Όταν οι άνθρωποι βρεθούμε σε αρκετή ησυχία τότε ακούμε την εσωτερική φωνή μας να χορεύει στον ήχο του σφυγμού μας. Η ζωή είναι ένα ταξίδι εμπρός• πηδώντας από χτύπο σε χτύπο όπως ακριβώς ένας βάτραχος πηδά από βότσαλο σε βότσαλο. Καμιά φορά τυχαίνει να είναι γρήγορος ενώ άλλοτε είναι τόσο αργός που μας τρομάζει. Συγκεκριμένα, μας τρομάζει η απόσταση των χτύπων, μεταξύ τους, καθώς μαρτυρά τον φόβο μην πέσουμε στο ενδιάμεσο διάκενο… Και όταν το συναίσθημα αυτό επικρατήσει και σταματήσουμε να πηγαίνουμε μπρος τότε η αδράνεια – για μοναδική φορά – γίνεται κινητήριος δύναμη και τα χείλη μας λένε “βαριέμαι”.
Τι σημαίνει, όμως, στα αλήθεια “βαριέμαι” και τι ερμηνείες κρύβει; Για να απαντηθεί αυτό χρειάζεται, πρώτα, να καταλάβουμε ποιες είναι οι δυνάμεις που κινούν τις ψυχικές μας αρθρώσεις. Ο άνθρωπος, λοιπόν, κατέχεται από δύο δυνάμεις που μπορούμε να τις φανταστούμε σαν σιντριβάνια ή – καλύτερα – σαν ορμητικούς πίδακες οι οποίοι κυκλοφορούν το πολύτιμο “υγρό” τους στο σώμα μας.
Η πρώτη είναι το ένστικτο της ζωής ή λίμπιντο και η δεύτερη η ενόρμηση του θανάτου. Όπως προδίδει και ο χαρακτηρισμός του πρώτου – ένστικτο – αφορά μία αυτόματη ροπή προς τις αυτονόητες, εκείνες, κινήσεις που προάγουν την επιβίωσή μας. Ακριβώς όπως ένα μωρό, με τον καιρό, στέκεται στα δύο πόδια σαν να ήξερε πάντα πώς να το κάνει, η ενστικτώδης του τάση μετουσιώνεται, με τα χρόνια, και εφαρμόζεται σε κάθε λογής δημιουργική έκφραση η οποία γεννιέται ως η φυσική συνέχεια της βάδισης.
Για να γίνει περισσότερο κατανοητό φανταστείτε τη λίμπιντο σαν μία βελόνα που διεγείρει όλους τους δημιουργικούς αδένες του σώματος υποκινώντας μας την ανάγκη να δημιουργήσουμε, να παράγουμε και να αναπαραχθούμε. Σαν τα γρανάζια του μηχανισμού κάτω από τη λέξη “αγάπη” και σαν μία θάλασσα που μας καλεί με την παρουσία της να βουτήξουμε μέσα της και να αφήσουμε το αποτύπωμά μας.
Σε αυτή τη δημιουργική τάση αντιτίθεται, ανά καιρούς, η ενόρμηση του θανάτου. Η ενόρμηση, αυτή, αποτελεί μία προσπάθεια κάθε κινητήριας δύναμης να επιστρέψει στην πρότερη κατάσταση ακινησίας• μια οδηγία προς κάθε τι που υπάρχει να επιστρέψει στην αρχική κατάσταση ανυπαρξίας. Σκεφτείτε το σαν κάποιον που μας υπενθυμίζει το πεπερασμένο μας για να διασφαλίσει ότι ο φόβος του επικείμενου χαμού θα μας οδηγήσει στην αθανασία μέσα από την αναπαραγωγή μας. Μία παράδοξη συνθήκη, δηλαδή, που δημιουργεί μία εσωτερική απειλή η οποία, με την παρουσία της, εξασφαλίζει την αντίστασή μας αντί της υποταγής μας σε αυτή.
Συνδεόμενοι με την αρχή, το “βαριέμαι” που πολλές φορές χρησιμοποιεί κάποιος είναι ένας όρος μάσκα ο οποίος από κάτω του κρύβει ανομολόγητα συναισθήματα αλλά και ανάγκες που δεν έχουν αναγνωριστεί. Το “βαριέμαι” έρχεται καθώς υπαναχωρεί η δύναμη της ζωής και μπαίνει μπροστά η ενόρμηση του θανάτου. Είναι εκείνη που θέλει να καταστρέψει κάθε δημιουργική μας τάση ή μάλλον – όπως εξηγήσαμε – θέλει να την επαναφέρει στην πρότερη απλούστερη μορφή της• την αδράνεια. Από πότε, όμως, είναι παρούσα η ενόρμηση αυτή; Μα φυσικά από την πρώτη στιγμή που η αδράνεια ήταν τροφός μας… Από την περίοδο της κύησης μας. Τότε που η πολυπλοκότητα της σύνθεσής μας εξηγούταν ως μέρος μίας δυάδας• της μητέρας και ημών. Φανταστείτε το σαν ένα ακίνητο σώμα που επιβαίνει ένα άλλο που κινείται. Το έργο που παράγει είναι μηδενικό… Η απόσταση που διανύει, όμως, είναι ίση με εκείνη του κινούμενου.
Για να γίνει καλύτερα αντιληπτή η δύναμη της ενόρμησης χρειάζεται, αρχικά, να κρατήσουμε ένα άλλο ερώτημα στο νου… Αφού η ζωή μας, πρωτίστως, ενεργοδοτείται από τη λίμπιντο πώς γίνεται ορισμένες από τις φαντασιώσεις μας να έχουν πόνο ή να προκαλούν περισσότερη ένταση από ό,τι ανακούφιση; Πως γίνεται, δηλαδή, κάποιος να ξαναζεί τραυματικές μνήμες ή να έχει όνειρα που τον ταράζουν αντί οι μηχανισμοί αυτοί να λειτουργούν, αποκλειστικά, ανακουφιστικά για το στρες που βίωσε ο ψυχισμός του;
Μα φυσικά μέσω της ηδονής που, στρεβλά, προσφέρει ο προκαλούμενος πόνος ή – πιο σωστά – η ηδονή που αναδύεται από την επικράτηση στον πόνο. Η ηδονή, αυτή, είναι παρούσα από τη γέννηση κάποιου καθώς διανύει τα απαραίτητα αναπτυξιακά ορόσημα – τόσο σε φυσικό όσο και σε φαντασιωσικό επίπεδο. Φανταστείτε ότι για να επιτύχει κάποιος σε αυτό, πρέπει να αναπτυχθεί τόσο στην πραγματικότητα όσο και στο νου του. Οι άνθρωποι, λοιπόν, δίνουμε δύο τεστ κάθε φορά… Ένα θεωρητικό που παίρνει μέρος στο μυαλό μας και ένα πρακτικό που συμβαίνει στο σώμα μας. Αυτός είναι και ο λόγος που όταν, κατά την οιδιπόδεια φάση, η επιθυμία μας να κατακτήσουμε την σεξουαλικότητά μας, μέσα από το αντίθετο φύλο, αποκόπτεται βίαια ανακουφιζόμαστε στην ηδονή που βρίσκουμε να ταυτιστούμε με αυτόν που την ανέκοψε. Σκεφτείτε το σαν κάποια υπερπροσπάθεια που καταβάλατε σε ένα έργο του οποίου αγαπήσατε την αποτυχία αφού δεν καταφέρατε να το κάνετε να πετύχει… Αγαπήσατε την ηδονή που πρόσφερε το ότι δεν χρειάζεται πλέον να αγωνίζεστε για αυτό και μπορείτε να αφήσετε τα ηνία που έγδερναν τα χέρια σας.
Κάθε φορά που νιώθουμε πλήξη, λοιπόν, η ενόρμηση του θανάτου καταφέρνει να επικρατήσει στο ένστικτο της ζωής και να μας γεμίσει με μία αίσθηση απραξίας αλλά και μία ασυνείδητη, καταστροφική, μανία. Δεν είναι τυχαίο εξάλλου το ότι όποτε κάποιος απραγεί, το μυαλό του, συνήθως, πλάθει καταστροφικά σενάρια που υποδαυλίζουν μέχρι και τον ίδιο.
Κλείνοντας, η συνειδητοποίηση που προκύπτει είναι το ότι οι λέξεις δεν είναι απλά κενά πλαίσια γραμμάτων τα οποία “χρωματίζουμε” με την επενδεδυμένη συναισθηματική μας ενέργεια. Είναι, πολλές φορές, η απόρροια των ενστικτωδών ορμών μας και τα δημιουργήματα των εσωτερικών μας τάσεων για ζωή ή καταστροφή. Το σίγουρο είναι ότι ένα “βαριέμαι” δεν σημαίνει πάντοτε “δεν έχω τίποτα να κάνω”… Ενδεχομένως σημαίνει “Παραδίνομαι σε μία αρχέγονη τάση της οποίας η θάλασσα σπρώχνει την σχεδία που επιβαίνει το κορμί μου και με τους κυματισμούς της με κλυδωνίζει και με ηρεμεί σαν μία καλή μητέρα…”
Τι σημαίνει, όμως, στα αλήθεια “βαριέμαι” και τι ερμηνείες κρύβει; Για να απαντηθεί αυτό χρειάζεται, πρώτα, να καταλάβουμε ποιες είναι οι δυνάμεις που κινούν τις ψυχικές μας αρθρώσεις. Ο άνθρωπος, λοιπόν, κατέχεται από δύο δυνάμεις που μπορούμε να τις φανταστούμε σαν σιντριβάνια ή – καλύτερα – σαν ορμητικούς πίδακες οι οποίοι κυκλοφορούν το πολύτιμο “υγρό” τους στο σώμα μας.
Η πρώτη είναι το ένστικτο της ζωής ή λίμπιντο και η δεύτερη η ενόρμηση του θανάτου. Όπως προδίδει και ο χαρακτηρισμός του πρώτου – ένστικτο – αφορά μία αυτόματη ροπή προς τις αυτονόητες, εκείνες, κινήσεις που προάγουν την επιβίωσή μας. Ακριβώς όπως ένα μωρό, με τον καιρό, στέκεται στα δύο πόδια σαν να ήξερε πάντα πώς να το κάνει, η ενστικτώδης του τάση μετουσιώνεται, με τα χρόνια, και εφαρμόζεται σε κάθε λογής δημιουργική έκφραση η οποία γεννιέται ως η φυσική συνέχεια της βάδισης.
Για να γίνει περισσότερο κατανοητό φανταστείτε τη λίμπιντο σαν μία βελόνα που διεγείρει όλους τους δημιουργικούς αδένες του σώματος υποκινώντας μας την ανάγκη να δημιουργήσουμε, να παράγουμε και να αναπαραχθούμε. Σαν τα γρανάζια του μηχανισμού κάτω από τη λέξη “αγάπη” και σαν μία θάλασσα που μας καλεί με την παρουσία της να βουτήξουμε μέσα της και να αφήσουμε το αποτύπωμά μας.
Σε αυτή τη δημιουργική τάση αντιτίθεται, ανά καιρούς, η ενόρμηση του θανάτου. Η ενόρμηση, αυτή, αποτελεί μία προσπάθεια κάθε κινητήριας δύναμης να επιστρέψει στην πρότερη κατάσταση ακινησίας• μια οδηγία προς κάθε τι που υπάρχει να επιστρέψει στην αρχική κατάσταση ανυπαρξίας. Σκεφτείτε το σαν κάποιον που μας υπενθυμίζει το πεπερασμένο μας για να διασφαλίσει ότι ο φόβος του επικείμενου χαμού θα μας οδηγήσει στην αθανασία μέσα από την αναπαραγωγή μας. Μία παράδοξη συνθήκη, δηλαδή, που δημιουργεί μία εσωτερική απειλή η οποία, με την παρουσία της, εξασφαλίζει την αντίστασή μας αντί της υποταγής μας σε αυτή.
Συνδεόμενοι με την αρχή, το “βαριέμαι” που πολλές φορές χρησιμοποιεί κάποιος είναι ένας όρος μάσκα ο οποίος από κάτω του κρύβει ανομολόγητα συναισθήματα αλλά και ανάγκες που δεν έχουν αναγνωριστεί. Το “βαριέμαι” έρχεται καθώς υπαναχωρεί η δύναμη της ζωής και μπαίνει μπροστά η ενόρμηση του θανάτου. Είναι εκείνη που θέλει να καταστρέψει κάθε δημιουργική μας τάση ή μάλλον – όπως εξηγήσαμε – θέλει να την επαναφέρει στην πρότερη απλούστερη μορφή της• την αδράνεια. Από πότε, όμως, είναι παρούσα η ενόρμηση αυτή; Μα φυσικά από την πρώτη στιγμή που η αδράνεια ήταν τροφός μας… Από την περίοδο της κύησης μας. Τότε που η πολυπλοκότητα της σύνθεσής μας εξηγούταν ως μέρος μίας δυάδας• της μητέρας και ημών. Φανταστείτε το σαν ένα ακίνητο σώμα που επιβαίνει ένα άλλο που κινείται. Το έργο που παράγει είναι μηδενικό… Η απόσταση που διανύει, όμως, είναι ίση με εκείνη του κινούμενου.
Για να γίνει καλύτερα αντιληπτή η δύναμη της ενόρμησης χρειάζεται, αρχικά, να κρατήσουμε ένα άλλο ερώτημα στο νου… Αφού η ζωή μας, πρωτίστως, ενεργοδοτείται από τη λίμπιντο πώς γίνεται ορισμένες από τις φαντασιώσεις μας να έχουν πόνο ή να προκαλούν περισσότερη ένταση από ό,τι ανακούφιση; Πως γίνεται, δηλαδή, κάποιος να ξαναζεί τραυματικές μνήμες ή να έχει όνειρα που τον ταράζουν αντί οι μηχανισμοί αυτοί να λειτουργούν, αποκλειστικά, ανακουφιστικά για το στρες που βίωσε ο ψυχισμός του;
Μα φυσικά μέσω της ηδονής που, στρεβλά, προσφέρει ο προκαλούμενος πόνος ή – πιο σωστά – η ηδονή που αναδύεται από την επικράτηση στον πόνο. Η ηδονή, αυτή, είναι παρούσα από τη γέννηση κάποιου καθώς διανύει τα απαραίτητα αναπτυξιακά ορόσημα – τόσο σε φυσικό όσο και σε φαντασιωσικό επίπεδο. Φανταστείτε ότι για να επιτύχει κάποιος σε αυτό, πρέπει να αναπτυχθεί τόσο στην πραγματικότητα όσο και στο νου του. Οι άνθρωποι, λοιπόν, δίνουμε δύο τεστ κάθε φορά… Ένα θεωρητικό που παίρνει μέρος στο μυαλό μας και ένα πρακτικό που συμβαίνει στο σώμα μας. Αυτός είναι και ο λόγος που όταν, κατά την οιδιπόδεια φάση, η επιθυμία μας να κατακτήσουμε την σεξουαλικότητά μας, μέσα από το αντίθετο φύλο, αποκόπτεται βίαια ανακουφιζόμαστε στην ηδονή που βρίσκουμε να ταυτιστούμε με αυτόν που την ανέκοψε. Σκεφτείτε το σαν κάποια υπερπροσπάθεια που καταβάλατε σε ένα έργο του οποίου αγαπήσατε την αποτυχία αφού δεν καταφέρατε να το κάνετε να πετύχει… Αγαπήσατε την ηδονή που πρόσφερε το ότι δεν χρειάζεται πλέον να αγωνίζεστε για αυτό και μπορείτε να αφήσετε τα ηνία που έγδερναν τα χέρια σας.
Κάθε φορά που νιώθουμε πλήξη, λοιπόν, η ενόρμηση του θανάτου καταφέρνει να επικρατήσει στο ένστικτο της ζωής και να μας γεμίσει με μία αίσθηση απραξίας αλλά και μία ασυνείδητη, καταστροφική, μανία. Δεν είναι τυχαίο εξάλλου το ότι όποτε κάποιος απραγεί, το μυαλό του, συνήθως, πλάθει καταστροφικά σενάρια που υποδαυλίζουν μέχρι και τον ίδιο.
Κλείνοντας, η συνειδητοποίηση που προκύπτει είναι το ότι οι λέξεις δεν είναι απλά κενά πλαίσια γραμμάτων τα οποία “χρωματίζουμε” με την επενδεδυμένη συναισθηματική μας ενέργεια. Είναι, πολλές φορές, η απόρροια των ενστικτωδών ορμών μας και τα δημιουργήματα των εσωτερικών μας τάσεων για ζωή ή καταστροφή. Το σίγουρο είναι ότι ένα “βαριέμαι” δεν σημαίνει πάντοτε “δεν έχω τίποτα να κάνω”… Ενδεχομένως σημαίνει “Παραδίνομαι σε μία αρχέγονη τάση της οποίας η θάλασσα σπρώχνει την σχεδία που επιβαίνει το κορμί μου και με τους κυματισμούς της με κλυδωνίζει και με ηρεμεί σαν μία καλή μητέρα…”
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου