Ο Πρωταγόρας είναι διάλογος του Πλάτωνα, που γράφτηκε στην πρώτη σωκρατική περίοδο της συγγραφικής του δραστηριότητας και αναφέρεται στους ηθικούς κινδύνους που ελλοχεύουν για όσους νέους υποστούν την παιδαγωγική επίδραση των σοφιστών. Τόπος του διαλόγου είναι το σπίτι του πλουσίου Αθηναίου Καλλία, ο οποίος φιλοξενούσε τον σοφιστή και φιλόσοφο Πρωταγόρα.
...Μιλάει ο Πρωταγόρας...
Ήταν κάποτε μια εποχή, που υπήρχαν θεοί, αλλά δεν υπήρχαν ζώα καμιάς ράτσας πάνω στη γη. Και όταν ήρθε η ώρα που όρισε και γι’ αυτά η μοίρα να ’ρθουν στον κόσμο, τα πλάθουν οι θεοί μέσα στη γη από ένα μείγμα που έκαναν από χώμα και φωτιά και απ’ ό,τι μπορεί να ενωθεί με χώμα και φωτιά.
Λοιπόν, την ώρα που ήταν να τ’ ανεβάσουν στο φως του ήλιου, έδωσαν εντολή στον Προμηθέα και τον Επιμηθέα να τα φροντίσουν και να τους μοιράσουν αξιοσύνες, τέτοιες που να ταιριάζουν στον καθένα τους.
Τότε ο Επιμηθέας ζητά από τον Προμηθέα τη χάρη, μόνος
του να κάμει τη μοιρασιά: «Κάνω εγώ τη μοιρασιά, του είπε, κι εσύ έρχεσαι μετά και κάνεις επιθεώρηση».
Μ’ αυτά τον πείθει, και κάνει αυτός τη μοιρασιά. Αρχίζει λοιπόν αυτός τη μοιρασιά, και σε μερικά έδινε δύναμη, όχι όμως και γρηγοράδα, ενώ τα πιο αδύνατα τα εφοδίαζε με γρηγοράδα· σ’ άλλα έδινε όπλα, για όσα όμως άφηνε χωρίς αρματωσιά σοφιζόταν κάποια άλλη ικανότητα, για να κρατιούνται στη ζωή.
(…)
Που λες, ο Επιμηθέας βέβαια δεν ήταν και πολύ σοφός· έτσι δεν πήρε είδηση πως ξόδεψε όλες τις χάρες στα άλογα ζώα· του έμενε ωστόσο αφρόντιστη ακόμα η ράτσα των ανθρώπων – και δεν ήξερε τι να κάνει.
Την ώρα που εκείνος καθόταν με τα χέρια σταυρωμένα, έρχεται ο Προμηθέας για να επιθεωρήσει τη μοιρασιά. Και βλέπει τα άλλα ζώα εφοδιασμένα με όλα κι όπως τους ταίριαζε, τον άνθρωπο όμως γυμνό και ξυπόλυτο, δίχως σκεπάσματα και αρματωσιά· είχε φτάσει κιόλας η μέρα που όρισε η μοίρα να βγει κι ο άνθρωπος από τη γη στο φως του ήλιου.
Τότε, καθώς έζωνε τον Προμηθέα η δυσκολία, ποιον τρόπο να βρει για να κρατηθεί ο άνθρωπος στη ζωή, του ήρθε στον νου να κλέψει του Ηφαίστου και της Αθηνάς την τεχνική γνώση μαζί και τη φωτιά – γιατί δίχως φωτιά η τέχνη αυτή δεν μπορεί να γίνει κτήμα κανενός ούτε να του σταθεί χρήσιμη – και έτσι την κάνει δώρο στον άνθρωπο.
Ο άνθρωπος λοιπόν μ’ αυτόν τον τρόπο πήρε στα χέρια του την τέχνη που τον βοηθά για να ζήσει, αλλά του έλειπε η άλλη τέχνη, η πολιτική· γιατί αυτή βρισκόταν δίπλα στον θρόνο του Δία.
Όμως ο Προμηθέας δεν είχε πια καιρό να μπει στην ακρόπολη του Δία – ας μην ξεχνάμε ότι ο Δίας είχε φοβερούς καστροφύλακες.
Μπήκε όμως κρυφά στο συνεταιρικό εργαστήρι της Αθηνάς και του Ηφαίστου, που μέσα εκεί δούλευαν – με τι μεράκι! – τις τέχνες τους· κλέβει λοιπόν και του Ηφαίστου την τέχνη, που δουλεύει με τη φωτιά, και τις υπόλοιπες τέχνες, που είναι της Αθηνάς, και τις δίνει στον άνθρωπο.
Και έτσι ο άνθρωπος απόχτησε εφόδια για να ζήσει, ο Προμηθέας όμως, όπως λεν, [εξαιτίας του Επιμηθέα] σε λίγο δικάστηκε για κλοπή.
Λοιπόν, μια και ο άνθρωπος πήρε κι αυτός μερίδιο από τον κλήρο των θεών, πρώτα πρώτα αυτός μόνο απ’ όλα τα ζωντανά, σαν συγγενής των θεών βέβαια, πίστεψε σε θεούς και άρχισε να χτίζει βωμούς και αγάλματα των θεών· κατόπι, με την αξιοσύνη του γρήγορα σχημάτισε γλώσσα και λέξεις, συνταιριάζοντας τις συλλαβές, και βρήκε και κατοικίες και ρούχα και υποδήματα και στρώματα και τις τροφές που δίνει η γη.
Μ’ αυτά λοιπόν τα εφόδια οι άνθρωποι τον πρώτο καιρό ζούσαν σκόρπιοι, πολιτείες όμως δεν υπήρχαν.
Έτσι, τους αφάνιζαν τα θηρία, γιατί σ’ όλα τα σημεία ήταν πιο δυνατά απ’ αυτούς· κι η βιοτεχνία τους τους βοηθούσε βέβαια σ’ ό,τι χρειάζονταν για να βρουν την τροφή τους, όμως δεν μπορούσε να τους σώσει στον πόλεμο με τα θηρία· κι αιτία ήταν που δεν κάτεχαν ακόμη την πολιτική τέχνη, που ένα μέρος της είναι η τέχνη του πολέμου· τότε ένιωσαν την ανάγκη να συγκεντρώνονται και να χτίζουν πολιτείες, για να σωθούν.
Όμως όποτε συγκεντρώνονταν, αδικούσε ο ένας τον άλλο, μια και δεν είχαν την πολιτική τέχνη, κι έτσι πάλι σκορπίζονταν και τους έτρωγαν τα θηρία.
Τότε ο Δίας ανησύχησε μήπως χαθεί η ράτσα μας από το πρόσωπο της γης και στέλνει τον Ερμή να φέρει στους ανθρώπους την αιδώ και τη δικαιοσύνη, για να δημιουργηθούν μονιασμένες πολιτείες και δεσμοί που να δένουν με φιλία τους ανθρώπους.
Όμως ρωτά ο Ερμής τον Δία με ποιον τρόπο τέλος πάντων να δώσει στους ανθρώπους την αιδώ και τη δικαιοσύνη:
«Με ποιον τρόπο, όπως έχουν μοιραστεί τα επαγγέλματα, έτσι να τις μοιράσω κι αυτές; Ξέρεις πώς έχουν μοιραστεί εκείνα: ένας γιατρός εξυπηρετεί πολύν κόσμο, το ίδιο και οι άλλοι τεχνίτες. Με τον ίδιο τρόπο να βάλω στους ανθρώπους και τη δικαιοσύνη και την αιδώ, ή να τις μοιράσω σ’ όλους;»
«Σε όλους, είπε ο Δίας, και ο καθένας να έχει το μερίδιό του· γιατί πώς θα σταθούν πολιτείες, αν – όπως έγινε με τα άλλα επαγγέλματα – λίγοι έχουν μερίδιο απ’ αυτές;
Και βάλε έναν νόμο με τη σφραγίδα μου: όποιος είναι ανίκανος να κρατήσει το μερίδιό του στην αιδώ και τη δικαιοσύνη, να τον σκοτώνουν, γιατί είναι πανούκλα της πολιτείας»....
Ο μύθος
Ήτανε κάποτε μια εποχή, που υπήρχαν βέβαια οι θεοί, μα τα θνητά γένη δεν υπήρχανε. Όταν όμως ήρθε και γι΄ αυτά ο καιρός που όρισε η μοίρα να γεννηθούνε, οι θεοί τα σχηματίσανε μέσα στη γη από χώμα και φωτιά ανακατωμένα και απ΄ ό,τι άλλο είναι αναμεμιγμένο με φωτιά και χώμα. Όταν λοιπό ήτανε να τα βγάλουνε στο φως, προστάζαν τον Προμηθέα και τον Επιμηθέα να τα προκίσουνε και να μοιράσουνε στο καθένα τις δυνάμεις που του πρέπει. Ο Επιμηθέας όμως παρακαλούσε τον Προμηθέα να τον αφήσει να κάμει αυτός τη μοιρασιά· κι όταν πια εγώ, είπε, έχω κάμει τη μοιρασιά, μπορείς εσύ να την εξετάσεις.
Έτσι τον πείθει και μοιράζει αυτός. Καθώς λοιπόν μοίραζε, έδινε σ΄ άλλα δύναμη χωρίς γρηγοράδα, τα πιο αδύναμα πάλι τα προίκιζε με γρηγοράδα. Και άλλα τα όπλιζε, ενώ για εκείνα, που τους έδινε άοπλη φύση, μηχανεύονταν κάποιον άλλον τρόπο για τη σωτηρία τους. Εκείνα δηλαδή απ΄ αυτά που τα έντυνε με μικρό σχήμα, σ΄αυτά χάριζε φτερά για να φεύγουνε ή υπόγεια κατοικία. Εκείνα όμως τα μεγάλωνε στον όγκο, μ΄αυτόν πάλι τα έσωζε. Και τάλλα έτσι ισοζυγιάζοντας τα μοίραζε.
Αυτά όμως τα μηχανεύονταν, γιατί είχε το νου του μην τυχόν εξολοθρευτεί κανένα γένος. Αφού λοιπόν τους έδωκε τους τρόπους να ξεφεύγουνε το αλληλοφάγωμα, μηχανεύτηκε να βολέψει το καθ΄να και σύμφωνα με τις εποχές του χρόνου, που στέλνει ο Ζευς. Έτσι τα έντυνε με πυκνές τρίχες και στερεά δέρματα, ικανά να τα προστατεύουνε από το χειμώνα και από τις ζέστες.
Και φρόντισε, όταν πηγαίνουν να πλαγιάσουν, τα ίδια πράγματα πάλι να τους είναι κατάλληλο και αυτόφυτο στρώμα για τον καθένα. Και πόδεσε άλλα με νύχια, άλλα με τρίχες και δέρματα στερεά και αμάτωτα. Ύστερα πάλι έβρισκε τροφή χωριστή για το καθένα, γι΄άλλα της γης βότανα, γι΄ άλλα των δένδρων τους καρπούς, γι΄άλλα πάλι τις ρίζες. Και είναι κι άλλα που τους έδωκε για τροφή το φάγωμα άλλων ζώων. Και άλλα τα προίκισε με ολιγογονία, εκείνα πάλιν που εξολοθρεύονται απ΄αυτά με πολυγονία, για να σώζει έτσι το γένος τους.
Επειδή όμως ο Επιμηθεύς δεν ήτανε πολύ φρόνιμος, δίχως να το καταλάβει ξόιδεψε τις δυνάμεις· και είχε ακόμα αφήσει απροίκιστο το γένος των ανθρώπων. Και ήτανε σε απορία, τι να κάμει. Και καθώς ήτανε σε απορία, έρχεται σ΄ αυτόν ο Προμηθεύς για να εξετάσει το μοίρασμα και βλέπει, πως όλα τ΄ άλλα ζώα ήτανε καλοβολεμένα, ο άνθρωπος όμως γυμνός και ανυπόδητος και χωρίς στρώμα και άοπλος. Και έφθασε πια η ημέρα η ορισμένη από τη μοίρα να βγει ο άνθρωπος από τη γη στο φως. Όντας λοιπόν σε αμηχανία ο Προμηθεύς, ποια σωτηρία να βρει για τον άθρωπο, κλέβει από τον Ήφαιστο και την Αθηνά την έντεχνη σοφία μαζί με την φωτιά.
Ο Προμηθέας ήταν μυθική μορφή της αρχαιότητας. Γιος του Τιτάνα Ιαπετού και της Ωκεανίδας Ασίας ή Θέμιδας ή Αίθρας ή Κλυμένης. Αδέλφια του ήταν οι Ιαπετίδες Επιμηθέας, Άτλας και Μενοίτιος. Το όνομά του σημαίνει «συνετός», «προνοητικός». Παράγεται από την πρόθεση «προ» και το ρήμα «μανθάνω», όπου το «α», σε ορισμένες αρχαιοελληνικές διαλέκτους, γίνεται «η».
Ο Επιμηθέας ήταν μυθολογικό πρόσωπο, γιος του Τιτάνα Ιαπετού και της Ωκεανίδας Ασίας ή Θέμιδας ή Αίθρας ή Κλυμένης. Αδέρφια του ήταν οι Ιαπετίδες Προμηθέας, Άτλας και Μενοίτιος. Το όνομά του ταυτίστηκε από την αρχαιότητα, με τον άνθρωπο που δεν προνοεί, τον απερίσκεπτο (επί + μήδομαι = σκέπτομαι μετά)[1], αυτός που βγάζει τα συμπεράσματα, μετά το γεγονός.
...Μιλάει ο Πρωταγόρας...
Ήταν κάποτε μια εποχή, που υπήρχαν θεοί, αλλά δεν υπήρχαν ζώα καμιάς ράτσας πάνω στη γη. Και όταν ήρθε η ώρα που όρισε και γι’ αυτά η μοίρα να ’ρθουν στον κόσμο, τα πλάθουν οι θεοί μέσα στη γη από ένα μείγμα που έκαναν από χώμα και φωτιά και απ’ ό,τι μπορεί να ενωθεί με χώμα και φωτιά.
Λοιπόν, την ώρα που ήταν να τ’ ανεβάσουν στο φως του ήλιου, έδωσαν εντολή στον Προμηθέα και τον Επιμηθέα να τα φροντίσουν και να τους μοιράσουν αξιοσύνες, τέτοιες που να ταιριάζουν στον καθένα τους.
Τότε ο Επιμηθέας ζητά από τον Προμηθέα τη χάρη, μόνος
του να κάμει τη μοιρασιά: «Κάνω εγώ τη μοιρασιά, του είπε, κι εσύ έρχεσαι μετά και κάνεις επιθεώρηση».
Μ’ αυτά τον πείθει, και κάνει αυτός τη μοιρασιά. Αρχίζει λοιπόν αυτός τη μοιρασιά, και σε μερικά έδινε δύναμη, όχι όμως και γρηγοράδα, ενώ τα πιο αδύνατα τα εφοδίαζε με γρηγοράδα· σ’ άλλα έδινε όπλα, για όσα όμως άφηνε χωρίς αρματωσιά σοφιζόταν κάποια άλλη ικανότητα, για να κρατιούνται στη ζωή.
(…)
Που λες, ο Επιμηθέας βέβαια δεν ήταν και πολύ σοφός· έτσι δεν πήρε είδηση πως ξόδεψε όλες τις χάρες στα άλογα ζώα· του έμενε ωστόσο αφρόντιστη ακόμα η ράτσα των ανθρώπων – και δεν ήξερε τι να κάνει.
Την ώρα που εκείνος καθόταν με τα χέρια σταυρωμένα, έρχεται ο Προμηθέας για να επιθεωρήσει τη μοιρασιά. Και βλέπει τα άλλα ζώα εφοδιασμένα με όλα κι όπως τους ταίριαζε, τον άνθρωπο όμως γυμνό και ξυπόλυτο, δίχως σκεπάσματα και αρματωσιά· είχε φτάσει κιόλας η μέρα που όρισε η μοίρα να βγει κι ο άνθρωπος από τη γη στο φως του ήλιου.
Τότε, καθώς έζωνε τον Προμηθέα η δυσκολία, ποιον τρόπο να βρει για να κρατηθεί ο άνθρωπος στη ζωή, του ήρθε στον νου να κλέψει του Ηφαίστου και της Αθηνάς την τεχνική γνώση μαζί και τη φωτιά – γιατί δίχως φωτιά η τέχνη αυτή δεν μπορεί να γίνει κτήμα κανενός ούτε να του σταθεί χρήσιμη – και έτσι την κάνει δώρο στον άνθρωπο.
Ο άνθρωπος λοιπόν μ’ αυτόν τον τρόπο πήρε στα χέρια του την τέχνη που τον βοηθά για να ζήσει, αλλά του έλειπε η άλλη τέχνη, η πολιτική· γιατί αυτή βρισκόταν δίπλα στον θρόνο του Δία.
Όμως ο Προμηθέας δεν είχε πια καιρό να μπει στην ακρόπολη του Δία – ας μην ξεχνάμε ότι ο Δίας είχε φοβερούς καστροφύλακες.
Μπήκε όμως κρυφά στο συνεταιρικό εργαστήρι της Αθηνάς και του Ηφαίστου, που μέσα εκεί δούλευαν – με τι μεράκι! – τις τέχνες τους· κλέβει λοιπόν και του Ηφαίστου την τέχνη, που δουλεύει με τη φωτιά, και τις υπόλοιπες τέχνες, που είναι της Αθηνάς, και τις δίνει στον άνθρωπο.
Και έτσι ο άνθρωπος απόχτησε εφόδια για να ζήσει, ο Προμηθέας όμως, όπως λεν, [εξαιτίας του Επιμηθέα] σε λίγο δικάστηκε για κλοπή.
Λοιπόν, μια και ο άνθρωπος πήρε κι αυτός μερίδιο από τον κλήρο των θεών, πρώτα πρώτα αυτός μόνο απ’ όλα τα ζωντανά, σαν συγγενής των θεών βέβαια, πίστεψε σε θεούς και άρχισε να χτίζει βωμούς και αγάλματα των θεών· κατόπι, με την αξιοσύνη του γρήγορα σχημάτισε γλώσσα και λέξεις, συνταιριάζοντας τις συλλαβές, και βρήκε και κατοικίες και ρούχα και υποδήματα και στρώματα και τις τροφές που δίνει η γη.
Μ’ αυτά λοιπόν τα εφόδια οι άνθρωποι τον πρώτο καιρό ζούσαν σκόρπιοι, πολιτείες όμως δεν υπήρχαν.
Έτσι, τους αφάνιζαν τα θηρία, γιατί σ’ όλα τα σημεία ήταν πιο δυνατά απ’ αυτούς· κι η βιοτεχνία τους τους βοηθούσε βέβαια σ’ ό,τι χρειάζονταν για να βρουν την τροφή τους, όμως δεν μπορούσε να τους σώσει στον πόλεμο με τα θηρία· κι αιτία ήταν που δεν κάτεχαν ακόμη την πολιτική τέχνη, που ένα μέρος της είναι η τέχνη του πολέμου· τότε ένιωσαν την ανάγκη να συγκεντρώνονται και να χτίζουν πολιτείες, για να σωθούν.
Όμως όποτε συγκεντρώνονταν, αδικούσε ο ένας τον άλλο, μια και δεν είχαν την πολιτική τέχνη, κι έτσι πάλι σκορπίζονταν και τους έτρωγαν τα θηρία.
Τότε ο Δίας ανησύχησε μήπως χαθεί η ράτσα μας από το πρόσωπο της γης και στέλνει τον Ερμή να φέρει στους ανθρώπους την αιδώ και τη δικαιοσύνη, για να δημιουργηθούν μονιασμένες πολιτείες και δεσμοί που να δένουν με φιλία τους ανθρώπους.
Όμως ρωτά ο Ερμής τον Δία με ποιον τρόπο τέλος πάντων να δώσει στους ανθρώπους την αιδώ και τη δικαιοσύνη:
«Με ποιον τρόπο, όπως έχουν μοιραστεί τα επαγγέλματα, έτσι να τις μοιράσω κι αυτές; Ξέρεις πώς έχουν μοιραστεί εκείνα: ένας γιατρός εξυπηρετεί πολύν κόσμο, το ίδιο και οι άλλοι τεχνίτες. Με τον ίδιο τρόπο να βάλω στους ανθρώπους και τη δικαιοσύνη και την αιδώ, ή να τις μοιράσω σ’ όλους;»
«Σε όλους, είπε ο Δίας, και ο καθένας να έχει το μερίδιό του· γιατί πώς θα σταθούν πολιτείες, αν – όπως έγινε με τα άλλα επαγγέλματα – λίγοι έχουν μερίδιο απ’ αυτές;
Και βάλε έναν νόμο με τη σφραγίδα μου: όποιος είναι ανίκανος να κρατήσει το μερίδιό του στην αιδώ και τη δικαιοσύνη, να τον σκοτώνουν, γιατί είναι πανούκλα της πολιτείας»....
Ήρα & Προμηθέας |
Ήτανε κάποτε μια εποχή, που υπήρχαν βέβαια οι θεοί, μα τα θνητά γένη δεν υπήρχανε. Όταν όμως ήρθε και γι΄ αυτά ο καιρός που όρισε η μοίρα να γεννηθούνε, οι θεοί τα σχηματίσανε μέσα στη γη από χώμα και φωτιά ανακατωμένα και απ΄ ό,τι άλλο είναι αναμεμιγμένο με φωτιά και χώμα. Όταν λοιπό ήτανε να τα βγάλουνε στο φως, προστάζαν τον Προμηθέα και τον Επιμηθέα να τα προκίσουνε και να μοιράσουνε στο καθένα τις δυνάμεις που του πρέπει. Ο Επιμηθέας όμως παρακαλούσε τον Προμηθέα να τον αφήσει να κάμει αυτός τη μοιρασιά· κι όταν πια εγώ, είπε, έχω κάμει τη μοιρασιά, μπορείς εσύ να την εξετάσεις.
Έτσι τον πείθει και μοιράζει αυτός. Καθώς λοιπόν μοίραζε, έδινε σ΄ άλλα δύναμη χωρίς γρηγοράδα, τα πιο αδύναμα πάλι τα προίκιζε με γρηγοράδα. Και άλλα τα όπλιζε, ενώ για εκείνα, που τους έδινε άοπλη φύση, μηχανεύονταν κάποιον άλλον τρόπο για τη σωτηρία τους. Εκείνα δηλαδή απ΄ αυτά που τα έντυνε με μικρό σχήμα, σ΄αυτά χάριζε φτερά για να φεύγουνε ή υπόγεια κατοικία. Εκείνα όμως τα μεγάλωνε στον όγκο, μ΄αυτόν πάλι τα έσωζε. Και τάλλα έτσι ισοζυγιάζοντας τα μοίραζε.
Αυτά όμως τα μηχανεύονταν, γιατί είχε το νου του μην τυχόν εξολοθρευτεί κανένα γένος. Αφού λοιπόν τους έδωκε τους τρόπους να ξεφεύγουνε το αλληλοφάγωμα, μηχανεύτηκε να βολέψει το καθ΄να και σύμφωνα με τις εποχές του χρόνου, που στέλνει ο Ζευς. Έτσι τα έντυνε με πυκνές τρίχες και στερεά δέρματα, ικανά να τα προστατεύουνε από το χειμώνα και από τις ζέστες.
Και φρόντισε, όταν πηγαίνουν να πλαγιάσουν, τα ίδια πράγματα πάλι να τους είναι κατάλληλο και αυτόφυτο στρώμα για τον καθένα. Και πόδεσε άλλα με νύχια, άλλα με τρίχες και δέρματα στερεά και αμάτωτα. Ύστερα πάλι έβρισκε τροφή χωριστή για το καθένα, γι΄άλλα της γης βότανα, γι΄ άλλα των δένδρων τους καρπούς, γι΄άλλα πάλι τις ρίζες. Και είναι κι άλλα που τους έδωκε για τροφή το φάγωμα άλλων ζώων. Και άλλα τα προίκισε με ολιγογονία, εκείνα πάλιν που εξολοθρεύονται απ΄αυτά με πολυγονία, για να σώζει έτσι το γένος τους.
Επειδή όμως ο Επιμηθεύς δεν ήτανε πολύ φρόνιμος, δίχως να το καταλάβει ξόιδεψε τις δυνάμεις· και είχε ακόμα αφήσει απροίκιστο το γένος των ανθρώπων. Και ήτανε σε απορία, τι να κάμει. Και καθώς ήτανε σε απορία, έρχεται σ΄ αυτόν ο Προμηθεύς για να εξετάσει το μοίρασμα και βλέπει, πως όλα τ΄ άλλα ζώα ήτανε καλοβολεμένα, ο άνθρωπος όμως γυμνός και ανυπόδητος και χωρίς στρώμα και άοπλος. Και έφθασε πια η ημέρα η ορισμένη από τη μοίρα να βγει ο άνθρωπος από τη γη στο φως. Όντας λοιπόν σε αμηχανία ο Προμηθεύς, ποια σωτηρία να βρει για τον άθρωπο, κλέβει από τον Ήφαιστο και την Αθηνά την έντεχνη σοφία μαζί με την φωτιά.
Ο Προμηθέας ήταν μυθική μορφή της αρχαιότητας. Γιος του Τιτάνα Ιαπετού και της Ωκεανίδας Ασίας ή Θέμιδας ή Αίθρας ή Κλυμένης. Αδέλφια του ήταν οι Ιαπετίδες Επιμηθέας, Άτλας και Μενοίτιος. Το όνομά του σημαίνει «συνετός», «προνοητικός». Παράγεται από την πρόθεση «προ» και το ρήμα «μανθάνω», όπου το «α», σε ορισμένες αρχαιοελληνικές διαλέκτους, γίνεται «η».
Ο Επιμηθέας ήταν μυθολογικό πρόσωπο, γιος του Τιτάνα Ιαπετού και της Ωκεανίδας Ασίας ή Θέμιδας ή Αίθρας ή Κλυμένης. Αδέρφια του ήταν οι Ιαπετίδες Προμηθέας, Άτλας και Μενοίτιος. Το όνομά του ταυτίστηκε από την αρχαιότητα, με τον άνθρωπο που δεν προνοεί, τον απερίσκεπτο (επί + μήδομαι = σκέπτομαι μετά)[1], αυτός που βγάζει τα συμπεράσματα, μετά το γεγονός.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου