Γιατί υπάρχει ο έρωτας στη φύση και στη ζωή μας; Ο έρωτας υπάρχει, για να διαιωνίζεται η συνέχεια των ειδών. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο η φύση έχτισε ετούτη τη συναρπαστική λειτουργία.
Τη φύση ποσώς την ενδιαφέρει, αν υπάρχουμε εμείς σα μονάδες, σαν ατομικότητες. Αν υπάρχεις εσύ κι εγώ, και περπατάς και χαίρεσαι˙ αν υπάρχει μια λεμονιά στον κάμπο και στα όρη λειώνει το χιόνι για να ποτίζουνται οι τρυφεροί της κλώνοι˙ αν υπάρχει απάνω στο δέντρο το μήλο και το ρόδι, η φύση αδιαφορεί ολοτελώς. Δε φροντίζει για σένα, τίμιε αναγνώστη, η φύση περισσότερο, απ' όσο φροντίζει για σένα μια πέτρα που την πατάς μπροστά σου, ή τη βλέπεις χτισμένη στον τοίχο
Τη φύση ένα την ενδιαφέρει, η διαιώνιση των ειδών. Να ζήσει το κάθε είδος όσο γίνεται πιο πολύ χρόνο. Δύο, πέντε, δέκα εκατομμύρια χρόνια. Κι όταν θα εξαφανισθεί το κάθε είδος, αφού συντελεσθεί ο χρόνος που του ορίστηκε να ζήσει, η φύση θα το ταφιάσει και θα το κλάψει χωρίς δάκρυα και, γόους. Και ταυτόχρονα θα μεριμνήσει να το αντικαταστήσει με το καινούριο είδος.
Θα γνωρίζεις βέβαια πως από τότε που εμφανίσθηκε η ζωή στην επιφάνεια του πλανήτη, πριν εξακόσια εκατομμύρια χρόνια, το 99% των έμβιων όντων που έζησαν και άκμασαν, σήμερα έχουν εξαφανισθεί. Τα αντικατάστησαν άλλα, και αυτά με τη σειρά τους θα παραχωρήσουν τη θέση τους σε άλλα.
Στη φύση ανώλεθρο και αχάλαστο δε μένει τίποτα, παρά μονάχα ένα: η βούληση της φύσης να οικονομεί και να φροντίζει την αλυσίδα των ειδών. Όπως φροντίζει και την αλυσίδα της ανόργανης ύλης. Την αλυσίδα των αστέρων, για παράδειγμα. (Αστέρες πρώτης γενεάς, δεύτερης γενεάς κ.λ.π.).
Πώς πετυχαίνει η φύση τη διαιώνιση των ειδών; Με το πιο απλό, το πιο πανούργο, αλλά και το πιο ελκυστικό δέλεαρ. Με τη γενετήσια ηδονή. Με τον ϊμερον των ελλήνων, τη voluptas και τη libido των λατίνων.
Επομένως η ηδονή που τρυγούν και καρπώνουνται δύο δυνατοί και τρυφεροί εραστές, όταν αγκαλιάζουνται μέλος με μέλος, σφιχτά και βαθιά, και γίνουνται τα δύο ένα, δεν είναι ο αυτοσκοπός της γενετήσιας πράξης.
Δεν αγκαλιαζόμαστε, για να ζήσουμε εκείνο το σύντονο αλλά και ωκεάνειο αίσθημα του ίλιγγου και του αποκεφαλισμού που το λέμε ηδονή. Όχι.
Αγκαλιαζόμαστε, για να γεννήσουμε την καινούργια ζωή, το παιδί μας, που θα προωθήσει την υπόθεση του είδους μας. Του είδους άνθρωπος στο προκείμενο.
Σύμφωνα μ' αυτή την αυτονόητη και κατάδηλη θεώρηση της φυσιολογίας, οι άνθρωποι έπρεπε να ζευγαρώνουμε τόσες φορές, όσες είναι για να γεννήσουμε τη νέα ζωή.
Αυτό είναι το άγιο θέλημα της φύσης. Και αυτό γίνεται με τα ζώα που ζουν φυσικά.
Οι κατσίκες, λένε οι χωρικοί μας, "ζητούν" το Σεπτέμβριο. Οι γάτες "ζητούν" το Γενάρη. Όλοι έχουμε ακούσει πόσο εύμουσα και καλεστικά νιαουρίζουν στα κεραμίδια το καταχείμωνο. Ούτε ο βιολιστής στη στέγη έτσι.
Αυτό συνέβαινε και με τον άνθρωπο. Αλλά με τον άνθρωπο εσυνέβηκε και κάτι άλλο. Ήρθε μια στιγμή μέσα στην εξελικτική του διαδρομή, που κατανόησε ότι είναι ωραίο πράμα να αγκαλιάζεται. Είδε ότι καλόν το ιδείν και κατανοήσαι και άψασθαι, και δοκιμάσαι το σώμα του έρωτα.
Από την άλλη όμως είδε ότι είναι κακό και ψυχρό και ανάποδο το προϊόν που έδινε αυτή τη τερπνή ώρα, από έναν αριθμό πρϊόντων και ύστερα. Είδε ότι η κύηση, ο τοκετός, το παιδί που θα ‘ρχότανε είναι μπελάς και μπαλαούρα, είναι σκοτούρα και έγνοια, και κίνδυνος κάποτε μεγάλος. Οι μισές γυναίκες παλαιά πεθαίνανε στη γέννα.
Ετότες λοιπόν ήταν που ο άνθρωπος έκαμε τη μοιραία επιλογή. Εψήφισε φιλί και ηδονή, και καταψήφισε τοκετό και κύηση. Έτσι εδιάσπασε την ενότητα της πανίερης πράξης, και την εδιαχώρισε στα δύο μισά της. Επροσκύνησε το ένα, εβλαστήμησε το άλλο. Είπε ναι στο πήδημα, είπε όχι στο γκάστρωμα.
Ευρήκε, λοιπόν, τη λύση ο πανούργος. Αυτό το «δεινόν» τέρας, όπως λέει ο Σοφοκλής. Ο τετραπέρατος, ο μπαγαμπόντης, ο πάντα καταφερτζής. Αυτός ο καιροσκόπος και υστερόβουλος, ο πολυπράγμονας και πονηρός. Αλλά μαζί ο μωρός και ο μύωπας. Ο κωμικός και ο ασήμαντος, ο ανεύθυνος, ο άτσαλος και ο υβριστής ανθρωπάκος.
Τη φύση ένα την ενδιαφέρει, η διαιώνιση των ειδών. Να ζήσει το κάθε είδος όσο γίνεται πιο πολύ χρόνο. Δύο, πέντε, δέκα εκατομμύρια χρόνια. Κι όταν θα εξαφανισθεί το κάθε είδος, αφού συντελεσθεί ο χρόνος που του ορίστηκε να ζήσει, η φύση θα το ταφιάσει και θα το κλάψει χωρίς δάκρυα και, γόους. Και ταυτόχρονα θα μεριμνήσει να το αντικαταστήσει με το καινούριο είδος.
Θα γνωρίζεις βέβαια πως από τότε που εμφανίσθηκε η ζωή στην επιφάνεια του πλανήτη, πριν εξακόσια εκατομμύρια χρόνια, το 99% των έμβιων όντων που έζησαν και άκμασαν, σήμερα έχουν εξαφανισθεί. Τα αντικατάστησαν άλλα, και αυτά με τη σειρά τους θα παραχωρήσουν τη θέση τους σε άλλα.
Στη φύση ανώλεθρο και αχάλαστο δε μένει τίποτα, παρά μονάχα ένα: η βούληση της φύσης να οικονομεί και να φροντίζει την αλυσίδα των ειδών. Όπως φροντίζει και την αλυσίδα της ανόργανης ύλης. Την αλυσίδα των αστέρων, για παράδειγμα. (Αστέρες πρώτης γενεάς, δεύτερης γενεάς κ.λ.π.).
Πώς πετυχαίνει η φύση τη διαιώνιση των ειδών; Με το πιο απλό, το πιο πανούργο, αλλά και το πιο ελκυστικό δέλεαρ. Με τη γενετήσια ηδονή. Με τον ϊμερον των ελλήνων, τη voluptas και τη libido των λατίνων.
Επομένως η ηδονή που τρυγούν και καρπώνουνται δύο δυνατοί και τρυφεροί εραστές, όταν αγκαλιάζουνται μέλος με μέλος, σφιχτά και βαθιά, και γίνουνται τα δύο ένα, δεν είναι ο αυτοσκοπός της γενετήσιας πράξης.
Δεν αγκαλιαζόμαστε, για να ζήσουμε εκείνο το σύντονο αλλά και ωκεάνειο αίσθημα του ίλιγγου και του αποκεφαλισμού που το λέμε ηδονή. Όχι.
Αγκαλιαζόμαστε, για να γεννήσουμε την καινούργια ζωή, το παιδί μας, που θα προωθήσει την υπόθεση του είδους μας. Του είδους άνθρωπος στο προκείμενο.
Σύμφωνα μ' αυτή την αυτονόητη και κατάδηλη θεώρηση της φυσιολογίας, οι άνθρωποι έπρεπε να ζευγαρώνουμε τόσες φορές, όσες είναι για να γεννήσουμε τη νέα ζωή.
Αυτό είναι το άγιο θέλημα της φύσης. Και αυτό γίνεται με τα ζώα που ζουν φυσικά.
Οι κατσίκες, λένε οι χωρικοί μας, "ζητούν" το Σεπτέμβριο. Οι γάτες "ζητούν" το Γενάρη. Όλοι έχουμε ακούσει πόσο εύμουσα και καλεστικά νιαουρίζουν στα κεραμίδια το καταχείμωνο. Ούτε ο βιολιστής στη στέγη έτσι.
Αυτό συνέβαινε και με τον άνθρωπο. Αλλά με τον άνθρωπο εσυνέβηκε και κάτι άλλο. Ήρθε μια στιγμή μέσα στην εξελικτική του διαδρομή, που κατανόησε ότι είναι ωραίο πράμα να αγκαλιάζεται. Είδε ότι καλόν το ιδείν και κατανοήσαι και άψασθαι, και δοκιμάσαι το σώμα του έρωτα.
Από την άλλη όμως είδε ότι είναι κακό και ψυχρό και ανάποδο το προϊόν που έδινε αυτή τη τερπνή ώρα, από έναν αριθμό πρϊόντων και ύστερα. Είδε ότι η κύηση, ο τοκετός, το παιδί που θα ‘ρχότανε είναι μπελάς και μπαλαούρα, είναι σκοτούρα και έγνοια, και κίνδυνος κάποτε μεγάλος. Οι μισές γυναίκες παλαιά πεθαίνανε στη γέννα.
Ετότες λοιπόν ήταν που ο άνθρωπος έκαμε τη μοιραία επιλογή. Εψήφισε φιλί και ηδονή, και καταψήφισε τοκετό και κύηση. Έτσι εδιάσπασε την ενότητα της πανίερης πράξης, και την εδιαχώρισε στα δύο μισά της. Επροσκύνησε το ένα, εβλαστήμησε το άλλο. Είπε ναι στο πήδημα, είπε όχι στο γκάστρωμα.
Ευρήκε, λοιπόν, τη λύση ο πανούργος. Αυτό το «δεινόν» τέρας, όπως λέει ο Σοφοκλής. Ο τετραπέρατος, ο μπαγαμπόντης, ο πάντα καταφερτζής. Αυτός ο καιροσκόπος και υστερόβουλος, ο πολυπράγμονας και πονηρός. Αλλά μαζί ο μωρός και ο μύωπας. Ο κωμικός και ο ασήμαντος, ο ανεύθυνος, ο άτσαλος και ο υβριστής ανθρωπάκος.
Γιατί αποφάσισε να εκτρέψει τη γενετήσια ορμή του από το φυσικό της ρείθρο. Και ελογάριασε ανόητα πως η νέα κατάσταση που θα δημιουργήσει θα είναι εξίσου έγκριτη και νόμιμη με την παλαιά. Ότι ημπορεί ο ίδιος ο άνθρωπος να δημιουργήσει φύση!
Εδώ ο άνθρωπος δεν εσκέφθηκε ότι όσο μηχανικός και ευρεσιτέχνης και να ‘ναι, δεν ημπορεί να υψωθεί στην περιωπή της δύναμης και της τελειότητας που έχει η φύση. Το λάθος του ήταν που πίστεψε πως θα ‘φτανε να εξισώσει τη δύναμή του με τη δύναμη της φύσης.
Αλλά αυτό είναι Ύβρις με την έννοια της αττικής τραγωδίας. Είναι η μεγαλύτερη Ύβρις που διέπραξε ο άνθρωπος σε όλη την εξέλιξη της ιστορίας του. Μαζί με την άλλη, την Ύβρι του θανάτου, που θα ειπούμε.
Δε γνωρίζουμε πότε συνέβηκε αυτή η τομή. Σε ποια στιγμή της ιστορικής πορείας του ανθρώπου. Όπως δε γνωρίζουμε την ακριβή στιγμή, που ο εγκέφαλος του ζώου έγινε νους στον άνθρωπο. Τη στιγμή, δηλαδή, που ξεφεύγοντας από τη σφαίρα του ζώου άνθρωπος διατύπωσε την πρώτη ερώτηση. Το πρώτο τι; ή γιατί; που ο Καντ το λέει «Η στιγμή του όφι των πρωτοπλάστων».
Δ. Λιαντίνης - Γκέμμα
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου