Η σχέση ως έννοια φαντάζει μια πολυπαραγοντική εξίσωση για καλούς και έμπειρους λύτες, με κύριες μεταβλητές την εμπειρία, τα βιώματα και την οπτική θεώρηση του κόσμου. Η πολυσυζητημένη έκφραση πως τα ετερώνυμα έλκονται, ενώ τα ομώνυμα απωθούνται, πρωταγωνιστεί πάντα στις συζητήσεις περί σχέσεων, χωρίς, όμως, να υπάρχει πάντοτε ξεκάθαρος νικητής αυτού του άτυπου debate. Η προσωπική μου θεώρηση -κι εντέλει τοποθέτηση- υποστηρίζει πως όντως στον ανθρώπινο μικρόκοσμο τα ετερώνυμα έλκονται με την διαφορά πως ο έρωτας δεν θέλει φυσική, αλλά χημεία.
Κατά πολλούς τα κύρια συστατικά για την δημιουργία μιας υγιούς και μακρόπνοης σχέσης είναι η επικοινωνία, το σεξ και η χημεία (Μανωλιάδης, 2009). Όπως αντιλαμβάνεται κανείς και τα τρία χαρακτηριστικά εξαρτώνται από την υιοθέτηση εκ μέρους του ζευγαριού μίας «συντεταγμένης οπτικής», οπότε οποιαδήποτε απόκλιση αλλοιώνει την άνωθι συνταγή επιτυχίας. Ας υποθέσουμε, όμως, πως η διαφορετικότητα ενισχύει την ελκυστικότητα κι ας αναλύσουμε βάσει αυτού το παραπάνω τρίπτυχο επιτυχίας μιας σχέσης.
Αρχικά, οι περισσότεροι θα συμφωνούσαν πως τον καταλυτικό ρόλο για την εξέλιξη μιας σχέσης διαδραματίζει η επικοινωνία. Άλλωστε, αυτή αποτελεί έναν από τους κυριότερους παράγοντες σύμπνοιας κι ευημερίας μιας κοινωνίας. Στην περίπτωση, όμως, μιας σχέσης που αφορά δύο αποκλινόμενες προσωπικότητες, με διαφορετικά βιώματα, με ετερογενή πολλές φορές «θέλω» και «πιστεύω», η επικοινωνία με μαθηματική ακρίβεια θα συγκεντρώσει τις περισσότερες πιθανότητες να λάβει την έκφραση μίας τραχείας αντιπαράθεσης και λογομαχίας, με φυσικό επακόλουθο την φθορά της. Η διαφορετική οπτική και θεώρηση του κόσμου δεν είναι σύμμαχος της ανάπτυξης μιας υγιούς σχέσης. Αντίθετα, άτομα που έχουν πιο όμοιες προσωπικότητες, επειδή ακριβώς αντιδρούν στα προβλήματα με παρόμοιο τρόπο, παρουσιάζουν περισσότερη σύμπνοια στον τρόπο που πορεύονται στην ζωή, αφού μιλάνε την ίδια γλώσσα, συμπεριφέρονται με τον ίδιο τρόπο, έχουν κοινό επίπεδο αντιλήψεων, αναγκών και πεποιθήσεων (Μανωλιάδης, 2009). Η επικοινωνία, δηλαδή, είναι το δυνατό σημείο αυτών των ζευγαριών, αφού βάσει αυτής «μακιγιάρουν» κάθε ενδεχόμενη ατέλεια της.
Από την άλλη, το ερωτικό κομμάτι σε μια σχέση δεν μπορεί να αφήσει κανέναν ασυγκίνητο. Για αρκετούς το σεξ είναι όπως το χρήμα, δηλαδή καλό είναι να το έχεις, αλλά χυδαίο να μιλάς γι’ αυτό. Ωστόσο, επί του παρόντος θα επικεντρωθούμε στις επιστημονικές αποχρώσεις του. Μελέτες αποδεικνύουν πως το σεξ είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με την επικοινωνία και την χημεία (Ασκητής, 2011). Πιο συγκεκριμένα, μια ερωτική επαφή χρειάζεται προφανώς κοινά ερεθίσματα, χημική έλξη και επικοινωνία πριν, μετά, αλλά και κατά την διάρκειά της. Το κοινό σύστημα αξιών και παραστάσεων θα μπορούσε ίσως να προστεθεί στα προηγούμενα, όμως κατά περιπτώσεις δεν επιτελεί καθοριστικό παράγοντα. Παράλληλα, η διαφορετικότητα των χαρακτήρων κατά μια έννοια αναζωπυρώνει το πάθος μέσω της έντασης, εντούτοις το ζήτημα είναι για πόσο. Θα συμφωνήσω σε γενικές γραμμές πως η αρχή θα είναι συναρπαστική εξαιτίας των αντιθέσεων (γνωρίζει κανείς νέους τρόπους προσέγγισης και γεννάται η τάση της εξερεύνησης), όμως μία σχέση μπορεί να θεωρηθεί πετυχημένη βάσει της διάρκειας της στην ολότητα, κι όχι μόνο απ” αφορμή κάποιων σεξουαλικών εκλάμψεων της.
Τέλος, θα ήθελα να θίξω την καθαρά επιστημονική χροιά του ζητήματος. Η βιοχημεία, οι νευροεπιστήμες και άλλοι κλάδοι των επιστημών προσπαθούν να ανακαλύψουν τις διεργασίες που συντελούνται στον οργανισμό τις στιγμές της απόλυτης ευτυχίας, όπως για παράδειγμα η μελέτη του Neil Martin (2012). O κάθε άνθρωπος έχει μια οσμή που αναδίδει το σώμα του, η οποία είναι τόσο μοναδική όσο και τα δαχτυλικά του αποτυπώματα. Αυτή ακριβώς η οσμή μπορεί να προκαλέσει την ερωτική επιθυμία σε κάποιον ή να απωθήσει έναν άλλον. Αυτή την άποψη υπερθεματίζει και η χημικός Γιαλλούση Μαρία (2006) θεωρώντας πως όταν οι οσμές ταιριάζουν χημικά, υπάρχει μεγαλύτερη πιθανότητα έλξης και ερωτικής ταύτισης, ενώ οσμές διαφορετικής χημικής σύστασης παρουσίασαν μικρότερη πιθανότητα επιτυχίας.
Εν κατακλείδι, τα προσωπικά μου βιώματα -μεταξύ αυτών και η γνωστική μου εμπειρία- με οδηγούν να προσυπογράψω την άποψη ότι τα ομώνυμα έλκονται. Παρ” όλα αυτά, θα δεχθώ και θα μοιραστώ μαζί σας μια γνωστή ρήση που αντικατοπτρίζει κι ένα μέρος της δικής μου υφέρπουσας αλήθειας: «Δεν υπάρχουν ομώνυμοι και ετερώνυμοι άνθρωποι. Υπάρχουν άνθρωποι που αγαπήθηκαν και άνθρωποι που δεν αγαπήθηκαν ποτέ».
Η σχέση ως έννοια φαντάζει μια πολυπαραγοντική εξίσωση για καλούς και έμπειρους λύτες, με κύριες μεταβλητές την εμπειρία, τα βιώματα και την οπτική θεώρηση του κόσμου. Η πολυσυζητημένη έκφραση πως τα ετερώνυμα έλκονται, ενώ τα ομώνυμα απωθούνται, πρωταγωνιστεί πάντα στις συζητήσεις περί σχέσεων, χωρίς, όμως, να υπάρχει πάντοτε ξεκάθαρος νικητής αυτού του άτυπου debate. Η προσωπική μου θεώρηση -κι εντέλει τοποθέτηση- υποστηρίζει πως όντως στον ανθρώπινο μικρόκοσμο τα ετερώνυμα έλκονται με την διαφορά πως ο έρωτας δεν θέλει φυσική, αλλά χημεία.
Κατά πολλούς τα κύρια συστατικά για την δημιουργία μιας υγιούς και μακρόπνοης σχέσης είναι η επικοινωνία, το σεξ και η χημεία (Μανωλιάδης, 2009). Όπως αντιλαμβάνεται κανείς και τα τρία χαρακτηριστικά εξαρτώνται από την υιοθέτηση εκ μέρους του ζευγαριού μίας «συντεταγμένης οπτικής», οπότε οποιαδήποτε απόκλιση αλλοιώνει την άνωθι συνταγή επιτυχίας. Ας υποθέσουμε, όμως, πως η διαφορετικότητα ενισχύει την ελκυστικότητα κι ας αναλύσουμε βάσει αυτού το παραπάνω τρίπτυχο επιτυχίας μιας σχέσης.
Αρχικά, οι περισσότεροι θα συμφωνούσαν πως τον καταλυτικό ρόλο για την εξέλιξη μιας σχέσης διαδραματίζει η επικοινωνία. Άλλωστε, αυτή αποτελεί έναν από τους κυριότερους παράγοντες σύμπνοιας κι ευημερίας μιας κοινωνίας. Στην περίπτωση, όμως, μιας σχέσης που αφορά δύο αποκλινόμενες προσωπικότητες, με διαφορετικά βιώματα, με ετερογενή πολλές φορές «θέλω» και «πιστεύω», η επικοινωνία με μαθηματική ακρίβεια θα συγκεντρώσει τις περισσότερες πιθανότητες να λάβει την έκφραση μίας τραχείας αντιπαράθεσης και λογομαχίας, με φυσικό επακόλουθο την φθορά της. Η διαφορετική οπτική και θεώρηση του κόσμου δεν είναι σύμμαχος της ανάπτυξης μιας υγιούς σχέσης. Αντίθετα, άτομα που έχουν πιο όμοιες προσωπικότητες, επειδή ακριβώς αντιδρούν στα προβλήματα με παρόμοιο τρόπο, παρουσιάζουν περισσότερη σύμπνοια στον τρόπο που πορεύονται στην ζωή, αφού μιλάνε την ίδια γλώσσα, συμπεριφέρονται με τον ίδιο τρόπο, έχουν κοινό επίπεδο αντιλήψεων, αναγκών και πεποιθήσεων (Μανωλιάδης, 2009). Η επικοινωνία, δηλαδή, είναι το δυνατό σημείο αυτών των ζευγαριών, αφού βάσει αυτής «μακιγιάρουν» κάθε ενδεχόμενη ατέλεια της.
Από την άλλη, το ερωτικό κομμάτι σε μια σχέση δεν μπορεί να αφήσει κανέναν ασυγκίνητο. Για αρκετούς το σεξ είναι όπως το χρήμα, δηλαδή καλό είναι να το έχεις, αλλά χυδαίο να μιλάς γι’ αυτό. Ωστόσο, επί του παρόντος θα επικεντρωθούμε στις επιστημονικές αποχρώσεις του. Μελέτες αποδεικνύουν πως το σεξ είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με την επικοινωνία και την χημεία (Ασκητής, 2011). Πιο συγκεκριμένα, μια ερωτική επαφή χρειάζεται προφανώς κοινά ερεθίσματα, χημική έλξη και επικοινωνία πριν, μετά, αλλά και κατά την διάρκειά της. Το κοινό σύστημα αξιών και παραστάσεων θα μπορούσε ίσως να προστεθεί στα προηγούμενα, όμως κατά περιπτώσεις δεν επιτελεί καθοριστικό παράγοντα. Παράλληλα, η διαφορετικότητα των χαρακτήρων κατά μια έννοια αναζωπυρώνει το πάθος μέσω της έντασης, εντούτοις το ζήτημα είναι για πόσο. Θα συμφωνήσω σε γενικές γραμμές πως η αρχή θα είναι συναρπαστική εξαιτίας των αντιθέσεων (γνωρίζει κανείς νέους τρόπους προσέγγισης και γεννάται η τάση της εξερεύνησης), όμως μία σχέση μπορεί να θεωρηθεί πετυχημένη βάσει της διάρκειας της στην ολότητα, κι όχι μόνο απ” αφορμή κάποιων σεξουαλικών εκλάμψεων της.
Τέλος, θα ήθελα να θίξω την καθαρά επιστημονική χροιά του ζητήματος. Η βιοχημεία, οι νευροεπιστήμες και άλλοι κλάδοι των επιστημών προσπαθούν να ανακαλύψουν τις διεργασίες που συντελούνται στον οργανισμό τις στιγμές της απόλυτης ευτυχίας, όπως για παράδειγμα η μελέτη του Neil Martin (2012). O κάθε άνθρωπος έχει μια οσμή που αναδίδει το σώμα του, η οποία είναι τόσο μοναδική όσο και τα δαχτυλικά του αποτυπώματα. Αυτή ακριβώς η οσμή μπορεί να προκαλέσει την ερωτική επιθυμία σε κάποιον ή να απωθήσει έναν άλλον. Αυτή την άποψη υπερθεματίζει και η χημικός Γιαλλούση Μαρία (2006) θεωρώντας πως όταν οι οσμές ταιριάζουν χημικά, υπάρχει μεγαλύτερη πιθανότητα έλξης και ερωτικής ταύτισης, ενώ οσμές διαφορετικής χημικής σύστασης παρουσίασαν μικρότερη πιθανότητα επιτυχίας.
Εν κατακλείδι, τα προσωπικά μου βιώματα -μεταξύ αυτών και η γνωστική μου εμπειρία- με οδηγούν να προσυπογράψω την άποψη ότι τα ομώνυμα έλκονται. Παρ” όλα αυτά, θα δεχθώ και θα μοιραστώ μαζί σας μια γνωστή ρήση που αντικατοπτρίζει κι ένα μέρος της δικής μου υφέρπουσας αλήθειας: «Δεν υπάρχουν ομώνυμοι και ετερώνυμοι άνθρωποι. Υπάρχουν άνθρωποι που αγαπήθηκαν και άνθρωποι που δεν αγαπήθηκαν ποτέ».
Κατά πολλούς τα κύρια συστατικά για την δημιουργία μιας υγιούς και μακρόπνοης σχέσης είναι η επικοινωνία, το σεξ και η χημεία (Μανωλιάδης, 2009). Όπως αντιλαμβάνεται κανείς και τα τρία χαρακτηριστικά εξαρτώνται από την υιοθέτηση εκ μέρους του ζευγαριού μίας «συντεταγμένης οπτικής», οπότε οποιαδήποτε απόκλιση αλλοιώνει την άνωθι συνταγή επιτυχίας. Ας υποθέσουμε, όμως, πως η διαφορετικότητα ενισχύει την ελκυστικότητα κι ας αναλύσουμε βάσει αυτού το παραπάνω τρίπτυχο επιτυχίας μιας σχέσης.
Αρχικά, οι περισσότεροι θα συμφωνούσαν πως τον καταλυτικό ρόλο για την εξέλιξη μιας σχέσης διαδραματίζει η επικοινωνία. Άλλωστε, αυτή αποτελεί έναν από τους κυριότερους παράγοντες σύμπνοιας κι ευημερίας μιας κοινωνίας. Στην περίπτωση, όμως, μιας σχέσης που αφορά δύο αποκλινόμενες προσωπικότητες, με διαφορετικά βιώματα, με ετερογενή πολλές φορές «θέλω» και «πιστεύω», η επικοινωνία με μαθηματική ακρίβεια θα συγκεντρώσει τις περισσότερες πιθανότητες να λάβει την έκφραση μίας τραχείας αντιπαράθεσης και λογομαχίας, με φυσικό επακόλουθο την φθορά της. Η διαφορετική οπτική και θεώρηση του κόσμου δεν είναι σύμμαχος της ανάπτυξης μιας υγιούς σχέσης. Αντίθετα, άτομα που έχουν πιο όμοιες προσωπικότητες, επειδή ακριβώς αντιδρούν στα προβλήματα με παρόμοιο τρόπο, παρουσιάζουν περισσότερη σύμπνοια στον τρόπο που πορεύονται στην ζωή, αφού μιλάνε την ίδια γλώσσα, συμπεριφέρονται με τον ίδιο τρόπο, έχουν κοινό επίπεδο αντιλήψεων, αναγκών και πεποιθήσεων (Μανωλιάδης, 2009). Η επικοινωνία, δηλαδή, είναι το δυνατό σημείο αυτών των ζευγαριών, αφού βάσει αυτής «μακιγιάρουν» κάθε ενδεχόμενη ατέλεια της.
Από την άλλη, το ερωτικό κομμάτι σε μια σχέση δεν μπορεί να αφήσει κανέναν ασυγκίνητο. Για αρκετούς το σεξ είναι όπως το χρήμα, δηλαδή καλό είναι να το έχεις, αλλά χυδαίο να μιλάς γι’ αυτό. Ωστόσο, επί του παρόντος θα επικεντρωθούμε στις επιστημονικές αποχρώσεις του. Μελέτες αποδεικνύουν πως το σεξ είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με την επικοινωνία και την χημεία (Ασκητής, 2011). Πιο συγκεκριμένα, μια ερωτική επαφή χρειάζεται προφανώς κοινά ερεθίσματα, χημική έλξη και επικοινωνία πριν, μετά, αλλά και κατά την διάρκειά της. Το κοινό σύστημα αξιών και παραστάσεων θα μπορούσε ίσως να προστεθεί στα προηγούμενα, όμως κατά περιπτώσεις δεν επιτελεί καθοριστικό παράγοντα. Παράλληλα, η διαφορετικότητα των χαρακτήρων κατά μια έννοια αναζωπυρώνει το πάθος μέσω της έντασης, εντούτοις το ζήτημα είναι για πόσο. Θα συμφωνήσω σε γενικές γραμμές πως η αρχή θα είναι συναρπαστική εξαιτίας των αντιθέσεων (γνωρίζει κανείς νέους τρόπους προσέγγισης και γεννάται η τάση της εξερεύνησης), όμως μία σχέση μπορεί να θεωρηθεί πετυχημένη βάσει της διάρκειας της στην ολότητα, κι όχι μόνο απ” αφορμή κάποιων σεξουαλικών εκλάμψεων της.
Τέλος, θα ήθελα να θίξω την καθαρά επιστημονική χροιά του ζητήματος. Η βιοχημεία, οι νευροεπιστήμες και άλλοι κλάδοι των επιστημών προσπαθούν να ανακαλύψουν τις διεργασίες που συντελούνται στον οργανισμό τις στιγμές της απόλυτης ευτυχίας, όπως για παράδειγμα η μελέτη του Neil Martin (2012). O κάθε άνθρωπος έχει μια οσμή που αναδίδει το σώμα του, η οποία είναι τόσο μοναδική όσο και τα δαχτυλικά του αποτυπώματα. Αυτή ακριβώς η οσμή μπορεί να προκαλέσει την ερωτική επιθυμία σε κάποιον ή να απωθήσει έναν άλλον. Αυτή την άποψη υπερθεματίζει και η χημικός Γιαλλούση Μαρία (2006) θεωρώντας πως όταν οι οσμές ταιριάζουν χημικά, υπάρχει μεγαλύτερη πιθανότητα έλξης και ερωτικής ταύτισης, ενώ οσμές διαφορετικής χημικής σύστασης παρουσίασαν μικρότερη πιθανότητα επιτυχίας.
Εν κατακλείδι, τα προσωπικά μου βιώματα -μεταξύ αυτών και η γνωστική μου εμπειρία- με οδηγούν να προσυπογράψω την άποψη ότι τα ομώνυμα έλκονται. Παρ” όλα αυτά, θα δεχθώ και θα μοιραστώ μαζί σας μια γνωστή ρήση που αντικατοπτρίζει κι ένα μέρος της δικής μου υφέρπουσας αλήθειας: «Δεν υπάρχουν ομώνυμοι και ετερώνυμοι άνθρωποι. Υπάρχουν άνθρωποι που αγαπήθηκαν και άνθρωποι που δεν αγαπήθηκαν ποτέ».
Η σχέση ως έννοια φαντάζει μια πολυπαραγοντική εξίσωση για καλούς και έμπειρους λύτες, με κύριες μεταβλητές την εμπειρία, τα βιώματα και την οπτική θεώρηση του κόσμου. Η πολυσυζητημένη έκφραση πως τα ετερώνυμα έλκονται, ενώ τα ομώνυμα απωθούνται, πρωταγωνιστεί πάντα στις συζητήσεις περί σχέσεων, χωρίς, όμως, να υπάρχει πάντοτε ξεκάθαρος νικητής αυτού του άτυπου debate. Η προσωπική μου θεώρηση -κι εντέλει τοποθέτηση- υποστηρίζει πως όντως στον ανθρώπινο μικρόκοσμο τα ετερώνυμα έλκονται με την διαφορά πως ο έρωτας δεν θέλει φυσική, αλλά χημεία.
Κατά πολλούς τα κύρια συστατικά για την δημιουργία μιας υγιούς και μακρόπνοης σχέσης είναι η επικοινωνία, το σεξ και η χημεία (Μανωλιάδης, 2009). Όπως αντιλαμβάνεται κανείς και τα τρία χαρακτηριστικά εξαρτώνται από την υιοθέτηση εκ μέρους του ζευγαριού μίας «συντεταγμένης οπτικής», οπότε οποιαδήποτε απόκλιση αλλοιώνει την άνωθι συνταγή επιτυχίας. Ας υποθέσουμε, όμως, πως η διαφορετικότητα ενισχύει την ελκυστικότητα κι ας αναλύσουμε βάσει αυτού το παραπάνω τρίπτυχο επιτυχίας μιας σχέσης.
Αρχικά, οι περισσότεροι θα συμφωνούσαν πως τον καταλυτικό ρόλο για την εξέλιξη μιας σχέσης διαδραματίζει η επικοινωνία. Άλλωστε, αυτή αποτελεί έναν από τους κυριότερους παράγοντες σύμπνοιας κι ευημερίας μιας κοινωνίας. Στην περίπτωση, όμως, μιας σχέσης που αφορά δύο αποκλινόμενες προσωπικότητες, με διαφορετικά βιώματα, με ετερογενή πολλές φορές «θέλω» και «πιστεύω», η επικοινωνία με μαθηματική ακρίβεια θα συγκεντρώσει τις περισσότερες πιθανότητες να λάβει την έκφραση μίας τραχείας αντιπαράθεσης και λογομαχίας, με φυσικό επακόλουθο την φθορά της. Η διαφορετική οπτική και θεώρηση του κόσμου δεν είναι σύμμαχος της ανάπτυξης μιας υγιούς σχέσης. Αντίθετα, άτομα που έχουν πιο όμοιες προσωπικότητες, επειδή ακριβώς αντιδρούν στα προβλήματα με παρόμοιο τρόπο, παρουσιάζουν περισσότερη σύμπνοια στον τρόπο που πορεύονται στην ζωή, αφού μιλάνε την ίδια γλώσσα, συμπεριφέρονται με τον ίδιο τρόπο, έχουν κοινό επίπεδο αντιλήψεων, αναγκών και πεποιθήσεων (Μανωλιάδης, 2009). Η επικοινωνία, δηλαδή, είναι το δυνατό σημείο αυτών των ζευγαριών, αφού βάσει αυτής «μακιγιάρουν» κάθε ενδεχόμενη ατέλεια της.
Από την άλλη, το ερωτικό κομμάτι σε μια σχέση δεν μπορεί να αφήσει κανέναν ασυγκίνητο. Για αρκετούς το σεξ είναι όπως το χρήμα, δηλαδή καλό είναι να το έχεις, αλλά χυδαίο να μιλάς γι’ αυτό. Ωστόσο, επί του παρόντος θα επικεντρωθούμε στις επιστημονικές αποχρώσεις του. Μελέτες αποδεικνύουν πως το σεξ είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με την επικοινωνία και την χημεία (Ασκητής, 2011). Πιο συγκεκριμένα, μια ερωτική επαφή χρειάζεται προφανώς κοινά ερεθίσματα, χημική έλξη και επικοινωνία πριν, μετά, αλλά και κατά την διάρκειά της. Το κοινό σύστημα αξιών και παραστάσεων θα μπορούσε ίσως να προστεθεί στα προηγούμενα, όμως κατά περιπτώσεις δεν επιτελεί καθοριστικό παράγοντα. Παράλληλα, η διαφορετικότητα των χαρακτήρων κατά μια έννοια αναζωπυρώνει το πάθος μέσω της έντασης, εντούτοις το ζήτημα είναι για πόσο. Θα συμφωνήσω σε γενικές γραμμές πως η αρχή θα είναι συναρπαστική εξαιτίας των αντιθέσεων (γνωρίζει κανείς νέους τρόπους προσέγγισης και γεννάται η τάση της εξερεύνησης), όμως μία σχέση μπορεί να θεωρηθεί πετυχημένη βάσει της διάρκειας της στην ολότητα, κι όχι μόνο απ” αφορμή κάποιων σεξουαλικών εκλάμψεων της.
Τέλος, θα ήθελα να θίξω την καθαρά επιστημονική χροιά του ζητήματος. Η βιοχημεία, οι νευροεπιστήμες και άλλοι κλάδοι των επιστημών προσπαθούν να ανακαλύψουν τις διεργασίες που συντελούνται στον οργανισμό τις στιγμές της απόλυτης ευτυχίας, όπως για παράδειγμα η μελέτη του Neil Martin (2012). O κάθε άνθρωπος έχει μια οσμή που αναδίδει το σώμα του, η οποία είναι τόσο μοναδική όσο και τα δαχτυλικά του αποτυπώματα. Αυτή ακριβώς η οσμή μπορεί να προκαλέσει την ερωτική επιθυμία σε κάποιον ή να απωθήσει έναν άλλον. Αυτή την άποψη υπερθεματίζει και η χημικός Γιαλλούση Μαρία (2006) θεωρώντας πως όταν οι οσμές ταιριάζουν χημικά, υπάρχει μεγαλύτερη πιθανότητα έλξης και ερωτικής ταύτισης, ενώ οσμές διαφορετικής χημικής σύστασης παρουσίασαν μικρότερη πιθανότητα επιτυχίας.
Εν κατακλείδι, τα προσωπικά μου βιώματα -μεταξύ αυτών και η γνωστική μου εμπειρία- με οδηγούν να προσυπογράψω την άποψη ότι τα ομώνυμα έλκονται. Παρ” όλα αυτά, θα δεχθώ και θα μοιραστώ μαζί σας μια γνωστή ρήση που αντικατοπτρίζει κι ένα μέρος της δικής μου υφέρπουσας αλήθειας: «Δεν υπάρχουν ομώνυμοι και ετερώνυμοι άνθρωποι. Υπάρχουν άνθρωποι που αγαπήθηκαν και άνθρωποι που δεν αγαπήθηκαν ποτέ».
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου