Το ερευνητικό ενδιαφέρον των συναισθημάτων έχει έρθει στο προσκήνιο τις τελευταίες δεκαετίες, καθώς αποτελεί πλέον παρελθόν η αντίληψη περί διχοτόμησης της ανθρώπινης ύπαρξης σε «πνεύμα» και «σώμα» και τα συναισθήματα έπαυσαν να θεωρούνται υποδεέστερης σημασίας για την κατανόηση της ανθρώπινης συμπεριφοράς. Θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι τα συναισθήματα μας παρακινούν να προβούμε σε συμπεριφορές που συμβάλλουν στην αύξηση των πιθανοτήτων μας για επιβίωση και αναπαραγωγή.
Τι γνωρίζουμε άραγε για το συναίσθημα της αηδίας; Έχει χαρακτηριστεί ως «το ξεχασμένο συναίσθημα της ψυχιατρικής» και οι πρώτες σχετικές έρευνες έλαβαν χώρα μόλις εκατό χρόνια πριν (ξεκινώντας με το Δαρβίνο), αλλά το θέμα μετά παραμερίστηκε από τους επιστήμονες για δεκαετίες. Η αηδία υπάρχει σχεδόν σε κάθε κατάλογο βασικών συναισθημάτων, τα οποία υπάρχουν σ’ όλους τους πολιτισμούς (φόβος, θυμός κτλ.) και ξεχωρίζει στο γεγονός ότι σχετίζεται ειδικά με ένα συγκεκριμένο σύστημα κινητοποίησης (πείνα) και με ένα συγκεκριμένο σημείο του σώματος (στόμα).
Αποτυπώνεται με μια χαρακτηριστική έκφραση στο πρόσωπο (ζάρωμα της μύτης και των χειλιών, κλείσιμο των ματιών), κατάλληλη στάση (απομάκρυνση του εαυτού από το αντικείμενο προσβολής) και μια ιδιαίτερη φυσιολογική εκδήλωση (ναυτία). Όταν νιώθουμε αηδία αυξάνεται η έκκριση σίελου και μειώνονται οι παλμοί και η θερμοκρασία του δέρματός μας.
Από μελέτες που έχουν διενεργηθεί σχετικά με τη νευροφυσιολογική βάση του εν λόγω συναισθήματος προκύπτει ότι σχετίζεται άμεσα με συγκεκριμένα εγκεφαλικά συστήματα (βασικά γάγγλια και η νήσος του Reil). Έχει βρεθεί επίσης ότι άτομα που πάσχουν από ιδεοψυχαναγκαστική νεύρωση (OCD) επηρεάζονται ευκολότερα και σε μεγαλύτερο βαθμό από τις αηδιαστικές αναπαραστάσεις.
Το συναίσθημα της αηδίας είναι χρήσιμο για την κοινωνική και αναπτυξιακή ψυχολογία, γιατί μαζί με το φόβο (σε πολλές καθημερινές καταστάσεις που αντιμετωπίζουμε προκαλούνται ταυτόχρονα και τα δυο), αποτελεί πρωταρχικό μέσο κοινωνικοποίησης. Στους ανθρώπους η αηδία μπορεί να βιωθεί και για κοινωνικούς λόγους, για παράδειγμα για «κοινωνικά παράσιτα», όπως κακοποιούς παιδιών (διαπροσωπική και ηθική διάσταση).
Στο πλαίσιο της εξελικτικής προσέγγισης, η αηδία φαίνεται να σχετίζεται άμεσα και με την έννοια της υγιεινής, αποτελώντας το «έναυσμα» υιοθέτησης αντίστοιχης συμπεριφοράς. Αν το συναίσθημα της αηδίας εξελίχθηκε έτσι ώστε να μας προστατεύει από τα μικρόβια και τις μολύνσεις, τότε η υγιεινή αποτελεί την πρακτική προέκταση αυτής. Σύμφωνα με τη dr Val Curtis (London School of Hygiene) η ευαισθησία στην αηδία (disgust sensitivity) φαίνεται να εμφανίζεται σε υψηλότερα επίπεδα στο γυναικείο πληθυσμό, ως κατ’ εξοχήν φορέα της ανθρώπινης ζωής και κύριους φροντιστές των παιδιών και εμφανίζεται μείωση της ευαισθησίας αυτής, καθώς αυξάνεται το όριο ηλικίας, και συνεπώς η δυνατότητα αναπαραγωγής.
Ένα παιδί δε χρειάζεται να αναπτύξει έντονα το συναίσθημα της αηδίας εώς ότου φτάσει στην ηλικία που μειώνεται η στενή επιτήρηση των ανθρώπων που το φροντίζουν (κατά τους Rozin-Fallon πριν τα 5 έτη). Η ανατροφή διαδραματίζει καταλυτικό ρόλο στον καθορισμό του τι χαρακτηρίζεται αηδιαστικό και είναι εξαιρετικά ωφέλιμο οι γονείς να διατηρούν την έννοια της υγιεινής στις καθημερινές πρακτικές της οικογένειας και να απομακρύνουν τυχόν μολυσματικές ουσίες εκτός του οικιακού περιβάλλοντος των παιδιών.
Είναι σημαντικό λοιπόν για τους γονείς να μάθουν και να εκπαιδεύσουν τα παιδιά από μικρή ηλικία να φροντίζουν και να διατηρούν καθαρό τον προσωπικό τους χώρο (όπου περνούν πολλές ώρες) και να χρησιμοποιούν σαπούνι για την καθαριότητα των χεριών κάθε φορά μετά από επαφή με αντικείμενα του αποχωρητηρίου, υιοθετώντας διάφορες διευκολυντικές μεθόδους (π.χ. απαλές πετσέτες, εύοσμα σαπούνια ήπιας χρήσης).
Σε καμία περίπτωση δε θα πρέπει να αποθαρρύνονται τα παιδιά από το να «εξερευνήσουν τον κόσμο», με το φόβο να μην μολυνθούν, λερωθούν κτλ., καθώς η έννοια της υγιεινής αναφέρεται σε τρόπο – στάση ζωής και όχι σε περιορισμό της έμφυτης περιέργειας των παιδιών για δημιουργική ανακάλυψη του άγνωστου/καινούριου.
Τι γνωρίζουμε άραγε για το συναίσθημα της αηδίας; Έχει χαρακτηριστεί ως «το ξεχασμένο συναίσθημα της ψυχιατρικής» και οι πρώτες σχετικές έρευνες έλαβαν χώρα μόλις εκατό χρόνια πριν (ξεκινώντας με το Δαρβίνο), αλλά το θέμα μετά παραμερίστηκε από τους επιστήμονες για δεκαετίες. Η αηδία υπάρχει σχεδόν σε κάθε κατάλογο βασικών συναισθημάτων, τα οποία υπάρχουν σ’ όλους τους πολιτισμούς (φόβος, θυμός κτλ.) και ξεχωρίζει στο γεγονός ότι σχετίζεται ειδικά με ένα συγκεκριμένο σύστημα κινητοποίησης (πείνα) και με ένα συγκεκριμένο σημείο του σώματος (στόμα).
Αποτυπώνεται με μια χαρακτηριστική έκφραση στο πρόσωπο (ζάρωμα της μύτης και των χειλιών, κλείσιμο των ματιών), κατάλληλη στάση (απομάκρυνση του εαυτού από το αντικείμενο προσβολής) και μια ιδιαίτερη φυσιολογική εκδήλωση (ναυτία). Όταν νιώθουμε αηδία αυξάνεται η έκκριση σίελου και μειώνονται οι παλμοί και η θερμοκρασία του δέρματός μας.
Από μελέτες που έχουν διενεργηθεί σχετικά με τη νευροφυσιολογική βάση του εν λόγω συναισθήματος προκύπτει ότι σχετίζεται άμεσα με συγκεκριμένα εγκεφαλικά συστήματα (βασικά γάγγλια και η νήσος του Reil). Έχει βρεθεί επίσης ότι άτομα που πάσχουν από ιδεοψυχαναγκαστική νεύρωση (OCD) επηρεάζονται ευκολότερα και σε μεγαλύτερο βαθμό από τις αηδιαστικές αναπαραστάσεις.
Το συναίσθημα της αηδίας είναι χρήσιμο για την κοινωνική και αναπτυξιακή ψυχολογία, γιατί μαζί με το φόβο (σε πολλές καθημερινές καταστάσεις που αντιμετωπίζουμε προκαλούνται ταυτόχρονα και τα δυο), αποτελεί πρωταρχικό μέσο κοινωνικοποίησης. Στους ανθρώπους η αηδία μπορεί να βιωθεί και για κοινωνικούς λόγους, για παράδειγμα για «κοινωνικά παράσιτα», όπως κακοποιούς παιδιών (διαπροσωπική και ηθική διάσταση).
Στο πλαίσιο της εξελικτικής προσέγγισης, η αηδία φαίνεται να σχετίζεται άμεσα και με την έννοια της υγιεινής, αποτελώντας το «έναυσμα» υιοθέτησης αντίστοιχης συμπεριφοράς. Αν το συναίσθημα της αηδίας εξελίχθηκε έτσι ώστε να μας προστατεύει από τα μικρόβια και τις μολύνσεις, τότε η υγιεινή αποτελεί την πρακτική προέκταση αυτής. Σύμφωνα με τη dr Val Curtis (London School of Hygiene) η ευαισθησία στην αηδία (disgust sensitivity) φαίνεται να εμφανίζεται σε υψηλότερα επίπεδα στο γυναικείο πληθυσμό, ως κατ’ εξοχήν φορέα της ανθρώπινης ζωής και κύριους φροντιστές των παιδιών και εμφανίζεται μείωση της ευαισθησίας αυτής, καθώς αυξάνεται το όριο ηλικίας, και συνεπώς η δυνατότητα αναπαραγωγής.
Ένα παιδί δε χρειάζεται να αναπτύξει έντονα το συναίσθημα της αηδίας εώς ότου φτάσει στην ηλικία που μειώνεται η στενή επιτήρηση των ανθρώπων που το φροντίζουν (κατά τους Rozin-Fallon πριν τα 5 έτη). Η ανατροφή διαδραματίζει καταλυτικό ρόλο στον καθορισμό του τι χαρακτηρίζεται αηδιαστικό και είναι εξαιρετικά ωφέλιμο οι γονείς να διατηρούν την έννοια της υγιεινής στις καθημερινές πρακτικές της οικογένειας και να απομακρύνουν τυχόν μολυσματικές ουσίες εκτός του οικιακού περιβάλλοντος των παιδιών.
Είναι σημαντικό λοιπόν για τους γονείς να μάθουν και να εκπαιδεύσουν τα παιδιά από μικρή ηλικία να φροντίζουν και να διατηρούν καθαρό τον προσωπικό τους χώρο (όπου περνούν πολλές ώρες) και να χρησιμοποιούν σαπούνι για την καθαριότητα των χεριών κάθε φορά μετά από επαφή με αντικείμενα του αποχωρητηρίου, υιοθετώντας διάφορες διευκολυντικές μεθόδους (π.χ. απαλές πετσέτες, εύοσμα σαπούνια ήπιας χρήσης).
Σε καμία περίπτωση δε θα πρέπει να αποθαρρύνονται τα παιδιά από το να «εξερευνήσουν τον κόσμο», με το φόβο να μην μολυνθούν, λερωθούν κτλ., καθώς η έννοια της υγιεινής αναφέρεται σε τρόπο – στάση ζωής και όχι σε περιορισμό της έμφυτης περιέργειας των παιδιών για δημιουργική ανακάλυψη του άγνωστου/καινούριου.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου