Μια φορά κι έναν καιρό, ο Ήλιος ο Ηλιάτορας, ο πετροπαιχνιδιάτορας κι ο Αίολος ο κύριος κι αφέντης των ανέμων είχαν στήσει τρικούβερτο καυγά για το ποιός ήταν πρώτος και καλύτερος!
-Εγώ είμαι ο δυνατότερος, σφύριξε μέσα από τα δόντια του ο Αίολος.
-Όχι αγαπητέ μου Αίολε, ο πιο δυνατός είμαι εγώ, χωρίς εμένα όλοι σου οι γιοι κι οι κόρες δεν θα μπορούσαν να σε υπηρετήσουν, αντέτεινε ο Ήλιος, που λίγο ακόμα και θα έχανε την ψυχραιμία του με τον ανάγωγο Αίολο.
Εκεἰ λοιπόν που καυγάδιζαν του καλού καιρού για την πρωτιά, να σου κι εμφανίζεται από βάθος της δημοσιάς ένας μοναχικός διαβάτης τυλιγμένος στο βαρύ χειμωνιάτικο πανωφόρι του.
-Ορίστε, να μια καλή ευκαιρία να μετρηθούμε Ήλιε μου αγαπητέ, πρότεινε ο Αίολος. Βλέπεις εκείνον τον οδοιπόρο που πλησιάζει προς τα δω.Όποιος από τους δυο μας καταφέρει να τον κάνει να βγάλει το μανδύα του θα είναι και ο πιο δυνατός! Δε μπορεί παρά να συμφωνείς, Ήλιε, Ηλιάτορα.
-Συμφωνώ, δέχτηκε ο Ήλιος το στοίχημα. Βάλε μπροστά να δούμε τι αξίζεις, πρότεινε στο Αίολο.
Ο Αίολος κάλεσε το γιο του το Βαρδάρη.
Σε όσους γνωρίζουν αυτά τα θέματα, ξέρουν πολύ καλά ότι ο Βαρδάρης, όταν πιάσει δουλειά δε χαρίζει κάστανα. Τρέχει αδελφωμένα με το μεγάλο μας ποτάμι, τον Αξιό, χιλιάδες χιλιόμετρα, διασχίζοντας βουνά και κάμπους φτάνοντας τελικά στην όμορφη Θεσσαλονίκη μας. Επιτίθεται στα δέντρα, στα σπίτια, στους ανθρώπους με λύσσα άγνωστη σ’ εκείνους που δεν έχουν κάνει τη γνωριμία του.
Ε, λοιπόν, μ’ αυτή τη λύσσα κι ακόμα περισσότερη, για να ευχαριστήσει τον πατέρα του τον Αίολο, όρμησε ο Βαρδάρης πάνω στον ανυποψίαστο παροδίτη.
-Μανούλα μου τι παλιόκαιρος, μουρμούρισε ο άμοιρος διαβάτης, χάνοντας το βηματισμό του από το παγωμένο πνεύμα του Βαρδάρη και βιάστηκε να τυλιχθεί το πανωφόρι του όσο πιο σφιχτά μπορούσε.
Γύρω του, η μανιασμένη ορμή του ανέμου έκανε τις πέτρες να κυλάνε και τα πιο γέρικα κλαδιά των δέντρων να σπάνε με πάταγο, κάνοντας τον οδοιπόρο να σφίγγει τα χέρια του τρέμοντας γύρω από το χοντρό του πανωφόρι και να κουρνιάσει πίσω από τον κορμό μιας θεόρατης οξιάς, περιμένοντας να περάσει το κακό.
Πέρασε αρκετή ώρα έτσι μέχρι που ο Αίολος κατάλαβε ότι έχανε τη μάχη και ζήτησε από το γιο του να πάει από κει που ήρθε. Ο Βαρδάρης αποχώρησε τόσο ξαφνικά όσο είχε εμφανιστεί.
-Σειρά σου, Ήλιε μου, πρότεινε μουτρωμένος ο Αίολος.
Τότε ο Ήλιος χωρίς κουβέντα χαμογέλασε κι ολόκληρη η πλάση βουτήχτηκε μέσα στις ζεστές αχτίδες του χαμόγελού του. Ο σαστισμένος οδοιπόρος, χωρίς αργοπορία ξαναπήρε το δρόμο του. Μέσα στη ζέστη που αναδίνανε οι πέτρες του ανηφορικού μονοπατιού, γρήγορα χοντρές σταγόνες ιδρώτα άρχισαν να κυλάνε στο μέτωπό του.
Χωρίς πολλή σκέψη, ο διαβάτης ξεκούμπωσε το πανωφόρι του και βγάζοντάς το, το τακτοποίησε κάτω από τη μια του μασχάλη συνεχίζοντας αμέριμνος το δρόμο του.
-Κέρδισες, Ήλιε μου Ηλιάτορα και πετροπαιχνιδιάτορα, παραδέχτηκε ο Αίολος. Πήρα το μάθημά μου. Τώρα καταλαβαίνω ότι με την μειλιχιότητα ενός χαμόγελου και την ευγένεια, μπορείς να καταφέρεις πολύ περισσότερα πράγματα απ΄ ό,τι με τη βουή και την αντάρα.
-Εγώ είμαι ο δυνατότερος, σφύριξε μέσα από τα δόντια του ο Αίολος.
-Όχι αγαπητέ μου Αίολε, ο πιο δυνατός είμαι εγώ, χωρίς εμένα όλοι σου οι γιοι κι οι κόρες δεν θα μπορούσαν να σε υπηρετήσουν, αντέτεινε ο Ήλιος, που λίγο ακόμα και θα έχανε την ψυχραιμία του με τον ανάγωγο Αίολο.
Εκεἰ λοιπόν που καυγάδιζαν του καλού καιρού για την πρωτιά, να σου κι εμφανίζεται από βάθος της δημοσιάς ένας μοναχικός διαβάτης τυλιγμένος στο βαρύ χειμωνιάτικο πανωφόρι του.
-Ορίστε, να μια καλή ευκαιρία να μετρηθούμε Ήλιε μου αγαπητέ, πρότεινε ο Αίολος. Βλέπεις εκείνον τον οδοιπόρο που πλησιάζει προς τα δω.Όποιος από τους δυο μας καταφέρει να τον κάνει να βγάλει το μανδύα του θα είναι και ο πιο δυνατός! Δε μπορεί παρά να συμφωνείς, Ήλιε, Ηλιάτορα.
-Συμφωνώ, δέχτηκε ο Ήλιος το στοίχημα. Βάλε μπροστά να δούμε τι αξίζεις, πρότεινε στο Αίολο.
Ο Αίολος κάλεσε το γιο του το Βαρδάρη.
Σε όσους γνωρίζουν αυτά τα θέματα, ξέρουν πολύ καλά ότι ο Βαρδάρης, όταν πιάσει δουλειά δε χαρίζει κάστανα. Τρέχει αδελφωμένα με το μεγάλο μας ποτάμι, τον Αξιό, χιλιάδες χιλιόμετρα, διασχίζοντας βουνά και κάμπους φτάνοντας τελικά στην όμορφη Θεσσαλονίκη μας. Επιτίθεται στα δέντρα, στα σπίτια, στους ανθρώπους με λύσσα άγνωστη σ’ εκείνους που δεν έχουν κάνει τη γνωριμία του.
Ε, λοιπόν, μ’ αυτή τη λύσσα κι ακόμα περισσότερη, για να ευχαριστήσει τον πατέρα του τον Αίολο, όρμησε ο Βαρδάρης πάνω στον ανυποψίαστο παροδίτη.
-Μανούλα μου τι παλιόκαιρος, μουρμούρισε ο άμοιρος διαβάτης, χάνοντας το βηματισμό του από το παγωμένο πνεύμα του Βαρδάρη και βιάστηκε να τυλιχθεί το πανωφόρι του όσο πιο σφιχτά μπορούσε.
Γύρω του, η μανιασμένη ορμή του ανέμου έκανε τις πέτρες να κυλάνε και τα πιο γέρικα κλαδιά των δέντρων να σπάνε με πάταγο, κάνοντας τον οδοιπόρο να σφίγγει τα χέρια του τρέμοντας γύρω από το χοντρό του πανωφόρι και να κουρνιάσει πίσω από τον κορμό μιας θεόρατης οξιάς, περιμένοντας να περάσει το κακό.
Πέρασε αρκετή ώρα έτσι μέχρι που ο Αίολος κατάλαβε ότι έχανε τη μάχη και ζήτησε από το γιο του να πάει από κει που ήρθε. Ο Βαρδάρης αποχώρησε τόσο ξαφνικά όσο είχε εμφανιστεί.
-Σειρά σου, Ήλιε μου, πρότεινε μουτρωμένος ο Αίολος.
Τότε ο Ήλιος χωρίς κουβέντα χαμογέλασε κι ολόκληρη η πλάση βουτήχτηκε μέσα στις ζεστές αχτίδες του χαμόγελού του. Ο σαστισμένος οδοιπόρος, χωρίς αργοπορία ξαναπήρε το δρόμο του. Μέσα στη ζέστη που αναδίνανε οι πέτρες του ανηφορικού μονοπατιού, γρήγορα χοντρές σταγόνες ιδρώτα άρχισαν να κυλάνε στο μέτωπό του.
Χωρίς πολλή σκέψη, ο διαβάτης ξεκούμπωσε το πανωφόρι του και βγάζοντάς το, το τακτοποίησε κάτω από τη μια του μασχάλη συνεχίζοντας αμέριμνος το δρόμο του.
-Κέρδισες, Ήλιε μου Ηλιάτορα και πετροπαιχνιδιάτορα, παραδέχτηκε ο Αίολος. Πήρα το μάθημά μου. Τώρα καταλαβαίνω ότι με την μειλιχιότητα ενός χαμόγελου και την ευγένεια, μπορείς να καταφέρεις πολύ περισσότερα πράγματα απ΄ ό,τι με τη βουή και την αντάρα.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου