Πριν από αμέτρητες γενιές ανθρώπων, σε μία χώρα μακρινή, που την κατοικούσαν μόνον γυναίκες, ζούσε η μεγάλη και ισχυρή φυλή των Αμαζόνων. Η κοινωνία τους, βέβαια, επέτρεπε την επαφή με άνδρες, αλλά σε συγκεκριμένες εποχές τού έτους, ενώ καθ’ όλη την υπόλοιπη χρονιά, οι Αμαζόνες φρόντιζαν μόνες τους τα πάντα: καλλιεργούσαν την γη, έβοσκαν τα κοπάδια, ύφαιναν, τρυγούσαν, έπλεκαν, έπλαθαν πήλινα αγγεία, έχτιζαν ξύλινες και πέτρινες κατοικίες, κατεργάζονταν το μάρμαρο και το μέταλλο, κατασκεύαζαν πλοία, εξασκούνταν στα όπλα και στην ιππασία, αθλούνταν εντατικά, οργάνωναν αγώνες και, φυσικά, λάτρευαν τους ολύμπιους θεούς και τελούσαν ικετήριες και ευχαριστήριες θυσίες επάνω στους ιερούς βωμούς.
Μία από τις ενδοξότερες βασίλισσες των Αμαζόνων ήταν η θεϊκή Ιππολύτη. Στην ομορφιά δεν μπορούσε να την συναγωνιστεί καμμία γυναίκα, αλλά ήταν τόσο ικανή και στα όπλα, ώστε κανένας άνδρας δεν τολμούσε να μονομαχήσει μαζί της. Επάνω στα μακριά, καστανά μαλλιά της, που έδενε πότε-πότε ψηλά στο κεφάλι, φορούσε ένα ολόχρυσο στέμμα. Στους γεροδεμένους, μελαχρινούς ώμους της έριχνε πάντοτε έναν μακρύ μανδύα, τον οποίο στερέωνε με μία αδαμάντινη πόρπη επάνω από το αγαλματένιο στήθος της. Τα ενδύματά της ήταν κατασκευασμένα από δέρματα ζώων και τα έδενε γύρω από την δαχτυλιδένια μέση της με μία πολυτελή ζώνη, στολισμένη με κεντήματα που απεικόνιζαν σκηνές κυνηγιού. Αυτή η περίτεχνη ζώνη ήταν δώρο τής μαχητικής Αρτέμιδας προς την Ιππολύτη, επειδή η πανώρια βασίλισσα ήταν και πρωθιέρεια τής πανίσχυρης θεάς, την οποία κατ’ εξοχήν λάτρευαν και τιμούσαν οι Αμαζόνες ως προστάτιδα και ανώτατη ηγέτιδά τους.
Κάποτε, λοιπόν, ο θρυλικός ήρωας Θησέας, όντας ηγεμόνας των Αθηναίων, αποφάσισε να ταξιδέψει μέχρι την μυστηριώδη χώρα των Αμαζόνων, προκειμένου να γνωρίσει από κοντά εκείνη την θαυμαστή φυλή, γιά την οποία είχε ακούσει πολλές ενδιαφέρουσες και παράξενες διηγήσεις. Εξόπλισε κατάλληλα, τότε, ένα μεγάλο και γερό πλοίο, φόρτωσε τις αποθήκες του με κάθε είδους προμήθειες, επιβίβασε σ’ αυτό επιλεγμένους φίλους και συντρόφους του και ξεκίνησε γιά τα μακρινά μέρη των Αμαζόνων. Το ταξίδι του κύλισε ήρεμα και ατάραχα, γιατί ήταν καλοκαίρι και γιατί ο πολεμικός στόλος των Αθηναίων είχε καθαρίσει τα θαλάσσια περάσματα από την ενοχλητική και επικίνδυνη παρουσία ληστών και πειρατών. Έπειτα από πλεύση αρκετών ημερών, λοιπόν, ο Θησέας και η ομάδα του έφτασαν στο οχυρωμένο λιμάνι τής πρωτεύουσας των Αμαζόνων, πρόσδεσαν το πλοίο στους πασσάλους τής ακτής και αποβιβάστηκαν με τάξη.
Οι καλλίγραμες Αμαζόνες, που φρουρούσαν το λιμάνι, συγκεντρώθηκαν πάνοπλες τριγύρω τους, παρατηρώντας με περιέργεια τους νέους άνδρες και ρωτώντας τους γιά ποιόν λόγο έφτασαν μέχρι εκεί. Ο Θησέας και οι σύντροφοί του, κοιτάζοντας ολόγυρα με έκπληξη και θαυμασμό, απαντούσαν με ευγένεια και εξηγούσαν ότι ο σκοπός τού ταξιδιού τους ήταν ειρηνικός και ότι προσέρχονταν ως φίλοι, επιθυμώντας να γνωρίσουν από κοντά τις περίφημες Αμαζόνες. Οι γυναίκες, τότε, τους οδήγησαν στα μαρμάρινα ανάκτορα τής Ιππολύτης, τους έβαλαν να καθίσουν σε μία άνετη αίθουσα, που φωτιζόταν από τετράγωνα παράθυρα, τους προσέφεραν δροσερούς καρπούς και γλυκό κρασί, και τους ζήτησαν να περιμένουν εκεί την άφιξη τής Ιππολύτης. Στην ανατολική πλευρά τής αίθουσας ορθώνονταν τρεις μεγαλοπρεπείς βωμοί, αφιερωμένοι στις τρεις αειπάρθενες θεές τού Ολύμπου: την Αρτέμιδα, την Αθηνά και την Εστία. Στους τοίχους κρέμονταν τεράστιες, καλογυαλισμένες ασπίδες με αναπαραστάσεις μαχών και συμποσίων, καθώς και ανθεκτικά, δρύινα δόρατα με θανατηφόρες αιχμές. Οι ταξιδιώτες παρατηρούσαν προσεκτικά τον εντυπωσιακό διάκοσμο και σχολίαζαν χαμηλόφωνα όσα έβλεπαν.
Μέσα σε λίγη ώρα, λοιπόν, στην είσοδο τής αίθουσας εμφανίστηκε η αγέρωχη Ιππολύτη, μαζί με τέσσερις ακόμη Αμαζόνες – την Μελανίππη, την Θελξίππη, την Έρση και την Κρονία – αφήνοντας τους νεαρούς Αθηναίους άφωνους με το εξαίσιο παράστημα, το φωτεινό πρόσωπο, τα αστραφτερά μάτια και το υπερήφανο παρουσιαστικό της. Η βασίλισσα καλωσόρισε τους επισκέπτες της, κάθισε ανάμεσά τους, γύρω από το μαρμάρινο τραπέζι, και επί ώρες συζήτησε με τον Θησέα και τους συντρόφους του γιά χίλια-δυό θέματα. Οι τέσσερις συντρόφισσές της, γιά τις οποίες κανείς δεν θα μπορούσε να πει με βεβαιότητα ποιά ήταν η ομορφότερη ή η ελκυστικότερη, περιποιήθηκαν τους φιλοξενούμενους και αργότερα τους ξενάγησαν στην πόλη τους, στα ιερά, στην αγορά, στο στάδιο και στα εργαστήρια των τεχνιτριών. Λίγο πριν βραδιάσει, οι ταξιδιώτες αντάλλαξαν δώρα φιλοξενίας με τις Αμαζόνες, θυσίασαν στο ιερό τού ξένιου Δία και αποχώρησαν γιά να ξεκουραστούν.
Έτσι, λοιπόν, από εκείνη την ημέρα και έπειτα, ο καιρός περνούσε γρήγορα και ευχάριστα γιά τον Θησέα και τους συντρόφους του, που είχαν την σπάνια ευκαιρία να γνωρίσουν καλά τον λαό των Αμαζόνων, τις καθημερινές συνήθειες, τα ήθη, τα έθιμα, τις τελετουργίες, τις γιορτές και την νομοθεσία του. Πολλοί από τους συνταξιδιώτες τού Θησέα ερωτεύτηκαν αξιοζήλευτες Αμαζόνες και έσμιξαν ενθουσιασμένοι μαζί τους, αλλά κανένας γάμος δεν επισημοποιήθηκε, επειδή οι ατίθασες πολεμίστριες δεν επιθυμούσαν τέτοιου είδους δεσμεύσεις και προτιμούσαν να ζουν ελεύθερες από συζυγικές υποχρεώσεις. Ο ίδιος ο Θησέας γοητεύτηκε σφόδρα από την ακαταμάχητη Αντιόπη, μία λυγερόκορμη καλλονή με κατάμαυρες πλεξούδες, αξεπέραστη στον χειρισμό τού σπαθιού, άριστη τοξοβόλο, δεινή ιππεύτρια, καλογυμνασμένη και θαρραλέα. Η νέα γυναίκα, παιδική φίλη και έμπιστη ακόλουθος τής βασίλισσας Ιππολύτης, ανταποκρίθηκε στον έρωτα τού γεροδεμένου και γενναίου ηγέτη, αλλά δεν δεχόταν με τίποτε να τον παντρευτεί ούτε να τον ακολουθήσει στην Αθήνα. Ο ήρωας προσπάθησε πολλές φορές να την μεταπείσει, υποσχόμενος μεγάλες ανέσεις, ξεχωριστές τιμές, πλούσια αγαθά και απίστευτα μεγαλεία, αλλά η φιλελεύθερη Αντιόπη παρέμενε ανένδοτη.
Την παραμονή, λοιπόν, τής αναχώρησης των νέων από το βασίλειο των Αμαζόνων, ο Θησέας προσκάλεσε την Αντιόπη στο πλοίο του γιά να δειπνήσουν μαζί πριν αποχωρισθούν, και εκεί έθεσε σε εφαρμογή ένα πονηρό σχέδιο, το οποίο δεν θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί αντάξιο ενός έντιμου ηγεμόνα, αλλά οπωσδήποτε φανέρωνε τον ακατανίκητο πόθο ενός ερωτευμένου νέου. Κατά την διάρκεια τού πολυτελούς δείπνου, ο Θησέας παρακινούσε συνεχώς σε οινοποσία την ανυποψίαστη Αντιόπη και, τελικά, μέσα στην σεληνόφωτη νύχτα, κατάφερε να την μεθύσει και να την αποκοιμίσει. Μετά, την απόθεσε με προσοχή στην κλίνη του, την κάλυψε με ένα απαλό υφαντό και την άφησε να κοιμάται ήσυχα επάνω στο πλοίο.
Η αναχώρηση έγινε πριν από το ξημέρωμα. Οι Αμαζόνες, με επικεφαλής την Ιππολύτη, αποχαιρέτησαν τον Θησέα και τους φίλους του με θερμές ευχές και χαρούμενα τραγούδια. Ενόσω, λοιπόν, στον ορίζοντα άρχιζαν να φαίνονται οι πρώτες ζωηρές ακτίνες τού ήλιου, το καλοτάξιδο πλοίο είχε ήδη ανοιχτεί στο γαλάζιο πέλαγος. Τότε, ελαφρά ζαλισμένη από την νυχτερινή κραιπάλη, η Αντιόπη άνοιξε τα μεγάλα, πράσινα μάτια της και ξαφνιασμένη προσπαθούσε να καταλάβει πού βρισκόταν. Όταν αντιλήφθηκε τι της είχε συμβεί, αρχικά θύμωσε πολύ με τον Θησέα, αλλά στην συνέχεια ηρέμησε και άκουσε με κατανόηση τις εξηγήσεις και τις υποσχέσεις του. Έτσι, μέσα σε λίγες ημέρες, το πλοίο προσέγγισε το λιμάνι τής Αθήνας και οι ταξιδιώτες ξανάσμιξαν, ευχαριστημένοι και ικανοποιημένοι, με τις οικογένειές τους. Ο Θησέας οδήγησε πανευτυχής την Αντιόπη στα λαμπρά ανάκτορά του και την εγκατέστησε στον μεγάλο βασιλικό κοιτώνα, παραχωρώντας της πέντε άξιες θεραπαινίδες – την Νιόβη, την Ροδάνθη, την Αυτολύκη, την Ερασμία και την Τιμόκλεια – γιά να την φροντίζουν και να την υπηρετούν καθημερινά.
Ο καιρός περνούσε, και η Αντιόπη, που δεν είχε απολύτως κανένα παράπονο από τον ευγενικό Θησέα και ζούσε πολύ ευτυχισμένη στην φιλόξενη Αθήνα, είχε αρχίσει να σκέφτεται θετικά το ενδεχόμενο να παντρευτεί τον γενναιόδωρο ήρωα, να εγκαταλείψει τον παραδοσιακό τρόπο ζωής των Αμαζόνων και να προσαρμοστεί πλήρως στα καθήκοντα και στις υποχρεώσεις μίας Αθηναίας βασίλισσας, συζύγου και μητέρας. Έτσι, ένα όμορφο, ανοιξιάτικο βράδυ, αμέσως μετά τον δείπνο, αποκάλυψε στον αγαπημένο της τις σκέψεις που την απασχολούσαν. Ο Θησέας, που δεν περίμενε ένα τέτοιο ανέλπιστο δώρο, την αγκάλιασε με στοργή, την φίλησε και την ευχαρίστησε με μεγάλη χαρά γιά την απόφασή της.
Οι γάμοι τους γιορτάστηκαν με κάθε μεγαλοπρέπεια και επισημότητα, ενώ ο λαός τής Αθήνας δεν έχασε καμμία ευκαιρία να εκφράσει την ευαρέσκεια και την αγαλλίασή του γιά το χαρμόσυνο γεγονός. Αργότερα, γεννήθηκε και ο γιός τού ζευγαριού, ένα υγιέστατο και πανέμορφο αγόρι που ονομάστηκε Ιππόλυτος, προς τιμήν τής αξιολάτρευτης βασίλισσας Ιππολύτης, στην χώρα τής οποίας γνωρίστηκαν και αγαπήθηκαν ο Θησέας και η Αντιόπη.
Και κύλισαν οι μέρες, οι μήνες και τα χρόνια, και φτάσαμε στο σήμερα με υγεία και χαρά…
Μία από τις ενδοξότερες βασίλισσες των Αμαζόνων ήταν η θεϊκή Ιππολύτη. Στην ομορφιά δεν μπορούσε να την συναγωνιστεί καμμία γυναίκα, αλλά ήταν τόσο ικανή και στα όπλα, ώστε κανένας άνδρας δεν τολμούσε να μονομαχήσει μαζί της. Επάνω στα μακριά, καστανά μαλλιά της, που έδενε πότε-πότε ψηλά στο κεφάλι, φορούσε ένα ολόχρυσο στέμμα. Στους γεροδεμένους, μελαχρινούς ώμους της έριχνε πάντοτε έναν μακρύ μανδύα, τον οποίο στερέωνε με μία αδαμάντινη πόρπη επάνω από το αγαλματένιο στήθος της. Τα ενδύματά της ήταν κατασκευασμένα από δέρματα ζώων και τα έδενε γύρω από την δαχτυλιδένια μέση της με μία πολυτελή ζώνη, στολισμένη με κεντήματα που απεικόνιζαν σκηνές κυνηγιού. Αυτή η περίτεχνη ζώνη ήταν δώρο τής μαχητικής Αρτέμιδας προς την Ιππολύτη, επειδή η πανώρια βασίλισσα ήταν και πρωθιέρεια τής πανίσχυρης θεάς, την οποία κατ’ εξοχήν λάτρευαν και τιμούσαν οι Αμαζόνες ως προστάτιδα και ανώτατη ηγέτιδά τους.
Κάποτε, λοιπόν, ο θρυλικός ήρωας Θησέας, όντας ηγεμόνας των Αθηναίων, αποφάσισε να ταξιδέψει μέχρι την μυστηριώδη χώρα των Αμαζόνων, προκειμένου να γνωρίσει από κοντά εκείνη την θαυμαστή φυλή, γιά την οποία είχε ακούσει πολλές ενδιαφέρουσες και παράξενες διηγήσεις. Εξόπλισε κατάλληλα, τότε, ένα μεγάλο και γερό πλοίο, φόρτωσε τις αποθήκες του με κάθε είδους προμήθειες, επιβίβασε σ’ αυτό επιλεγμένους φίλους και συντρόφους του και ξεκίνησε γιά τα μακρινά μέρη των Αμαζόνων. Το ταξίδι του κύλισε ήρεμα και ατάραχα, γιατί ήταν καλοκαίρι και γιατί ο πολεμικός στόλος των Αθηναίων είχε καθαρίσει τα θαλάσσια περάσματα από την ενοχλητική και επικίνδυνη παρουσία ληστών και πειρατών. Έπειτα από πλεύση αρκετών ημερών, λοιπόν, ο Θησέας και η ομάδα του έφτασαν στο οχυρωμένο λιμάνι τής πρωτεύουσας των Αμαζόνων, πρόσδεσαν το πλοίο στους πασσάλους τής ακτής και αποβιβάστηκαν με τάξη.
Οι καλλίγραμες Αμαζόνες, που φρουρούσαν το λιμάνι, συγκεντρώθηκαν πάνοπλες τριγύρω τους, παρατηρώντας με περιέργεια τους νέους άνδρες και ρωτώντας τους γιά ποιόν λόγο έφτασαν μέχρι εκεί. Ο Θησέας και οι σύντροφοί του, κοιτάζοντας ολόγυρα με έκπληξη και θαυμασμό, απαντούσαν με ευγένεια και εξηγούσαν ότι ο σκοπός τού ταξιδιού τους ήταν ειρηνικός και ότι προσέρχονταν ως φίλοι, επιθυμώντας να γνωρίσουν από κοντά τις περίφημες Αμαζόνες. Οι γυναίκες, τότε, τους οδήγησαν στα μαρμάρινα ανάκτορα τής Ιππολύτης, τους έβαλαν να καθίσουν σε μία άνετη αίθουσα, που φωτιζόταν από τετράγωνα παράθυρα, τους προσέφεραν δροσερούς καρπούς και γλυκό κρασί, και τους ζήτησαν να περιμένουν εκεί την άφιξη τής Ιππολύτης. Στην ανατολική πλευρά τής αίθουσας ορθώνονταν τρεις μεγαλοπρεπείς βωμοί, αφιερωμένοι στις τρεις αειπάρθενες θεές τού Ολύμπου: την Αρτέμιδα, την Αθηνά και την Εστία. Στους τοίχους κρέμονταν τεράστιες, καλογυαλισμένες ασπίδες με αναπαραστάσεις μαχών και συμποσίων, καθώς και ανθεκτικά, δρύινα δόρατα με θανατηφόρες αιχμές. Οι ταξιδιώτες παρατηρούσαν προσεκτικά τον εντυπωσιακό διάκοσμο και σχολίαζαν χαμηλόφωνα όσα έβλεπαν.
Μέσα σε λίγη ώρα, λοιπόν, στην είσοδο τής αίθουσας εμφανίστηκε η αγέρωχη Ιππολύτη, μαζί με τέσσερις ακόμη Αμαζόνες – την Μελανίππη, την Θελξίππη, την Έρση και την Κρονία – αφήνοντας τους νεαρούς Αθηναίους άφωνους με το εξαίσιο παράστημα, το φωτεινό πρόσωπο, τα αστραφτερά μάτια και το υπερήφανο παρουσιαστικό της. Η βασίλισσα καλωσόρισε τους επισκέπτες της, κάθισε ανάμεσά τους, γύρω από το μαρμάρινο τραπέζι, και επί ώρες συζήτησε με τον Θησέα και τους συντρόφους του γιά χίλια-δυό θέματα. Οι τέσσερις συντρόφισσές της, γιά τις οποίες κανείς δεν θα μπορούσε να πει με βεβαιότητα ποιά ήταν η ομορφότερη ή η ελκυστικότερη, περιποιήθηκαν τους φιλοξενούμενους και αργότερα τους ξενάγησαν στην πόλη τους, στα ιερά, στην αγορά, στο στάδιο και στα εργαστήρια των τεχνιτριών. Λίγο πριν βραδιάσει, οι ταξιδιώτες αντάλλαξαν δώρα φιλοξενίας με τις Αμαζόνες, θυσίασαν στο ιερό τού ξένιου Δία και αποχώρησαν γιά να ξεκουραστούν.
Έτσι, λοιπόν, από εκείνη την ημέρα και έπειτα, ο καιρός περνούσε γρήγορα και ευχάριστα γιά τον Θησέα και τους συντρόφους του, που είχαν την σπάνια ευκαιρία να γνωρίσουν καλά τον λαό των Αμαζόνων, τις καθημερινές συνήθειες, τα ήθη, τα έθιμα, τις τελετουργίες, τις γιορτές και την νομοθεσία του. Πολλοί από τους συνταξιδιώτες τού Θησέα ερωτεύτηκαν αξιοζήλευτες Αμαζόνες και έσμιξαν ενθουσιασμένοι μαζί τους, αλλά κανένας γάμος δεν επισημοποιήθηκε, επειδή οι ατίθασες πολεμίστριες δεν επιθυμούσαν τέτοιου είδους δεσμεύσεις και προτιμούσαν να ζουν ελεύθερες από συζυγικές υποχρεώσεις. Ο ίδιος ο Θησέας γοητεύτηκε σφόδρα από την ακαταμάχητη Αντιόπη, μία λυγερόκορμη καλλονή με κατάμαυρες πλεξούδες, αξεπέραστη στον χειρισμό τού σπαθιού, άριστη τοξοβόλο, δεινή ιππεύτρια, καλογυμνασμένη και θαρραλέα. Η νέα γυναίκα, παιδική φίλη και έμπιστη ακόλουθος τής βασίλισσας Ιππολύτης, ανταποκρίθηκε στον έρωτα τού γεροδεμένου και γενναίου ηγέτη, αλλά δεν δεχόταν με τίποτε να τον παντρευτεί ούτε να τον ακολουθήσει στην Αθήνα. Ο ήρωας προσπάθησε πολλές φορές να την μεταπείσει, υποσχόμενος μεγάλες ανέσεις, ξεχωριστές τιμές, πλούσια αγαθά και απίστευτα μεγαλεία, αλλά η φιλελεύθερη Αντιόπη παρέμενε ανένδοτη.
Την παραμονή, λοιπόν, τής αναχώρησης των νέων από το βασίλειο των Αμαζόνων, ο Θησέας προσκάλεσε την Αντιόπη στο πλοίο του γιά να δειπνήσουν μαζί πριν αποχωρισθούν, και εκεί έθεσε σε εφαρμογή ένα πονηρό σχέδιο, το οποίο δεν θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί αντάξιο ενός έντιμου ηγεμόνα, αλλά οπωσδήποτε φανέρωνε τον ακατανίκητο πόθο ενός ερωτευμένου νέου. Κατά την διάρκεια τού πολυτελούς δείπνου, ο Θησέας παρακινούσε συνεχώς σε οινοποσία την ανυποψίαστη Αντιόπη και, τελικά, μέσα στην σεληνόφωτη νύχτα, κατάφερε να την μεθύσει και να την αποκοιμίσει. Μετά, την απόθεσε με προσοχή στην κλίνη του, την κάλυψε με ένα απαλό υφαντό και την άφησε να κοιμάται ήσυχα επάνω στο πλοίο.
Η αναχώρηση έγινε πριν από το ξημέρωμα. Οι Αμαζόνες, με επικεφαλής την Ιππολύτη, αποχαιρέτησαν τον Θησέα και τους φίλους του με θερμές ευχές και χαρούμενα τραγούδια. Ενόσω, λοιπόν, στον ορίζοντα άρχιζαν να φαίνονται οι πρώτες ζωηρές ακτίνες τού ήλιου, το καλοτάξιδο πλοίο είχε ήδη ανοιχτεί στο γαλάζιο πέλαγος. Τότε, ελαφρά ζαλισμένη από την νυχτερινή κραιπάλη, η Αντιόπη άνοιξε τα μεγάλα, πράσινα μάτια της και ξαφνιασμένη προσπαθούσε να καταλάβει πού βρισκόταν. Όταν αντιλήφθηκε τι της είχε συμβεί, αρχικά θύμωσε πολύ με τον Θησέα, αλλά στην συνέχεια ηρέμησε και άκουσε με κατανόηση τις εξηγήσεις και τις υποσχέσεις του. Έτσι, μέσα σε λίγες ημέρες, το πλοίο προσέγγισε το λιμάνι τής Αθήνας και οι ταξιδιώτες ξανάσμιξαν, ευχαριστημένοι και ικανοποιημένοι, με τις οικογένειές τους. Ο Θησέας οδήγησε πανευτυχής την Αντιόπη στα λαμπρά ανάκτορά του και την εγκατέστησε στον μεγάλο βασιλικό κοιτώνα, παραχωρώντας της πέντε άξιες θεραπαινίδες – την Νιόβη, την Ροδάνθη, την Αυτολύκη, την Ερασμία και την Τιμόκλεια – γιά να την φροντίζουν και να την υπηρετούν καθημερινά.
Ο καιρός περνούσε, και η Αντιόπη, που δεν είχε απολύτως κανένα παράπονο από τον ευγενικό Θησέα και ζούσε πολύ ευτυχισμένη στην φιλόξενη Αθήνα, είχε αρχίσει να σκέφτεται θετικά το ενδεχόμενο να παντρευτεί τον γενναιόδωρο ήρωα, να εγκαταλείψει τον παραδοσιακό τρόπο ζωής των Αμαζόνων και να προσαρμοστεί πλήρως στα καθήκοντα και στις υποχρεώσεις μίας Αθηναίας βασίλισσας, συζύγου και μητέρας. Έτσι, ένα όμορφο, ανοιξιάτικο βράδυ, αμέσως μετά τον δείπνο, αποκάλυψε στον αγαπημένο της τις σκέψεις που την απασχολούσαν. Ο Θησέας, που δεν περίμενε ένα τέτοιο ανέλπιστο δώρο, την αγκάλιασε με στοργή, την φίλησε και την ευχαρίστησε με μεγάλη χαρά γιά την απόφασή της.
Οι γάμοι τους γιορτάστηκαν με κάθε μεγαλοπρέπεια και επισημότητα, ενώ ο λαός τής Αθήνας δεν έχασε καμμία ευκαιρία να εκφράσει την ευαρέσκεια και την αγαλλίασή του γιά το χαρμόσυνο γεγονός. Αργότερα, γεννήθηκε και ο γιός τού ζευγαριού, ένα υγιέστατο και πανέμορφο αγόρι που ονομάστηκε Ιππόλυτος, προς τιμήν τής αξιολάτρευτης βασίλισσας Ιππολύτης, στην χώρα τής οποίας γνωρίστηκαν και αγαπήθηκαν ο Θησέας και η Αντιόπη.
Και κύλισαν οι μέρες, οι μήνες και τα χρόνια, και φτάσαμε στο σήμερα με υγεία και χαρά…
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου