Το Δέντρο της Ζωής είχε χρόνια να ανθοφορήσει. Καθώς η Ζωή κουβαλούσε έναν ατελείωτο χειμώνα, το Δέντρο της που την ακολουθούσε πιστά στις πιο απόκρυφες χαράδρες της ψυχής της, δεν μπορούσε παρά να είναι μαραζωμένο. Ελάχιστα πράσινα φύλλα, έτσι από πείσμα, υπενθύμιζαν πως πάντα μια ελπίδα θα επιμένει, θα επιζεί, θα κρύβει πόθους, θα χαρίζει κίνητρο. Έτσι, μόνο και μόνο, για να λέει το Δέντρο πως δεν έχει πεθάνει. Όχι ακόμα!
- Καλημέρα Κοράκι μου. Τι νέα από τον κόσμο που κρύβεται στις πεδιάδες;
- Όλα κυλάνε όπως πάντα Ζωούλα μου. Τα χρόνια περνάνε και οι άνθρωποι, οι περισσότεροι από αυτούς τουλάχιστον, συνεχίζουν να ποτίζουν τις στιγμές τους με ιδρώτα και αίμα. Έτσι ταΐζεται η ζωή Ζωούλα μου κι ας το έχεις ξεχάσει εσύ πια. Αλλά εμείς γιατί ακόμα κρυβόμαστε πάνω στα βουνά, δεν έχω καταλάβει.
- Σώπα Κοράκι, σώπασε! Δεν κρυβόμαστε ποτέ εμείς. Μόνο οι κακοί και οι πονεμένοι κρύβονται. Εμείς είμαστε καλά εδώ. Ξεχασμένοι από τους πάντες. Δεν χρειαζόμαστε κανέναν και κανείς δεν μας χρειάζεται. Εδώ μπορούμε να απολαύσουμε την ηρεμία της φυγής. Ξύπνα και πέτα, πέτα μακριά κάτω στην πέρα θάλασσα Αετέ μου, δες ο Άλλος τι κάνει. Μήπως περιφέρεται σε στεριά ή διάλεξε να ξεκουραστεί για λίγο. Κι εσύ Περιστέρα μου, ανέβα σε παρακαλώ πιο ψηλά από τα μαύρα σύννεφα και ρώτα τον Ήλιο γιατί μάς ξέχασε. Υποσχέθηκε να μάς φωτίζει και στο γκρίζο μας παράτησε. Φύγετε καλοί μου φίλοι, της ψυχής μου αποκυήματα.
- Κι εγώ Ζωούλα μου, που θες να πάω; Τι θες να μάθεις από εμένα; Αλλά στο λέω να το ξέρεις, κουράστηκα πια, δεν μπορώ! Με πρόλαβε κι εμένα ο χρόνος. Μεγάλωσα. Τόσα χρόνια μείναμε εδώ κάτω από το Δέντρο σου, αλλά ούτε αυτό φάνηκε αρκετό για να γεμίσεις με ό,τι κι αν έψαχνες. Βαρέθηκα να κρύβομαι Ζωούλα μου. Πάμε κι εμείς στις πεδιάδες, κανείς δεν θα 'ρθει εδώ πάνω. Τι περιμένουμε;
- Σώπασε Κοράκι μου, στο είπα και πιο πριν. Εδώ έχουμε ασφάλεια.
- Την ασφάλεια της μοναξιάς εννοείς; Κι αφού είσαι καλά, γιατί εμείς τρέχουμε και παρατηρούμε τον κόσμο, τους ανθρώπους και τον Άλλον; Αφού είμαστε καλά, ας μείνουμε στην αιώνια λήθη που μας προσφέρει η ομίχλη. Ας ξεχάσουμε τα παλιά για να ελευθερωθούμε από ό,τι μας κρατάει δεμένους με αυτό το καταραμένο Δέντρο κι αυτό το ξύλινο παγκάκι που μοιάζει νεκρό.
- Κοράκι παραμεγάλωσες μού φαίνεται και δεν ξέρεις τι λες. Πήγαινε στο Δέντρο να βρεις ένα γερό κλαδί και ξεκουράσου εκεί. Εγώ πρέπει να ξέρω τι κάνει ο Άλλος. Μα να, η Περιστέρα γύρισε κιόλας.
- Ζωή μου ο Ήλιος πήγε να με κάψει! Είναι θυμωμένος πολύ μαζί σου. Κοίτα πως μαύρισε την κάτασπρη φτερούγα μου. Ψητή θα με έκανε αν μπορούσε.
- Κατάφερες να του μιλήσεις;
- Φοβήθηκα Ζωή μου κι έφυγα, αλλά τον άκουσα από μακριά με στενοχωρημένη φωνή να μιλάει στον εαυτό του. Επειδή σ' αγαπάει θύμωσε μαζί σου, έτσι έλεγε. Εμένα περίεργο μού φάνηκε. Και μετά, πριν απομακρυνθώ πολύ, τον άκουσα κάτι να λέει για το Δέντρο σου πως πρέπει να πεθάνει, μα δεν κατάλαβα ακριβώς.
- Εντάξει Περιστέρα μου. Σε ευχαριστώ. Το Δέντρο θα τραβήξει τον Ήλιο, ενώ εγώ πάντα πίστευα πως χρειάζεται το αντίθετο... Κοίτα να δεις.
- Τί θες να πεις Ζωούλα μου;
- Αχ, Κοράκι μου, ίσως και να έχεις δίκιο. Ίσως έχασα τόσα χρόνια περιμένοντας να έρθει το θαύμα αντί να πάω εγώ να το βρω! Κάποιες φορές πρέπει να σκοτώσεις κάθε απειροελάχιστη ελπίδα, να ξεγαντζωθείς από ό,τι θεωρούσες δεδομένο, να ξεκρεμαστείς από τα πάντα, να πέσεις στο κενό και να τα ξεκινήσεις και πάλι όλα από το μηδέν! Αχ καλοί μου φίλοι, της ψυχής μου σύντροφοι, αν θέλετε βοηθήστε με να ρίξουμε κάθε πράσινο φύλλο. Το Δέντρο πρέπει να πεθάνει ολοκληρωτικά στον χειμώνα. Έτσι θα ξαναγεννηθεί την άνοιξη! Κάτι ζωντανό δεν μπορεί να ξαναγεννηθεί αν πρώτα δεν πεθάνει, αυτό είπε ο Ήλιος. Για αυτό δεν έρχεται. Μα τώρα που το σκέφτομαι δεν μπορώ να το κάνω αυτό στο Δέντρο μου. Πώς να το σκοτώσω;
- Μα Ζωούλα μου θα αναγεννηθεί πιο δυνατό από ποτέ!
- Δεν ξέρω Κοράκι μου, κι αν είπε ψέματα ο Ήλιος; Πώς μπορούμε να τον εμπιστευτούμε; Πώς μπορούμε να είμαστε απόλυτα σίγουροι;
- Δεν μπορούμε Ζωή μου. Αυτό ακριβώς είναι το ρίσκο που ποτέ δεν παίρνει η μοναξιά.
- Μα Περιστέρα μου παραλίγο να σε κάψει, εσύ μου το είπες!
- Ίσως και να μπορούσε, αλλά δεν το έκανε.
- Έρχεται, έρχεται, Ζωή έρχεται! Γρήγορα κρύψου!
- Τι έγινε Αετέ, γιατί έβαλες τις φωνές; Ποιος έρχεται εδώ πάνω;
- Ο Άλλος έρχεται Ζωή. Με είδε κάτω στην πεδιάδα και κατάλαβε ότι με έστειλες εσύ. Προσπάθησα να του ξεφύγω αλλά δεν μπόρεσα. Κανείς δεν μπορεί! Και, λυπάμαι αλλά τον έφερα κατευθείαν εδώ. Για αυτό σου λέω βασίσου στα γοβάκια σου και τρέξε όσο πιο γρήγορα μπορείς.
- Ελάτε στα χέρια μου και οι τρεις φίλοι μου, καλοί μου φίλοι, της ψυχής μου κομμάτια. Είστε ελεύθεροι και οι τρεις, φύγετε και πίσω μην κοιτάξετε. Εγώ καθιστή θα μείνω σε τούτο το παγκάκι. Ας έρχεται ο Άλλος. Δεν με νοιάζει. Πετάξτε τώρα και αντίο μην πείτε. Πετάξτε!
Αυτά είπε η Ζωή και τίναξε απότομα ψηλά τα χέρια της. Τα τρία πτηνά χάθηκαν στην ομίχλη που είχε καταπιεί το βουνό. Ο Άλλος δεν άργησε να εμφανιστεί μέσα από το γκρίζο τοπίο.
- Έλα Ζωή. Αρκετά κρύφτηκες. Ήρθε η ώρα να φύγουμε μαζί.
- Μόνο μια χάρη θέλω, Θάνατε, για να δω αν είσαι αντάξιος του ονόματός σου. Με πόση δυσκολία θα καταφέρεις να πάρεις το Δέντρο μου; Μετά από αυτό πρόθημα θα σε ακολουθήσω.
- Με προκαλείς Ζωή; Μου κρυβόσουν τόσα χρόνια κι όμως τελικά σε βρήκα! Φοβήθηκες και τους ανθρώπους και θυσίασες άπειρες στιγμές στο βωμό της μοναξιάς σου! Τι ανόητο. Και τώρα τολμάς να με δοκιμάζεις πιστεύοντας πως δεν μπορώ να σκοτώσω ένα δέντρο;
Χωρίς να βιαστεί ο Άλλος κοίταξε κατάματα τη Ζωή και κάθισε δίπλα της. Έκλεισε τα μάτια του κι αμέσως τα άνοιξε. Μια λάμψη εμφανίστηκε από το πουθενά. Λίγα πράσινα φύλλα βρέθηκαν στο χώμα, ενώ από μια ρωγμή του ουρανό, ο Ήλιος βρήκε χώρο να πέσει πάνω στο νεκρό Δέντρο της Ζωής.
- Τώρα είμαι έτοιμη, πάμε εμείς, κι ο Ήλιος ας κάνει τη δουλειά του...
- Καλημέρα Κοράκι μου. Τι νέα από τον κόσμο που κρύβεται στις πεδιάδες;
- Όλα κυλάνε όπως πάντα Ζωούλα μου. Τα χρόνια περνάνε και οι άνθρωποι, οι περισσότεροι από αυτούς τουλάχιστον, συνεχίζουν να ποτίζουν τις στιγμές τους με ιδρώτα και αίμα. Έτσι ταΐζεται η ζωή Ζωούλα μου κι ας το έχεις ξεχάσει εσύ πια. Αλλά εμείς γιατί ακόμα κρυβόμαστε πάνω στα βουνά, δεν έχω καταλάβει.
- Σώπα Κοράκι, σώπασε! Δεν κρυβόμαστε ποτέ εμείς. Μόνο οι κακοί και οι πονεμένοι κρύβονται. Εμείς είμαστε καλά εδώ. Ξεχασμένοι από τους πάντες. Δεν χρειαζόμαστε κανέναν και κανείς δεν μας χρειάζεται. Εδώ μπορούμε να απολαύσουμε την ηρεμία της φυγής. Ξύπνα και πέτα, πέτα μακριά κάτω στην πέρα θάλασσα Αετέ μου, δες ο Άλλος τι κάνει. Μήπως περιφέρεται σε στεριά ή διάλεξε να ξεκουραστεί για λίγο. Κι εσύ Περιστέρα μου, ανέβα σε παρακαλώ πιο ψηλά από τα μαύρα σύννεφα και ρώτα τον Ήλιο γιατί μάς ξέχασε. Υποσχέθηκε να μάς φωτίζει και στο γκρίζο μας παράτησε. Φύγετε καλοί μου φίλοι, της ψυχής μου αποκυήματα.
- Κι εγώ Ζωούλα μου, που θες να πάω; Τι θες να μάθεις από εμένα; Αλλά στο λέω να το ξέρεις, κουράστηκα πια, δεν μπορώ! Με πρόλαβε κι εμένα ο χρόνος. Μεγάλωσα. Τόσα χρόνια μείναμε εδώ κάτω από το Δέντρο σου, αλλά ούτε αυτό φάνηκε αρκετό για να γεμίσεις με ό,τι κι αν έψαχνες. Βαρέθηκα να κρύβομαι Ζωούλα μου. Πάμε κι εμείς στις πεδιάδες, κανείς δεν θα 'ρθει εδώ πάνω. Τι περιμένουμε;
- Σώπασε Κοράκι μου, στο είπα και πιο πριν. Εδώ έχουμε ασφάλεια.
- Την ασφάλεια της μοναξιάς εννοείς; Κι αφού είσαι καλά, γιατί εμείς τρέχουμε και παρατηρούμε τον κόσμο, τους ανθρώπους και τον Άλλον; Αφού είμαστε καλά, ας μείνουμε στην αιώνια λήθη που μας προσφέρει η ομίχλη. Ας ξεχάσουμε τα παλιά για να ελευθερωθούμε από ό,τι μας κρατάει δεμένους με αυτό το καταραμένο Δέντρο κι αυτό το ξύλινο παγκάκι που μοιάζει νεκρό.
- Κοράκι παραμεγάλωσες μού φαίνεται και δεν ξέρεις τι λες. Πήγαινε στο Δέντρο να βρεις ένα γερό κλαδί και ξεκουράσου εκεί. Εγώ πρέπει να ξέρω τι κάνει ο Άλλος. Μα να, η Περιστέρα γύρισε κιόλας.
- Ζωή μου ο Ήλιος πήγε να με κάψει! Είναι θυμωμένος πολύ μαζί σου. Κοίτα πως μαύρισε την κάτασπρη φτερούγα μου. Ψητή θα με έκανε αν μπορούσε.
- Κατάφερες να του μιλήσεις;
- Φοβήθηκα Ζωή μου κι έφυγα, αλλά τον άκουσα από μακριά με στενοχωρημένη φωνή να μιλάει στον εαυτό του. Επειδή σ' αγαπάει θύμωσε μαζί σου, έτσι έλεγε. Εμένα περίεργο μού φάνηκε. Και μετά, πριν απομακρυνθώ πολύ, τον άκουσα κάτι να λέει για το Δέντρο σου πως πρέπει να πεθάνει, μα δεν κατάλαβα ακριβώς.
- Εντάξει Περιστέρα μου. Σε ευχαριστώ. Το Δέντρο θα τραβήξει τον Ήλιο, ενώ εγώ πάντα πίστευα πως χρειάζεται το αντίθετο... Κοίτα να δεις.
- Τί θες να πεις Ζωούλα μου;
- Αχ, Κοράκι μου, ίσως και να έχεις δίκιο. Ίσως έχασα τόσα χρόνια περιμένοντας να έρθει το θαύμα αντί να πάω εγώ να το βρω! Κάποιες φορές πρέπει να σκοτώσεις κάθε απειροελάχιστη ελπίδα, να ξεγαντζωθείς από ό,τι θεωρούσες δεδομένο, να ξεκρεμαστείς από τα πάντα, να πέσεις στο κενό και να τα ξεκινήσεις και πάλι όλα από το μηδέν! Αχ καλοί μου φίλοι, της ψυχής μου σύντροφοι, αν θέλετε βοηθήστε με να ρίξουμε κάθε πράσινο φύλλο. Το Δέντρο πρέπει να πεθάνει ολοκληρωτικά στον χειμώνα. Έτσι θα ξαναγεννηθεί την άνοιξη! Κάτι ζωντανό δεν μπορεί να ξαναγεννηθεί αν πρώτα δεν πεθάνει, αυτό είπε ο Ήλιος. Για αυτό δεν έρχεται. Μα τώρα που το σκέφτομαι δεν μπορώ να το κάνω αυτό στο Δέντρο μου. Πώς να το σκοτώσω;
- Μα Ζωούλα μου θα αναγεννηθεί πιο δυνατό από ποτέ!
- Δεν ξέρω Κοράκι μου, κι αν είπε ψέματα ο Ήλιος; Πώς μπορούμε να τον εμπιστευτούμε; Πώς μπορούμε να είμαστε απόλυτα σίγουροι;
- Δεν μπορούμε Ζωή μου. Αυτό ακριβώς είναι το ρίσκο που ποτέ δεν παίρνει η μοναξιά.
- Μα Περιστέρα μου παραλίγο να σε κάψει, εσύ μου το είπες!
- Ίσως και να μπορούσε, αλλά δεν το έκανε.
- Έρχεται, έρχεται, Ζωή έρχεται! Γρήγορα κρύψου!
- Τι έγινε Αετέ, γιατί έβαλες τις φωνές; Ποιος έρχεται εδώ πάνω;
- Ο Άλλος έρχεται Ζωή. Με είδε κάτω στην πεδιάδα και κατάλαβε ότι με έστειλες εσύ. Προσπάθησα να του ξεφύγω αλλά δεν μπόρεσα. Κανείς δεν μπορεί! Και, λυπάμαι αλλά τον έφερα κατευθείαν εδώ. Για αυτό σου λέω βασίσου στα γοβάκια σου και τρέξε όσο πιο γρήγορα μπορείς.
- Ελάτε στα χέρια μου και οι τρεις φίλοι μου, καλοί μου φίλοι, της ψυχής μου κομμάτια. Είστε ελεύθεροι και οι τρεις, φύγετε και πίσω μην κοιτάξετε. Εγώ καθιστή θα μείνω σε τούτο το παγκάκι. Ας έρχεται ο Άλλος. Δεν με νοιάζει. Πετάξτε τώρα και αντίο μην πείτε. Πετάξτε!
Αυτά είπε η Ζωή και τίναξε απότομα ψηλά τα χέρια της. Τα τρία πτηνά χάθηκαν στην ομίχλη που είχε καταπιεί το βουνό. Ο Άλλος δεν άργησε να εμφανιστεί μέσα από το γκρίζο τοπίο.
- Έλα Ζωή. Αρκετά κρύφτηκες. Ήρθε η ώρα να φύγουμε μαζί.
- Μόνο μια χάρη θέλω, Θάνατε, για να δω αν είσαι αντάξιος του ονόματός σου. Με πόση δυσκολία θα καταφέρεις να πάρεις το Δέντρο μου; Μετά από αυτό πρόθημα θα σε ακολουθήσω.
- Με προκαλείς Ζωή; Μου κρυβόσουν τόσα χρόνια κι όμως τελικά σε βρήκα! Φοβήθηκες και τους ανθρώπους και θυσίασες άπειρες στιγμές στο βωμό της μοναξιάς σου! Τι ανόητο. Και τώρα τολμάς να με δοκιμάζεις πιστεύοντας πως δεν μπορώ να σκοτώσω ένα δέντρο;
Χωρίς να βιαστεί ο Άλλος κοίταξε κατάματα τη Ζωή και κάθισε δίπλα της. Έκλεισε τα μάτια του κι αμέσως τα άνοιξε. Μια λάμψη εμφανίστηκε από το πουθενά. Λίγα πράσινα φύλλα βρέθηκαν στο χώμα, ενώ από μια ρωγμή του ουρανό, ο Ήλιος βρήκε χώρο να πέσει πάνω στο νεκρό Δέντρο της Ζωής.
- Τώρα είμαι έτοιμη, πάμε εμείς, κι ο Ήλιος ας κάνει τη δουλειά του...
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου