Ο θυμός, ως συναισθηματική εκδήλωση, έχει περισσότερες εκφάνσεις, ενώ παρουσιάζει επιδημική συμπεριφορά, με λιγότερο πρόδηλο τρόπο, από αυτόν της προβλητικής ταύτισης ή της αυτοεκπληρούμενης προφητείας, διαδικασίες που περιγράφουν, μέσες άκρες, τον αρνητικό τρόπο, με τον οποίο αντιδρούν οι άνθρωποι, στην εχθρικότητα των άλλων.
Αισθήματα ματαίωσης, εσωτερικού τρόμου ή/και ανικανοποίητου και εσωτερικές συγκρούσεις φαίνεται πως εκβάλλουν ως απροκάλυπτος θυμός, εναντίον οποιουδήποτε ή οτιδήποτε ή εναλλακτικά, όταν ο θυμός δεν βρίσκει εξωτερικό αντικείμενο, μαζοχιστικά και αυτοκαταστροφικά, με τη μορφή της δυσθυμίας, της κατάθλιψης ή και με άλλες μορφές, όπως με την απ’ ευθείας επίθεση, στο σώμα.
Το όλο πράμα μπορεί να καταστεί αδιέξοδο, υπό την έννοια πως εκδηλώνεται αδυναμία να λεκτικοποιηθούν τα «συμβάντα» της εσωτερικής ζωής, που περιλαμβάνουν αυτά τα συναισθήματα, και να διαλευκανθούν οι προσωπικές, υποκειμενικές σημασίες που αποδίδει, στα συμβάντα αυτά, το άτομο.
Το παραπάνω σημαίνει πως δεν γίνεται κατανοητό, τι σημαίνει (για ένα συγκεκριμένο πρόσωπο) η ματαίωση, ποια είναι η ουσία του τρόμου του, ποιο ακριβώς είναι το ανικανοποίητό του και πόσο εφικτό είναι τούτο να θεραπευτεί και με ποιους τρόπους, πως προκύπτει η εσωτερική σύγκρουση και ποιες είναι οι αντιστάσεις στην επίτευξη της κατανόησης όλων αυτών των θεμάτων που το αφορούν.
Έτσι λοιπόν όλα τούτα τα συναισθήματα μετατρέπονται σ’ ένα άρρητο και ασυνείδητο αίτημα, το οποίο, ενώ διαθέτει αδιαμφισβήτητα επικοινωνιακό χαρακτήρα, ταυτόχρονα λειτουργεί ως αντίσταση στην έλευση περιεχομένων του υποσυνείδητου στο συνειδητό, ενώ κατά κανόνα δεν «αναζητάει» την ικανοποίησή του, εφόσον δεν διαθέτει σαφή εσωτερική δομή και δεν έχει περάσει σαφώς στο χώρο της γλώσσας. Είναι λοιπόν ένα αίτημα «μη αναλυθέν» ένα αίτημα αταχτοποίητο, ένα αίτημα που δεν διαθέτει παραλήπτη, ένα αίτημα που υποσκάπτει την εξεύρεση λύσεων, στα προβλήματα, και απαντήσεων στα ψυχικά συμβάντα, ενώ παράλληλα μεταδίδει το θυμό, σε πρόσωπα του περιβάλλοντος, τα οποία μπορούν, εν δυνάμει, να ταυτιστούν με τον «ενδιαφερόμενο», στις άρρητες «συνιστώσες» του θυμού του.
Σε διάφορες φάσεις της ζωής τους, πολλοί άνθρωποι παραμελούν τα καθήκοντά τους, άλλοτε συμπεριφέρονται με κυνισμό και άλλοτε αντιδραστικά, σαδιστικά ή αλλοπρόσαλλα. Μέσα στους αιτιολογικούς παράγοντες συμπεριλαμβάνεται και η επίθεση, ενάντια στο πλαίσιο της ζωής τους, καθόσον τελούν υπό την επήρεια μίας γενικευμένης κατάστασης θυμού άλλων προσώπων, πράγμα το οποίο εντείνει τη δράση των δικών τους «άλυτων» εσωτερικών θεμάτων, που σχετίζονται με τις συνιστώσες του θυμού κάποιου ή κάποιων άλλων.
Ειδικότερα, σε περιπτώσεις όπου μπορούμε να υποθέσουμε κάποιου έστω βαθμού οριακότητα και όπου τα «αδιέξοδα» είναι ισχυρά, οι ερωτικοί σύντροφοι των ανθρώπων, που κινούνται περισσότερο ή λιγότερο μέσα σε αυτή την περιοχή, έρχονται αντιμέτωποι -με τον πλέον ακραιφνή τρόπο- με τα φορτία θυμού των ατόμων αυτών. Ο θυμός αυτός προκαλείται από τον τρόμο της εγκατάλειψης, από τον ερωτικό τους σύντροφο, και από τις ματαιώσεις που ο τελευταίος προκαλεί σε αυτούς, όταν δεν μπορεί να ανταποκριθεί στις φαντασιώσεις εξιδανίκευσης και στις απαιτήσεις που προβάλλουν, ακόμη και εξωλεκτικά, καθώς κινούνται, σε κάποιο βαθμό, εκτός πραγματικότητας.
Περαιτέρω, οι άνθρωποι του ευρύτερου διαπροσωπικού περιβάλλοντος «προσκρούουν», κατ’ εξακολούθηση, πάνω στο παραπάνω περιγραφέν αίτημα, με αποτέλεσμα να καταλαμβάνεται ο ψυχικός τους χώρος από ασυνείδητο θυμό, λόγω της λειτουργίας του θυμού του άλλου.
Όσον αφορά τον πιο πάνω περιγραφέν ψυχικό χώρο, τα άτομα παρουσιάζουν μία σημαντική αδυναμία να διατηρήσουνε ερωτικές σχέσεις, λόγω του γεγονότος πως έχουν «διχοτομήσει» τον ερωτικό τους σύντροφο, ο οποίος γίνεται αντιληπτός, άλλοτε ως πρόσωπο φροντιστικό και άλλοτε ως πρόσωπο ματαιωτικό. Έτσι λοιπόν αναπτύσσονται αμφιθυμικά συναισθήματα, σύμφωνα με τα οποία ο ερωτικός σύντροφος άλλοτε λατρεύεται και εξιδανικεύεται, ενώ άλλοτε κακίζεται και υποτιμάται. Το τελευταίο καταλήγει σε φυσικό επακόλουθο, αφού είναι ασφαλώς αδύνατο, στον οποιονδήποτε, ν' ανταποκρίνεται συνεχώς σε προσδοκίες, σύμφωνες με ένα σύνολο εξιδανικεύσεων, λιγότερο λογικών απαιτήσεων και αναγκών αδιάπαυστης επιβεβαίωσης της αγάπης και της αποδοχής του, για ένα πρόσωπο.
"..είσαι ο Θεός μου, σε θέλω, σ' αγαπώ, αλλά θα με τσακίσεις...
οπότε δεν πρόκειται να δεσμευτώ..."
Έτσι, ο άνθρωπος που κινείται μέσα στην ψυχολογική αυτή σφαίρα, υποσκάπτοντας συνεχώς τις σχέσεις του, ταλανίζεται από ένα ατέρμονο «πήγαινε - έλα» στους ερωτικούς συντρόφους, τους οποίους συχνά εγκαταλείπει, προκειμένου ν’ αποφεύγει την επαναλαμβανόμενη βίωση της εγκατάλειψης, λόγω εξάντλησης των συναισθηματικών αποθεμάτων, από αυτούς. Εξ' ου, ενδεχομένως, και τα αισθήματα κενού, που πολύ συχνά βιώνουν, αν λάβουμε υπόψη πως η εγκατάσταση συναισθηματικών αναπαραστάσεων και η πιο ασφαλής και σταθερή σύνδεση με τους άλλους εμποδίζεται ή προσκρούει συνεχώς πάνω στα ακατάληπτα εξωλεκτικά «μηνύματα – αιτήματα», με τα οποία «Αιφνιδιάζουνε» κυριολεκτικά τον άλλον (για το τι τους θυμώνει ή για το τι επιθυμούν) και στις άμυνες που προβάλλουν, ενάντια στην Πραγματική (με όλη τη σημασία της λέξεως) επαφή.
"...κάνε με να νοιώθω, Πάντοτε για σε σημαντικός, να με διεκδικείς, να με λατρεύεις χωρίς όρια, να μ' έχεις για Θεό..."
Στο πλαίσιο της ψυχολογικής αυτής λοιπόν «περιοχής», η εγκατάλειψη λειτουργεί ως «απόδειξη» της ύπαρξης ενός κακού εαυτού. Ο λόγος για τον οποίο δηλαδή θεωρείται πως εγκαταλείπεται κάποιος είναι η ύπαρξη κακότητας, από μεριάς του. Από τη μία λοιπόν έχουμε την ανάγκη της εξάρτησης από ένα φροντιστικό πρόσωπο και από την άλλη τον τρόμο της εγκατάλειψης, από το πρόσωπο αυτό, και την αναμενόμενη έγερση της ενοχής, για τον κακό εαυτό.
Πολλές φορές αυτός ο φόβος, για την εσωτερική κακότητα (ο οποίος, σημειωτέον, προκλήθηκε από την ακατάλληλη συμπεριφορά του φροντιστικού προσώπου, κατά την βρεφική ηλικία και τις επαναλαμβανόμενες αρνητικές νοηματοδοτήσεις των πράξεων του αναπτυσσόμενου ανθρώπου, από το πρόσωπο φροντίδας και εν συνεχεία από πρόσωπα του περιβάλλοντός του, μέσω αμφίδρομων αλληλεπιδράσεων...), μπορεί να κινητοποιήσει έναν άνθρωπο σε πράξεις επανορθωτικές (της υποτιθέμενης «κακότητας»), μόνο όμως όταν έχουν συνυπάρξει, στο παρελθόν, θετικά αντισταθμίσματα, στ' αρνητικά βιώματα, που υπενθυμίζουνε, σ’ αυτόν, τη θερμή και στοργική πλευρά της ζωής, καθώς επίσης και την «ομορφιά» τη δική του.
Αυτή η κινητοποίηση εξυπηρετεί επιπλέον μία περίπλοκη εσωτερική συνθήκη (και πέρα από την προηγούμενα ρηθείσα τάση για εξιδανίκευση, η οποία δεν έχει χάσει, κατά τ' άλλα, τον αμυντικό της χαρακτήρα, ως αποφυγή της πραγματικότητας): Αφενός συνιστά μία προσπάθεια εκπλήρωσης των προσδοκιών του εσωτερικευμένου (στον ψυχισμό) φροντιστικού προσώπου, εξαγνίζοντας τον «κακό εαυτό» (ασύνειδο διωκτικό παραλλήρημα). Παράλληλα δε, προστατεύει το άτομο από τους πραγματικούς κινδύνους ή/και την ενοχή που ελλοχεύουν, στην περίπτωση της εκδραμάτισης της εχθρικότητας, εις βάρος ατόμων, πάνω στα οποία έχει προβληθεί ο «κακός εαυτός».
Και τα δύο τούτα λοιπόν αντικρουόμενα συναισθήματα, της λατρείαςδηλαδή και της απόρριψης του ερωτικού συντρόφου (λόγω της υποτιθέμενης ή της πραγματικής ματαιωτικής του συμπεριφοράς), προβάλλονται σε αυτόν, ώστε να βιώνεται εκείνος ως αμφιθυμικός και αντιφατικός, στη συμπεριφορά του, προς τον ενδιαφερόμενο. Με λόγια απλά, ένας άνθρωπος που αγαπάει και μισεί το ίδιο πρόσωπο (λόγω του φόβου της εξάρτησης, από αυτό, και των εμπειριών ματαίωσης), κατηγορεί το πρόσωπο αυτό πως λειτουργεί, κατά πως το βολεύει, ότι είναι συνεπώς εκείνο, που τον αγαπάει και τον μισεί ταυτόχρονα, πως είναι δηλαδή απέναντί του αντιφατικό.
Ο υποκείμενος θυμός εκτινάσσεται, ανά πάσα ώρα και στιγμή, όταν θα εγερθεί (παράλογα ή για λόγους μη αντικειμενικούς και κατανοητούς, αλλά και υπό την επήρεια αισθημάτων ζήλειας) η αμφιβολία, για την αγάπη και την αφοσίωση του συντρόφου, του οποίου συνηθισμένες συμπεριφορές ερμηνεύονται λανθασμένα, ως απόρριψη, ως έλλειψη προσοχής και ως άρση της αγάπης του προς το σύντροφό του. Η δυνατότητα αυτοκαθησυχασμού δε είναι αμελητέα.
"…ένα αθώο σεξουαλικό αστείο, κατά τη διάρκεια μίας κρασοκατάνυξης, μπορεί να ξυπνήσει τη ζήλεια του. Μία έλλειψη προσοχής, λόγω φυσιολογικής κούρασης, ή μία συγκράτηση, από την υπερβολική έκφραση θαυμασμού, για τον ίδιο, ή τα επιτεύγματά του, μπορεί να ξυπνήσει το φθόνο, εις βάρος του συντρόφου (με την ιδέα ότι ο τελευταίος υπαινίσσεται την έλλειψη αξίας του «αγαπημένου» του) και τον τρόμο πως θα εγκαταλειφθεί σύντομα, από αυτόν... Έτσι επιζητείται συνεχώς και βασανιστικά, από τον άλλον, ν' αντιλαμβάνεται το«εξωλεκτικό υλικό» και να προβαίνει στις κατάλληλες επανορθώσεις και πραχτικές διεκδίκησης... "
...τότε εσείς μένετε εμβρόντητοι...
"τι έκανα πάλι;.. γιατί είναι αλλοπρόσαλλος;... γιατί μου γύρισε την πλάτη;... γιατί είναι μία έτσι... και μια αλλιώς;... γιατί μου κρύβεται ή με αποφεύγει συνεχώς;..."
Περαιτέρω, είναι δυνατόν να στρατολογηθούν χειριστικές πρακτικές (όχι χρησιμοθηρικές, αλλά για τη θεραπεία του ελλείμματος), οι οποίες όχι μόνο θέτουν τον άλλον σε μία συνεχή διαδικασία «εξετάσεων», για τα κίνητρά του, και ελέγχου των συναισθημάτων του, αλλά εκδραματίζουν καμουφλαρισμένα την εκδίκηση και το σαδισμό, τα οποία έχουν γεννήσει οι χρόνιες ματαιώσεις. Ταυτόχρονα, το πραγματικό ή/και το συναισθηματικό «κρυφτό» λαμβάνουν διαστάσεις καθολικές, διαιωνίζοντας…
…τις επαναλήψεις του τρόμου, του ανικανοποίητου και του κενού.
Αισθήματα ματαίωσης, εσωτερικού τρόμου ή/και ανικανοποίητου και εσωτερικές συγκρούσεις φαίνεται πως εκβάλλουν ως απροκάλυπτος θυμός, εναντίον οποιουδήποτε ή οτιδήποτε ή εναλλακτικά, όταν ο θυμός δεν βρίσκει εξωτερικό αντικείμενο, μαζοχιστικά και αυτοκαταστροφικά, με τη μορφή της δυσθυμίας, της κατάθλιψης ή και με άλλες μορφές, όπως με την απ’ ευθείας επίθεση, στο σώμα.
Το όλο πράμα μπορεί να καταστεί αδιέξοδο, υπό την έννοια πως εκδηλώνεται αδυναμία να λεκτικοποιηθούν τα «συμβάντα» της εσωτερικής ζωής, που περιλαμβάνουν αυτά τα συναισθήματα, και να διαλευκανθούν οι προσωπικές, υποκειμενικές σημασίες που αποδίδει, στα συμβάντα αυτά, το άτομο.
Το παραπάνω σημαίνει πως δεν γίνεται κατανοητό, τι σημαίνει (για ένα συγκεκριμένο πρόσωπο) η ματαίωση, ποια είναι η ουσία του τρόμου του, ποιο ακριβώς είναι το ανικανοποίητό του και πόσο εφικτό είναι τούτο να θεραπευτεί και με ποιους τρόπους, πως προκύπτει η εσωτερική σύγκρουση και ποιες είναι οι αντιστάσεις στην επίτευξη της κατανόησης όλων αυτών των θεμάτων που το αφορούν.
Έτσι λοιπόν όλα τούτα τα συναισθήματα μετατρέπονται σ’ ένα άρρητο και ασυνείδητο αίτημα, το οποίο, ενώ διαθέτει αδιαμφισβήτητα επικοινωνιακό χαρακτήρα, ταυτόχρονα λειτουργεί ως αντίσταση στην έλευση περιεχομένων του υποσυνείδητου στο συνειδητό, ενώ κατά κανόνα δεν «αναζητάει» την ικανοποίησή του, εφόσον δεν διαθέτει σαφή εσωτερική δομή και δεν έχει περάσει σαφώς στο χώρο της γλώσσας. Είναι λοιπόν ένα αίτημα «μη αναλυθέν» ένα αίτημα αταχτοποίητο, ένα αίτημα που δεν διαθέτει παραλήπτη, ένα αίτημα που υποσκάπτει την εξεύρεση λύσεων, στα προβλήματα, και απαντήσεων στα ψυχικά συμβάντα, ενώ παράλληλα μεταδίδει το θυμό, σε πρόσωπα του περιβάλλοντος, τα οποία μπορούν, εν δυνάμει, να ταυτιστούν με τον «ενδιαφερόμενο», στις άρρητες «συνιστώσες» του θυμού του.
Σε διάφορες φάσεις της ζωής τους, πολλοί άνθρωποι παραμελούν τα καθήκοντά τους, άλλοτε συμπεριφέρονται με κυνισμό και άλλοτε αντιδραστικά, σαδιστικά ή αλλοπρόσαλλα. Μέσα στους αιτιολογικούς παράγοντες συμπεριλαμβάνεται και η επίθεση, ενάντια στο πλαίσιο της ζωής τους, καθόσον τελούν υπό την επήρεια μίας γενικευμένης κατάστασης θυμού άλλων προσώπων, πράγμα το οποίο εντείνει τη δράση των δικών τους «άλυτων» εσωτερικών θεμάτων, που σχετίζονται με τις συνιστώσες του θυμού κάποιου ή κάποιων άλλων.
Ειδικότερα, σε περιπτώσεις όπου μπορούμε να υποθέσουμε κάποιου έστω βαθμού οριακότητα και όπου τα «αδιέξοδα» είναι ισχυρά, οι ερωτικοί σύντροφοι των ανθρώπων, που κινούνται περισσότερο ή λιγότερο μέσα σε αυτή την περιοχή, έρχονται αντιμέτωποι -με τον πλέον ακραιφνή τρόπο- με τα φορτία θυμού των ατόμων αυτών. Ο θυμός αυτός προκαλείται από τον τρόμο της εγκατάλειψης, από τον ερωτικό τους σύντροφο, και από τις ματαιώσεις που ο τελευταίος προκαλεί σε αυτούς, όταν δεν μπορεί να ανταποκριθεί στις φαντασιώσεις εξιδανίκευσης και στις απαιτήσεις που προβάλλουν, ακόμη και εξωλεκτικά, καθώς κινούνται, σε κάποιο βαθμό, εκτός πραγματικότητας.
Περαιτέρω, οι άνθρωποι του ευρύτερου διαπροσωπικού περιβάλλοντος «προσκρούουν», κατ’ εξακολούθηση, πάνω στο παραπάνω περιγραφέν αίτημα, με αποτέλεσμα να καταλαμβάνεται ο ψυχικός τους χώρος από ασυνείδητο θυμό, λόγω της λειτουργίας του θυμού του άλλου.
Όσον αφορά τον πιο πάνω περιγραφέν ψυχικό χώρο, τα άτομα παρουσιάζουν μία σημαντική αδυναμία να διατηρήσουνε ερωτικές σχέσεις, λόγω του γεγονότος πως έχουν «διχοτομήσει» τον ερωτικό τους σύντροφο, ο οποίος γίνεται αντιληπτός, άλλοτε ως πρόσωπο φροντιστικό και άλλοτε ως πρόσωπο ματαιωτικό. Έτσι λοιπόν αναπτύσσονται αμφιθυμικά συναισθήματα, σύμφωνα με τα οποία ο ερωτικός σύντροφος άλλοτε λατρεύεται και εξιδανικεύεται, ενώ άλλοτε κακίζεται και υποτιμάται. Το τελευταίο καταλήγει σε φυσικό επακόλουθο, αφού είναι ασφαλώς αδύνατο, στον οποιονδήποτε, ν' ανταποκρίνεται συνεχώς σε προσδοκίες, σύμφωνες με ένα σύνολο εξιδανικεύσεων, λιγότερο λογικών απαιτήσεων και αναγκών αδιάπαυστης επιβεβαίωσης της αγάπης και της αποδοχής του, για ένα πρόσωπο.
"..είσαι ο Θεός μου, σε θέλω, σ' αγαπώ, αλλά θα με τσακίσεις...
οπότε δεν πρόκειται να δεσμευτώ..."
Έτσι, ο άνθρωπος που κινείται μέσα στην ψυχολογική αυτή σφαίρα, υποσκάπτοντας συνεχώς τις σχέσεις του, ταλανίζεται από ένα ατέρμονο «πήγαινε - έλα» στους ερωτικούς συντρόφους, τους οποίους συχνά εγκαταλείπει, προκειμένου ν’ αποφεύγει την επαναλαμβανόμενη βίωση της εγκατάλειψης, λόγω εξάντλησης των συναισθηματικών αποθεμάτων, από αυτούς. Εξ' ου, ενδεχομένως, και τα αισθήματα κενού, που πολύ συχνά βιώνουν, αν λάβουμε υπόψη πως η εγκατάσταση συναισθηματικών αναπαραστάσεων και η πιο ασφαλής και σταθερή σύνδεση με τους άλλους εμποδίζεται ή προσκρούει συνεχώς πάνω στα ακατάληπτα εξωλεκτικά «μηνύματα – αιτήματα», με τα οποία «Αιφνιδιάζουνε» κυριολεκτικά τον άλλον (για το τι τους θυμώνει ή για το τι επιθυμούν) και στις άμυνες που προβάλλουν, ενάντια στην Πραγματική (με όλη τη σημασία της λέξεως) επαφή.
"...κάνε με να νοιώθω, Πάντοτε για σε σημαντικός, να με διεκδικείς, να με λατρεύεις χωρίς όρια, να μ' έχεις για Θεό..."
Στο πλαίσιο της ψυχολογικής αυτής λοιπόν «περιοχής», η εγκατάλειψη λειτουργεί ως «απόδειξη» της ύπαρξης ενός κακού εαυτού. Ο λόγος για τον οποίο δηλαδή θεωρείται πως εγκαταλείπεται κάποιος είναι η ύπαρξη κακότητας, από μεριάς του. Από τη μία λοιπόν έχουμε την ανάγκη της εξάρτησης από ένα φροντιστικό πρόσωπο και από την άλλη τον τρόμο της εγκατάλειψης, από το πρόσωπο αυτό, και την αναμενόμενη έγερση της ενοχής, για τον κακό εαυτό.
Πολλές φορές αυτός ο φόβος, για την εσωτερική κακότητα (ο οποίος, σημειωτέον, προκλήθηκε από την ακατάλληλη συμπεριφορά του φροντιστικού προσώπου, κατά την βρεφική ηλικία και τις επαναλαμβανόμενες αρνητικές νοηματοδοτήσεις των πράξεων του αναπτυσσόμενου ανθρώπου, από το πρόσωπο φροντίδας και εν συνεχεία από πρόσωπα του περιβάλλοντός του, μέσω αμφίδρομων αλληλεπιδράσεων...), μπορεί να κινητοποιήσει έναν άνθρωπο σε πράξεις επανορθωτικές (της υποτιθέμενης «κακότητας»), μόνο όμως όταν έχουν συνυπάρξει, στο παρελθόν, θετικά αντισταθμίσματα, στ' αρνητικά βιώματα, που υπενθυμίζουνε, σ’ αυτόν, τη θερμή και στοργική πλευρά της ζωής, καθώς επίσης και την «ομορφιά» τη δική του.
Αυτή η κινητοποίηση εξυπηρετεί επιπλέον μία περίπλοκη εσωτερική συνθήκη (και πέρα από την προηγούμενα ρηθείσα τάση για εξιδανίκευση, η οποία δεν έχει χάσει, κατά τ' άλλα, τον αμυντικό της χαρακτήρα, ως αποφυγή της πραγματικότητας): Αφενός συνιστά μία προσπάθεια εκπλήρωσης των προσδοκιών του εσωτερικευμένου (στον ψυχισμό) φροντιστικού προσώπου, εξαγνίζοντας τον «κακό εαυτό» (ασύνειδο διωκτικό παραλλήρημα). Παράλληλα δε, προστατεύει το άτομο από τους πραγματικούς κινδύνους ή/και την ενοχή που ελλοχεύουν, στην περίπτωση της εκδραμάτισης της εχθρικότητας, εις βάρος ατόμων, πάνω στα οποία έχει προβληθεί ο «κακός εαυτός».
Και τα δύο τούτα λοιπόν αντικρουόμενα συναισθήματα, της λατρείαςδηλαδή και της απόρριψης του ερωτικού συντρόφου (λόγω της υποτιθέμενης ή της πραγματικής ματαιωτικής του συμπεριφοράς), προβάλλονται σε αυτόν, ώστε να βιώνεται εκείνος ως αμφιθυμικός και αντιφατικός, στη συμπεριφορά του, προς τον ενδιαφερόμενο. Με λόγια απλά, ένας άνθρωπος που αγαπάει και μισεί το ίδιο πρόσωπο (λόγω του φόβου της εξάρτησης, από αυτό, και των εμπειριών ματαίωσης), κατηγορεί το πρόσωπο αυτό πως λειτουργεί, κατά πως το βολεύει, ότι είναι συνεπώς εκείνο, που τον αγαπάει και τον μισεί ταυτόχρονα, πως είναι δηλαδή απέναντί του αντιφατικό.
Ο υποκείμενος θυμός εκτινάσσεται, ανά πάσα ώρα και στιγμή, όταν θα εγερθεί (παράλογα ή για λόγους μη αντικειμενικούς και κατανοητούς, αλλά και υπό την επήρεια αισθημάτων ζήλειας) η αμφιβολία, για την αγάπη και την αφοσίωση του συντρόφου, του οποίου συνηθισμένες συμπεριφορές ερμηνεύονται λανθασμένα, ως απόρριψη, ως έλλειψη προσοχής και ως άρση της αγάπης του προς το σύντροφό του. Η δυνατότητα αυτοκαθησυχασμού δε είναι αμελητέα.
"…ένα αθώο σεξουαλικό αστείο, κατά τη διάρκεια μίας κρασοκατάνυξης, μπορεί να ξυπνήσει τη ζήλεια του. Μία έλλειψη προσοχής, λόγω φυσιολογικής κούρασης, ή μία συγκράτηση, από την υπερβολική έκφραση θαυμασμού, για τον ίδιο, ή τα επιτεύγματά του, μπορεί να ξυπνήσει το φθόνο, εις βάρος του συντρόφου (με την ιδέα ότι ο τελευταίος υπαινίσσεται την έλλειψη αξίας του «αγαπημένου» του) και τον τρόμο πως θα εγκαταλειφθεί σύντομα, από αυτόν... Έτσι επιζητείται συνεχώς και βασανιστικά, από τον άλλον, ν' αντιλαμβάνεται το«εξωλεκτικό υλικό» και να προβαίνει στις κατάλληλες επανορθώσεις και πραχτικές διεκδίκησης... "
...τότε εσείς μένετε εμβρόντητοι...
"τι έκανα πάλι;.. γιατί είναι αλλοπρόσαλλος;... γιατί μου γύρισε την πλάτη;... γιατί είναι μία έτσι... και μια αλλιώς;... γιατί μου κρύβεται ή με αποφεύγει συνεχώς;..."
Περαιτέρω, είναι δυνατόν να στρατολογηθούν χειριστικές πρακτικές (όχι χρησιμοθηρικές, αλλά για τη θεραπεία του ελλείμματος), οι οποίες όχι μόνο θέτουν τον άλλον σε μία συνεχή διαδικασία «εξετάσεων», για τα κίνητρά του, και ελέγχου των συναισθημάτων του, αλλά εκδραματίζουν καμουφλαρισμένα την εκδίκηση και το σαδισμό, τα οποία έχουν γεννήσει οι χρόνιες ματαιώσεις. Ταυτόχρονα, το πραγματικό ή/και το συναισθηματικό «κρυφτό» λαμβάνουν διαστάσεις καθολικές, διαιωνίζοντας…
…τις επαναλήψεις του τρόμου, του ανικανοποίητου και του κενού.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου