Η ζήλεια αφορά την ενδεχόμενη απώλεια κάποιου πράγματος σε σχέση με κάποιον άλλο. Το πλαίσιο της ζήλειας είναι πάντα κοινωνικό. Είναι ένα οδυνηρό συναίσθημα σχετικά με κάτι που έχουμε και φοβόμαστε μήπως το χάσουμε ή με κάτι που δυσκολευόμαστε να έχουμε αλλά βλέπουμε να το χαίρεται κάποιος άλλος.
Με άλλα λόγια, η ζήλεια αφορά το φόβο μήπως χάσουμε κάτι σε σχέση με κάποιον άλλο: έναν σύντροφο, έναν φίλο, μια προαγωγή κλπ.
Από πού πηγάζει η ζήλεια;
Η ζήλεια, όπως και άλλα συναισθήματα, εξυπηρετεί την ανθρώπινη επιβίωση. Είναι ένα δυσάρεστο συναίσθημα που μας προειδοποιεί ότι κινδυνεύουμε να χάσουμε ή ότι μας λείπει, κάτι κρίσιμο για μας. Για παράδειγμα, ένα παιδί που νιώθει ότι δεν το αγαπάνε, όταν οι γονείς του στρέφουν την προσοχή τους σε ένα νέο μικρό αδερφάκι, νιώθει ζήλεια και αναστάτωση. Αυτό εκδηλώνεται στη συμπεριφορά του και δίνει σήμα στους γονείς του ότι χρειάζεται περισσότερη προσοχή. Η ζήλεια σ’ αυτή την περίπτωση δηλώνει ότι κάποια σημαντική αξία τίθεται σε κίνδυνο: η προσοχή του γονιού.
Αν και η φυσιολογική λειτουργία της ζήλειας είναι να προστατεύσει αυτά που είναι κρίσιμα για τη ζωή μας, μπορεί ωστόσο να εκδηλωθεί λόγω κάποιου ψυχολογικού προβλήματος ή λάθος τρόπου αξιολόγησης του εαυτού.
Ζήλεια και αυτοεκτίμηση
Σε κάποιες περιπτώσεις, η ζήλεια ή ο φθόνος απευθύνεται σε κάποιο άτομο, όταν το επιθυμητό αγαθό που απειλείται είναι η προσωπική μας αξία. Για παράδειγμα, ζηλεύουμε κάποιον επειδή τον θεωρούμε καλύτερο ηθικά, επαγγελματικά, αισθητικά, πιο δημοφιλή κλπ.
Ας υποθέσουμε ότι το άτομο για το οποίο ενδιαφερόμαστε ερωτικά, βγαίνει με κάποιον άλλο. Υπάρχουν δύο διαφορετικά είδη ζήλειας που μπορεί να νιώσουμε. Το ένα είναι να ζηλεύουμε το άτομο που επιθυμούμε ερωτικά, επειδή βγαίνει με κάποιον άλλο. Το άλλος είδος είναι να ζηλεύουμε την προσωπικότητα του άλλου ατόμου (του αντίζηλου) και να το θεωρούμε μομφή για τη δική μας προσωπικότητα, ότι δηλαδή «δεν είμαι αρκετά καλός».
Το δεύτερο είδος είναι πολύ πιο σοβαρό και απειλητικό. Στρέφεται γύρω από μια αυτοαμφισβήτιση και είναι μια ρωγμή στην αυτοεκτίμηση. Υπάρχει μια λανθασμένη υπόθεση και η απειλή που υποδηλώνεται από τη ζήλεια είναι η αυτοεκτίμηση του εν λόγω ατόμου.
Πως συμβαίνει αυτό; Για ποιο λόγο κάποιοι άνθρωποι είναι ευχαριστημένοι με όσα έχουν ενώ κάποιοι άλλοι ζηλεύουν την επιτυχία του άλλου;
Έχει να κάνει με το πώς ένα άτομο έχει μάθει να κρίνει τον εαυτό του. Καθένας έχει κάποια άποψη για την προσωπική του αξία. Καθένας έχει ένα πρότυπο ή κάποιες ιδέες με τις οποίες κρίνει τον εαυτό του.
Ζήλεια που οφείλεται σε παράλογα πρότυπα αξιολόγησης του εαυτούΗ ζήλεια για την επιτυχία των άλλων, περιέχει πάντα ένα παράλογο πρότυπο για την αξιολόγηση του εαυτού μας και αυτό μπορεί να βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στο πως έχουμε εκπαιδευτεί ως παιδιά – πως οι επιτυχίες και οι αποτυχίες μας αντιμετωπίζονταν από εκείνους στους οποίους στρεφόμασταν για επιδοκιμασία.
Σκεφτείτε για παράδειγμα, τους γονείς που περνάνε στο παιδί τους το μήνυμα ότι για να έχει την αγάπη και εκτίμησή τους θα πρέπει να παίρνει τους καλύτερους βαθμούς στην τάξη του, ανεξάρτητα από τις πραγματικές του ικανότητες. Αυτό σαν αποτέλεσμα, εναποθέτει όλο το βάρος της αυτοαξίας του στους καλούς βαθμούς και όχι στην επίδοσή του. Αν κάνει ό,τι καλύτερο μπορεί και πάρει έναν μέτριο βαθμό, δεν αξίζει κάποια επιβράβευση αλλά εισπράττει περιφρόνηση και αδιαφορία.
Αυτού του είδους η εκπαίδευση καθιστά αδύνατη την ανάπτυξη αυτοεκτίμησης. Ακόμη χειρότερα, εναποθέτει την αυτοεκτίμηση του ατόμου, σε μια αξία που δεν προκύπτει φυσιολογικά από τις επιθυμίες και τα ενδιαφέροντά του. Το παιδί αυτό μαθαίνει ότι η καταπίεση, το «αυτομαστίγωμα» και η σκληρή εργασία χωρίς χαρά, είναι τα βασικά του εργαλεία για να γίνει ένα άτομο με αξία. Έχει την αίσθηση ότι υπάρχει κάτι μεγαλύτερο από τον εαυτό του, κάτι πάνω απ’ αυτόν, όπως ένας αυστηρός κριτής, στου οποίου τις προσδοκίες πρέπει να ανταποκριθεί. Μπορεί να κάνει σκέψεις όπως: «Όταν γίνω αδύνατη, θα είμαι ευτυχισμένη» ή «Όταν γίνω πλούσιος, θα είμαι ευτυχισμένος». Όμως όταν γίνει αδύνατος ή πλούσιος, δεν είναι ευτυχισμένος, γιατί αυτό δεν έχει προσωπική αξία γι’ αυτόν. Είναι ένα αγαθό ή μια αξία που αποκτήθηκε μόνο για να ευχαριστήσει τον κριτή.
Ας δώσουμε κι άλλα παραδείγματα παράλογων προτύπων. Ένα σύνηθες πρότυπο για την επιτυχία είναι ότι κάποιος πρέπει να πετύχει αμέσως, απλά και μόνο λόγω του φυσικού του ταλέντου. Σκεφτείτε τι επίπτωση θα έχει αυτό σε κάποιον που έχει πάθος με τη ζωγραφική. Στην πρώτη του προσπάθεια, φυσικά δεν τα πάει τόσο καλά όσο ο Πικάσο και μετά βγάζει το συμπέρασμα ότι δεν είναι καθόλου καλός και τα παρατάει εντελώς. Σκεφτείτε κάποιον άλλο που αψηφώντας τις δικές του επιθυμίες και ικανότητες, αποφασίζει να γίνει παραγωγικός, ακολουθώντας αυτό το πρότυπο που έχει για την αξιολόγηση των ανθρώπων (και του εαυτού του). Αυτομάτως, έρχεται αντιμέτωπος με την απαίτησή του να αρχίσει να παράγει πράγματα προκειμένου να αποκτήσει αυτοεκτίμηση. Γίνεται σκλάβος της λανθασμένης ιδέας που έχει, γιατί βάζει τον εαυτό του να δουλεύει υπερωρίες χωρίς να πληρώνεται, με την προσδοκία ότι «Όταν γίνω παραγωγικός, θα είμαι ευτυχισμένος».
Πως εξαλείφεται αυτού του είδους η ζήλεια;
Καταρχήν είναι σημαντικό να έχουμε υπόψη μας ότι ένα ορθολογικό πρότυπο αξιολόγησης του εαυτού, βασίζεται στην αποτίμηση της επίδοσής μας σε σχέση με τις πραγματικές ικανότητές μας.
Το τελευταίο κομμάτι είναι καθοριστικό, γιατί θέτει τη βάση της ορθολογικής αυτοεκτίμησης δηλαδή, της ορθολογικής αποτίμησης της αξίας μας σύμφωνα με αυτό που είναι εφικτό στην πράξη και όχι έναν ονειρικό στόχο που είναι ανέφικτος για το άτομο.
Είναι επίσης σημαντικό να επιλέγεις στόχους σύμφωνα με τα προσωπικά σου ενδιαφέροντα και προτιμήσεις και όχι με βάση ξένα πρότυπα.
Έτσι, ένα άτομο θα πρέπει να εξετάσει ποιες είναι οι ικανότητές του στον τομέα που τον ενδιαφέρει, π.χ. αθλήματα, προγραμματισμός, ζωγραφική κλπ. Αυτό μπορεί να το κάνει, δοκιμάζοντας τις δυνατότητές του σ’ αυτό τον τομέα, κάνοντας το καλύτερο που μπορεί και παρατηρώντας τα αποτελέσματα και την ταχύτητα εξέλιξης των δεξιοτήτων του. Μόλις αποκτήσει κάποια ιδέα για το τι μπορεί να περιμένει από τον εαυτό του, μπορεί να κρίνει τον εαυτό του με βάση το πόσο καλά τα πήγε σε σχέση με την ικανότητά του στο συγκεκριμένο τομέα.
Έτσι, όσο το άτομο κάνει το καλύτερο που μπορεί, αντλεί αυτοεκτίμηση, ακόμη κι αν άλλοι τα καταφέρνουν καλύτερα απ’ αυτόν. Αντίθετα, ένα άτομο που κρίνει τον εαυτό του μόνο με βάση την επιτυχία ή αποτυχία σε κάτι, θα ψάχνει πάντα να δει τι έχουν πετύχει οι άλλοι. Αν οι άλλοι τα καταφέρνουν καλύτερα, νιώθει εχθρότητα γι’ αυτούς γιατί είναι σα να του κλέβουν την αυτοεκτίμησή του. Δίνει όλη την έμφαση στο συγκεκριμένο στόχο και αν δεν μπορεί να τον πετύχει, πληγώνεται θανάσιμα η αυτοεκτίμησή του. Πρέπει να είναι παντοδύναμος χωρίς περιορισμούς. Οπότε, αν κάποιος άλλος πετύχει αυτό τον στόχο, ενώ εκείνος δεν τα καταφέρνει, αυτό δείχνει ότι ο στόχος είναι εφικτός, πράγμα που του υπενθυμίζει την προσωπική του αποτυχία και του προκαλεί ζήλεια. Στην πραγματικότητα, μπορεί να μην πρόκειται για αποτυχία γιατί το άτομο έχει κάνει ό,τι καλύτερο μπορούσε.
Συμπερασματικά λοιπόν, όταν η ζήλεια είναι αποτέλεσμα ενός παράλογου πρότυπου αξιολόγησης του εαυτού μας, τότε οδηγεί στην αίσθηση απειλής της αυτοαξίας μας από την επιτυχία των άλλων. Αν θέλει κάποιος να απαλλαγεί από τέτοιου είδους ζήλεια, χρειάζεται να αντικαταστήσει το λανθασμένο πρότυπο που χρησιμοποιεί. Η καλύτερη πρακτική είναι να κρίνεις την επιτυχία σου στην επίτευξη πραγμάτων, πάντοτε σε σχέση με τις προσωπικές σου ικανότητες και περιορισμούς. Αυτό δημιουργεί ένα περιβάλλον αυτοαποδοχής και φιλοδοξίας σε συνδυασμό.
Με άλλα λόγια, η ζήλεια αφορά το φόβο μήπως χάσουμε κάτι σε σχέση με κάποιον άλλο: έναν σύντροφο, έναν φίλο, μια προαγωγή κλπ.
Από πού πηγάζει η ζήλεια;
Η ζήλεια, όπως και άλλα συναισθήματα, εξυπηρετεί την ανθρώπινη επιβίωση. Είναι ένα δυσάρεστο συναίσθημα που μας προειδοποιεί ότι κινδυνεύουμε να χάσουμε ή ότι μας λείπει, κάτι κρίσιμο για μας. Για παράδειγμα, ένα παιδί που νιώθει ότι δεν το αγαπάνε, όταν οι γονείς του στρέφουν την προσοχή τους σε ένα νέο μικρό αδερφάκι, νιώθει ζήλεια και αναστάτωση. Αυτό εκδηλώνεται στη συμπεριφορά του και δίνει σήμα στους γονείς του ότι χρειάζεται περισσότερη προσοχή. Η ζήλεια σ’ αυτή την περίπτωση δηλώνει ότι κάποια σημαντική αξία τίθεται σε κίνδυνο: η προσοχή του γονιού.
Αν και η φυσιολογική λειτουργία της ζήλειας είναι να προστατεύσει αυτά που είναι κρίσιμα για τη ζωή μας, μπορεί ωστόσο να εκδηλωθεί λόγω κάποιου ψυχολογικού προβλήματος ή λάθος τρόπου αξιολόγησης του εαυτού.
Ζήλεια και αυτοεκτίμηση
Σε κάποιες περιπτώσεις, η ζήλεια ή ο φθόνος απευθύνεται σε κάποιο άτομο, όταν το επιθυμητό αγαθό που απειλείται είναι η προσωπική μας αξία. Για παράδειγμα, ζηλεύουμε κάποιον επειδή τον θεωρούμε καλύτερο ηθικά, επαγγελματικά, αισθητικά, πιο δημοφιλή κλπ.
Ας υποθέσουμε ότι το άτομο για το οποίο ενδιαφερόμαστε ερωτικά, βγαίνει με κάποιον άλλο. Υπάρχουν δύο διαφορετικά είδη ζήλειας που μπορεί να νιώσουμε. Το ένα είναι να ζηλεύουμε το άτομο που επιθυμούμε ερωτικά, επειδή βγαίνει με κάποιον άλλο. Το άλλος είδος είναι να ζηλεύουμε την προσωπικότητα του άλλου ατόμου (του αντίζηλου) και να το θεωρούμε μομφή για τη δική μας προσωπικότητα, ότι δηλαδή «δεν είμαι αρκετά καλός».
Το δεύτερο είδος είναι πολύ πιο σοβαρό και απειλητικό. Στρέφεται γύρω από μια αυτοαμφισβήτιση και είναι μια ρωγμή στην αυτοεκτίμηση. Υπάρχει μια λανθασμένη υπόθεση και η απειλή που υποδηλώνεται από τη ζήλεια είναι η αυτοεκτίμηση του εν λόγω ατόμου.
Πως συμβαίνει αυτό; Για ποιο λόγο κάποιοι άνθρωποι είναι ευχαριστημένοι με όσα έχουν ενώ κάποιοι άλλοι ζηλεύουν την επιτυχία του άλλου;
Έχει να κάνει με το πώς ένα άτομο έχει μάθει να κρίνει τον εαυτό του. Καθένας έχει κάποια άποψη για την προσωπική του αξία. Καθένας έχει ένα πρότυπο ή κάποιες ιδέες με τις οποίες κρίνει τον εαυτό του.
Ζήλεια που οφείλεται σε παράλογα πρότυπα αξιολόγησης του εαυτούΗ ζήλεια για την επιτυχία των άλλων, περιέχει πάντα ένα παράλογο πρότυπο για την αξιολόγηση του εαυτού μας και αυτό μπορεί να βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στο πως έχουμε εκπαιδευτεί ως παιδιά – πως οι επιτυχίες και οι αποτυχίες μας αντιμετωπίζονταν από εκείνους στους οποίους στρεφόμασταν για επιδοκιμασία.
Σκεφτείτε για παράδειγμα, τους γονείς που περνάνε στο παιδί τους το μήνυμα ότι για να έχει την αγάπη και εκτίμησή τους θα πρέπει να παίρνει τους καλύτερους βαθμούς στην τάξη του, ανεξάρτητα από τις πραγματικές του ικανότητες. Αυτό σαν αποτέλεσμα, εναποθέτει όλο το βάρος της αυτοαξίας του στους καλούς βαθμούς και όχι στην επίδοσή του. Αν κάνει ό,τι καλύτερο μπορεί και πάρει έναν μέτριο βαθμό, δεν αξίζει κάποια επιβράβευση αλλά εισπράττει περιφρόνηση και αδιαφορία.
Αυτού του είδους η εκπαίδευση καθιστά αδύνατη την ανάπτυξη αυτοεκτίμησης. Ακόμη χειρότερα, εναποθέτει την αυτοεκτίμηση του ατόμου, σε μια αξία που δεν προκύπτει φυσιολογικά από τις επιθυμίες και τα ενδιαφέροντά του. Το παιδί αυτό μαθαίνει ότι η καταπίεση, το «αυτομαστίγωμα» και η σκληρή εργασία χωρίς χαρά, είναι τα βασικά του εργαλεία για να γίνει ένα άτομο με αξία. Έχει την αίσθηση ότι υπάρχει κάτι μεγαλύτερο από τον εαυτό του, κάτι πάνω απ’ αυτόν, όπως ένας αυστηρός κριτής, στου οποίου τις προσδοκίες πρέπει να ανταποκριθεί. Μπορεί να κάνει σκέψεις όπως: «Όταν γίνω αδύνατη, θα είμαι ευτυχισμένη» ή «Όταν γίνω πλούσιος, θα είμαι ευτυχισμένος». Όμως όταν γίνει αδύνατος ή πλούσιος, δεν είναι ευτυχισμένος, γιατί αυτό δεν έχει προσωπική αξία γι’ αυτόν. Είναι ένα αγαθό ή μια αξία που αποκτήθηκε μόνο για να ευχαριστήσει τον κριτή.
Ας δώσουμε κι άλλα παραδείγματα παράλογων προτύπων. Ένα σύνηθες πρότυπο για την επιτυχία είναι ότι κάποιος πρέπει να πετύχει αμέσως, απλά και μόνο λόγω του φυσικού του ταλέντου. Σκεφτείτε τι επίπτωση θα έχει αυτό σε κάποιον που έχει πάθος με τη ζωγραφική. Στην πρώτη του προσπάθεια, φυσικά δεν τα πάει τόσο καλά όσο ο Πικάσο και μετά βγάζει το συμπέρασμα ότι δεν είναι καθόλου καλός και τα παρατάει εντελώς. Σκεφτείτε κάποιον άλλο που αψηφώντας τις δικές του επιθυμίες και ικανότητες, αποφασίζει να γίνει παραγωγικός, ακολουθώντας αυτό το πρότυπο που έχει για την αξιολόγηση των ανθρώπων (και του εαυτού του). Αυτομάτως, έρχεται αντιμέτωπος με την απαίτησή του να αρχίσει να παράγει πράγματα προκειμένου να αποκτήσει αυτοεκτίμηση. Γίνεται σκλάβος της λανθασμένης ιδέας που έχει, γιατί βάζει τον εαυτό του να δουλεύει υπερωρίες χωρίς να πληρώνεται, με την προσδοκία ότι «Όταν γίνω παραγωγικός, θα είμαι ευτυχισμένος».
Πως εξαλείφεται αυτού του είδους η ζήλεια;
Καταρχήν είναι σημαντικό να έχουμε υπόψη μας ότι ένα ορθολογικό πρότυπο αξιολόγησης του εαυτού, βασίζεται στην αποτίμηση της επίδοσής μας σε σχέση με τις πραγματικές ικανότητές μας.
Το τελευταίο κομμάτι είναι καθοριστικό, γιατί θέτει τη βάση της ορθολογικής αυτοεκτίμησης δηλαδή, της ορθολογικής αποτίμησης της αξίας μας σύμφωνα με αυτό που είναι εφικτό στην πράξη και όχι έναν ονειρικό στόχο που είναι ανέφικτος για το άτομο.
Είναι επίσης σημαντικό να επιλέγεις στόχους σύμφωνα με τα προσωπικά σου ενδιαφέροντα και προτιμήσεις και όχι με βάση ξένα πρότυπα.
Έτσι, ένα άτομο θα πρέπει να εξετάσει ποιες είναι οι ικανότητές του στον τομέα που τον ενδιαφέρει, π.χ. αθλήματα, προγραμματισμός, ζωγραφική κλπ. Αυτό μπορεί να το κάνει, δοκιμάζοντας τις δυνατότητές του σ’ αυτό τον τομέα, κάνοντας το καλύτερο που μπορεί και παρατηρώντας τα αποτελέσματα και την ταχύτητα εξέλιξης των δεξιοτήτων του. Μόλις αποκτήσει κάποια ιδέα για το τι μπορεί να περιμένει από τον εαυτό του, μπορεί να κρίνει τον εαυτό του με βάση το πόσο καλά τα πήγε σε σχέση με την ικανότητά του στο συγκεκριμένο τομέα.
Έτσι, όσο το άτομο κάνει το καλύτερο που μπορεί, αντλεί αυτοεκτίμηση, ακόμη κι αν άλλοι τα καταφέρνουν καλύτερα απ’ αυτόν. Αντίθετα, ένα άτομο που κρίνει τον εαυτό του μόνο με βάση την επιτυχία ή αποτυχία σε κάτι, θα ψάχνει πάντα να δει τι έχουν πετύχει οι άλλοι. Αν οι άλλοι τα καταφέρνουν καλύτερα, νιώθει εχθρότητα γι’ αυτούς γιατί είναι σα να του κλέβουν την αυτοεκτίμησή του. Δίνει όλη την έμφαση στο συγκεκριμένο στόχο και αν δεν μπορεί να τον πετύχει, πληγώνεται θανάσιμα η αυτοεκτίμησή του. Πρέπει να είναι παντοδύναμος χωρίς περιορισμούς. Οπότε, αν κάποιος άλλος πετύχει αυτό τον στόχο, ενώ εκείνος δεν τα καταφέρνει, αυτό δείχνει ότι ο στόχος είναι εφικτός, πράγμα που του υπενθυμίζει την προσωπική του αποτυχία και του προκαλεί ζήλεια. Στην πραγματικότητα, μπορεί να μην πρόκειται για αποτυχία γιατί το άτομο έχει κάνει ό,τι καλύτερο μπορούσε.
Συμπερασματικά λοιπόν, όταν η ζήλεια είναι αποτέλεσμα ενός παράλογου πρότυπου αξιολόγησης του εαυτού μας, τότε οδηγεί στην αίσθηση απειλής της αυτοαξίας μας από την επιτυχία των άλλων. Αν θέλει κάποιος να απαλλαγεί από τέτοιου είδους ζήλεια, χρειάζεται να αντικαταστήσει το λανθασμένο πρότυπο που χρησιμοποιεί. Η καλύτερη πρακτική είναι να κρίνεις την επιτυχία σου στην επίτευξη πραγμάτων, πάντοτε σε σχέση με τις προσωπικές σου ικανότητες και περιορισμούς. Αυτό δημιουργεί ένα περιβάλλον αυτοαποδοχής και φιλοδοξίας σε συνδυασμό.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου