Τετάρτη 11 Φεβρουαρίου 2015

Συναισθήματα

Πώς μπορούμε να διαχειριστούμε τις τραγικές ιστορικές εξελίξεις ατομικά αλλά και συλλογικά;

Άλλωστε, εάν κάθε άνθρωπος είναι ο ίδιος ένα σύστημα, τότε όλα όσα τον αφορούν, αφορούν αναλόγως και το σύστημα που ανήκει, διαβάσετε κάποια αποσπάσματα από όσα έχει πει ο γνωστός φιλοσόφος Μπερτ Χέλινγκερ που, εκτός των άλλων, έχει εντρυφίσει στη δυναμική των συστημάτων.

- Βαθμιαία μου έγινε σαφές, ότι οι άνθρωποι έχουν μιαν ισχυρή τάση να χρησιμοποιούν τη δύναμή τους για να μένουν στα προβλήματά τους και να αποφεύγουν τις λύσεις. Αυτό έχει να κάνει με το γεγονός ότι τα ψυχολογικά προβλήματα, η δυστυχία ή τα συμπτώματα μας δίνουν μιαν εσωτερική επιβεβαίωση ότι μας επιτρέπεται να συνεχίσουμε να ανήκουμε στην ομάδα μας.

Ο πόνος είναι η απόδειξη που χρειάζεται η παιδική μας ψυχή, ότι δεν είμαστε ένοχοι αναφορικά με την οικογένειά μας. Διασφαλίζει και προστατεύει το δικαίωμα που έχουμε να ανήκουμε στην οικογένειά μας. Κάθε δυστυχία, που προκαλείται από κάποια συστημική εμπλοκή, συνοδεύεται από την βαθιά ικανοποίηση που παρέχει η γνώση του ότι ανήκουμε.

Συνεπώς η εύρεση λύσεων στα προβλήματά μας είναι απειλητική και δυσάρεστη. Ενέχει τον βαθύτερο φόβο του να χάσουμε την ιδιότητά μας να ανήκουμε, ενέχει συναισθήματα ενοχής και προδοσίας, την αίσθηση ότι χάνουμε την εύνοια και την νομιμοφροσύνη μας στην ομάδα όπου ανήκουμε.

Όταν ψάχνουμε για μια λύση, φανταζόμαστε ότι παραβιάζουμε τους οικογενειακούς κανόνες, που μέχρι τώρα υπακούαμε και νοιώθουμε ένοχοι. Η λύση και η ευτυχία φαίνονται επικίνδυνες, επειδή πιστεύουμε ότι θα μας οδηγήσουν στη μοναξιά. Από τη άλλη μεριά, τα προβλήματα και η δυστυχία μας δίνουν μιαν αίσθηση ότι ανήκουμε. Συχνά, αυτού του είδους η αίσθηση είναι πιο σημαντική για τους ανθρώπους απ’ ότι είναι η ευτυχία τους.

Διακρίνω τέσσερα διαφορετικά είδη συναισθημάτων

Τα πρωτογενή συναισθήματα, τα δευτερογενή συναισθήματα, τα συστημικά συναισθήματα και τα μετα-συναισθήματα. Η κύρια διαφορά μεταξύ πρωτογενών και δευτερογενών συναισθημάτων είναι ότι τα πρωτογενή συναισθήματα υποστηρίζουν τη δημιουργική δράση, ενώ τα δευτερογενή συναισθήματα καταναλώνουν ενέργεια, η οποία διαφορετικά θα μπορούσε να υποστηρίζει την αλλαγή.

Τα συναισθήματα που παράγουν αποτελεσματικά δράση δυναμώνουν τους ανθρώπους, ενώ όλα τα συναισθήματα, που εμποδίζουν την αποτελεσματική δράση ή που δικαιολογούν την απραξία, αποδυναμώνουν τους ανθρώπους. Αποκαλώ τα συναισθήματα αυτά, που υποστηρίζουν τη δημιουργική δράση, πρωτογενή συναισθήματα.

Τα πρωτογενή συναισθήματα είναι απλά και δεν απαιτούν εκλεπτυσμένες περιγραφές. Είναι έντονα, χωρίς δράμα, χωρίς υπερβολή. Για τον λόγο αυτόν, παρόλο που είναι έντονα, φέρνουν μια καθησυχαστική και ήρεμη αίσθηση. Φυσικά, υπάρχουν πραγματικά δραματικές καταστάσεις και τότε ταιριάζουν τα δραματικά συναισθήματα. Παραδείγματός χάριν, η διαφορά ανάμεσα στο φόβο που νοιώθουν οι στρατιώτες στο πεδίο της μάχης και στο φόβο που νιώθουμε σ’ ένα κακό όνειρο.

Τα περισσότερα προβλήματα, που αντιμετωπίζουμε είναι δευτερογενή συναισθήματα. Η πρωταρχική τους λειτουργία είναι να πείσουν τους άλλους ότι τίποτα αποτελεσματικό δεν μπορεί να γίνει, έτσι ώστε να χρειάζεται να είναι δραματικά και υπερβολικά. Όταν είσαι υπό την επήρεια δευτερογενών συναισθημάτων, νοιώθεις αδύναμος και όσοι είναι παρόντες έχουν μιαν ανάγκη να βοηθήσουν. Αν τα συναισθήματα είναι αρκετά δραματικά, όσοι προτίθενται να βοηθήσουν δεν παρατηρούν πώς, στην πραγματικότητα, δεν υπάρχει τίποτα που να μπορεί να γίνει για την κατάσταση αυτήν.

Όταν οι άνθρωποι βρίσκονται σε δευτερογενή συναισθήματα, χρειάζονται να αποφύγουν να κοιτάζουν την πραγματικότητα. Η πραγματικότητα ανακατεύεται στις εσωτερικές τους εικόνες, οι οποίες τους είναι αναγκαίες προκειμένου να διατηρήσουν τα δευτερογενή τους συναισθήματα και να αποφύγουν την αλλαγή. Όταν οι άνθρωποι που εμμένουν στα δευτερογενή τους συναισθήματα, «δουλεύουν» στη θεραπεία, συχνά κλείνουν τα μάτια τους και αποσύρονται στον δικό τους κόσμο.

Απαντούν σε διαφορετικές ερωτήσεις από εκείνες που τους απευθύνεις, συνήθως όμως δεν καταλαβαίνουν ότι το κάνουν. Βοηθάει να τους θυμίσει κανείς ν’ ανοίξουν τα μάτια τους και να κοιτάξουν τον κόσμο. Τους λέω, «Κοίταξε εδώ. Κοίταξε εμένα». Αν μπορέσουν ν’ ανοίξουν τα μάτια τους και να δουν πραγματικά, ενώ παράλληλα μένουν με το συναίσθημα που έχουν, τότε συνήθως πρόκειται για πρωτογενές συναίσθημα. Αν όμως χάσουν το συναίσθημα, μόλις ανοίξουν τα μάτια τους και κοιτάξουν, τότε ξέρεις πως είναι παγιδευμένοι σε δευτερογενή συναισθήματα.

Η λύπη για παράδειγμα, μπορεί να είναι και πρωτογενής και δευτερογενής. Πρωτογενής λύπη είναι ο ισχυρός πόνος του χωρισμού. Αν παραδοθούμε στον πόνο, επιτρέποντάς του να κάνει τη δουλειά του, η λύπη τελικά βρίσκει την ίδια της την ολοκλήρωση και είμαστε ελεύθεροι να κάνουμε ένα νέο ξεκίνημα.

Αλλά συχνά οι άνθρωποι δεν παραδίδονται στη λύπη, μεταλλάζοντάς την σε δευτερογενή λύπη, αυτολύπηση ή σε απόπειρες να αποσπάσουν τη λύπηση από τους άλλους. Μια τέτοια δευτερογενής λύπη μπορεί να κρατήσει μια ολόκληρη ζωή, αποκλείοντας έναν καθαρό και ζεστό χωρισμό, αρνούμενη το γεγονός της απώλειας. Πρόκειται για ένα φτωχό υποκατάστατο της πρωτογενούς λύπης.

Η πρωτογενής λύπη οδηγεί σε βελτιωτικές ενέργειες. Kάνουμε με τρόπο φυσικό τις διορθώσεις που και μπορούν και χρειάζεται να γίνουν. Βάζουμε την κατάσταση στο σωστό δρόμο και μπορούμε να ζήσουμε με ο,τιδήποτε δεν μπορεί να αλλάξει.

Τα δευτερογενή συναισθήματα μεταμορφώνουν τη δράση σε ανησυχία. Δεν δίνουν ώθηση στην αποτελεσματική δραστηριοποίηση προς την αλλαγή. Οι άνθρωποι μπορούν να καταγίνονται μ’ ένα καλό πρόβλημα για χρόνια, όπως ένας σκύλος έχει να βασανίζεται με κάποιο κόκκαλο, τίποτα όμως δεν αλλάζει. Βασανίζουν τον εαυτό τους και τους γύρω τους, χωρίς όμως να προκύπτει κάποια δημιουργική αλλαγή. Οι άνθρωποι, που για κάποιον λόγο χρειάζονται ν’ αποφύγουν κάποια θετική αλλαγή, μετατρέπουν την πρωτογενή τους ενοχή σε δευτερεύοντα ενοχικά συναισθήματα όπως τύψεις.

Η επιθυμία για επανόρθωση μπορεί επίσης να είναι πρωτογενής ή δευτερογενής. Η πρωτογενής επανόρθωση επιτρέπει τη συμφιλίωση και είναι κατάλληλη, όταν απελευθερώνει και τα πληγωμένο μέρος και εκείνον που το πλήγωσε. Η δευτερογενής επανόρθωση συντηρεί την πληγή και την συστημική ανισορροπία, αποτρέποντας έτσι τη λύση. Ένα παράδειγμα είναι οι φυλετικές αντεκδικήσεις, που έχουν αναληφθεί από προηγούμενες γενιές. Οι εκδικητές νοιώθουν την ανάγκη να εκδικηθούν για αδικίες που δεν έχουν υποστεί οι ίδιοι και οι πράξεις τους συχνά στοχεύουν σε άτομα που δεν έχουν κάνει κάτι κακό.

Ο θυμός έχει και πρωτογενείς και δευτερογενείς μορφές. Ο πρωτογενής θυμός καθαρίζει μια σχέση και περνά χωρίς ν’ αφήσει ουλές. Ο δευτερογενής θυμός απέναντι σε κάποιον συχνά ακολουθεί, όταν εμείς οι ίδιοι έχουμε κάνει κάτι κακό στο πρόσωπο αυτό, το οποίο έχει τότε το δικαίωμα να είναι θυμωμένο μαζί μας. Με το να είμαστε θυμωμένοι μαζί του, προλαβαίνουμε το θυμό αυτού του προσώπου. Ο δευτερογενής θυμός, όπως και τα δευτερογενή συναισθήματα ενοχής, είναι συνήθως μια δικαιολογία για να μην δράσει κάποιος.

Στις σχέσεις, ο δευτερογενής θυμός χρησιμοποιείται μερικές φορές προκειμένου να αποφευχθεί η ερώτηση πάνω σε κάτι που κάποιος θέλει, π.χ. στο «Ποτέ δεν το παρατηρείς, όταν εγώ χρειάζομαι κάτι». Ένα ακόμη παράδειγμα είναι ο άντρας, που νόμιζε ότι είχε πάρει αύξηση, αλλά τελικά δεν την πήρε. Αντί να πάει στον προϊστάμενό του και να διαπραγματευτεί την αύξηση, πηγαίνει στο σπίτι του και γίνεται έξαλλος με την γυναίκα και τα παιδιά του.

Όταν ο πόνος είναι πρωτογενής, οι άνθρωποι αντέχουν αυτό που χρειάζεται να αντέξουν κι έπειτα αρχίζουν να μαζεύουν τα κομμάτια της ζωής τους και κάνουν μια νέα αρχή. Όταν ο πόνος είναι δευτερογενής, ξεκινούν άλλον ένα γύρο πόνου. Όταν κάποιος παραπονιέται για κάτι, βρίσκεται συνήθως σε μια δευτερογενή άρνηση του να συγκατατεθεί στο τι είναι πραγματικό.

Η διάκριση -Δ Ι Α Κ Ρ Ι Σ Η- ανάμεσα στο τι δυναμώνει και τι αποδυναμώνει έχει επίσης εφαρμογή και σε πολλούς άλλους τομείς, στη γνώση και την πληροφόρηση, παραδείγματος χάριν. Μπορεί κανείς να αναρωτηθεί: Αυτή η γνώση οδηγεί στη λύση ή την εμποδίζει; Αυτή η πληροφορία υποστηρίζει τη δράση ή την παρακωλύει; Αυτό που συμβαίνει ενδυναμώνει τους ανθρώπους ή τους αποδυναμώνει; Ενισχύει την αποτελεσματική δράση για θετική αλλαγή ή την υπονομεύει; Με ενδιαφέρει περισσότερο η δημιουργική αλλαγή και λιγότερο να βοηθήσω τους ανθρώπους «να εξωτερικεύσουν τα συναισθήματά τους». Η εξωτερίκευση των συναισθημάτων βοηθά μερικές φορές, αλλά επίσης γίνεται συχνά τροχοπέδη για την αλλαγή.

Πρόθεσή μου δεν είναι να αλλάξω τις εμπειρίες του άλλου, αλλά να οδηγήσω την προσοχή του προς τα πρωτογενή του συναισθήματα, τα οποία είναι προαπαιτούμενα για να βρει τις δικές του λύσεις.

Τα πρωτογενή συναισθήματα πηγαίνουν όσο μακριά είναι καλό να πάνε...

- Η τρίτη κατηγορία συναισθημάτων είναι τα συναισθήματα που έχουν αναληφθεί από το σύστημα, τα συστημικά συναισθήματα, όταν δηλαδή αυτό που νοιώθει κάποιος ως δικό του συναίσθημα είναι στην πραγματικότητα το συναίσθημα κάποιου άλλου προσώπου. Για τους περισσότερους ανθρώπους, φαίνεται παράξενη η σκέψη ότι αυτό που νοιώθουν δεν είναι το δικό τους συναίσθημα, αλλά το συναίσθημα κάποιου άλλου.

Εντούτοις, παρόλο που φαίνεται περίεργο, συμβαίνει συχνά στις αναπαραστάσεις και είναι συνήθως πολύ εύκολα αναγνωρίσιμο. Μόλις το εντοπίσεις εκεί, αρχίζεις να το αναγνωρίζεις και σε άλλες καταστάσεις. Όποτε δοκιμάζεις κάποιο συναίσθημα που ανήκει σε κάποιον άλλον, τότε είσαι εγκλωβισμένος σε κάτι, που δεν έχεις κάνει εσύ ο ίδιος. Αυτός είναι και ο λόγος, που οι προσπάθειές σου να το αλλάξεις συνήθως αποτυγχάνουν.

- Υπάρχει επίσης και μία τέταρτη κατηγορία συναισθημάτων, που ονομάζω μετα-συναισθήματα. Τα συναισθήματα αυτά έχουν μίαν εντελώς διαφορετική ποιότητα. Είναι συναισθήματα ή αισθήσεις χωρίς πάθος. Πρόκειται για καθαρή, συγκεντρωμένη ενέργεια.

Το θάρρος, η σοφία και η βαθιά ικανοποίηση, αποτελούν παραδείγματα μετα-συναισθημάτων. Υπάρχουν επίσης η μετα-αγάπη και η μετα-επιθετικότητα. Ένα παράδειγμα μετα-επιθετικότητας θα μπορούσε να είναι αυτό, που ένας χειρουργός νοιώθει όταν κάνει μια εγχείρηση Το μετασυναίσθημα θα μπορούσαμε να το ονομάσουμε συνείδηση μιας ανώτερης τάξης.

Κορωνίδα κάθε μετα-συναισθήματος είναι η σοφία. Η σοφία συνδέεται με το θάρρος, την ταπεινοφροσύνη και την ενέργεια της ζωής. Πρόκειται για ένα μετασυναίσθημα, που μας βοηθά να διακρίνουμε ανάμεσα σ’ αυτό που μετράει πραγματικά και σ’ αυτό που δε έχει τόση σημασία. Σοφία δεν σημαίνει «ξέρω πολλά», αλλά κυρίως ΄τι είμαι ικανός να καθορίσω το τι αρμόζει στην κάθε κατάσταση που θα μου προκύψει και τι όχι. Μου λέει τι απαιτεί από μένα σε κάθε περίπτωση η προσωπική μου ακεραιότητα. Η σοφία έχει πάντοτε σχέση με τη δράση.

Οι πράξεις ενός σοφού ανθρώπου δεν απορρέουν από πρώτες αρχές, αυτό όμως που απαιτείται από την περίσταση γίνεται άμεσα αντιληπτό. Γι’ αυτό και η συμπεριφορά του πραγματικά σοφού είναι συνήθως μια έκπληξη.

Όταν εμφανίζονται τα μετασυναισθήματα, βιώνονται ως δώρα. Δεν μπορείς να τα κάνεις να συμβούν. Έρχονται από μόνα τους σαν ευλογίες. Είναι η ανταμοιβή για την εμπειρία της ζωής – όπως ακριβώς τα ώριμα φρούτα.

Ενοχή και αθωότητα

Τα συναισθήματα ενοχής και αθωότητας είναι πρωταρχικά κοινωνικά φαινόμενα, που δεν μας προσανατολίζουν αναγκαστικά προς υψηλότερες ηθικές αξίες. Αντίθετα, με το να μας δένουν τόσο ισχυρά με τις ομάδες, που είναι αναγκαίες για την επιβίωσή μας, τα συναισθήματά μας ενοχής ή αθωότητας συχνά μας τυφλώνουν ως προς το τι είναι ΚΑΛΟ και τι ΚΑΚΟ.

Mια καθαρή ή ένοχη συνείδηση έχει πολύ λίγο να κάνει με το καλό ή το κακό. Οι χειρότερες αγριότητες και αδικίες έχουν διαπραχθεί με καθαρή συνείδηση, ενώ νοιώθουμε κάπως ένοχοι κάνοντας καλό, όταν παρεκκλίνει από αυτό που οι άλλοι περιμένουν από εμάς. Ονομάζουμε τη συνείδηση εκείνη, που βιώνουμε ως αθωότητα, προσωπική συνείδηση.

Οποιοσδήποτε νοικιάσει ένα δωμάτιο στην αθωότητα σύντομα ανακαλύπτει ότι έχει υπενοικιάσει ένα και στην ενοχή. Δεν έχει σημασία πόσο αυστηρά προσπαθούμε να ακολουθήσουμε τη συνείδησή μας, αφού πάντοτε θα νοιώθουμε και αθωότητα και ενοχή (αθωότητα σε σχέση με κάποια ανάγκη και ενοχή σε σχέση με κάποιαν άλλη). ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ της αθωότητας χωρίς ενοχή δεν είναι παρά μια ψευδαίσθηση.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου