Ο αντίλογος των γυναικών
Όταν ο Ιάσων έφτασε στην Κολχίδα για να πάρει το χρυσόμαλλο δέρας, η Μήδεια, η κόρη του βασιλιά της χώρας Αιήτη, τον ερωτεύτηκε παράφορα, τον βοήθησε αποφασιστικά και, όταν έφυγε, τον ακολούθησε στην Ελλάδα, αποκόπτοντας κάθε δεσμό με τους δικούς της και την πατρίδα της. Μαζί με τα δυο τους παιδιά ζουν τώρα εξόριστοι στην Κόρινθο. Ο Ιάσων έχει αποφασίσει να την εγκαταλείψει, για να παντρευτεί την κόρη του Κρέοντα, του βασιλιά της Κορίνθου. Ο ίδιοςο Κρέων, επειδή φοβάται την επικίνδυνη μάγισσα, την καλεί να φύγει από τη χώρα. Η Μήδεια του ζητάει να παραμείνει μια μέρα και ο Κρέων ενδίδει. Εκείνη αποφασίζει να εκδικηθεί σκοτώνοντας και τους τρεις (τον Ιάσονα, τον Κρέοντα και την κόρη του), όμως διστάζει γιατί σκέφτεται ότι κανείς δεν θα τη δέχεται έπειτα από τέτοια πράξη. Τότε περνάει από την Κόρινθο ο βασιλιάς της Αθήνας Αιγέας, που θέλει να συναντήσει τον βασιλιά της Τροιζήνας Πιτθέα, για να του εξηγήσει ένα δυσνόητο χρησμό που του δόθηκε στους Δελφούς, όπου είχει πάει να ρωτήσει επειδή δεν είχε παιδιά. Η Μήδεια, με τις μαγικές της ικανότητες, προσφέρεται να τον βοηθήσει να αποκτήσει παιδιά και εκείνος της υπόσχεται άσυλο, αν φτάσει στην Αθήνα. Τώρα η Μήδεια αποφασίζει να προχωρήσει όχι μόνο στον φόνο των τριών, αλλά να σκοτώσει και τα δυο της παιδιά, για να εκδικηθεί τον Ιάσονα. Με τα παιδιά της στέλνει στην κόρη του Κρέοντα πανέμορφα δώρα που θα φέρουν το θάνατο· εκείνη τα φοράει και βρίσκει φρικτό τέλος· το ίδιο και ο πατέρας της, που σπεύδει να τη βοηθήσει. Έπειτα από πάλη με τον εαυτό της, η Μήδεια σκοτώνει τα παιδιά της, που θα ταφούν από την ίδια στο ιερό της Ήρας, όπου θα γίνονται γιορτές και θυσίες. Η ίδια απομακρύνεται πάνω σε φτερωτό άρμα που της έδωσε ο πατέρας της ο Ήλιος.
Το απόσπασμα που ακολουθεί είναι η πρώτη ρήση της Μήδειας επί σκηνής -προηγουμένως ακουγόταν να θρηνεί από μέσα. Η ρήση της Μήδειας αποτελεί ενδιαφέρουσα μαρτυρία για τη θέση της γυναίκας, ιδίως σε σχέση με τον γάμο, και για την αντιπαράθεση των φύλων.
Μήδεια 214-266
215 μή μοί τι μέμφησθ᾽· οἶδα γὰρ πολλοὺς βροτῶν
σεμνοὺς γεγῶτας, τοὺς μὲν ὀμμάτων ἄπο,
τοὺς δ᾽ ἐν θυραίοις· οἱ δ᾽ ἀφ᾽ ἡσύχου ποδὸς
δύσκλειαν ἐκτήσαντο καὶ ῥᾳθυμίαν.
δίκη γὰρ οὐκ ἔνεστ᾽ ἐν ὀφθαλμοῖς βροτῶν,
220 ὅστις πρὶν ἀνδρὸς σπλάγχνον ἐκμαθεῖν σαφῶς
στυγεῖ δεδορκώς, οὐδὲν ἠδικημένος.
χρὴ δὲ ξένον μὲν κάρτα προσχωρεῖν πόλει·
οὐδ᾽ ἀστὸν ᾒνεσ᾽ ὅστις αὐθαδὴς γεγὼς
πικρὸς πολίταις ἐστὶν ἀμαθίας ὕπο.
225 ἐμοὶ δ᾽ ἄελπτον πρᾶγμα προσπεσὸν τόδε
ψυχὴν διέφθαρκ᾽· οἴχομαι δὲ καὶ βίου
χάριν μεθεῖσα κατθανεῖν χρῄζω, φίλαι.
ἐν ᾧ γὰρ ἦν μοι πάντα, γιγνώσκει καλῶς,
κάκιστος ἀνδρῶν ἐκβέβηχ᾽ οὑμὸς πόσις.
230 πάντων δ᾽ ὅσ᾽ ἔστ᾽ ἔμψυχα καὶ γνώμην ἔχει
γυναῖκές ἐσμεν ἀθλιώτατον φυτόν·
ἃς πρῶτα μὲν δεῖ χρημάτων ὑπερβολῇ
πόσιν πρίασθαι, δεσπότην τε σώματος
λαβεῖν· κακοῦ γὰρ τοῦτ᾽ ἔτ᾽ ἄλγιον κακόν.
235 κἀν τῷδ᾽ ἀγὼν μέγιστος, ἢ κακὸν λαβεῖν
ἢ χρηστόν· οὐ γὰρ εὐκλεεῖς ἀπαλλαγαὶ
γυναιξὶν, οὐδ᾽ οἷόν τ᾽ ἀνήνασθαι πόσιν.
ἐς καινὰ δ᾽ ἤθη καὶ νόμους ἀφιγμένην
δεῖ μάντιν εἶναι, μὴ μαθοῦσαν οἴκοθεν,
240 ὅπως μάλιστα χρήσεται ξυνευνέτῃ.
κἂν μὲν τάδ᾽ ἡμῖν ἐκπονουμέναισιν εὖ
πόσις ξυνοικῇ μὴ βίᾳ φέρων ζυγόν,
ζηλωτὸς αἰών· εἰ δὲ μή, θανεῖν χρεών.
ἀνὴρ δ᾽, ὅταν τοῖς ἔνδον ἄχθηται ξυνών,
245 ἔξω μολὼν ἔπαυσε καρδίαν ἄσης·
{ἢ πρὸς φίλον τιν᾽ ἢ πρὸς ἥλικα τραπείς·}
ἡμῖν δ᾽ ἀνάγκη πρὸς μίαν ψυχὴν βλέπειν.
λέγουσι δ᾽ ἡμᾶς ὡς ἀκίνδυνον βίον
ζῶμεν κατ᾽ οἴκους, οἳ δὲ μάρνανται δορί·
250 κακῶς φρονοῦντες· ὡς τρὶς ἂν παρ᾽ ἀσπίδα
στῆναι θέλοιμ᾽ ἂν μᾶλλον ἢ τεκεῖν ἅπαξ.
ἀλλ᾽ οὐ γὰρ αὑτὸς πρὸς σὲ κἄμ᾽ ἥκει λόγος·
σοὶ μὲν πόλις θ᾽ ἥδ᾽ ἐστὶ καὶ πατρὸς δόμοι
βίου τ᾽ ὄνησις καὶ φίλων συνουσία,
255 ἐγὼ δ᾽ ἔρημος ἄπολις οὖσ᾽ ὑβρίζομαι
πρὸς ἀνδρός, ἐκ γῆς βαρβάρου λελῃσμένη,
οὐ μητέρ᾽, οὐκ ἀδελφόν, οὐχὶ συγγενῆ
μεθορμίσασθαι τῆσδ᾽ ἔχουσα συμφορᾶς.
τοσοῦτον οὖν σου τυγχάνειν βουλήσομαι,
260 ἤν μοι πόρος τις μηχανή τ᾽ ἐξευρεθῇ
πόσιν δίκην τῶνδ᾽ ἀντιτείσασθαι κακῶν,
{τὸν δόντα τ᾽ αὐτῷ θυγατέρ᾽ ἥν τ᾽ ἐγήματο,}
σιγᾶν. γυνὴ γὰρ τἄλλα μὲν φόβου πλέα
κακή τ᾽ ἐς ἀλκὴν καὶ σίδηρον εἰσορᾶν·
265 ὅταν δ᾽ ἐς εὐνὴν ἠδικημένη κυρῇ,
οὐκ ἔστιν ἄλλη φρὴν μιαιφονωτέρα.
***
τη μομφή σας να αποφύγω.215
Γνωρίζω ανθρώπους πολλούς υπερήφανους
άλλους κρυμμένους κι άλλους έξω στο δρόμο.
Άλλοι πάλι εξαιτίας του ήσυχου βίου τους
κακό απόκτησαν όνομα και ραθυμία.
Δικαιοσύνη δεν υπάρχει στα μάτια του κόσμου.
Προτού βαθιά ερευνήσουν τι κρύβεις στα σπλάχνα σου220
με μίσος σε βλέπουν -
δίχως σε τίποτε να έχουν αδικηθεί.
Χρέος του ξένου είναι βεβαίως
με την πόλη εντελώς να συντάσσεται.
Ούτε επαινώ τον αυθάδη εκείνο αστό
που πικραίνει τους συμπολίτες του με αλαζονεία.
Εμένα όμως τι χτύπημα απρόσμενο με βρήκε225
και τη ζωή μου χάλασε.
Χάνομαι, φίλες.
Αφήνω τις χαρές του βίου μου και πρέπει να πεθάνω.
Ήταν για μένα η ζωή μου όλη ο Ιάσων.
Καλά το γνωρίζει κι ο ίδιος.
Τώρα - βρέθηκε να ᾽ναι ο χειρότερος όλων ο άντρας μου.
Από όλα τα έμψυχα όντα, τα νοήμονα230
εμείς οι γυναίκες είμαστε το αθλιότερο φύτρο.
Πρώτα με χρήματα άφθονα πρέπει
τον άντρα μας να αγοράζουμε
κι αφέντη στο κορμί μας επιβάλλουμε.
Χειρότερο άλλο κακό δεν υπάρχει.
Κι είναι εδώ η αγωνία η μεγαλύτερη,235
αν πήρες άντρα χρηστό ή άχρηστο.
Για τις γυναίκες βέβαια τιμητικό το διαζύγιο δεν είναι.
Ούτε μπορείς να αποφεύγεις τον άντρα σου.
Κι αν ευρεθείς σε άλλες συνήθειες και νόμους
πρέπει να γίνεις μάντης
για όσα δεν σου έμαθε το πατρικό σου
πώς δηλαδή καλύτερα το σύζυγό σου να υπηρετείς.240
Κι αν όλα τούτα επιτύχουμε με κόπο
κι ο άντρας μας συζεί μαζί μας
χωρίς να νιώθει βάρος το ζυγό του γάμου,
αξιοζήλευτη ζωή περνούμε.
Αλλιώς ο θάνατος μας πρέπει.
Ο άντρας αν βαρεθεί μέσα στο σπίτι του
βγαίνει έξω και της καρδιάς το βάρος ελαφρώνει245
κοντά σε φίλους και σε συνομίληκους.
Λένε οι άντρες πως εμείς ακίνδυνη ζωή
στο σπίτι ζούμε ενώ εκείνοι πολεμούν στη μάχη.
Ανόητοι άντρες.250
Τρεις φορές θα προτιμούσα σε ώρα μάχης
δίπλα στην ασπίδα να σταθώ
από το να γεννήσω μια φορά.
Όμως τα λόγια τούτα σε μένα μοναχά ταιριάζουν.
Εσύ έχεις πόλη, σπίτι πατρικό,
του βίου την απόλαυση, τη συντροφιά των φίλων.
Εγώ είμαι έρημη. Χωρίς πατρίδα255
από τον άντρα μου ταπεινωμένη,
λάφυρο από γη βαρβαρική.
Ούτε μητέρα, ούτε αδελφό, συγγενή κανένα
δεν έχω λιμάνι στη συμφορά μου αυτή.
Μια χάρη ωστόσο να σου ζητήσω επιθυμώ:
αν κάποιο τρόπο, κάποιο τέχνασμα εξευρεθεί260
τον άντρα μου για τα τόσα εγκλήματα να αντιπληρώσω,
σιωπή τότε!
Γεμάτη βέβαια είναι από φόβο η γυναίκα.
Στα χέρια αδύναμη, τα όπλα αποστρέφεται.
Αν όμως βρεθεί στην κλίνη της αδικημένη265
πνεύμα πιο αιμοβόρο απ᾽ αυτή δεν υπάρχει.
Το απόσπασμα που ακολουθεί είναι η πρώτη ρήση της Μήδειας επί σκηνής -προηγουμένως ακουγόταν να θρηνεί από μέσα. Η ρήση της Μήδειας αποτελεί ενδιαφέρουσα μαρτυρία για τη θέση της γυναίκας, ιδίως σε σχέση με τον γάμο, και για την αντιπαράθεση των φύλων.
Μήδεια 214-266
ΜΗΔΕΙΑ
Κορίνθιαι γυναῖκες, ἐξῆλθον δόμων,215 μή μοί τι μέμφησθ᾽· οἶδα γὰρ πολλοὺς βροτῶν
σεμνοὺς γεγῶτας, τοὺς μὲν ὀμμάτων ἄπο,
τοὺς δ᾽ ἐν θυραίοις· οἱ δ᾽ ἀφ᾽ ἡσύχου ποδὸς
δύσκλειαν ἐκτήσαντο καὶ ῥᾳθυμίαν.
δίκη γὰρ οὐκ ἔνεστ᾽ ἐν ὀφθαλμοῖς βροτῶν,
220 ὅστις πρὶν ἀνδρὸς σπλάγχνον ἐκμαθεῖν σαφῶς
στυγεῖ δεδορκώς, οὐδὲν ἠδικημένος.
χρὴ δὲ ξένον μὲν κάρτα προσχωρεῖν πόλει·
οὐδ᾽ ἀστὸν ᾒνεσ᾽ ὅστις αὐθαδὴς γεγὼς
πικρὸς πολίταις ἐστὶν ἀμαθίας ὕπο.
225 ἐμοὶ δ᾽ ἄελπτον πρᾶγμα προσπεσὸν τόδε
ψυχὴν διέφθαρκ᾽· οἴχομαι δὲ καὶ βίου
χάριν μεθεῖσα κατθανεῖν χρῄζω, φίλαι.
ἐν ᾧ γὰρ ἦν μοι πάντα, γιγνώσκει καλῶς,
κάκιστος ἀνδρῶν ἐκβέβηχ᾽ οὑμὸς πόσις.
230 πάντων δ᾽ ὅσ᾽ ἔστ᾽ ἔμψυχα καὶ γνώμην ἔχει
γυναῖκές ἐσμεν ἀθλιώτατον φυτόν·
ἃς πρῶτα μὲν δεῖ χρημάτων ὑπερβολῇ
πόσιν πρίασθαι, δεσπότην τε σώματος
λαβεῖν· κακοῦ γὰρ τοῦτ᾽ ἔτ᾽ ἄλγιον κακόν.
235 κἀν τῷδ᾽ ἀγὼν μέγιστος, ἢ κακὸν λαβεῖν
ἢ χρηστόν· οὐ γὰρ εὐκλεεῖς ἀπαλλαγαὶ
γυναιξὶν, οὐδ᾽ οἷόν τ᾽ ἀνήνασθαι πόσιν.
ἐς καινὰ δ᾽ ἤθη καὶ νόμους ἀφιγμένην
δεῖ μάντιν εἶναι, μὴ μαθοῦσαν οἴκοθεν,
240 ὅπως μάλιστα χρήσεται ξυνευνέτῃ.
κἂν μὲν τάδ᾽ ἡμῖν ἐκπονουμέναισιν εὖ
πόσις ξυνοικῇ μὴ βίᾳ φέρων ζυγόν,
ζηλωτὸς αἰών· εἰ δὲ μή, θανεῖν χρεών.
ἀνὴρ δ᾽, ὅταν τοῖς ἔνδον ἄχθηται ξυνών,
245 ἔξω μολὼν ἔπαυσε καρδίαν ἄσης·
{ἢ πρὸς φίλον τιν᾽ ἢ πρὸς ἥλικα τραπείς·}
ἡμῖν δ᾽ ἀνάγκη πρὸς μίαν ψυχὴν βλέπειν.
λέγουσι δ᾽ ἡμᾶς ὡς ἀκίνδυνον βίον
ζῶμεν κατ᾽ οἴκους, οἳ δὲ μάρνανται δορί·
250 κακῶς φρονοῦντες· ὡς τρὶς ἂν παρ᾽ ἀσπίδα
στῆναι θέλοιμ᾽ ἂν μᾶλλον ἢ τεκεῖν ἅπαξ.
ἀλλ᾽ οὐ γὰρ αὑτὸς πρὸς σὲ κἄμ᾽ ἥκει λόγος·
σοὶ μὲν πόλις θ᾽ ἥδ᾽ ἐστὶ καὶ πατρὸς δόμοι
βίου τ᾽ ὄνησις καὶ φίλων συνουσία,
255 ἐγὼ δ᾽ ἔρημος ἄπολις οὖσ᾽ ὑβρίζομαι
πρὸς ἀνδρός, ἐκ γῆς βαρβάρου λελῃσμένη,
οὐ μητέρ᾽, οὐκ ἀδελφόν, οὐχὶ συγγενῆ
μεθορμίσασθαι τῆσδ᾽ ἔχουσα συμφορᾶς.
τοσοῦτον οὖν σου τυγχάνειν βουλήσομαι,
260 ἤν μοι πόρος τις μηχανή τ᾽ ἐξευρεθῇ
πόσιν δίκην τῶνδ᾽ ἀντιτείσασθαι κακῶν,
{τὸν δόντα τ᾽ αὐτῷ θυγατέρ᾽ ἥν τ᾽ ἐγήματο,}
σιγᾶν. γυνὴ γὰρ τἄλλα μὲν φόβου πλέα
κακή τ᾽ ἐς ἀλκὴν καὶ σίδηρον εἰσορᾶν·
265 ὅταν δ᾽ ἐς εὐνὴν ἠδικημένη κυρῇ,
οὐκ ἔστιν ἄλλη φρὴν μιαιφονωτέρα.
***
ΜΗΔΕΙΑ
Γυναίκες Κορίνθιες. Από το σπίτι βγήκατη μομφή σας να αποφύγω.215
Γνωρίζω ανθρώπους πολλούς υπερήφανους
άλλους κρυμμένους κι άλλους έξω στο δρόμο.
Άλλοι πάλι εξαιτίας του ήσυχου βίου τους
κακό απόκτησαν όνομα και ραθυμία.
Δικαιοσύνη δεν υπάρχει στα μάτια του κόσμου.
Προτού βαθιά ερευνήσουν τι κρύβεις στα σπλάχνα σου220
με μίσος σε βλέπουν -
δίχως σε τίποτε να έχουν αδικηθεί.
Χρέος του ξένου είναι βεβαίως
με την πόλη εντελώς να συντάσσεται.
Ούτε επαινώ τον αυθάδη εκείνο αστό
που πικραίνει τους συμπολίτες του με αλαζονεία.
Εμένα όμως τι χτύπημα απρόσμενο με βρήκε225
και τη ζωή μου χάλασε.
Χάνομαι, φίλες.
Αφήνω τις χαρές του βίου μου και πρέπει να πεθάνω.
Ήταν για μένα η ζωή μου όλη ο Ιάσων.
Καλά το γνωρίζει κι ο ίδιος.
Τώρα - βρέθηκε να ᾽ναι ο χειρότερος όλων ο άντρας μου.
Από όλα τα έμψυχα όντα, τα νοήμονα230
εμείς οι γυναίκες είμαστε το αθλιότερο φύτρο.
Πρώτα με χρήματα άφθονα πρέπει
τον άντρα μας να αγοράζουμε
κι αφέντη στο κορμί μας επιβάλλουμε.
Χειρότερο άλλο κακό δεν υπάρχει.
Κι είναι εδώ η αγωνία η μεγαλύτερη,235
αν πήρες άντρα χρηστό ή άχρηστο.
Για τις γυναίκες βέβαια τιμητικό το διαζύγιο δεν είναι.
Ούτε μπορείς να αποφεύγεις τον άντρα σου.
Κι αν ευρεθείς σε άλλες συνήθειες και νόμους
πρέπει να γίνεις μάντης
για όσα δεν σου έμαθε το πατρικό σου
πώς δηλαδή καλύτερα το σύζυγό σου να υπηρετείς.240
Κι αν όλα τούτα επιτύχουμε με κόπο
κι ο άντρας μας συζεί μαζί μας
χωρίς να νιώθει βάρος το ζυγό του γάμου,
αξιοζήλευτη ζωή περνούμε.
Αλλιώς ο θάνατος μας πρέπει.
Ο άντρας αν βαρεθεί μέσα στο σπίτι του
βγαίνει έξω και της καρδιάς το βάρος ελαφρώνει245
κοντά σε φίλους και σε συνομίληκους.
Λένε οι άντρες πως εμείς ακίνδυνη ζωή
στο σπίτι ζούμε ενώ εκείνοι πολεμούν στη μάχη.
Ανόητοι άντρες.250
Τρεις φορές θα προτιμούσα σε ώρα μάχης
δίπλα στην ασπίδα να σταθώ
από το να γεννήσω μια φορά.
Όμως τα λόγια τούτα σε μένα μοναχά ταιριάζουν.
Εσύ έχεις πόλη, σπίτι πατρικό,
του βίου την απόλαυση, τη συντροφιά των φίλων.
Εγώ είμαι έρημη. Χωρίς πατρίδα255
από τον άντρα μου ταπεινωμένη,
λάφυρο από γη βαρβαρική.
Ούτε μητέρα, ούτε αδελφό, συγγενή κανένα
δεν έχω λιμάνι στη συμφορά μου αυτή.
Μια χάρη ωστόσο να σου ζητήσω επιθυμώ:
αν κάποιο τρόπο, κάποιο τέχνασμα εξευρεθεί260
τον άντρα μου για τα τόσα εγκλήματα να αντιπληρώσω,
σιωπή τότε!
Γεμάτη βέβαια είναι από φόβο η γυναίκα.
Στα χέρια αδύναμη, τα όπλα αποστρέφεται.
Αν όμως βρεθεί στην κλίνη της αδικημένη265
πνεύμα πιο αιμοβόρο απ᾽ αυτή δεν υπάρχει.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου