Δύο είναι οι πλέον διαδομένοι τύποι οικογενειών: Από τη μία η έντονη σχέση μητέρας-παιδιού, με τον πατέρα στο περιθώριο, και από την άλλη η παιδοκεντρική ανατροφή των παιδιών μοιρασμένη σχεδόν εξίσου στο ζευγάρι. Στην πρώτη περίπτωση, το παιδί αποτελεί διαρκώς το κέντρο βάρους για τη γυναίκα, ενώ ο άνδρας φαίνεται να μην ενδιαφέρεται και τόσο για το παιδί. Στη δεύτερη περίπτωση επικεντρώνονται και οι δύο στο παιδί τους, με αποτέλεσμα συχνά να παραμελούν την μεταξύ τους σχέση.
Αυτό το τελευταίο φαινόμενο το συναντάμε συχνά στα μεσαία στρώματα, σε γονείς με παιδαγωγικό και ψυχολογικό υπόβαθρο, σε γονείς μεγαλύτερης ηλικίας, ή σε γονείς που προσπαθούσαν για χρόνια ν’ αποκτήσουν παιδί. Τα παιδιά των παραπάνω περιπτώσεων επηρεάζουν καθοριστικά τη ζωή της οικογένειας. Ο πατέρας αφιερώνει πλέον όλο τον ελεύθερο χρόνο του στα παιδιά, ενώ η μητέρα θέτει ως πρώτη προτεραιότητα τις ανάγκες των παιδιών της, και σε δεύτερη το νοικοκυριό, τις επαγγελματικές υποχρεώσεις της ή τα λοιπά ενδιαφέροντά της.
Όταν εργάζονται και οι δύο γονείς, στα πρώτα χρόνια της ζωής των παιδιών είναι σχεδόν αναπόφευκτο όλες οι δραστηριότητες της οικογενειακής καθημερινότητας να στρέφονται γύρω από τη φροντίδα και την ανατροφή των παιδιών. Κατά συνέπεια, ο ελεύθερος χρόνος που μπορεί να διαθέσει το ζευγάρι για τις μεταξύ του σχέσεις περιορίζεται στο ελάχιστο. Και συνήθως η λύση της πληρωμένης βοήθειας για τη φύλαξη των παιδιών είναι μια λύση που οι περισσότεροι προσπαθούν ν αποφύγουν. Αυτό δεν οφείλεται μόνο σε οικονομική δυσχέρεια, αλλά και στην άποψη που θέλει τους εργαζόμενους γονείς να αναπληρώνουν το κενό, λόγω της απουσίας τους στη δουλειά, περνώντας όλο τον ελεύθερο χρόνο τους με τα παιδιά. Αποτέλεσμα είναι να δημιουργείται μια οικογενειακή ατμόσφαιρα άγχους και πίεσης. Στις περιπτώσεις που καταφέρνουν να πετύχουν εναλλακτικά ωράρια εργασίας έχουμε το εξής φαινόμενο: Το παιδί μεταβάλλεται σε μπαλάκι που πετάει ο ένας γονιός στον άλλο. Ο άνδρας γυρίζει σπίτι κουρασμένος από τη δουλειά την ώρα που η γυναίκα του φεύγει για το δικό της ωράριο εργασίας ή το αντίστροφο. Τις λίγες ώρες που βρίσκονται μαζί, εκείνο που προέχει είναι το παιδί, μια και θα πρέπει κι αυτό να βιώσει την «πραγματική» οικογενειακή ζωή, την ουσιαστική σχέση πατέρας-μητέρα-παιδί.
Τέτοιες μορφές οικογένειας διακατέχονται οπωσδήποτε από τις αρχές της συντροφικότητας, όμως το γεγονός, ότι τα πάντα στρέφονται γύρω από το παιδί, μπορεί ακόμα και να καταστρέψει τη σχέση του ζευγαριού. Πολλά ζευγάρια που βιώνουν έντονα και από κοινού το ρόλο του γονιού, δεν καταφέρνουν —αφού μεγαλώσουν λίγο τα παιδιά— να λειτουργήσουν και πάλι ως ζευγάρι ανεξάρτητο από το γονικό του ρόλο. Δεν είναι σε θέση ν’ απολαύσουν μια ήσυχη βραδιά, βγαίνοντας έξω οι δυο τους — είτε αυτό οφείλεται σε κούραση, είτε σε έλλειψη ενδιαφέροντος, είτε σε τύψεις απέναντι στο παιδί. Μερικοί μάλιστα δεν καταφέρνουν ούτε να επιβάλλουν στα παιδιά τους τακτικές ώρες ύπνου, ώστε να έχουν ελεύθερο το υπόλοιπο της βραδιάς. Όλοι γνωρίζουμε, από προσωπική εμπειρία ή από αφηγήσεις γνωστών, περιπτώσεις, όπου η διαδικασία να πάνε για ύπνο τα παιδιά στο κρεβάτι, έχει μετατραπεί σε κανονική τελετουργία -διάβασμα, τραγουδάκια, παιχνίδια- με αποτέλεσμα συχνά να παίρνει ο ύπνος πρώτα το γογιό και μετά το παιδί.
Έρευνες έχουν αποδείξει ότι οι δύο σύζυγοι εμφανίζονται λιγότερο ικανοποιημένοι από το γάμο τους μετά τη γέννηση του πρώτου παιδιού — και ιδιαίτερα οι άνδρες, γιατί οι γυναίκες μάλλον εξισορροπούν τη δυσαρέσκειά τους μέσω της στενής και επαρκούς συναισθηματικά σχέσης που αναπτύσσουν με το παιδί.
Ο τρίτος τύπος οικογένειας που θέλει το ζευγάρι να έχει άριστη αυτόνομη σχέση, αφήνοντας το παιδί απ’ έξω, σήμερα πλέον τείνει να εκλείψει. Προφανώς, τέτοιες δομές υπήρχαν στις αρχές του 20ου αιώνα σε γόμους όπου το ζευγάρι ήταν πολύ αγαπημένο και επικεντρωμένο στην μεταξύ του σχέση, και αποκτούσε παιδιά μόνο και μόνο επειδή έτσι ήταν το σύνηθες. Σήμερα τέτοια ζευγάρια προφανώς παραμένουν άτεκνα.
Από ιστορική άποψη, το γεγονός ότι η σχέση γυναίκας-άνδρα και γονιών-παιδιών εκλαμβάνεται πολύ έντονα συναισθηματικά, αποτελεί ένα σχετικά νέο πρόβλημα. Το αποτέλεσμα είναι όλο και λιγότεροι άνθρωποι να καταφέρνουν να κρατούν τις ισορροπίες τόσο ως σύντροφοι όσο και ως γονείς. Και αφήνουν τελευταίο τον εαυτό τους στην εκπλήρωση των δικών τους αναγκών.
Όλο και περισσότερες διαπροσωπικές σχέσεις διαλύονται σήμερα κάτω από την πίεση υπερβολικών συναισθηματικών προσδοκιών, οι οποίες προφανώς αποτελούν κατάλοιπο της παιδικής ηλικίας, από την έντονη και αποκλειστική σχέση με τη μητέρα. Στο μέλλον, όλο και περισσότεροι άνθρωποι θα ζουν για κάποια μικρότερη ή μεγαλύτερη φάση της ζωής τους μόνοι τους, ακριβώς επειδή έχουν βιώσει στη ζωή τους μια σειρά υψηλών συναισθηματικά σχέσεων. Ίσως στις γυναικείες βιογραφίες του μέλλοντος να εναλλάσσονται η έγγαμη συμβίωση με τη φάση της συμβίωσης με ένα ή περισσότερα παιδιά, εφόσον και οι δύο αυτές καταστάσεις απαιτούν αποκλειστικότητα.
Αυτό το τελευταίο φαινόμενο το συναντάμε συχνά στα μεσαία στρώματα, σε γονείς με παιδαγωγικό και ψυχολογικό υπόβαθρο, σε γονείς μεγαλύτερης ηλικίας, ή σε γονείς που προσπαθούσαν για χρόνια ν’ αποκτήσουν παιδί. Τα παιδιά των παραπάνω περιπτώσεων επηρεάζουν καθοριστικά τη ζωή της οικογένειας. Ο πατέρας αφιερώνει πλέον όλο τον ελεύθερο χρόνο του στα παιδιά, ενώ η μητέρα θέτει ως πρώτη προτεραιότητα τις ανάγκες των παιδιών της, και σε δεύτερη το νοικοκυριό, τις επαγγελματικές υποχρεώσεις της ή τα λοιπά ενδιαφέροντά της.
Όταν εργάζονται και οι δύο γονείς, στα πρώτα χρόνια της ζωής των παιδιών είναι σχεδόν αναπόφευκτο όλες οι δραστηριότητες της οικογενειακής καθημερινότητας να στρέφονται γύρω από τη φροντίδα και την ανατροφή των παιδιών. Κατά συνέπεια, ο ελεύθερος χρόνος που μπορεί να διαθέσει το ζευγάρι για τις μεταξύ του σχέσεις περιορίζεται στο ελάχιστο. Και συνήθως η λύση της πληρωμένης βοήθειας για τη φύλαξη των παιδιών είναι μια λύση που οι περισσότεροι προσπαθούν ν αποφύγουν. Αυτό δεν οφείλεται μόνο σε οικονομική δυσχέρεια, αλλά και στην άποψη που θέλει τους εργαζόμενους γονείς να αναπληρώνουν το κενό, λόγω της απουσίας τους στη δουλειά, περνώντας όλο τον ελεύθερο χρόνο τους με τα παιδιά. Αποτέλεσμα είναι να δημιουργείται μια οικογενειακή ατμόσφαιρα άγχους και πίεσης. Στις περιπτώσεις που καταφέρνουν να πετύχουν εναλλακτικά ωράρια εργασίας έχουμε το εξής φαινόμενο: Το παιδί μεταβάλλεται σε μπαλάκι που πετάει ο ένας γονιός στον άλλο. Ο άνδρας γυρίζει σπίτι κουρασμένος από τη δουλειά την ώρα που η γυναίκα του φεύγει για το δικό της ωράριο εργασίας ή το αντίστροφο. Τις λίγες ώρες που βρίσκονται μαζί, εκείνο που προέχει είναι το παιδί, μια και θα πρέπει κι αυτό να βιώσει την «πραγματική» οικογενειακή ζωή, την ουσιαστική σχέση πατέρας-μητέρα-παιδί.
Τέτοιες μορφές οικογένειας διακατέχονται οπωσδήποτε από τις αρχές της συντροφικότητας, όμως το γεγονός, ότι τα πάντα στρέφονται γύρω από το παιδί, μπορεί ακόμα και να καταστρέψει τη σχέση του ζευγαριού. Πολλά ζευγάρια που βιώνουν έντονα και από κοινού το ρόλο του γονιού, δεν καταφέρνουν —αφού μεγαλώσουν λίγο τα παιδιά— να λειτουργήσουν και πάλι ως ζευγάρι ανεξάρτητο από το γονικό του ρόλο. Δεν είναι σε θέση ν’ απολαύσουν μια ήσυχη βραδιά, βγαίνοντας έξω οι δυο τους — είτε αυτό οφείλεται σε κούραση, είτε σε έλλειψη ενδιαφέροντος, είτε σε τύψεις απέναντι στο παιδί. Μερικοί μάλιστα δεν καταφέρνουν ούτε να επιβάλλουν στα παιδιά τους τακτικές ώρες ύπνου, ώστε να έχουν ελεύθερο το υπόλοιπο της βραδιάς. Όλοι γνωρίζουμε, από προσωπική εμπειρία ή από αφηγήσεις γνωστών, περιπτώσεις, όπου η διαδικασία να πάνε για ύπνο τα παιδιά στο κρεβάτι, έχει μετατραπεί σε κανονική τελετουργία -διάβασμα, τραγουδάκια, παιχνίδια- με αποτέλεσμα συχνά να παίρνει ο ύπνος πρώτα το γογιό και μετά το παιδί.
Έρευνες έχουν αποδείξει ότι οι δύο σύζυγοι εμφανίζονται λιγότερο ικανοποιημένοι από το γάμο τους μετά τη γέννηση του πρώτου παιδιού — και ιδιαίτερα οι άνδρες, γιατί οι γυναίκες μάλλον εξισορροπούν τη δυσαρέσκειά τους μέσω της στενής και επαρκούς συναισθηματικά σχέσης που αναπτύσσουν με το παιδί.
Ο τρίτος τύπος οικογένειας που θέλει το ζευγάρι να έχει άριστη αυτόνομη σχέση, αφήνοντας το παιδί απ’ έξω, σήμερα πλέον τείνει να εκλείψει. Προφανώς, τέτοιες δομές υπήρχαν στις αρχές του 20ου αιώνα σε γόμους όπου το ζευγάρι ήταν πολύ αγαπημένο και επικεντρωμένο στην μεταξύ του σχέση, και αποκτούσε παιδιά μόνο και μόνο επειδή έτσι ήταν το σύνηθες. Σήμερα τέτοια ζευγάρια προφανώς παραμένουν άτεκνα.
Από ιστορική άποψη, το γεγονός ότι η σχέση γυναίκας-άνδρα και γονιών-παιδιών εκλαμβάνεται πολύ έντονα συναισθηματικά, αποτελεί ένα σχετικά νέο πρόβλημα. Το αποτέλεσμα είναι όλο και λιγότεροι άνθρωποι να καταφέρνουν να κρατούν τις ισορροπίες τόσο ως σύντροφοι όσο και ως γονείς. Και αφήνουν τελευταίο τον εαυτό τους στην εκπλήρωση των δικών τους αναγκών.
Όλο και περισσότερες διαπροσωπικές σχέσεις διαλύονται σήμερα κάτω από την πίεση υπερβολικών συναισθηματικών προσδοκιών, οι οποίες προφανώς αποτελούν κατάλοιπο της παιδικής ηλικίας, από την έντονη και αποκλειστική σχέση με τη μητέρα. Στο μέλλον, όλο και περισσότεροι άνθρωποι θα ζουν για κάποια μικρότερη ή μεγαλύτερη φάση της ζωής τους μόνοι τους, ακριβώς επειδή έχουν βιώσει στη ζωή τους μια σειρά υψηλών συναισθηματικά σχέσεων. Ίσως στις γυναικείες βιογραφίες του μέλλοντος να εναλλάσσονται η έγγαμη συμβίωση με τη φάση της συμβίωσης με ένα ή περισσότερα παιδιά, εφόσον και οι δύο αυτές καταστάσεις απαιτούν αποκλειστικότητα.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου