ἔνθα θεοὶ Τιτῆνες ὑπὸ ζόφῳ ἠερόεντι
730 κεκρύφαται βουλῇσι Διὸς νεφεληγερέταο,
χώρῳ ἐν εὐρώεντι, πελώρης ἔσχατα γαίης.
τοῖς οὐκ ἐξιτόν ἐστι, θύρας δ᾽ ἐπέθηκε Ποσειδέων
χαλκείας, τεῖχος δ᾽ ἐπελήλαται ἀμφοτέρωθεν.
[ἔνθα Γύγης Κόττος τε καὶ Ὀβριάρεως μεγάθυμος
735 ναίουσιν, φύλακες πιστοὶ Διὸς αἰγιόχοιο.
ἔνθα δὲ γῆς δνοφερῆς καὶ ταρτάρου ἠερόεντος
πόντου τ᾽ ἀτρυγέτοιο καὶ οὐρανοῦ ἀστερόεντος
ἑξείης πάντων πηγαὶ καὶ πείρατ᾽ ἔασιν,
ἀργαλέ᾽ εὐρώεντα, τά τε στυγέουσι θεοί περ·
740 χάσμα μέγ᾽, οὐδέ κε πάντα τελεσφόρον εἰς ἐνιαυτὸν
οὖδας ἵκοιτ᾽, εἰ πρῶτα πυλέων ἔντοσθε γένοιτο,
ἀλλά κεν ἔνθα καὶ ἔνθα φέροι πρὸ θύελλα θυέλλης
ἀργαλέη· δεινὸν δὲ καὶ ἀθανάτοισι θεοῖσι.]
[τοῦτο τέρας· καὶ Νυκτὸς ἐρεμνῆς οἰκία δεινὰ
745 ἕστηκεν νεφέλῃς κεκαλυμμένα κυανέῃσι.]
τῶν πρόσθ᾽ Ἰαπετοῖο πάις ἔχει οὐρανὸν εὐρὺν
ἑστηὼς κεφαλῇ τε καὶ ἀκαμάτῃσι χέρεσσιν
ἀστεμφέως, ὅθι Νύξ τε καὶ Ἡμέρη ἆσσον ἰοῦσαι
ἀλλήλας προσέειπον ἀμειβόμεναι μέγαν οὐδὸν
750 χάλκεον· ἡ μὲν ἔσω καταβήσεται, ἡ δὲ θύραζε
ἔρχεται, οὐδέ ποτ᾽ ἀμφοτέρας δόμος ἐντὸς ἐέργει,
ἀλλ᾽ αἰεὶ ἑτέρη γε δόμων ἔκτοσθεν ἐοῦσα
γαῖαν ἐπιστρέφεται, ἡ δ᾽ αὖ δόμου ἐντὸς ἐοῦσα
μίμνει τὴν αὐτῆς ὥρην ὁδοῦ, ἔστ᾽ ἂν ἵκηται·
755 ἡ μὲν ἐπιχθονίοισι φάος πολυδερκὲς ἔχουσα,
ἡ δ᾽ Ὕπνον μετὰ χερσί, κασίγνητον Θανάτοιο,
Νὺξ ὀλοή, νεφέλῃ κεκαλυμμένη ἠεροειδεῖ.
ἔνθα δὲ Νυκτὸς παῖδες ἐρεμνῆς οἰκί᾽ ἔχουσιν,
Ὕπνος καὶ Θάνατος, δεινοὶ θεοί· οὐδέ ποτ᾽ αὐτοὺς
760 Ἠέλιος φαέθων ἐπιδέρκεται ἀκτίνεσσιν
οὐρανὸν εἰσανιὼν οὐδ᾽ οὐρανόθεν καταβαίνων.
τῶν ἕτερος μὲν γῆν τε καὶ εὐρέα νῶτα θαλάσσης
ἥσυχος ἀνστρέφεται καὶ μείλιχος ἀνθρώποισι,
τοῦ δὲ σιδηρέη μὲν κραδίη, χάλκεον δέ οἱ ἦτορ
765 νηλεὲς ἐν στήθεσσιν· ἔχει δ᾽ ὃν πρῶτα λάβῃσιν
ἀνθρώπων· ἐχθρὸς δὲ καὶ ἀθανάτοισι θεοῖσιν.
ἔνθα θεοῦ χθονίου πρόσθεν δόμοι ἠχήεντες
[ἰφθίμου τ᾽ Ἀίδεω καὶ ἐπαινῆς Περσεφονείης]
ἑστᾶσιν, δεινὸς δὲ κύων προπάροιθε φυλάσσει,
770 νηλειής, τέχνην δὲ κακὴν ἔχει· ἐς μὲν ἰόντας
σαίνει ὁμῶς οὐρῇ τε καὶ οὔασιν ἀμφοτέροισιν,
ἐξελθεῖν δ᾽ οὐκ αὖτις ἐᾷ πάλιν, ἀλλὰ δοκεύων
ἐσθίει, ὅν κε λάβῃσι πυλέων ἔκτοσθεν ἰόντα.
[ἰφθίμου τ᾽ Ἀίδεω καὶ ἐπαινῆς Περσεφονείης.]
***
Εκεί οι θεοί Τιτάνες, κάτω απ᾽ το νεφελώδη ζόφο,730είναι κρυμμένοι μ᾽ απόφαση του Δία που τα σύννεφα μαζεύει,σε τόπο μουχλιασμένο, στα έσχατα της πελώριας γης.Έξοδο αποκεί δεν έχουν: χάλκινες θύρες ο Ποσειδώναςέβαλε από πάνω τους και τείχος κι από τις δυο μεριές τούς ζώνει.[Εκεί μένουν ο Κόττος, ο Γύγης κι ο μεγαλόψυχος Βριάρεως,φύλακες του Δία πιστοί που την αιγίδα του βαστάει.Εκεί της ζοφερής της γης, του νεφελώδη Τάρταρου,του πόντου του ατρύγητου και τ᾽ ουρανού του έναστρουείναι στη σειρά οι πηγές και τα πέρατα όλων,πικρά και μουχλιασμένα, που κι θεοί μισούνε.740Χάσμα μεγάλο που και σ᾽ ένα ολόκληρο έτος, αυτό που φέρνει των καρπών τ᾽ ωρίμασμα,δε θα ᾽φτανες μέχρι τον πυθμένα του —αν πρώτα πέρναγες μέσα από τις πύλες—μα εδώ κι εκεί θα σε παρέσερνε η μια πάνω στην άλλη η φοβερή η θύελλα.Είναι φοβερό και για τους αθάνατους θεούς ακόμα.][Πράγμα παράδοξο αυτό. Και τρομερή η οικία της σκοτεινής της Νύχταςστέκει εκεί με μαύρες νεφέλες καλυμμένη.]Μπροστά απ᾽ αυτές ο γιος του Ιαπετού όρθιος τον πλατύ ουρανόβαστά με το κεφάλι και τα ακάματα τα χέρια τουακλόνητος, στο μέρος που ζυγώνουνε η Νύχτα και η Ημέρακι η μια την άλλη χαιρετούν καθώς περνούν το χάλκινο κατώφλι750το μεγάλο: η μία μες στην οικία κατεβαίνει κι η άλλη βγαίνει έξωκαι ποτέ δεν τις κρατά το σπίτι εντός του και τις δυο μαζί,μα πάντα η μια απ᾽ τις δυο έξω απ᾽ το σπίτικυκλογυρνά τη γη, ενώ η άλλη μες στο σπίτιμέχρι να φτάσει η ώρα της δικής της πορείας περιμένει.Η μια κατέχει για όσους ζουν πάνω στη γη το φως που τα πάντα βλέπει,κι η άλλη, η ολέθρια Νύχτα, έχει στα χέρια της τον Ύπνο,τον αδερφό του Θανάτου, με ομιχλώδη νεφέλη καλυμμένη.Εκεί και τα παιδιά της σκοτεινής της Νύχτας σπίτι έχουνε,ο Ύπνος και ο Θάνατος, δεινοί θεοί. Ποτέ αυτούς760ο Ήλιος ο λαμπρός δεν τους κοιτά με τις ακτίνες του,ούτε σαν ανεβαίνει, ούτε σαν κατεβαίνει από τον ουρανό.Ο ένας απ᾽ τους δυο τη γη και την πλατιά της θάλασσας τη ράχηήσυχος γυρνά και στους ανθρώπους ήπιος,ενώ του άλλου σιδερένια η καρδιά και χάλκινη η ψυχήανελέητη στα στήθια του είναι. Κι όποιον απ᾽ τους ανθρώπους πάρειτον κρατά. Και είναι μισητός και στους αθάνατους θεούς ακόμα.Εκεί μπροστά και του χθονίου θεού το ηχηρό το σπίτι,[του δυνατού του Άδη και της φοβερής της Περσεφόνης,]στέκεται, και σκύλος σκληρός από εμπρός φυλάγει,770ανελέητος, και ένα τέχνασμα κακό κατέχει:σε όσους έρχονται κουνάει την ουρά και τα δυο του αυτιά συνάμα,μα δεν αφήνει έξω να βγούνε πάλι, αλλά παραμονεύεικαι καταβροχθίζει όποιον τυχόν θα πιάσει να βγαίνει έξω από τις πύλες[του δυνατού του Άδη και της φοβερής της Περσεφόνης.]
730 κεκρύφαται βουλῇσι Διὸς νεφεληγερέταο,
χώρῳ ἐν εὐρώεντι, πελώρης ἔσχατα γαίης.
τοῖς οὐκ ἐξιτόν ἐστι, θύρας δ᾽ ἐπέθηκε Ποσειδέων
χαλκείας, τεῖχος δ᾽ ἐπελήλαται ἀμφοτέρωθεν.
[ἔνθα Γύγης Κόττος τε καὶ Ὀβριάρεως μεγάθυμος
735 ναίουσιν, φύλακες πιστοὶ Διὸς αἰγιόχοιο.
ἔνθα δὲ γῆς δνοφερῆς καὶ ταρτάρου ἠερόεντος
πόντου τ᾽ ἀτρυγέτοιο καὶ οὐρανοῦ ἀστερόεντος
ἑξείης πάντων πηγαὶ καὶ πείρατ᾽ ἔασιν,
ἀργαλέ᾽ εὐρώεντα, τά τε στυγέουσι θεοί περ·
740 χάσμα μέγ᾽, οὐδέ κε πάντα τελεσφόρον εἰς ἐνιαυτὸν
οὖδας ἵκοιτ᾽, εἰ πρῶτα πυλέων ἔντοσθε γένοιτο,
ἀλλά κεν ἔνθα καὶ ἔνθα φέροι πρὸ θύελλα θυέλλης
ἀργαλέη· δεινὸν δὲ καὶ ἀθανάτοισι θεοῖσι.]
[τοῦτο τέρας· καὶ Νυκτὸς ἐρεμνῆς οἰκία δεινὰ
745 ἕστηκεν νεφέλῃς κεκαλυμμένα κυανέῃσι.]
τῶν πρόσθ᾽ Ἰαπετοῖο πάις ἔχει οὐρανὸν εὐρὺν
ἑστηὼς κεφαλῇ τε καὶ ἀκαμάτῃσι χέρεσσιν
ἀστεμφέως, ὅθι Νύξ τε καὶ Ἡμέρη ἆσσον ἰοῦσαι
ἀλλήλας προσέειπον ἀμειβόμεναι μέγαν οὐδὸν
750 χάλκεον· ἡ μὲν ἔσω καταβήσεται, ἡ δὲ θύραζε
ἔρχεται, οὐδέ ποτ᾽ ἀμφοτέρας δόμος ἐντὸς ἐέργει,
ἀλλ᾽ αἰεὶ ἑτέρη γε δόμων ἔκτοσθεν ἐοῦσα
γαῖαν ἐπιστρέφεται, ἡ δ᾽ αὖ δόμου ἐντὸς ἐοῦσα
μίμνει τὴν αὐτῆς ὥρην ὁδοῦ, ἔστ᾽ ἂν ἵκηται·
755 ἡ μὲν ἐπιχθονίοισι φάος πολυδερκὲς ἔχουσα,
ἡ δ᾽ Ὕπνον μετὰ χερσί, κασίγνητον Θανάτοιο,
Νὺξ ὀλοή, νεφέλῃ κεκαλυμμένη ἠεροειδεῖ.
ἔνθα δὲ Νυκτὸς παῖδες ἐρεμνῆς οἰκί᾽ ἔχουσιν,
Ὕπνος καὶ Θάνατος, δεινοὶ θεοί· οὐδέ ποτ᾽ αὐτοὺς
760 Ἠέλιος φαέθων ἐπιδέρκεται ἀκτίνεσσιν
οὐρανὸν εἰσανιὼν οὐδ᾽ οὐρανόθεν καταβαίνων.
τῶν ἕτερος μὲν γῆν τε καὶ εὐρέα νῶτα θαλάσσης
ἥσυχος ἀνστρέφεται καὶ μείλιχος ἀνθρώποισι,
τοῦ δὲ σιδηρέη μὲν κραδίη, χάλκεον δέ οἱ ἦτορ
765 νηλεὲς ἐν στήθεσσιν· ἔχει δ᾽ ὃν πρῶτα λάβῃσιν
ἀνθρώπων· ἐχθρὸς δὲ καὶ ἀθανάτοισι θεοῖσιν.
ἔνθα θεοῦ χθονίου πρόσθεν δόμοι ἠχήεντες
[ἰφθίμου τ᾽ Ἀίδεω καὶ ἐπαινῆς Περσεφονείης]
ἑστᾶσιν, δεινὸς δὲ κύων προπάροιθε φυλάσσει,
770 νηλειής, τέχνην δὲ κακὴν ἔχει· ἐς μὲν ἰόντας
σαίνει ὁμῶς οὐρῇ τε καὶ οὔασιν ἀμφοτέροισιν,
ἐξελθεῖν δ᾽ οὐκ αὖτις ἐᾷ πάλιν, ἀλλὰ δοκεύων
ἐσθίει, ὅν κε λάβῃσι πυλέων ἔκτοσθεν ἰόντα.
[ἰφθίμου τ᾽ Ἀίδεω καὶ ἐπαινῆς Περσεφονείης.]
***
Εκεί οι θεοί Τιτάνες, κάτω απ᾽ το νεφελώδη ζόφο,730είναι κρυμμένοι μ᾽ απόφαση του Δία που τα σύννεφα μαζεύει,σε τόπο μουχλιασμένο, στα έσχατα της πελώριας γης.Έξοδο αποκεί δεν έχουν: χάλκινες θύρες ο Ποσειδώναςέβαλε από πάνω τους και τείχος κι από τις δυο μεριές τούς ζώνει.[Εκεί μένουν ο Κόττος, ο Γύγης κι ο μεγαλόψυχος Βριάρεως,φύλακες του Δία πιστοί που την αιγίδα του βαστάει.Εκεί της ζοφερής της γης, του νεφελώδη Τάρταρου,του πόντου του ατρύγητου και τ᾽ ουρανού του έναστρουείναι στη σειρά οι πηγές και τα πέρατα όλων,πικρά και μουχλιασμένα, που κι θεοί μισούνε.740Χάσμα μεγάλο που και σ᾽ ένα ολόκληρο έτος, αυτό που φέρνει των καρπών τ᾽ ωρίμασμα,δε θα ᾽φτανες μέχρι τον πυθμένα του —αν πρώτα πέρναγες μέσα από τις πύλες—μα εδώ κι εκεί θα σε παρέσερνε η μια πάνω στην άλλη η φοβερή η θύελλα.Είναι φοβερό και για τους αθάνατους θεούς ακόμα.][Πράγμα παράδοξο αυτό. Και τρομερή η οικία της σκοτεινής της Νύχταςστέκει εκεί με μαύρες νεφέλες καλυμμένη.]Μπροστά απ᾽ αυτές ο γιος του Ιαπετού όρθιος τον πλατύ ουρανόβαστά με το κεφάλι και τα ακάματα τα χέρια τουακλόνητος, στο μέρος που ζυγώνουνε η Νύχτα και η Ημέρακι η μια την άλλη χαιρετούν καθώς περνούν το χάλκινο κατώφλι750το μεγάλο: η μία μες στην οικία κατεβαίνει κι η άλλη βγαίνει έξωκαι ποτέ δεν τις κρατά το σπίτι εντός του και τις δυο μαζί,μα πάντα η μια απ᾽ τις δυο έξω απ᾽ το σπίτικυκλογυρνά τη γη, ενώ η άλλη μες στο σπίτιμέχρι να φτάσει η ώρα της δικής της πορείας περιμένει.Η μια κατέχει για όσους ζουν πάνω στη γη το φως που τα πάντα βλέπει,κι η άλλη, η ολέθρια Νύχτα, έχει στα χέρια της τον Ύπνο,τον αδερφό του Θανάτου, με ομιχλώδη νεφέλη καλυμμένη.Εκεί και τα παιδιά της σκοτεινής της Νύχτας σπίτι έχουνε,ο Ύπνος και ο Θάνατος, δεινοί θεοί. Ποτέ αυτούς760ο Ήλιος ο λαμπρός δεν τους κοιτά με τις ακτίνες του,ούτε σαν ανεβαίνει, ούτε σαν κατεβαίνει από τον ουρανό.Ο ένας απ᾽ τους δυο τη γη και την πλατιά της θάλασσας τη ράχηήσυχος γυρνά και στους ανθρώπους ήπιος,ενώ του άλλου σιδερένια η καρδιά και χάλκινη η ψυχήανελέητη στα στήθια του είναι. Κι όποιον απ᾽ τους ανθρώπους πάρειτον κρατά. Και είναι μισητός και στους αθάνατους θεούς ακόμα.Εκεί μπροστά και του χθονίου θεού το ηχηρό το σπίτι,[του δυνατού του Άδη και της φοβερής της Περσεφόνης,]στέκεται, και σκύλος σκληρός από εμπρός φυλάγει,770ανελέητος, και ένα τέχνασμα κακό κατέχει:σε όσους έρχονται κουνάει την ουρά και τα δυο του αυτιά συνάμα,μα δεν αφήνει έξω να βγούνε πάλι, αλλά παραμονεύεικαι καταβροχθίζει όποιον τυχόν θα πιάσει να βγαίνει έξω από τις πύλες[του δυνατού του Άδη και της φοβερής της Περσεφόνης.]