί μας δεν έχουν μεγαλύτερη αυτοεπίγνωση. Προσπαθούμε φυσικά, να τους καταλάβουμε. Επισκεπτόμαστε τις οικογένειές τους. Εξετάζουμε τις φωτογραφίες τους, συναντάμε τους παλιούς φίλους τους. Όλα αυτά συμβάλλουν στην αίσθηση ότι τους έχουμε γνωρίσει. Αλλά αυτό δεν ισχύει. Ο γάμος καταλήγει ως ένα ελπιδοφόρο, γενναιόδωρο, απείρως ευγενικό τυχερό παιχνίδι που παίζεται από δύο ανθρώπους που δεν ξέρουν ακόμα ποιοι είναι οι ίδιοι ή ποιος θα μπορούσε να είναι ο άλλος, δεσμεύοντας τους ιδίους σε ένα μέλλον που δεν μπορούν να συλλάβουν και έχοντας αποφύγει προσεκτικά την έρευνα ο ένας για τον άλλο.
Από όσα ξέρουμε από την ανθρώπινη ιστορία, οι άνθρωποι παντρεύονταν για διάφορους λογικούς λόγους: επειδή το κομμάτι της γης της νύφης θα ενωνόταν με το δικό τους, η οικογένειά του πατέρα του γαμπρού είχε μια ανθηρή επιχείρηση, ο πατέρας της νύφης ήταν ο δικαστής της πόλης, υπήρχε ένα κάστρο που έπρεπε να κληρονομηθεί ή και οι δύο γονείς ανήκαν στο ίδιο θρησκευτικό δόγμα. Και από τέτοιους λογικούς γάμους, έρεε η μοναξιά, η απιστία, η κακοποίηση, η σκληρότητα της καρδιάς και οι κραυγές ακούγονταν μέχρι τα παιδικά δωμάτια. Ο λογικός γάμος δεν ήταν, εκ των υστέρων, καθόλου λογικός. Ήταν συχνά σκόπιμος, στενόμυαλος, σνομπ και εκμεταλλευτικός. Αυτός είναι ο λόγος που αυτό που τον αντικατέστησε, δηλαδή ο γάμος του συναισθήματος, έχει σε μεγάλο βαθμό γλιτώσει την ανάγκη να λογοδοτεί.
Αυτό που έχει σημασία στο γάμο που βασίζεται στο συναίσθημα είναι, ότι δύο άνθρωποι έλκονται ο ένας από τον άλλο μέσα από ένα συγκλονιστικό ένστικτο και γνωρίζουν μέσα στις καρδιές τους ότι είναι σωστό. Πράγματι, φαίνεται ότι όσο πιο απερίσκεπτος είναι ένας γάμος (μετά από γνωριμία μόλις έξι μηνών, όταν ο ένας από αυτούς είναι άνεργος ή όταν και οι δύο μόλις πέρασαν την εφηβεία τους), τόσο ασφαλέστερος μπορεί να αισθανθεί. Η απερισκεψία λαμβάνεται ως αντίβαρο σε όλα τα λάθη της λογικής, ως ο καταλύτης της δυστυχίας και φαίνεται τα καταργεί όλες τις υπολογιστικές προϋποθέσεις. Το κύρος του ενστίκτου είναι η τραυματισμένη αντίδραση ενάντια σε πάρα πολλούς αιώνες παράλογης λογικής.
Όμως, παρ’ όλο που πιστεύουμε ότι αναζητάμε την ευτυχία στο γάμο, δεν είναι κάτι τόσο απλό. Αυτό που πραγματικά επιδιώκουμε είναι η οικειότητα, η οποία μπορεί κάλλιστα να περιπλέξει κάθε σχέδιο που θα μπορούσαμε να έχουμε για την ευτυχία. Μέσα από τις ενήλικες σχέσεις μας, ψάχνουμε να αναδημιουργήσουμε, τα συναισθήματα που βιώσαμε τόσο έντονα στην παιδική ηλικία. Η αγάπη, που οι περισσότεροι από εμάς έχουν γευτεί από νωρίς, συγχεόταν συχνά με άλλες, πιο καταστροφικές δυναμικές: συναισθήματα βοήθειας προς έναν ενήλικα ο οποίος ήταν εκτός ελέγχου, συναισθήματα της στέρησης της ζεστασιάς ενός γονέα ή του φόβου της οργής του, συναισθήματα ότι δεν αισθανόμαστε αρκετά ασφαλείς για να επικοινωνήσουμε τις επιθυμίες μας.
Είναι λογικό, λοιπόν, ότι θα πρέπει ως ενήλικες να απορρίψουμε ορισμένους υποψηφίους για γάμο, όχι επειδή είναι λάθος, αλλά επειδή είναι πολύ σωστοί - πάρα πολύ ισορροπημένοι, ώριμοι, με κατανόηση και αξιοπιστία- δεδομένου ότι στις καρδιές μας, αυτή η ορθότητα αισθάνεται ξένη. Έχουμε παντρευτεί τους λάθος ανθρώπους, διότι δεν συνδέουμε το αίσθημα αγάπης με το αίσθημα ευτυχίας.
Κάνουμε επίσης λάθη, επειδή είμαστε τόσο μόνοι. Κανείς δεν μπορεί να επιλέξει ένα σύντροφο, όταν η παραμονή στη μοναξιά βιώνεται ως αφόρητη. Πρέπει να εναρμονιστούμε πλήρως με την προοπτική πολλών ετών μοναξιάς, ώστε να είμαστε κατάλληλα επιλεκτικοί. Διαφορετικά, κινδυνεύουμε να αγαπήσουμε την απομάκρυνση από την μοναξιά περισσότερο από ό,τι θα αγαπήσουμε τον σύντροφο που μας γλίτωσε από αυτή τη μοίρα.
Τέλος, παντρευόμαστε για να παγιώσουμε ένα ωραίο συναίσθημα. Φανταζόμαστε ότι ο γάμος θα μας βοηθήσει να «βάλουμε σε ένα μπουκάλι» τη χαρά που νιώσαμε όταν σκεφτήκαμε για πρώτη φορά να κάνουμε πρόταση γάμου: Ίσως ήμασταν στη Βενετία, στη λιμνοθάλασσα, σε ένα μηχανοκίνητο σκάφος, με τον απογευματινό ήλιο να λάμπει πέρα από τη θάλασσα, κουβεντιάζοντας για θέματα της ψυχής μας, που κανείς από τους δύο μπορεί να μην είχε αντιληφθεί ποτέ πριν, με την προοπτική ενός ρομαντικού δείπνου λίγο αργότερα. Παντρευτήκαμε για να κάνουμε τέτοιες αισθήσεις μόνιμες, αλλά αποτύχαμε να δούμε ότι δεν υπήρχε σταθερή σύνδεση μεταξύ αυτών των συναισθημάτων και του θεσμού του γάμου.
Πράγματι, ο γάμος τείνει αποφασιστικά να μας κατευθύνει σε ένα άλλο, πολύ διαφορετικό και πιο διαχειριστικό σχέδιο, το οποίο ίσως εκτυλίσσεται σε ένα προαστιακό σπίτι, που απαιτεί χρονοβόρα μετακίνηση για τη δουλειά και εξωφρενικά παιδιά που σκοτώνουν το πάθος από το οποίο προέκυψαν. Το μόνο κοινό συστατικό είναι ο σύντροφος. Και αυτό μπορεί να ήταν το λάθος συστατικό που τοποθετήσαμε στο μπουκάλι.
Τα καλά νέα είναι ότι δεν έχει σημασία αν βρούμε ότι έχουμε παντρευτεί το λάθος άτομο.
Δεν πρέπει να εγκαταλείψουμε τον/την σύντροφό μας, μόνο εξαιτίας της ιδρυτικής ρομαντικής ιδέας πάνω στην οποία η δυτική αντίληψη του γάμου έχει βασιστεί τα τελευταία 250 χρόνια: ότι υπάρχει ένα τέλειο ον που μπορεί να καλύψει όλες τις ανάγκες μας και να ικανοποιήσει κάθε επιθυμία μας.
Πρέπει να αντικαταστήσουμε τη ρομαντική άποψη με μια τραγική (και σε μερικά σημεία κωμική) συνειδητοποίηση ότι κάθε άνθρωπος θα μας απογοητεύσει, θα μας κάνει να θυμώσουμε, θα μας ενοχλεί και εμείς (χωρίς κακία) θα κάνουμε το ίδιο σε αυτούς. Δεν μπορεί να υπάρξει τέλος στην αίσθηση του κενού και της μη πληρότητας. Αλλά τίποτα από αυτά δεν είναι ασυνήθιστο ή λόγος διαζυγίου. Η επιλογή του προσώπου με το οποίο θέλουμε να δεσμευτούμε, είναι απλώς μια αναγνώριση για το ποιο είδος πόνου θα ήταν περισσότερο ανεκτό από εμάς.
Αυτή η φιλοσοφία της απαισιοδοξίας προσφέρει μια λύση γύρω από την αγωνία και την αναταραχή για το γάμο. Μπορεί να ακούγεται περίεργο, αλλά η απαισιοδοξία ανακουφίζει από την υπερβολική φανταστική πίεση που ο ρομαντικός μας πολιτισμός θέτει για το γάμο. Η αποτυχία ενός συγκεκριμένου συντρόφου να μας σώσει από τη θλίψη και τη μελαγχολία μας, δεν είναι ένα επιχείρημα εναντίον του προσώπου αυτού, ούτε μια ένδειξη ότι μια ένωση αξίζει να αποτύχει ή να αναβαθμιστεί.
Το πρόσωπο που είναι κατάλληλο για μας δεν είναι το πρόσωπο που αποδέχεται τα πάντα σε εμάς (το πρόσωπο αυτό δεν υπάρχει), αλλά το πρόσωπο που μπορεί να διαπραγματευτεί τις διαφορές μας με έξυπνο τρόπο, το πρόσωπο με το οποίο μπορούμε να διαφωνήσουμε με καλό τρόπο. Αντί για μία πλασματική ιδέα της τέλειας συμπληρωματικότητας, είναι η ικανότητα του ατόμου να ανέχεται γενναιόδωρα τις διαφορές, που αποτελεί τον αληθινό δείκτη ότι το πρόσωπο αυτό «δεν είναι υπερβολικά λάθος». Η συμβατότητα είναι ένα επίτευγμα της αγάπης, δεν πρέπει να είναι η προϋπόθεση της.
Ο ρομαντισμός έχει αποδειχθεί άχρηστος για εμάς: είναι μια σκληρή φιλοσοφία. Έχει κάνει πολλά από αυτά που βιώνουμε στο γάμο να φαίνονται ασυνήθιστα και άθλια. Καταλήγουμε μόνοι και με την πεποίθηση ότι η ένωσή μας, με τις ατέλειές της, δεν είναι «φυσιολογική». Πρέπει να μάθουμε στον εαυτό μας να συνηθίζει στην «αδικία», προσπαθώντας πάντα να υιοθετούμε μια πιο επιεική, χιουμοριστική και καλοσυνάτη προοπτική για τα πολλαπλά παραδείγματα της, τόσο στους εαυτούς μας όσο και στους συντρόφους μας.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου