Όταν προσπαθείς να καταπιαστείς με ένα θέμα που εκτείνεται σε ένα ευρύ φάσμα απόψεων, δύο είναι τα τινά: είτε να μείνεις στην επιφάνεια κενολογώντας είτε να εκφραστείς τόσο σύνθετα, ώστε στο τέλος να μη καταλάβεις ούτε εσύ ο ίδιος τον εαυτό σου.
Επιλέγοντας να ξεκινήσω κατ’ αυτό το τρόπο, σκόπιμα καταδεικνύω την επιτακτική ανάγκη της πρακτικής θεωρίας.
Είναι όμορφο να υπάρχει μια σωστή πρώτη ύλη, βασισμένη σε μια ολοκληρωμένη θεωρία, όμως, δεν αρκεί αν δε συνοδεύεται με την ανάλογη απόδειξη.
Η κοινωνία μας και οι σχέσεις αλληλεπίδρασης που ενυπάρχουν σε αυτή διαμορφώνονται, αναπτύσσονται και εξελίσσονται πρακτικά.
Τα ερεθίσματα που λαμβάνουμε στη καθημερινότητά μας, μας δημιουργούν συναισθήματα, τα οποία πρέπει να εκτονωθούν με κάποια μορφή αντίδρασης. Όταν η αντίδραση μετασχηματίζεται σε απόφαση, το συναίσθημα αποκτά τη μορφή της διέγερσης, κατά την οποία διακατεχόμαστε από ένα ευχάριστο άγχος.
Γιατί οι σκέψεις μας αδυνατούν να μεταφραστούν, τις περισσότερες φορές, σε πράξεις, λοιπόν;
Πολλές φορές, καταγράφουμε τη κατάσταση-ερέθισμα, ξέρουμε τι θέλουμε, κινητοποιούμε την ενέργεια του συναισθήματος, αλλά τελευταία στιγμή, δε τολμάμε να περάσουμε στη πράξη, διακόπτοντας τη νοερή διεργασία που ξεκινήσαμε.
‘Έτσι, καταλήγουμε να αμφιβάλλουμε για την αρχική μας θέση, καταλήγοντας σε μια, αρνητική αυτή τη φορά, αγχογόνo κατάσταση παράλυσης.
Πάντα υπάρχει το ενδεχόμενο της ματαίωσης ή ενός εξωγενούς συμβάντος που θα αναβάλει τα σχέδιά μας. Αλλά για πόσο; Ο χρόνος που θα επιτρέψουμε να μας επηρεάζουν οι παράγοντες αυτοί είναι ένα βολικό άλλοθι για να δικαιολογήσουμε τα πραγματικά αίτια που υποβόσκουν ενδόμυχα και παρακωλύουν την υλοποίηση της σκέψης.
Όσο πικρό κι αν ακούγεται, δεν έχει καμία σημασία η πρόθεση, αλλά η έκβαση που αυτή επιφέρει.
Η ταυτότητά μας καθορίζεται από τα πεπραγμένα και όχι από το συνονθύλευμα σκέψεων που έχουμε γύρω από δυνητικές καταστάσεις.
Ο τρόπος που θα συμπεριφερθούμε απέναντι στον εαυτό μας και στους γύρω μας θα αποτελέσει σημείο αναφοράς και ένδειξη συμβατότητας σκέψης και πράξης.
Στη τελική κρινόμαστε….
Για αυτό που δείχνουμε ότι είμαστε στον έξω κόσμο και όχι για αυτό που σκεφτόμαστε ότι θα έπρεπε να είμαστε. Αν θεωρούμε, λοιπόν, ότι το “είναι” της σκέψης μας αποτελεί δική μας δημιουργία και όχι κάποιο αποκύημα “ευγενών” εξωτερικών παραινέσεων γιατί να μην αποτυπωθεί και στο “φαίνεσθαι”;
Για να προλάβω να καλύψω τα νότα μου, οφείλω να δηλώσω πρόμαχος του “είναι” και όχι του “φαίνεσθαι”. Μόνο που υπάρχουν κάποιες λεπτές γραμμές στις έννοιες αυτές, τις οποίες αν δε διαχειριστείς με αυθεντικότητα, τείνεις να εξαλείψεις και να ευτελίσεις το νόημά τους, διαβρώνοντας τις ισορροπίες ανάμεσά τους. Στη προκειμένη περίπτωση, θέλησα να τις ενώσω και να τις παρουσιάσω ως αλληλένδετες καταστάσεις, όπου το “είναι”, δηλαδή η θεωρία, ολοκληρώνεται πρακτικά μέσα από το “φαίνεσθαι” αυτής.
Αν σταματήσουμε να κομπάζουμε για το τι “είμαστε” και εισχωρήσουμε στο “φαίνεσθαι” αυτού που δηλώνουμε, τα αποτελέσματα μπορεί να είναι πιο γόνιμα απ’ όσο περιμένουμε.
Επιλέγοντας να ξεκινήσω κατ’ αυτό το τρόπο, σκόπιμα καταδεικνύω την επιτακτική ανάγκη της πρακτικής θεωρίας.
Είναι όμορφο να υπάρχει μια σωστή πρώτη ύλη, βασισμένη σε μια ολοκληρωμένη θεωρία, όμως, δεν αρκεί αν δε συνοδεύεται με την ανάλογη απόδειξη.
Η κοινωνία μας και οι σχέσεις αλληλεπίδρασης που ενυπάρχουν σε αυτή διαμορφώνονται, αναπτύσσονται και εξελίσσονται πρακτικά.
Τα ερεθίσματα που λαμβάνουμε στη καθημερινότητά μας, μας δημιουργούν συναισθήματα, τα οποία πρέπει να εκτονωθούν με κάποια μορφή αντίδρασης. Όταν η αντίδραση μετασχηματίζεται σε απόφαση, το συναίσθημα αποκτά τη μορφή της διέγερσης, κατά την οποία διακατεχόμαστε από ένα ευχάριστο άγχος.
Γιατί οι σκέψεις μας αδυνατούν να μεταφραστούν, τις περισσότερες φορές, σε πράξεις, λοιπόν;
Πολλές φορές, καταγράφουμε τη κατάσταση-ερέθισμα, ξέρουμε τι θέλουμε, κινητοποιούμε την ενέργεια του συναισθήματος, αλλά τελευταία στιγμή, δε τολμάμε να περάσουμε στη πράξη, διακόπτοντας τη νοερή διεργασία που ξεκινήσαμε.
‘Έτσι, καταλήγουμε να αμφιβάλλουμε για την αρχική μας θέση, καταλήγοντας σε μια, αρνητική αυτή τη φορά, αγχογόνo κατάσταση παράλυσης.
Πάντα υπάρχει το ενδεχόμενο της ματαίωσης ή ενός εξωγενούς συμβάντος που θα αναβάλει τα σχέδιά μας. Αλλά για πόσο; Ο χρόνος που θα επιτρέψουμε να μας επηρεάζουν οι παράγοντες αυτοί είναι ένα βολικό άλλοθι για να δικαιολογήσουμε τα πραγματικά αίτια που υποβόσκουν ενδόμυχα και παρακωλύουν την υλοποίηση της σκέψης.
Όσο πικρό κι αν ακούγεται, δεν έχει καμία σημασία η πρόθεση, αλλά η έκβαση που αυτή επιφέρει.
Η ταυτότητά μας καθορίζεται από τα πεπραγμένα και όχι από το συνονθύλευμα σκέψεων που έχουμε γύρω από δυνητικές καταστάσεις.
Ο τρόπος που θα συμπεριφερθούμε απέναντι στον εαυτό μας και στους γύρω μας θα αποτελέσει σημείο αναφοράς και ένδειξη συμβατότητας σκέψης και πράξης.
Στη τελική κρινόμαστε….
Για αυτό που δείχνουμε ότι είμαστε στον έξω κόσμο και όχι για αυτό που σκεφτόμαστε ότι θα έπρεπε να είμαστε. Αν θεωρούμε, λοιπόν, ότι το “είναι” της σκέψης μας αποτελεί δική μας δημιουργία και όχι κάποιο αποκύημα “ευγενών” εξωτερικών παραινέσεων γιατί να μην αποτυπωθεί και στο “φαίνεσθαι”;
Για να προλάβω να καλύψω τα νότα μου, οφείλω να δηλώσω πρόμαχος του “είναι” και όχι του “φαίνεσθαι”. Μόνο που υπάρχουν κάποιες λεπτές γραμμές στις έννοιες αυτές, τις οποίες αν δε διαχειριστείς με αυθεντικότητα, τείνεις να εξαλείψεις και να ευτελίσεις το νόημά τους, διαβρώνοντας τις ισορροπίες ανάμεσά τους. Στη προκειμένη περίπτωση, θέλησα να τις ενώσω και να τις παρουσιάσω ως αλληλένδετες καταστάσεις, όπου το “είναι”, δηλαδή η θεωρία, ολοκληρώνεται πρακτικά μέσα από το “φαίνεσθαι” αυτής.
Αν σταματήσουμε να κομπάζουμε για το τι “είμαστε” και εισχωρήσουμε στο “φαίνεσθαι” αυτού που δηλώνουμε, τα αποτελέσματα μπορεί να είναι πιο γόνιμα απ’ όσο περιμένουμε.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου