Τετάρτη 4 Μαρτίου 2015

ΜΠΟΡΕΙΣ ΝΑ ΜΕ «ΠΑΙΞΕΙΣ» ΜΟΝΟ ΑΝ ΣΤΟ ΕΠΙΤΡΕΨΩ

Ένας «παίχτης» ποτέ δεν λειτουργεί στο κενό – πάντοτε υπάρχει ένας συμπαίκτης που για τους δικούς του λόγους δέχεται να πάρει μέρος στο παιχνίδι. Επίσης κάποιος «δυνατός» ποτέ δεν υφίσταται ως τέτοιος χωρίς να έχει κάποιον «αδύναμο» απέναντί του.

Τα παιχνίδια δύναμης διαδραματίζονται εντός σχέσεων δύναμης και όσοι βρίσκονται μέσα σε τέτοιες σχέσεις δεν βρίσκονται μαζί τυχαία. Εκείνος που παίζει παιχνίδια εξαρτάται από την «αδυναμία» του άλλου για να επιβεβαιώσει την πεποίθησή του ότι είναι «δυνατός» και εκείνος που υφίσταται τα παιχνίδια εξαρτάται από τη σχέση του με τον «δυνατό» για να επιβεβαιώσει την πεποίθησή του ότι είναι «αδύναμος».

Σε αυτά τα πλαίσια, ο «δυνατός» κρατώντας τον άλλο σε υποδεέστερη θέση αποδεικνύει περίτρανα ότι «στη σχέση νικάει εκείνος που νοιάζεται λιγότερο» , ενώ ο «αδύναμος» είτε βουλιάζει στην παθητικότητα είτε απαντά με θυμό είτε μετακινείται ανάμεσα στα δύο.

Υποταγή: η 1η θέση «αδυναμίας» Από αυτή τη θέση διατυπώνονται φράσεις όπως: «έχω χάσει τη δύναμή μου», «είμαι ανίσχυρος/η απέναντί του/της» και «τίποτα από όσα κάνω δεν επιφέρουν αλλαγή σε οτιδήποτε». Η θέση υποταγής συνήθως επιλέγεται όταν έχω πολύ μεγάλη ανάγκη την επιβεβαίωση και αποδοχή του άλλου. Προκειμένου να μην τον χάσω, αποκρίνομαι παθητικά στους χειρισμούς του, αναλαμβάνω έναν υποτακτικό ρόλο στη σχέση και δέχομαι να γίνω ο καθρέφτης όπου πάνω του προβάλλονται όλες οι «αδυναμίες» που θέλει να ξεφορτωθεί ο άλλος όπως, πιθανά, η ντροπή, ο φόβος και η ανεπάρκειά του.

Φαίνεται να έχει υψηλό τίμημα, αλλά από την άλλη η υποταγή είναι μια ξέγνοιαστη θέση. Όντας «θύμα» καταφέρνω να κρατάω τον άλλο κοντά μου, κρύβω τα δικά μου ενδεχόμενα θέματα πίσω από τα παιχνίδια του και συντηρώ μια ψευδοαίσθηση ασφάλειας. Επιπλέον, στην υποταγή δεν χρειάζεται να αποφασίσω για τίποτα, αφού αφήνομαι στον έλεγχο του άλλου, θα πει παραιτούμαι από τον έλεγχο του εαυτού μου και της ζωής μου. Έχοντας από πάνω μου έναν «δυνατό» να κινεί τα νήματα, έχω την ευκαιρία και την άνεση να παραμείνω παιδί και να βουλιάξω στην αδράνεια, την αναβλητικότητα και την τεμπελιά.

Εξάλλου, ο ρόλος του θύματος ή του οσιομάρτυρα κρύβει πολλές φορές μια κρυφή αίγλη. Γίνομαι ο αδικημένος, εκείνος που υπομένει σιωπηλά, ο απόλυτα «καλός» αυτής της ιστορίας απέναντι σε κάποιον απόλυτα «κακό». Το σημαντικότερο που προσφέρει η υποταγή είναι ότι επιβεβαιώνει τις εσωτερικές διαστρεβλωμένες ιδέες που κουβαλώ ότι: «αν υπακούσω δεν θα πληγωθώ», «αν δείξω τη δύναμή μου οι άνθρωποι θα με εγκαταλείψουν» και «δεν είμαι αρκετά σημαντικός/ή, έξυπνος/η, ισχυρός/ή ώστε να υπερασπιστώ τον εαυτό μου» .

Το κακό είναι ότι η υποταγή μπορεί να γίνει εθιστική. Το «θύμα» φτάνει στο σημείο να χρειάζεται τον «δυνατό» προκειμένου να νιώσει κάποιου είδους συγκίνηση ή διέγερση. Φτάνει σχεδόν να μπερδεύει την αίσθηση της αδυναμίας, της υποτακτικότητας και της εξάρτησης με την αγάπη. Έπειτα από μακρά θητεία στην υποταγή ένας άνθρωπος-άνθρωπος, δηλαδή ένας άνθρωπος «κανονικός», στις πραγματικές του διαστάσεις, δύσκολα πλέον μπορεί να γίνει αντιληπτός ως γοητευτικός ή sexy.

Ανταγωνισμός: η 2η θέση «αδυναμίας» Εδώ ακούει κανείς φράσεις του τύπου: «θα σε κάνω να χάσεις όλη σου τη δύναμη» και «θα πάρω πίσω τη δύναμή μου». Στην ανταγωνιστική θέση περνάμε στην αντεπίθεση και τα παιχνίδια δύναμης εκδηλώνονται παράλληλα και κλιμακώνονται καθώς ο καθένας αγωνίζεται να υπερκεράσει τον άλλο ώστε να καταλάβει τη θέση του «δυνατού».

Η σχέση παύει να είναι σχέση και μετατρέπεται σε έναν αγώνα δύναμης όπου ο καθένας παλεύει να επιβάλλει στον άλλο την προσωπική του ατζέντα όντας πεπεισμένος ότι οι δικοί του όροι είναι καλύτεροι ή σωστότεροι. Και οι δύο προσπαθούν να επιβάλλουν την αλήθεια τους ως την απόλυτη αλήθεια, ξεχνώντας ότι η αλήθεια είναι υποκειμενική και ότι υπάρχουν πολλές αλήθειες. Μαθαίνουν να πατάνε ο ένας τα κουμπιά του άλλου.

Αν ξέρω ότι σε «πονάει» η εγκατάλειψη, απειλώ ότι θα φύγω, αν ξέρω ότι έχεις ανάγκη να φαίνεσαι «σωστός», σου υποδεικνύω ότι είσαι «λάθος», αν έχεις ανασφάλεια με την εμφάνισή σου αποφεύγω να σου κάνω κοπλιμέντα ή αναδεικνύω τις «ατέλειές» σου. Μιλάμε για δύο ανθρώπους που παλεύουν να αναδειχθούν νικητές και που δεν φαίνονται διατεθειμένοι να εγκαταλείψουν μέχρι να το καταφέρουν.

Ο εγωισμός παίρνει συνήθως το πάνω χέρι και ο αγώνας για επικράτηση γίνεται εθιστικός. Μένω ή επιστρέφω συσσωρεύοντας θυμό και πίκρα περιμένοντας τη δική μου σειρά και τη δική μου ευκαιρία να βγω από πάνω. Μένω και παλεύω να επιβάλλω τη δική μου εκδοχή για τα πράγματα συζητώντας μέχρι τελικής πτώσης, απειλώντας, δίνοντας τελεσίγραφα, κάνοντας παράπονα, επικρίνοντας και κατηγορώντας.

Στην πραγματικότητα ούτε βλέπω ούτε ακούω τι λέει ο άλλος, ούτε με ενδιαφέρει τι θέλει. Το μόνο που με ενδιαφέρει είναι να τον λυγίσω, να ισχυροποιήσω ή αποκαταστήσω τη «δύναμή» μου και να ικανοποιηθεί ο εγωισμός μου. Εκτός από τη δεδομένη ταλαιπωρία, το σύνηθες επακόλουθο όλης αυτής της μάχης είναι φυσικά η αμοιβαία περιφρόνηση. Σε συνθήκες ακραίου ανταγωνισμού, όπου ο καθένας λειτουργεί αποκλειστικά για τον εαυτό του, η ενσυναίσθηση για τον «αντίπαλο» εξαφανίζεται και ο άλλος υποβιβάζεται σε αντικείμενο, δηλαδή εκτιμάται και αξιολογείται αποκλειστικά βάσει της χρησιμότητάς του.

Είναι αλήθεια ότι τα παιχνίδια δύναμης μας κάνουν αλαζόνες και απερίσκεπτους. Μας παρασύρουν να φερθούμε στον άλλο με εξευτελιστικό τρόπο, παραβιάζοντας τα όρια του και δείχνοντας έλλειψη σεβασμού στο πρόσωπό του, συμπεριφορές που υπό κανονικές συνθήκες έρχονται σε πλήρη αντίθεση με τη εικόνα που θέλουμε να έχουμε για τον εαυτό μας ως ενός ανθρώπου ακέραιου και έντιμου.

Τις περισσότερες φορές, ο τρόπος που βρίσκουμε για να μειώσουμε αυτή τη γνωστική ασυμφωνία είναι να εκλογικεύσουμε την αδικαιολόγητη συμπεριφορά μας πείθοντας τον εαυτό μας ότι ο άλλος είναι ένα περιφρονητέο, μιαρό πλάσμα, παντελώς ανάξιο να τύχει καλύτερης μεταχείρισης. Το συμπέρασμα, αν και καθόλου πρωτότυπο, είναι ότι η αίσθηση της δύναμης όντως διαφθείρει.

ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΗ ΔΥΝΑΜΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΔΥΝΑΜΙΑ ΤΙ ΝΑ ΔΙΑΛΕΞΩ;
Θα αναρωτηθεί κανείς αν υπάρχει άλλη «λύση» ή διέξοδος σε αυτές τις ιστορίες. Αν υπάρχει περίπτωση δηλαδή να έχουμε κοινά συμφέροντα με τον άλλο αλλά να δυσκολευόμαστε να τα αντιληφθούμε ή στην περίπτωση που μπορούμε να τα αντιληφθούμε να μην ξέρουμε πώς να συντονίσουμε τις συμπεριφορές μας ώστε να τα ικανοποιήσουμε.

Πιθανόν θα μπορούσε να προκύψει μια αμοιβαία επωφελής λύση μέσα από μια διαδικασία διαπραγμάτευσης που θα οδηγούσε σε επίτευξη συμφωνίας. Και πραγματικά, κάποια μοντέλα της θεωρίας παιγνίων περιγράφουν τις συνθήκες υπό τις οποίες είναι δυνατόν να βρεθεί μια συνεργατική λύση που θα ικανοποιεί όλα τα συγκρουόμενα συμφέροντα, χωρίς να διαλυθεί η σχέση.

Στο δεύτερο μέρος του άρθρου (Αληθινή Δύναμη Σημαίνει Βγαίνω από το Παιχνίδι) θα θίξουμε ακροθιγώς τις δυνατότητες συνεργασίας, αφού όμως πρώτα διερευνήσουμε το σημαντικότερο απ′ όλα: το πώς θα απελευθερωθούμε από τα παιχνίδια δύναμης. Για να σας προϊδεάσω, αν θέλουμε να είμαστε ρεαλιστές κι επειδή μια ζωή την έχουμε, όταν η σχέση είναι πολύ ταλαιπωρημένη από τα παιχνίδια δύναμης η μόνη «οικονομική» επιλογή μάλλον δεν είναι η μελέτη και εφαρμογή της θεωρίας παιγνίων, αλλά η ρήξη.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου