Κι όποιος νομίζει ότι τίποτα δεν μπορούμε να γνωρίζουμε, ομολογεί ο ίδιος
ότι δεν μπορεί να ισχυριστεί ούτε καν αυτό. Δεν αξίζει τώρα ν’ ανοίξω διάλογο μ’
έναν άνθρωπο που στη θέση των ποδιών έβαλε το κεφάλι.
Μα ας το δεχτούμε πως ξέρει καλά ότι τίποτα δεν είναι γνωστό. Θα τον ρωτούσα’ αφού δεν βλέπεις πουθενά την αλήθεια, πώς μπορείς να ξέρεις τι μπορεί να γίνει γνωστό και τι όχι, και ποια είναι τα σημάδια του αληθινού και του ψεύτικου, και τι σου έδωσε τη δυνατότητα να ξεχωρίζεις το αμφίβολο από το βέβαιο;
Θα βρεις ότι οι αισθήσεις μας είναι εκείνες που πρωτοδημιούργησαν το κριτήριο της αλήθειας, και πως οι αισθήσεις δε γίνεται να βγουν ψεύτικες: θα πρέπει να θεωρούμε πιο αξιόπιστο ό,τι από μόνο του μπορεί με το αληθινό να νικήσει το ψεύτικο. Και τι μπορεί να θεωρηθεί πιο αξιόπιστο από τις αισθήσεις; Είναι δυνατόν, ένας συλλογισμός βασισμένος σε ψευδείς αισθήσεις, να αντικρούσει τις αισθήσεις; Αφού κι ο ίδιος απ’ αυτές πηγάζει’ οπότε, αν αυτές δεν είναι αληθινές, τότε ολόκληρος ο συλλογισμός είναι επίσης ψευδής.
Λουκρήτιος
> Πρέπει να αναλογιζόμαστε τον αληθινό σκοπό της ζωής έχοντας κατά νου όλες εκείνες τις ολοφάνερες μαρτυρίες των αισθήσεων στις οποίες στηρίζουμε τις απόψεις μας ‘ειδάλλως, τα πάντα θα ’ναι γεμάτα αμφιβολία και σύγχυση.
> Αν αντιμάχεσαι όλες τις αισθήσεις σου, δεν θα ’χεις πλέον τίποτα με βάση το οποίο να κρίνεις ακόμα κι εκείνες τις αισθήσεις που ισχυρίζεσαι ότι μας εξαπατούν.
> Αν απορρίψεις ολότελα μιαν αίσθηση, και δεν κάνεις διάκριση ανάμεσα στη δοξασία σου που ακόμα περιμένει επαλήθευση και σ’ αυτό που είναι ήδη δεδομένο στις αισθήσεις και στα αισθήματα κι είναι καταγραμμένο στο νου ως παράσταση, τότε θα φέρεις σύγχυση στις άλλες αισθήσεις σου με την ανόητη γνώμη σου και θα χάσεις κάθε κριτήριο. Αν, πάλι, με τις υποκειμενικές σου ιδέες θεωρήσεις αληθινό, αδιακρίτως, και εκείνο που περιμένει την επαλήθευση και εκείνο που δεν τη χρειάζεται, δεν πρόκειται να αποφύγεις το λάθος, αφού κάθε κρίση σου σχετικά με το τι είναι σωστό και τι όχι θα βρίσκεται πάντα υπό αμφισβήτηση.
> Μερικούς ανθρώπους τους εξαπατούν οι διαφορές των εντυπώσεων που προέρχονται από το ίδιο αισθητό αντικείμενο, λ.χ. ένα ορατό αντικείμενο» το ίδιο αντικείμενο φαίνεται να ’χει άλλο χρώμα ή σχήμα, ή να μοιάζει κάπως διαφορετικό.
> Γιατί υποθέτουν ότι όταν οι εντυπώσεις διαφέρουν και αντιμάχονται μεταξύ τους, τότε μία απ’ αυτές θα πρέπει να είναι η αληθινή, σε αντίθεση με τις άλλες που θα ’ναι ψεύτικες. Πράγμα που είναι τελείως απλοϊκό, και χαρακτηριστικό ανθρώπων που δεν βλέπουν την αληθινή φύση των όντων. Διότι αυτό που βλέπουμε (για να μιλήσουμε για τα ορατά), δεν είναι ολόκληρο το στερεό σώμα μα το χρώμα της επιφάνειας του.
Όσο για το χρώμα, άλλοτε βρίσκεται ακριβώς πάνω στο στερεό σώμα, όπως όταν βλέπουμε εκ του σύνεγγυς ή από μέτρια απόσταση» ένα μέρος του όμως βρίσκεται έξω από το σώμα και στον περιβάλλοντα χώρο, όπως όταν βλέπουμε από μακρινή απόσταση.Το χρώμα αυτό, καθώς διαφοροποιείται μέσα στο διάστημα που μεσολαβεί και αποκτά παράδοξη όψη, δίνει άλλην εντύπωση, η οποία όμως ανταποκρίνεται και αυτή σε ό,τι αποτελεί μια αληθινή αντικειμενική κατάσταση.
Κατά τον ίδιο τρόπο, αυτό που ακούμε δεν είναι ο ήχος μέσα σ’ ένα χάλκινο κύμβαλο ούτε η φωνή μέσα στο στόμα κάποιου που φωνάζει, αλλά ο ήχος που φτάνει στην αίσθησή μας’ και ακριβώς όπως κανείς δεν ισχυρίζεται ότι ακούει ψεύτικα όποιος ακούει μια φωνή αμυδρά από μεγάλη απόσταση, διότι φθάνοντας κατόπιν πιο κοντά την ακούει πιο δυνατή, έτσι δεν θα έλεγα πως ψεύδεται η όραση που από μακριά βλέπει τον πύργο μικρό και στρογγυλό, κι από κοντά τον βλέπει μεγάλο και τετράγωνο.
Θα ’λεγα μάλλον ότι η όραση λέει την αλήθεια, διότι όταν το αισθητό αντικείμενο τής φαίνεται πως είναι μικρό κι έχει τέτοιο σχήμα, όντως αυτό είναι μικρό κι έχει τέτοιο σχήμα, καθώς οι άκρες των ειδώλων, ταξιδεύοντας μες στον αέρα διαβρώνονται κι όταν, πάλι, της φαίνεται μεγάλο και διαφορετικού σχήματος, ομοίως, είναι μεγάλο και διαφορετικού σχήματος. Ήδη τα δύο δεν είναι το ίδιο πράγμα. Είναι διεστραμμένη αντίληψη το να πιστεύει κανείς ότι το αντικείμενο που του εντυπώθηκε όταν είδε από κοντά και εκείνο που εντυπώθηκε όταν είδε από μακριά είναι ένα και το αυτό.
Η παράδοξη λειτουργία της αίσθησης είναι να συλλαμβάνει μόνον ό,τι είναι γι’ αυτήν παρόν και την κινητοποιεί, λ.χ. το χρώμα, και όχι να κάνει διάκριση, ότι άλλο πράγμα είναι ετούτο εδώ και άλλο το παρακεί. Επομένως, όλες οι εντυπώσεις είναι αληθινές, ενώ οι γνώμες δεν είναι όλες αληθινές παρά επιδέχονται διαφοροποιήσεις. Άλλες είναι αληθινές, άλλες ψεύτικες, διότι αποτελούν κρίσεις που κάνουμε βασισμένοι στις εντυπώσεις μας, κι άλλες τις κρίνουμε με σωστό τρόπο κι άλλες με άσχημο -είτε προσθέτοντας και επισυνάπτοντας κάτι πάνω στις εντυπώσεις, είτε αφαιρώντας απ’ αυτές και πλαστογραφώντας την άλογη αίσθηση.
Όλα τα αισθητά είναι αληθινά και κάθε εντύπωση είναι προϊόν υπαρκτού πράγματος, και ορίζεται από το αντικείμενο που κινεί την αίσθηση. Γελιούνται όσοι υποστηρίζουν ότι άλλες εντυπώσεις είναι αληθινές κι άλλες ψευδείς’ κι αυτό διότι δεν μπορούν να κάνουν διάκριση ανάμεσα στη γνώμη και στο ολοφάνερο. Στην περίπτωση του Ορέστη, που του φάνηκε πως είδε τις Ερινύες, η μεν αίσθησή του, κινητοποιημένη από τα ομοιώματα (των Ερινύων) ήταν αληθινή, καθώς τα ομοιώματα υπήρχαν. Ο νους του όμως, νομίζοντας πως οι Ερινύες ήσαν σώματα στερεά, έκανε λάθος.»
Δεν το δεχόμαστε πως τα μάτια ξεγελιούνται- γιατί η δουλειά τους είναι να βλέπουν πού βρίσκεται το φως και πού η σκιά. Το αν είναι το ίδιο φως ή όχι, και το αν είναι ίδια η σκιά που μόλις πριν λίγο ήταν εδώ και τώρα είναι εκεί, ή μάλλον, το αν συνέβη αυτό που μόλις είπαμε, αυτό είναι κάτι που θα το ξεκαθαρίσει ο λογισμός. Τα μάτια δεν μπορούν να γνωρίσουν τη φύση των πραγμάτων. Γι αυτό, μη θελήσεις να επιρρίψεις στα μάτια ένα σφάλμα του μυαλού.
Λουκρήτιος
Εμείς συμφωνούμε ότι τα πράγματα ρέουν’ όχι όμως και ότι ρέουν με τέτοια ταχύτητα ώστε σε καμία στιγμή να μη μπορούν οι αισθήσεις μας να συλλάβουν τη φύση του κάθε πράγματος. Γιατί τότε, κι οι ίδιοι που το νομίζουν αυτό, δεν θα μπορούσαν να πουν ότι το τάδε πράγμα είναι άσπρο και το τάδε μαύρο, ή ότι ούτε το ένα είναι άσπρο ούτε το άλλο μαύρο, αν δεν γνώριζαν από τα πριν ποια είναι η φύση του άσπρου και του μαύρου.
Μα ας το δεχτούμε πως ξέρει καλά ότι τίποτα δεν είναι γνωστό. Θα τον ρωτούσα’ αφού δεν βλέπεις πουθενά την αλήθεια, πώς μπορείς να ξέρεις τι μπορεί να γίνει γνωστό και τι όχι, και ποια είναι τα σημάδια του αληθινού και του ψεύτικου, και τι σου έδωσε τη δυνατότητα να ξεχωρίζεις το αμφίβολο από το βέβαιο;
Θα βρεις ότι οι αισθήσεις μας είναι εκείνες που πρωτοδημιούργησαν το κριτήριο της αλήθειας, και πως οι αισθήσεις δε γίνεται να βγουν ψεύτικες: θα πρέπει να θεωρούμε πιο αξιόπιστο ό,τι από μόνο του μπορεί με το αληθινό να νικήσει το ψεύτικο. Και τι μπορεί να θεωρηθεί πιο αξιόπιστο από τις αισθήσεις; Είναι δυνατόν, ένας συλλογισμός βασισμένος σε ψευδείς αισθήσεις, να αντικρούσει τις αισθήσεις; Αφού κι ο ίδιος απ’ αυτές πηγάζει’ οπότε, αν αυτές δεν είναι αληθινές, τότε ολόκληρος ο συλλογισμός είναι επίσης ψευδής.
Λουκρήτιος
> Πρέπει να αναλογιζόμαστε τον αληθινό σκοπό της ζωής έχοντας κατά νου όλες εκείνες τις ολοφάνερες μαρτυρίες των αισθήσεων στις οποίες στηρίζουμε τις απόψεις μας ‘ειδάλλως, τα πάντα θα ’ναι γεμάτα αμφιβολία και σύγχυση.
> Αν αντιμάχεσαι όλες τις αισθήσεις σου, δεν θα ’χεις πλέον τίποτα με βάση το οποίο να κρίνεις ακόμα κι εκείνες τις αισθήσεις που ισχυρίζεσαι ότι μας εξαπατούν.
> Αν απορρίψεις ολότελα μιαν αίσθηση, και δεν κάνεις διάκριση ανάμεσα στη δοξασία σου που ακόμα περιμένει επαλήθευση και σ’ αυτό που είναι ήδη δεδομένο στις αισθήσεις και στα αισθήματα κι είναι καταγραμμένο στο νου ως παράσταση, τότε θα φέρεις σύγχυση στις άλλες αισθήσεις σου με την ανόητη γνώμη σου και θα χάσεις κάθε κριτήριο. Αν, πάλι, με τις υποκειμενικές σου ιδέες θεωρήσεις αληθινό, αδιακρίτως, και εκείνο που περιμένει την επαλήθευση και εκείνο που δεν τη χρειάζεται, δεν πρόκειται να αποφύγεις το λάθος, αφού κάθε κρίση σου σχετικά με το τι είναι σωστό και τι όχι θα βρίσκεται πάντα υπό αμφισβήτηση.
> Μερικούς ανθρώπους τους εξαπατούν οι διαφορές των εντυπώσεων που προέρχονται από το ίδιο αισθητό αντικείμενο, λ.χ. ένα ορατό αντικείμενο» το ίδιο αντικείμενο φαίνεται να ’χει άλλο χρώμα ή σχήμα, ή να μοιάζει κάπως διαφορετικό.
> Γιατί υποθέτουν ότι όταν οι εντυπώσεις διαφέρουν και αντιμάχονται μεταξύ τους, τότε μία απ’ αυτές θα πρέπει να είναι η αληθινή, σε αντίθεση με τις άλλες που θα ’ναι ψεύτικες. Πράγμα που είναι τελείως απλοϊκό, και χαρακτηριστικό ανθρώπων που δεν βλέπουν την αληθινή φύση των όντων. Διότι αυτό που βλέπουμε (για να μιλήσουμε για τα ορατά), δεν είναι ολόκληρο το στερεό σώμα μα το χρώμα της επιφάνειας του.
Όσο για το χρώμα, άλλοτε βρίσκεται ακριβώς πάνω στο στερεό σώμα, όπως όταν βλέπουμε εκ του σύνεγγυς ή από μέτρια απόσταση» ένα μέρος του όμως βρίσκεται έξω από το σώμα και στον περιβάλλοντα χώρο, όπως όταν βλέπουμε από μακρινή απόσταση.Το χρώμα αυτό, καθώς διαφοροποιείται μέσα στο διάστημα που μεσολαβεί και αποκτά παράδοξη όψη, δίνει άλλην εντύπωση, η οποία όμως ανταποκρίνεται και αυτή σε ό,τι αποτελεί μια αληθινή αντικειμενική κατάσταση.
Κατά τον ίδιο τρόπο, αυτό που ακούμε δεν είναι ο ήχος μέσα σ’ ένα χάλκινο κύμβαλο ούτε η φωνή μέσα στο στόμα κάποιου που φωνάζει, αλλά ο ήχος που φτάνει στην αίσθησή μας’ και ακριβώς όπως κανείς δεν ισχυρίζεται ότι ακούει ψεύτικα όποιος ακούει μια φωνή αμυδρά από μεγάλη απόσταση, διότι φθάνοντας κατόπιν πιο κοντά την ακούει πιο δυνατή, έτσι δεν θα έλεγα πως ψεύδεται η όραση που από μακριά βλέπει τον πύργο μικρό και στρογγυλό, κι από κοντά τον βλέπει μεγάλο και τετράγωνο.
Θα ’λεγα μάλλον ότι η όραση λέει την αλήθεια, διότι όταν το αισθητό αντικείμενο τής φαίνεται πως είναι μικρό κι έχει τέτοιο σχήμα, όντως αυτό είναι μικρό κι έχει τέτοιο σχήμα, καθώς οι άκρες των ειδώλων, ταξιδεύοντας μες στον αέρα διαβρώνονται κι όταν, πάλι, της φαίνεται μεγάλο και διαφορετικού σχήματος, ομοίως, είναι μεγάλο και διαφορετικού σχήματος. Ήδη τα δύο δεν είναι το ίδιο πράγμα. Είναι διεστραμμένη αντίληψη το να πιστεύει κανείς ότι το αντικείμενο που του εντυπώθηκε όταν είδε από κοντά και εκείνο που εντυπώθηκε όταν είδε από μακριά είναι ένα και το αυτό.
Η παράδοξη λειτουργία της αίσθησης είναι να συλλαμβάνει μόνον ό,τι είναι γι’ αυτήν παρόν και την κινητοποιεί, λ.χ. το χρώμα, και όχι να κάνει διάκριση, ότι άλλο πράγμα είναι ετούτο εδώ και άλλο το παρακεί. Επομένως, όλες οι εντυπώσεις είναι αληθινές, ενώ οι γνώμες δεν είναι όλες αληθινές παρά επιδέχονται διαφοροποιήσεις. Άλλες είναι αληθινές, άλλες ψεύτικες, διότι αποτελούν κρίσεις που κάνουμε βασισμένοι στις εντυπώσεις μας, κι άλλες τις κρίνουμε με σωστό τρόπο κι άλλες με άσχημο -είτε προσθέτοντας και επισυνάπτοντας κάτι πάνω στις εντυπώσεις, είτε αφαιρώντας απ’ αυτές και πλαστογραφώντας την άλογη αίσθηση.
Όλα τα αισθητά είναι αληθινά και κάθε εντύπωση είναι προϊόν υπαρκτού πράγματος, και ορίζεται από το αντικείμενο που κινεί την αίσθηση. Γελιούνται όσοι υποστηρίζουν ότι άλλες εντυπώσεις είναι αληθινές κι άλλες ψευδείς’ κι αυτό διότι δεν μπορούν να κάνουν διάκριση ανάμεσα στη γνώμη και στο ολοφάνερο. Στην περίπτωση του Ορέστη, που του φάνηκε πως είδε τις Ερινύες, η μεν αίσθησή του, κινητοποιημένη από τα ομοιώματα (των Ερινύων) ήταν αληθινή, καθώς τα ομοιώματα υπήρχαν. Ο νους του όμως, νομίζοντας πως οι Ερινύες ήσαν σώματα στερεά, έκανε λάθος.»
Δεν το δεχόμαστε πως τα μάτια ξεγελιούνται- γιατί η δουλειά τους είναι να βλέπουν πού βρίσκεται το φως και πού η σκιά. Το αν είναι το ίδιο φως ή όχι, και το αν είναι ίδια η σκιά που μόλις πριν λίγο ήταν εδώ και τώρα είναι εκεί, ή μάλλον, το αν συνέβη αυτό που μόλις είπαμε, αυτό είναι κάτι που θα το ξεκαθαρίσει ο λογισμός. Τα μάτια δεν μπορούν να γνωρίσουν τη φύση των πραγμάτων. Γι αυτό, μη θελήσεις να επιρρίψεις στα μάτια ένα σφάλμα του μυαλού.
Λουκρήτιος
Εμείς συμφωνούμε ότι τα πράγματα ρέουν’ όχι όμως και ότι ρέουν με τέτοια ταχύτητα ώστε σε καμία στιγμή να μη μπορούν οι αισθήσεις μας να συλλάβουν τη φύση του κάθε πράγματος. Γιατί τότε, κι οι ίδιοι που το νομίζουν αυτό, δεν θα μπορούσαν να πουν ότι το τάδε πράγμα είναι άσπρο και το τάδε μαύρο, ή ότι ούτε το ένα είναι άσπρο ούτε το άλλο μαύρο, αν δεν γνώριζαν από τα πριν ποια είναι η φύση του άσπρου και του μαύρου.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου