Από τη στιγμή που ο Κριτίας διάλεξε το δρόμο της δημοσιότητας (ήθελε και την ψήφο της Βουλής για την εξόντωση του Θηραμένη), δε θα μπορούσε να του στερήσει το δικαίωμα να απολογηθεί μπροστά στους βουλευτές, που υποτίθεται ότι θα αποφάσιζαν για την τύχη του.
Αν είχε δράσει παρασκηνιακά, εκτελώντας τον υπογείως, και ανακοίνωνε απλώς τους λόγους που το έκανε, θα είχε αποφύγει πολλά. Με τους μαχαιροβγάλτες απ’ έξω κανείς δε θα είχε διάθεση για περιττές ερωτήσεις.
Από τη στιγμή που ο Κριτίας συγκάλεσε του Βουλή, έπρεπε να γνωρίζει ότι στην ουσία ήταν σαν να προκαλεί το Θηραμένη σε μια δημόσια αναμέτρηση. Κι αυτές οι ενέργειες κρίνονται επικίνδυνες. Ο Κριτίας, εφόσον δεν έδρασε παρασκηνιακά, έπρεπε ή να έχει συνεννοηθεί με τους βουλευτές, ώστε να είναι απολύτως βέβαιος ότι θα καταδικάσουν το Θηραμένη, ή να έχει διατάξει τους τραμπούκους να εισβάλουν στη Βουλή και να τον λιντσάρουν χωρίς καν να τον αφήσουν να μιλήσει, ώστε την ευθύνη να την αναλάβουν οι «αγανακτισμένοι πολίτες». Δεν τα ζύγιασε καλά τα πράγματα ο Κριτίας. Και τώρα έπρεπε να ανεχτεί την αγόρευση του Θηραμένη μέσα στη Βουλή.
Ο Θηραμένης δεν άφησε την ευκαιρία να πάει χαμένη. Ξεκίνησε το λόγο του από την υπόθεση της εγκατάλειψης των ναυαγών που οδήγησε τους στρατηγούς σε εκτέλεση: «Πρώτ’ από όλα, άνδρες, θ’ αναφερθώ στην τελευταία του κατηγορία – ότι τάχα εγώ, με την καταγγελία μου, οδήγησα τους στρατηγούς στο θάνατο. Όμως είναι γνωστό ότι δεν τους κατηγόρησα πρώτος εγώ· εκείνοι ισχυρίστηκαν πως ενώ με πρόσταξαν δεν περιμάζεψα τ’ άμοιρα θύματα της ναυμαχίας της Λέσβου. Εγώ απολογήθηκα ότι με την τρικυμία δεν μπορούσε ούτε να βγει καράβι στη θάλασσα – άσε πια να σώσει τους ναυαγούς – κι η πόλη με πίστεψε. Εκείνοι, αντίθετα, κατηγόρησαν ουσιαστικά τους ίδιους τους εαυτούς τους, γιατί, ενώ, καθώς έλεγαν, μπορούσαν να σωθούν οι άνθρωποι, εκείνοι σηκώθηκαν κι έφυγαν αφήνοντάς τους να πεθάνουν». (2,3,35).
Φυσικά, για τους κλακαδόρους που επιστράτευσε προς διαμόρφωση της κοινής γνώμης ούτε λόγος. Όπως σιωπή και στο γεγονός ότι είχε συμφέρον να καταδικαστούν, γιατί, αν κρίνονταν αθώοι, η υπόθεση θα μετακυλούσε σ’ αυτόν. Οι στρατηγοί, λιγότερο πονηροί από εκείνον, προσπάθησαν με ένα έγγραφο που δεν ανέφερε το όνομά του να μη δώσουν στο θέμα διαστάσεις που δεν υπήρχαν. Τις διαστάσεις τις έδωσε εκείνος, εξυπηρετώντας (προφανώς) προσωπικές φιλοδοξίες.
Το ότι οι Αθηναίοι μετάνιωσαν για την απόφαση αυτής της δίκης καταδεικνύει πολλά. Ο Θηραμένης, όπως έριξε και τότε την ευθύνη στους στρατηγούς για την έλλειψη φροντίδας των ναυαγών, έτσι τη ρίχνει και τώρα, επειδή δεν υπερασπίστηκαν σωστά τον εαυτό τους. Το ότι εξαιτίας αυτής της κακής υπεράσπισης σώθηκε ο ίδιος δε χρειάζεται να αναφερθεί. Η διαστροφή των γεγονότων, η αποσιώπηση, η επιλεκτικότητα και το θράσος είναι τα κύρια γνωρίσματα των δημαγωγών.
Θα κάνει τα ίδια και με την υπόθεση του πραξικοπήματος του 411 π. Χ. στο οποίο είχε πρωταγωνιστήσει: «Όσο για το άλλο που είπε, ότι τάχα στάθηκα πάντα καιροσκόπος, προσέξτε και τούτο: το πολίτευμα των Τετρακοσίων το ψήφισαν, καθώς ξέρετε, κι οι ίδιοι οι δημοκρατικοί, γιατί τους είχαν εξηγήσει ότι οι Λακεδαιμόνιοι καθόλου δε μαλάκωσαν, ενώ από την άλλη πλευρά έγινε φανερό ότι οι στρατηγοί που ήταν με τον Αριστοτέλη, τον Μελάνθιο και τον Αρίσταρχο έχτιζαν πάνω στο μώλο» (δηλαδή στον Πειραιά) «ένα οχυρό όπου είχαν σκοπό να φέρουν τους εχθρούς, για να γίνουν οι ίδιοι κι οι φίλοι τους κύριοι της πόλης. Όταν κατάλαβα το σχέδιο, τους εμπόδισα – αυτό μήπως λέγεται προδοσία προς τους φίλους;» (2,3,45-46).
Αναφέρει ότι «το πολίτευμα των Τετρακοσίων το ψήφισαν όλοι οι δημοκρατικοί» προφανώς για να μετριάσει τις ολιγαρχικές του τάσεις. Σαν να μην ήταν η ψήφος αποτέλεσμα εκβιασμού, αφού μόνο έτσι θα υπέκυπταν οι Αθηναίοι σε μια ολιγαρχία, ή σαν να μην είχαν ψηφίσει και το τωρινό καθεστώς, επίσης σε συνθήκες αδιεξόδου. Το ότι έμεινε ο ίδιος τρεις μήνες στο Λύσανδρο οδηγώντας την πόλη σε λιμοκτονία δεν αναφέρεται. Αυτό που τον ενοχλεί είναι η προδοτική συμπεριφορά των άλλων που «είχαν σκοπό να φέρουν τους εχθρούς».
Ο Θηραμένης ονειρευόταν από παλιά την εγκαθίδρυση της ολιγαρχίας στην Αθήνα με ηγέτη τον ίδιο. Και ήξερε καλά ότι μόνο υπό συνθήκες ασφυκτικής πίεσης, που θα εξουδετέρωναν όλες τις αντιστάσεις, θα μπορούσε να το πετύχει. Υπό αυτό τον όρο έπαιζε πάντα το παιχνίδι των εχθρών. Απλώς την πρώτη φορά η πόλη δεν ήταν τόσο αποδυναμωμένη για να το ανεχτεί, οπότε εγκατέλειψε το σχέδιο εγκαίρως. Μόλις δόθηκε η δεύτερη ευκαιρία έκανε ξανά τα ίδια.
Ότι η δημοκρατία τον ενοχλεί γίνεται φανερό και από τις κατηγορίες που επισύρει για το παρελθόν του Κριτία, ο οποίος «… στη Θεσσαλία […] μαζί με τον Προμηθέα οργάνωνε δημοκρατία, οπλίζοντας τους κολίγους εναντίον των αφεντάδων. Ας ευχόμαστε να μη γίνει εδώ τίποτα απ’ όσα έκανε αυτός εκεί!» (2,3,36-37).
Το ερώτημα γιατί συνεργάστηκε μ’ έναν άνθρωπο που έχει τέτοιο παρελθόν παραμένει μετέωρο, όπως και στον Κριτία, όταν κατηγορούσε το Θηραμένη για το παρελθόν του. Τουλάχιστον ο Θηραμένης έχει επίγνωση σε ποιους απευθύνεται. Κατηγορεί τον Κριτία για δημοκράτη, όχι για υποκινητή εκτελέσεων, όπως τον κατηγόρησε εκείνος.
Από κει και πέρα ο Θηραμένης θα προχωρήσει και σε επιχειρήματα καθαρά πολιτικά – σε αντίθεση με τον Κριτία – προκειμένου να αποδείξει την πολιτική του φερεγγυότητα: «Εγώ, Κριτία, πάντα πολέμησα εκείνους που δεν έβρισκαν τη δημοκρατία αρκετά τέλεια όσο δεν μετείχαν στην εξουσία ακόμα κι οι δούλοι, ακόμα κι όσοι από τη φτώχεια θα πουλούσαν την πόλη για μια δραχμή· στάθηκα όμως πάντα αντίθετος και μ’ εκείνους που δε βρίσκουν τέλεια οργανωμένη την ολιγαρχία όσο δεν έχουν επιβάλει στην πόλη την τυραννία λίγων ανθρώπων. Το να μετέχουν όμως στη διακυβέρνηση κι όσοι μπορούν να προσφέρουν υπηρεσίες με τ’ άλογα και τις ασπίδες τους, πάντα το θεωρούσα ιδεώδη λύση – κι ούτε και τώρα αλλάζω γνώμη. Κι αν ξέρεις, Κριτία, κάποια περίπτωση όπου να συνεργάστηκα με δημοκρατική ή με τυραννική παράταξη για να στερήσω τους ευυπόληπτους πολίτες από τα πολιτικά τους δικαιώματα, πες την!» (2,3,48-49).
Αυτή ακριβώς είναι και η εντύπωση που μέχρι σήμερα επικρατεί για το Θηραμένη· του μετριοπαθή ολιγαρχικού, που κινήθηκε απορρίπτοντας και τη δημοκρατική ισοπέδωση και την τυραννική ασυδοσία. Του ανθρώπου που πρέσβευσε την άποψη ότι την εξουσία πρέπει να τη διαχειρίζονται οι επιφανείς και οι πλούσιοι πολίτες. Το κατά πόσο πούλησαν την πόλη για πενταροδεκάρες οι φτωχοί ή οι άνθρωποι σαν κι αυτόν ας το κρίνει η ιστορία.
Το σίγουρο είναι ότι ο Αριστοτέλης στο έργο του «Αθηναίων Πολιτεία» εκφράζεται ιδιαιτέρως θετικά για το Θηραμένη. Τον κατατάσσει μάλιστα στους καλύτερους πολιτικούς άντρες των Αθηνών, αναφερόμενος στην μετά Περικλή περίοδο, μαζί με το Νικία και το Θουκυδίδη: «Όσοι δεν εκφράζουν επιπόλαια γνώμη, πιστεύουν ότι αυτός» (ο Θηραμένης δηλαδή) «δεν προσπαθούσε να ανατρέψει όλους τους τύπους διακυβέρνησης, αντίθετα τους υποστήριζε με την προϋπόθεση ότι δεν οδηγούσαν σε παρανομίες […] μπορούσε να πολιτεύεται σύμφωνα με όλες τις πολιτειακές εκδοχές – όπως αρμόζει σ’ έναν καλό πολίτη – αλλά χωρίς να κάνει υποχωρήσεις όταν τον οδηγούσαν σε παράβαση των νόμων. Αντίθετα, με το να καταφέρεται εναντίον αυτών των πράξεων έφτασε στο σημείο να γίνει μισητός». (XXVIII).
Όμως, ο πυρήνας της πολιτικής σκέψης του Θηραμένη φαίνεται καθαρά, όταν εξηγεί τους λόγους που διαφώνησε με τον Κριτία καταδικάζοντας τις επιλογές του ως βλαβερές κι αδιέξοδες: «Ήξερα ότι αν θανατωνόταν ο Λέων ο Σαλαμίνιος, άνθρωπος με αξία και καλή φήμη, που δεν είχε κάνει καμιά παρανομία, οι όμοιοί του θα τρόμαζαν – κι ο τρόμος θα τους έκανε αντιπάλους αυτού του καθεστώτος. Το ‘βλεπα ότι αν συλλαμβανόταν ο Νικήρατος του Νικία, πλούσιος άνθρωπος που ούτε ο ίδιος ούτε ο πατέρας του είχαν ποτέ υποστηρίξει τους δημοκρατικούς, οι όμοιοί του θα ‘χαν κακές διαθέσεις εναντίον μας. Αλλά κι όταν εκτελέσαμε τον Αντιφώντα, που τον καιρό του πολέμου είχε αρματώσει μ’ έξοδά του δυο γοργοτάξιδα πολεμικά, καταλάβαινα ότι θα γεννούσαμε καχυποψία σ’ όλους όσοι είχαν δείξει πατριωτικά αισθήματα. Αντιμίλησα κι όταν είπαν ότι έπρεπε να συλλάβουμε ο καθένας από έναν μέτοικο, γιατί ήταν ολοφάνερο ότι η εκτέλεσή τους θα ‘κανε όλους τους μετοίκους εχθρούς του πολιτεύματος». (2,3,39-40-41).
Για να συνεχίσει: «Επειδή πάλι έβλεπα να πληθαίνουν μέσα στην πόλη οι αντίπαλοι αυτής της εξουσίας, και να πληθαίνουν κι οι εξόριστοι, δεν το ‘βρισκα σωστό να εξορίζονται ούτε ο Θρασύβουλος, ούτε ο Άνυτος, ούτε ο Αλκιβιάδης, γιατί ήξερα ότι μ’ αυτόν τον τρόπο θα δυνάμωνε η εχθρική παράταξη, αφού η μάζα θα αποκτούσε ικανούς ηγέτες κι οι επίδοξοι ηγέτες θα ‘βρισκαν πολλούς οπαδούς». (2,3,42-43).
Και συμπληρώνει: «τι φαντάζεστε ότι προτιμούν ο Θρασύβουλος και ο Άνυτος κι οι άλλοι εξόριστοι – ν’ ακολουθούμε την πολιτική που συμβουλεύω εγώ ή εκείνη που εφαρμόζουν τούτοι; Κατά τη δική μου γνώμη, οι εξόριστοι πιστεύουν τώρα ότι έχουν παντού συμμάχους· θα το θεωρούσαν ωστόσο δύσκολο ακόμη και να πατήσουν το πόδι τους στον τόπο, αν ήταν με το μέρος μας τα καλύτερα στοιχεία της πόλης». (2,3,44).
Συμπέρασμα: «Τον αντίπαλο, Κριτία, δεν τον δυναμώνουν όσοι φροντίζουν να μην πληθαίνουν οι εχθροί, ούτε όσοι δείχνουν πώς αποκτά κάποιος περισσότερους συμμάχους – αλλά όσοι αποσπούν χρήματα με παράνομο τρόπο και σκοτώνουν αθώους: αυτοί είναι, πιο πολύ από κάθε άλλον, που πολλαπλασιάζουν τους αντιπάλους και προδίδουν, όχι μονάχα τους φίλους τους, αλλά και τους ίδιους τους εαυτούς τους, από ταπεινή φιλοχρηματία». (2,3,43).
Ο Θηραμένης θέτει τα πράγματα με τον πιο ξεκάθαρο τρόπο. Κάθε πολίτευμα για να σταθεί πρέπει να έχει συμμάχους. Το ζήτημα είναι να επιλέξει κανείς τους συμμάχους που θέλει. Ο ίδιος, ως γνήσιος ολιγαρχικός, διαλέγει τους πλούσιους και τους επιφανείς, τους ανθρώπους δηλαδή με κύρος, που απολαμβάνουν τη γενική εκτίμηση. Η δημοκρατία επιλέγει τους φτωχούς και προσπαθεί να τους ενισχύσει.
Το πρόβλημα είναι ότι ο Κριτίας δεν επιλέγει κανένα. Κατατροπώνει τους φτωχούς, επιτίθεται στους μέτοικους και τελικά στρέφεται και εναντίον των πλουσίων επιφανών. Με δυο λόγια, αποδυναμώνει το καθεστώς, αφού του στερεί οποιοδήποτε έρεισμα. Μοιραία, αν όλος ο κόσμος συνασπιστεί, οι ισορροπίες θα ανατραπούν. Ο Θηραμένης παραθέτει ένα σωρό περιπτώσεις εκδιωγμένων επιφανών που τους αποκαλεί «άξιους», «με καλή φήμη», «πλούσιους», «αρμάτωσαν γοργοτάξιδα πολεμικά», εστιάζοντάς στην καχυποψία που γεννιέται από τις εκτοπίσεις τους.
Όμως, οι ηθικοί χαρακτηρισμοί που προσάπτει στον Κριτία και τους υπόλοιπους Τριάντα: «αποσπούν χρήματα με παράνομους τρόπους», «σκοτώνουν αθώους», πάσχουν «από ταπεινή φιλοχρηματία» δεν αφορούν την ουσία του ξενοκίνητου πολιτεύματος, που με χαρά εγκαθίδρυσε, αλλά αυτούς προσωπικά, που κρίνονται ακατάλληλοι να διαχειριστούν την κατάσταση. Επί της ουσίας δεν καταδικάζει το έγκλημα· απλώς βάζει το μέτρο, για να αποφευχθούν τα χειρότερα.
Το ενδιαφέρον του για τους άξιους πολίτες είναι αδύνατο να γίνει πειστικό. Το παρελθόν του τον διαψεύδει κατηγορηματικά. Ο Θηραμένης δε δίστασε ποτέ να εξοντώσει οποιονδήποτε, αν έβλεπε ότι θα κερδίσει ο ίδιος. Και οι στρατηγοί, των οποίων την εκτέλεση σχεδόν εκβίασε, ήταν και άξιοι κι επιφανείς και πλούσιοι και πατριώτες. Δε φάνηκε να επηρεάζει αυτό τη συμπεριφορά του. Τα πράγματα είναι απλά. Όντας πιο διορατικός από τους άλλους, που ήταν τελείως ανόητοι, προέβλεψε την καταστροφή και θέλησε να διαφύγει. Οι εξελίξεις θα τον δικαιώσουν πανηγυρικά.
Αν είχε δράσει παρασκηνιακά, εκτελώντας τον υπογείως, και ανακοίνωνε απλώς τους λόγους που το έκανε, θα είχε αποφύγει πολλά. Με τους μαχαιροβγάλτες απ’ έξω κανείς δε θα είχε διάθεση για περιττές ερωτήσεις.
Από τη στιγμή που ο Κριτίας συγκάλεσε του Βουλή, έπρεπε να γνωρίζει ότι στην ουσία ήταν σαν να προκαλεί το Θηραμένη σε μια δημόσια αναμέτρηση. Κι αυτές οι ενέργειες κρίνονται επικίνδυνες. Ο Κριτίας, εφόσον δεν έδρασε παρασκηνιακά, έπρεπε ή να έχει συνεννοηθεί με τους βουλευτές, ώστε να είναι απολύτως βέβαιος ότι θα καταδικάσουν το Θηραμένη, ή να έχει διατάξει τους τραμπούκους να εισβάλουν στη Βουλή και να τον λιντσάρουν χωρίς καν να τον αφήσουν να μιλήσει, ώστε την ευθύνη να την αναλάβουν οι «αγανακτισμένοι πολίτες». Δεν τα ζύγιασε καλά τα πράγματα ο Κριτίας. Και τώρα έπρεπε να ανεχτεί την αγόρευση του Θηραμένη μέσα στη Βουλή.
Ο Θηραμένης δεν άφησε την ευκαιρία να πάει χαμένη. Ξεκίνησε το λόγο του από την υπόθεση της εγκατάλειψης των ναυαγών που οδήγησε τους στρατηγούς σε εκτέλεση: «Πρώτ’ από όλα, άνδρες, θ’ αναφερθώ στην τελευταία του κατηγορία – ότι τάχα εγώ, με την καταγγελία μου, οδήγησα τους στρατηγούς στο θάνατο. Όμως είναι γνωστό ότι δεν τους κατηγόρησα πρώτος εγώ· εκείνοι ισχυρίστηκαν πως ενώ με πρόσταξαν δεν περιμάζεψα τ’ άμοιρα θύματα της ναυμαχίας της Λέσβου. Εγώ απολογήθηκα ότι με την τρικυμία δεν μπορούσε ούτε να βγει καράβι στη θάλασσα – άσε πια να σώσει τους ναυαγούς – κι η πόλη με πίστεψε. Εκείνοι, αντίθετα, κατηγόρησαν ουσιαστικά τους ίδιους τους εαυτούς τους, γιατί, ενώ, καθώς έλεγαν, μπορούσαν να σωθούν οι άνθρωποι, εκείνοι σηκώθηκαν κι έφυγαν αφήνοντάς τους να πεθάνουν». (2,3,35).
Φυσικά, για τους κλακαδόρους που επιστράτευσε προς διαμόρφωση της κοινής γνώμης ούτε λόγος. Όπως σιωπή και στο γεγονός ότι είχε συμφέρον να καταδικαστούν, γιατί, αν κρίνονταν αθώοι, η υπόθεση θα μετακυλούσε σ’ αυτόν. Οι στρατηγοί, λιγότερο πονηροί από εκείνον, προσπάθησαν με ένα έγγραφο που δεν ανέφερε το όνομά του να μη δώσουν στο θέμα διαστάσεις που δεν υπήρχαν. Τις διαστάσεις τις έδωσε εκείνος, εξυπηρετώντας (προφανώς) προσωπικές φιλοδοξίες.
Το ότι οι Αθηναίοι μετάνιωσαν για την απόφαση αυτής της δίκης καταδεικνύει πολλά. Ο Θηραμένης, όπως έριξε και τότε την ευθύνη στους στρατηγούς για την έλλειψη φροντίδας των ναυαγών, έτσι τη ρίχνει και τώρα, επειδή δεν υπερασπίστηκαν σωστά τον εαυτό τους. Το ότι εξαιτίας αυτής της κακής υπεράσπισης σώθηκε ο ίδιος δε χρειάζεται να αναφερθεί. Η διαστροφή των γεγονότων, η αποσιώπηση, η επιλεκτικότητα και το θράσος είναι τα κύρια γνωρίσματα των δημαγωγών.
Θα κάνει τα ίδια και με την υπόθεση του πραξικοπήματος του 411 π. Χ. στο οποίο είχε πρωταγωνιστήσει: «Όσο για το άλλο που είπε, ότι τάχα στάθηκα πάντα καιροσκόπος, προσέξτε και τούτο: το πολίτευμα των Τετρακοσίων το ψήφισαν, καθώς ξέρετε, κι οι ίδιοι οι δημοκρατικοί, γιατί τους είχαν εξηγήσει ότι οι Λακεδαιμόνιοι καθόλου δε μαλάκωσαν, ενώ από την άλλη πλευρά έγινε φανερό ότι οι στρατηγοί που ήταν με τον Αριστοτέλη, τον Μελάνθιο και τον Αρίσταρχο έχτιζαν πάνω στο μώλο» (δηλαδή στον Πειραιά) «ένα οχυρό όπου είχαν σκοπό να φέρουν τους εχθρούς, για να γίνουν οι ίδιοι κι οι φίλοι τους κύριοι της πόλης. Όταν κατάλαβα το σχέδιο, τους εμπόδισα – αυτό μήπως λέγεται προδοσία προς τους φίλους;» (2,3,45-46).
Αναφέρει ότι «το πολίτευμα των Τετρακοσίων το ψήφισαν όλοι οι δημοκρατικοί» προφανώς για να μετριάσει τις ολιγαρχικές του τάσεις. Σαν να μην ήταν η ψήφος αποτέλεσμα εκβιασμού, αφού μόνο έτσι θα υπέκυπταν οι Αθηναίοι σε μια ολιγαρχία, ή σαν να μην είχαν ψηφίσει και το τωρινό καθεστώς, επίσης σε συνθήκες αδιεξόδου. Το ότι έμεινε ο ίδιος τρεις μήνες στο Λύσανδρο οδηγώντας την πόλη σε λιμοκτονία δεν αναφέρεται. Αυτό που τον ενοχλεί είναι η προδοτική συμπεριφορά των άλλων που «είχαν σκοπό να φέρουν τους εχθρούς».
Ο Θηραμένης ονειρευόταν από παλιά την εγκαθίδρυση της ολιγαρχίας στην Αθήνα με ηγέτη τον ίδιο. Και ήξερε καλά ότι μόνο υπό συνθήκες ασφυκτικής πίεσης, που θα εξουδετέρωναν όλες τις αντιστάσεις, θα μπορούσε να το πετύχει. Υπό αυτό τον όρο έπαιζε πάντα το παιχνίδι των εχθρών. Απλώς την πρώτη φορά η πόλη δεν ήταν τόσο αποδυναμωμένη για να το ανεχτεί, οπότε εγκατέλειψε το σχέδιο εγκαίρως. Μόλις δόθηκε η δεύτερη ευκαιρία έκανε ξανά τα ίδια.
Ότι η δημοκρατία τον ενοχλεί γίνεται φανερό και από τις κατηγορίες που επισύρει για το παρελθόν του Κριτία, ο οποίος «… στη Θεσσαλία […] μαζί με τον Προμηθέα οργάνωνε δημοκρατία, οπλίζοντας τους κολίγους εναντίον των αφεντάδων. Ας ευχόμαστε να μη γίνει εδώ τίποτα απ’ όσα έκανε αυτός εκεί!» (2,3,36-37).
Το ερώτημα γιατί συνεργάστηκε μ’ έναν άνθρωπο που έχει τέτοιο παρελθόν παραμένει μετέωρο, όπως και στον Κριτία, όταν κατηγορούσε το Θηραμένη για το παρελθόν του. Τουλάχιστον ο Θηραμένης έχει επίγνωση σε ποιους απευθύνεται. Κατηγορεί τον Κριτία για δημοκράτη, όχι για υποκινητή εκτελέσεων, όπως τον κατηγόρησε εκείνος.
Από κει και πέρα ο Θηραμένης θα προχωρήσει και σε επιχειρήματα καθαρά πολιτικά – σε αντίθεση με τον Κριτία – προκειμένου να αποδείξει την πολιτική του φερεγγυότητα: «Εγώ, Κριτία, πάντα πολέμησα εκείνους που δεν έβρισκαν τη δημοκρατία αρκετά τέλεια όσο δεν μετείχαν στην εξουσία ακόμα κι οι δούλοι, ακόμα κι όσοι από τη φτώχεια θα πουλούσαν την πόλη για μια δραχμή· στάθηκα όμως πάντα αντίθετος και μ’ εκείνους που δε βρίσκουν τέλεια οργανωμένη την ολιγαρχία όσο δεν έχουν επιβάλει στην πόλη την τυραννία λίγων ανθρώπων. Το να μετέχουν όμως στη διακυβέρνηση κι όσοι μπορούν να προσφέρουν υπηρεσίες με τ’ άλογα και τις ασπίδες τους, πάντα το θεωρούσα ιδεώδη λύση – κι ούτε και τώρα αλλάζω γνώμη. Κι αν ξέρεις, Κριτία, κάποια περίπτωση όπου να συνεργάστηκα με δημοκρατική ή με τυραννική παράταξη για να στερήσω τους ευυπόληπτους πολίτες από τα πολιτικά τους δικαιώματα, πες την!» (2,3,48-49).
Αυτή ακριβώς είναι και η εντύπωση που μέχρι σήμερα επικρατεί για το Θηραμένη· του μετριοπαθή ολιγαρχικού, που κινήθηκε απορρίπτοντας και τη δημοκρατική ισοπέδωση και την τυραννική ασυδοσία. Του ανθρώπου που πρέσβευσε την άποψη ότι την εξουσία πρέπει να τη διαχειρίζονται οι επιφανείς και οι πλούσιοι πολίτες. Το κατά πόσο πούλησαν την πόλη για πενταροδεκάρες οι φτωχοί ή οι άνθρωποι σαν κι αυτόν ας το κρίνει η ιστορία.
Το σίγουρο είναι ότι ο Αριστοτέλης στο έργο του «Αθηναίων Πολιτεία» εκφράζεται ιδιαιτέρως θετικά για το Θηραμένη. Τον κατατάσσει μάλιστα στους καλύτερους πολιτικούς άντρες των Αθηνών, αναφερόμενος στην μετά Περικλή περίοδο, μαζί με το Νικία και το Θουκυδίδη: «Όσοι δεν εκφράζουν επιπόλαια γνώμη, πιστεύουν ότι αυτός» (ο Θηραμένης δηλαδή) «δεν προσπαθούσε να ανατρέψει όλους τους τύπους διακυβέρνησης, αντίθετα τους υποστήριζε με την προϋπόθεση ότι δεν οδηγούσαν σε παρανομίες […] μπορούσε να πολιτεύεται σύμφωνα με όλες τις πολιτειακές εκδοχές – όπως αρμόζει σ’ έναν καλό πολίτη – αλλά χωρίς να κάνει υποχωρήσεις όταν τον οδηγούσαν σε παράβαση των νόμων. Αντίθετα, με το να καταφέρεται εναντίον αυτών των πράξεων έφτασε στο σημείο να γίνει μισητός». (XXVIII).
Όμως, ο πυρήνας της πολιτικής σκέψης του Θηραμένη φαίνεται καθαρά, όταν εξηγεί τους λόγους που διαφώνησε με τον Κριτία καταδικάζοντας τις επιλογές του ως βλαβερές κι αδιέξοδες: «Ήξερα ότι αν θανατωνόταν ο Λέων ο Σαλαμίνιος, άνθρωπος με αξία και καλή φήμη, που δεν είχε κάνει καμιά παρανομία, οι όμοιοί του θα τρόμαζαν – κι ο τρόμος θα τους έκανε αντιπάλους αυτού του καθεστώτος. Το ‘βλεπα ότι αν συλλαμβανόταν ο Νικήρατος του Νικία, πλούσιος άνθρωπος που ούτε ο ίδιος ούτε ο πατέρας του είχαν ποτέ υποστηρίξει τους δημοκρατικούς, οι όμοιοί του θα ‘χαν κακές διαθέσεις εναντίον μας. Αλλά κι όταν εκτελέσαμε τον Αντιφώντα, που τον καιρό του πολέμου είχε αρματώσει μ’ έξοδά του δυο γοργοτάξιδα πολεμικά, καταλάβαινα ότι θα γεννούσαμε καχυποψία σ’ όλους όσοι είχαν δείξει πατριωτικά αισθήματα. Αντιμίλησα κι όταν είπαν ότι έπρεπε να συλλάβουμε ο καθένας από έναν μέτοικο, γιατί ήταν ολοφάνερο ότι η εκτέλεσή τους θα ‘κανε όλους τους μετοίκους εχθρούς του πολιτεύματος». (2,3,39-40-41).
Για να συνεχίσει: «Επειδή πάλι έβλεπα να πληθαίνουν μέσα στην πόλη οι αντίπαλοι αυτής της εξουσίας, και να πληθαίνουν κι οι εξόριστοι, δεν το ‘βρισκα σωστό να εξορίζονται ούτε ο Θρασύβουλος, ούτε ο Άνυτος, ούτε ο Αλκιβιάδης, γιατί ήξερα ότι μ’ αυτόν τον τρόπο θα δυνάμωνε η εχθρική παράταξη, αφού η μάζα θα αποκτούσε ικανούς ηγέτες κι οι επίδοξοι ηγέτες θα ‘βρισκαν πολλούς οπαδούς». (2,3,42-43).
Και συμπληρώνει: «τι φαντάζεστε ότι προτιμούν ο Θρασύβουλος και ο Άνυτος κι οι άλλοι εξόριστοι – ν’ ακολουθούμε την πολιτική που συμβουλεύω εγώ ή εκείνη που εφαρμόζουν τούτοι; Κατά τη δική μου γνώμη, οι εξόριστοι πιστεύουν τώρα ότι έχουν παντού συμμάχους· θα το θεωρούσαν ωστόσο δύσκολο ακόμη και να πατήσουν το πόδι τους στον τόπο, αν ήταν με το μέρος μας τα καλύτερα στοιχεία της πόλης». (2,3,44).
Συμπέρασμα: «Τον αντίπαλο, Κριτία, δεν τον δυναμώνουν όσοι φροντίζουν να μην πληθαίνουν οι εχθροί, ούτε όσοι δείχνουν πώς αποκτά κάποιος περισσότερους συμμάχους – αλλά όσοι αποσπούν χρήματα με παράνομο τρόπο και σκοτώνουν αθώους: αυτοί είναι, πιο πολύ από κάθε άλλον, που πολλαπλασιάζουν τους αντιπάλους και προδίδουν, όχι μονάχα τους φίλους τους, αλλά και τους ίδιους τους εαυτούς τους, από ταπεινή φιλοχρηματία». (2,3,43).
Ο Θηραμένης θέτει τα πράγματα με τον πιο ξεκάθαρο τρόπο. Κάθε πολίτευμα για να σταθεί πρέπει να έχει συμμάχους. Το ζήτημα είναι να επιλέξει κανείς τους συμμάχους που θέλει. Ο ίδιος, ως γνήσιος ολιγαρχικός, διαλέγει τους πλούσιους και τους επιφανείς, τους ανθρώπους δηλαδή με κύρος, που απολαμβάνουν τη γενική εκτίμηση. Η δημοκρατία επιλέγει τους φτωχούς και προσπαθεί να τους ενισχύσει.
Το πρόβλημα είναι ότι ο Κριτίας δεν επιλέγει κανένα. Κατατροπώνει τους φτωχούς, επιτίθεται στους μέτοικους και τελικά στρέφεται και εναντίον των πλουσίων επιφανών. Με δυο λόγια, αποδυναμώνει το καθεστώς, αφού του στερεί οποιοδήποτε έρεισμα. Μοιραία, αν όλος ο κόσμος συνασπιστεί, οι ισορροπίες θα ανατραπούν. Ο Θηραμένης παραθέτει ένα σωρό περιπτώσεις εκδιωγμένων επιφανών που τους αποκαλεί «άξιους», «με καλή φήμη», «πλούσιους», «αρμάτωσαν γοργοτάξιδα πολεμικά», εστιάζοντάς στην καχυποψία που γεννιέται από τις εκτοπίσεις τους.
Όμως, οι ηθικοί χαρακτηρισμοί που προσάπτει στον Κριτία και τους υπόλοιπους Τριάντα: «αποσπούν χρήματα με παράνομους τρόπους», «σκοτώνουν αθώους», πάσχουν «από ταπεινή φιλοχρηματία» δεν αφορούν την ουσία του ξενοκίνητου πολιτεύματος, που με χαρά εγκαθίδρυσε, αλλά αυτούς προσωπικά, που κρίνονται ακατάλληλοι να διαχειριστούν την κατάσταση. Επί της ουσίας δεν καταδικάζει το έγκλημα· απλώς βάζει το μέτρο, για να αποφευχθούν τα χειρότερα.
Το ενδιαφέρον του για τους άξιους πολίτες είναι αδύνατο να γίνει πειστικό. Το παρελθόν του τον διαψεύδει κατηγορηματικά. Ο Θηραμένης δε δίστασε ποτέ να εξοντώσει οποιονδήποτε, αν έβλεπε ότι θα κερδίσει ο ίδιος. Και οι στρατηγοί, των οποίων την εκτέλεση σχεδόν εκβίασε, ήταν και άξιοι κι επιφανείς και πλούσιοι και πατριώτες. Δε φάνηκε να επηρεάζει αυτό τη συμπεριφορά του. Τα πράγματα είναι απλά. Όντας πιο διορατικός από τους άλλους, που ήταν τελείως ανόητοι, προέβλεψε την καταστροφή και θέλησε να διαφύγει. Οι εξελίξεις θα τον δικαιώσουν πανηγυρικά.
Αριστοτέλης: «Αθηναίων Πολιτεία»
Ξενοφώντος: «Ελληνικά»
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου