Τι παιχνίδι παίζει ο άνθρωπος που υποτάσσεται στα αντικείμενά του, τα προσκυνά, τα λατρεύει, τα επιδεικνύει και τα νέμεται;
Με την έλξη, τη λατρεία των πραγμάτων και τη σκλαβιά τους όλοι βρίσκουμε τον μπελά μας. Εκ παραδόσεως, όλα τα οχληρά κουσούρια τα ανακαλύπτουμε πρώτα στους γύρω μας. Τι έχει πάθει ο Μάκης με το αυτοκίνητό του και το προσέχει σαν νεογέννητο; Πώς ανέχεται ο Σάκης να έχει τόση εξάρτηση από την ενδυμασία του, από τα μικροαντικείμενα της δουλειάς του, από ένα ρολόι ή έναν αναπτήρα;
Δεν πρόκειται για απλή φροντίδα, για ένα φαιμπλ, όπως λένε, που μυστηριωδώς συνδυάζεται με κάτι άψυχο, αλλά για θορυβώδη σκλαβιά που αγγίζει τα όρια της μανίας.
Εντούτοις, ο «σκλάβος» -τουλάχιστον κατά τα φαινόμενα- δείχνει να απολαμβάνει και να χαίρεται. Όπως τα ανήλικα που δεν αποχωρίζονται την κουβέρτα «τους», κάθε αγαπημένο αντικείμενο πάει μαζί με το «μου» και το «του» ή το «της». Σε κάποια σύναξη ο ένας καταφθάνει με τη φοβερή κουστουμιά «του», η άλλη με τις τρομερές γόβες «της», ο γηραλέος με όλα τα συμπράγκαλα του καπνίσματος (τον καπνό «του», την πίπα «του», τον αναπτήρα «του»), η τάδε παρδαλή με τα βαθιά ντεκολτέ «της» και η ψωνάρα μες στα ακριβά «της» μανικετόκουμπα και τα φυτευτά της δόντια (χροιά ξεφλουδισμένου αμύγδαλου).
Στην περίπτωση που κάτι προσωπικό κι αγαπημένο χαθεί, ο απωλέσας γυρίζει τον κόσμο ανάποδα. Δεν μπορεί τάχα να το αντικαταστήσει με ένα άλλο πανομοιότυπο, όπως αντικαθιστούμε μια στιγμή με μιαν άλλη ή μια μπουκιά με την επόμενη;
Ο τέως κάτοχος επιμένει: θέλω αυτό και μόνο, νιώθω σαν να έχασα το μισό εαυτό μου. Και πράγματι. Η κατοχή δεν ταυτίζεται με τη χρηστικότητα, με την αντικειμενική αξία του πράγματος, κάθε εξορθολογισμός απορρίπτεται· απεναντίας του προσδίδει αξία προσώπου, έμψυχου, σάμπως ο εαυτός του να έχει μοιραστεί σε όλα τα κτήματά του συγκροτώντας μαζί τους όμαιμη οικογένεια.
Στο δράμα του κατόχου, το κέντρο είναι η ταλαιπωρημένη επιθυμία που, για να σωθεί από την ελεύθερη πτώση στην πραγματικότητα, παραδίδεται σε λατρευτικές συμμαχίες, σε ένα δικό «της» κόσμο που αν της αφαιρεθεί, θα μοιάζει με τα κοκόρια πάνω στο χιόνι.
H «οικογένεια» υπάρχει, επιβιώνει με κρίσεις αφοσίωσης, επαναληπτικές απαριθμήσεις, νέες αγορές και νέες ομολογίες πίστεως στα ήδη κεκτημένα. Έτσι λέμε για την τάδε κυρία ότι έχει εκατόν ογδόντα ζεύγη παπουτσιών και ούτε ένα δεν μπορεί να αποχωριστεί· κάθε ζεύγος αξίζει επειδή είναι ένα, αλλά χωρίς τα υπόλοιπα δεν είναι κανένα. Με βάση αυτή την πονηρή ψυχολογική παρατήρηση προσπαθούμε να καταλάβουμε το βαθύτερο μυστικό της νεύρωσης· τι παιχνίδι παίζει ο άνθρωπος που υποτάσσεται στα αντικείμενά του, τα προσκυνά, τα λατρεύει, τα επιδεικνύει και τα νέμεται;
Είναι δυνατόν ένα υλικό πράγμα να ενέχει τόση δύναμη; Αν λάβουμε υπόψη μας ότι το εγώ εγωποιεί τα πάντα γύρω του, αποφάσκοντας ή καταφάσκοντας, υποψιαζόμαστε ότι τα πράγματα αποβαίνουν ιερατικά όργανα ενός ιδιωτικού μονοθεϊσμού που μόνο ο άνθρωπος μπορεί -συνειδητά ή ασύνειδα- να στήσει. Αν πάμε στον αντίθετο πόλο, το αίνιγμα συνεχίζει να υπάρχει και να δονείται. Στον αντίποδα του πολυκατόχου, βρίσκουμε τον ακάτεχο που περιφρονεί κάθε λογής πολύτιμο συμπράγκαλο.
Ρούχα; Σημασία δεν δίνει· είναι λέτσος εκ πεποιθήσεως. Αυτοκίνητο; Αρκείται σε μια σακαράκα. Ρολόγια, καδένες, όλες οι σαχλαμάρες τέλος πάντων δεν τον αγγίζουν. Πλην όμως, αν τον παρακολουθήσουμε βαθύτερα, δεν είναι δύσκολο να διαπιστώσουμε ότι έχει κι αυτός την πετριά του. Είναι αλογομούρης; Τρελός για τον τζόγο; Φουστανάκιας; Συλλέκτης γραμματοσήμων; Πάσχει από μικροβιοφοβία; Είναι άρρωστος με την καθαριότητα; Ποιητής πιθανόν;
Το κομπολόι τελειωμό δεν έχει, αλλά αφού κι αυτός έχει στήσει τον ιδιωτικό του μονοθεϊσμό, μόνο στο εγώ μπορούμε να βρούμε το βαθύτερο κίνητρο. Η επιθυμία είναι σαν τα λεφτά – επενδύεται. Ό,τι επιθυμεί, το κάνει -επράκτως ή πλασματικώς- δικό «της». Αν παρακολουθήσουμε τα δίκτυα από μικρολατρείες που πλαισιώνουν τον οιοδήποτε, αργά ή γρήγορα καταλήγουμε σε μια παθητική κατοχή από τα πράγματα ή από την απουσία των πραγμάτων που χαρακτηρίζεται από τη νοσηρότητα των μεγάλων παθών.
Όταν από μακριά ακούμε τους ήχους μιας γιορτής, ζυγώνοντας δεν μας αρκεί η περιφέρεια, περιεργαζόμαστε βέβαια τους θαμώνες, ψάχνουμε κάποιο γνωστό, αλλά το ενδιαφέρον στρέφεται στο κέντρο – εκεί που αναβλύζει το κέφι. Στο δράμα του κατόχου ή του ακάτεχου το κέντρο είναι η ταλαιπωρημένη επιθυμία που, για να σωθεί από την ελεύθερη πτώση στην πραγματικότητα, παραδίδεται σε λατρευτικές συμμαχίες, σε ένα δικό «της» κόσμο που αν της αφαιρεθεί, θα μοιάζει με τα κοκόρια πάνω στο χιόνι. Μήπως και η ίδια δεν ψυχανεμίζεται συχνά την απλή αλήθεια ότι τα πράγματα δεν ανταποδίδουν τίποτα;
Οι αενάως ανανεούμενες λατρείες, η βουλιμική σχέση με την αγορά, ο άσβεστος πόθος γι’ αυτό που δεν κατέχουμε, τελικά αποδεικνύονται ισχυρότερα κίνητρα. Πάμε πάντα προς το απώτερο του παρόντος, γι’ αυτό και το παιδί χαίρεται με την αναμονή του παιχνιδιού – ποτέ με την κατοχή του.
Όποιος γνωρίζει τους ανθρώπους μοιράζει αφειδώλευτα ανικανοποίητες λαχτάρες στον κόσμο, τον ωθεί προς τον κενό χρόνο, όχι προς την απατηλή αυτάρκεια του παρόντος. Άλλωστε είναι γνωστό ότι η επάρκεια γεννάει (και) μελαγχολία, αδράνεια, καθότι σε κάνει να μοιάζεις με αυτά πού έχεις. Ως εκ τούτου δεν πρέπει να μας ξαφνιάζει η στιγμή -έρχεται κάποτε κι αυτή- που ο πολυκάτοχος, απειλημένος εσωτερικά από το άψυχο έχει του, κάνει τη μεγάλη χειρονομία.
Πετάει όλο του το ψευτοβασίλειο, το χαρίζει σε φίλους και γνωστούς όχι από γενναιοδωρία αλλά από την ανάγκη του να αποφύγει την ασφυξία.
Τα πράγματα βέβαια μπορεί να πετιούνται, αλλά η λαχτάρα δεν εγκαταλείπει τον κάτοχο. Θα επινοήσει έναν άλλον εαυτό, θα κάνει κωλοτούμπα μέσα του για να ξεφύγει;
Όποιος το σκάει μέσα στον καθρέφτη τελικά πέφτει πάνω στο είδωλό του.
Με την έλξη, τη λατρεία των πραγμάτων και τη σκλαβιά τους όλοι βρίσκουμε τον μπελά μας. Εκ παραδόσεως, όλα τα οχληρά κουσούρια τα ανακαλύπτουμε πρώτα στους γύρω μας. Τι έχει πάθει ο Μάκης με το αυτοκίνητό του και το προσέχει σαν νεογέννητο; Πώς ανέχεται ο Σάκης να έχει τόση εξάρτηση από την ενδυμασία του, από τα μικροαντικείμενα της δουλειάς του, από ένα ρολόι ή έναν αναπτήρα;
Δεν πρόκειται για απλή φροντίδα, για ένα φαιμπλ, όπως λένε, που μυστηριωδώς συνδυάζεται με κάτι άψυχο, αλλά για θορυβώδη σκλαβιά που αγγίζει τα όρια της μανίας.
Εντούτοις, ο «σκλάβος» -τουλάχιστον κατά τα φαινόμενα- δείχνει να απολαμβάνει και να χαίρεται. Όπως τα ανήλικα που δεν αποχωρίζονται την κουβέρτα «τους», κάθε αγαπημένο αντικείμενο πάει μαζί με το «μου» και το «του» ή το «της». Σε κάποια σύναξη ο ένας καταφθάνει με τη φοβερή κουστουμιά «του», η άλλη με τις τρομερές γόβες «της», ο γηραλέος με όλα τα συμπράγκαλα του καπνίσματος (τον καπνό «του», την πίπα «του», τον αναπτήρα «του»), η τάδε παρδαλή με τα βαθιά ντεκολτέ «της» και η ψωνάρα μες στα ακριβά «της» μανικετόκουμπα και τα φυτευτά της δόντια (χροιά ξεφλουδισμένου αμύγδαλου).
Στην περίπτωση που κάτι προσωπικό κι αγαπημένο χαθεί, ο απωλέσας γυρίζει τον κόσμο ανάποδα. Δεν μπορεί τάχα να το αντικαταστήσει με ένα άλλο πανομοιότυπο, όπως αντικαθιστούμε μια στιγμή με μιαν άλλη ή μια μπουκιά με την επόμενη;
Ο τέως κάτοχος επιμένει: θέλω αυτό και μόνο, νιώθω σαν να έχασα το μισό εαυτό μου. Και πράγματι. Η κατοχή δεν ταυτίζεται με τη χρηστικότητα, με την αντικειμενική αξία του πράγματος, κάθε εξορθολογισμός απορρίπτεται· απεναντίας του προσδίδει αξία προσώπου, έμψυχου, σάμπως ο εαυτός του να έχει μοιραστεί σε όλα τα κτήματά του συγκροτώντας μαζί τους όμαιμη οικογένεια.
Στο δράμα του κατόχου, το κέντρο είναι η ταλαιπωρημένη επιθυμία που, για να σωθεί από την ελεύθερη πτώση στην πραγματικότητα, παραδίδεται σε λατρευτικές συμμαχίες, σε ένα δικό «της» κόσμο που αν της αφαιρεθεί, θα μοιάζει με τα κοκόρια πάνω στο χιόνι.
H «οικογένεια» υπάρχει, επιβιώνει με κρίσεις αφοσίωσης, επαναληπτικές απαριθμήσεις, νέες αγορές και νέες ομολογίες πίστεως στα ήδη κεκτημένα. Έτσι λέμε για την τάδε κυρία ότι έχει εκατόν ογδόντα ζεύγη παπουτσιών και ούτε ένα δεν μπορεί να αποχωριστεί· κάθε ζεύγος αξίζει επειδή είναι ένα, αλλά χωρίς τα υπόλοιπα δεν είναι κανένα. Με βάση αυτή την πονηρή ψυχολογική παρατήρηση προσπαθούμε να καταλάβουμε το βαθύτερο μυστικό της νεύρωσης· τι παιχνίδι παίζει ο άνθρωπος που υποτάσσεται στα αντικείμενά του, τα προσκυνά, τα λατρεύει, τα επιδεικνύει και τα νέμεται;
Είναι δυνατόν ένα υλικό πράγμα να ενέχει τόση δύναμη; Αν λάβουμε υπόψη μας ότι το εγώ εγωποιεί τα πάντα γύρω του, αποφάσκοντας ή καταφάσκοντας, υποψιαζόμαστε ότι τα πράγματα αποβαίνουν ιερατικά όργανα ενός ιδιωτικού μονοθεϊσμού που μόνο ο άνθρωπος μπορεί -συνειδητά ή ασύνειδα- να στήσει. Αν πάμε στον αντίθετο πόλο, το αίνιγμα συνεχίζει να υπάρχει και να δονείται. Στον αντίποδα του πολυκατόχου, βρίσκουμε τον ακάτεχο που περιφρονεί κάθε λογής πολύτιμο συμπράγκαλο.
Ρούχα; Σημασία δεν δίνει· είναι λέτσος εκ πεποιθήσεως. Αυτοκίνητο; Αρκείται σε μια σακαράκα. Ρολόγια, καδένες, όλες οι σαχλαμάρες τέλος πάντων δεν τον αγγίζουν. Πλην όμως, αν τον παρακολουθήσουμε βαθύτερα, δεν είναι δύσκολο να διαπιστώσουμε ότι έχει κι αυτός την πετριά του. Είναι αλογομούρης; Τρελός για τον τζόγο; Φουστανάκιας; Συλλέκτης γραμματοσήμων; Πάσχει από μικροβιοφοβία; Είναι άρρωστος με την καθαριότητα; Ποιητής πιθανόν;
Το κομπολόι τελειωμό δεν έχει, αλλά αφού κι αυτός έχει στήσει τον ιδιωτικό του μονοθεϊσμό, μόνο στο εγώ μπορούμε να βρούμε το βαθύτερο κίνητρο. Η επιθυμία είναι σαν τα λεφτά – επενδύεται. Ό,τι επιθυμεί, το κάνει -επράκτως ή πλασματικώς- δικό «της». Αν παρακολουθήσουμε τα δίκτυα από μικρολατρείες που πλαισιώνουν τον οιοδήποτε, αργά ή γρήγορα καταλήγουμε σε μια παθητική κατοχή από τα πράγματα ή από την απουσία των πραγμάτων που χαρακτηρίζεται από τη νοσηρότητα των μεγάλων παθών.
Όταν από μακριά ακούμε τους ήχους μιας γιορτής, ζυγώνοντας δεν μας αρκεί η περιφέρεια, περιεργαζόμαστε βέβαια τους θαμώνες, ψάχνουμε κάποιο γνωστό, αλλά το ενδιαφέρον στρέφεται στο κέντρο – εκεί που αναβλύζει το κέφι. Στο δράμα του κατόχου ή του ακάτεχου το κέντρο είναι η ταλαιπωρημένη επιθυμία που, για να σωθεί από την ελεύθερη πτώση στην πραγματικότητα, παραδίδεται σε λατρευτικές συμμαχίες, σε ένα δικό «της» κόσμο που αν της αφαιρεθεί, θα μοιάζει με τα κοκόρια πάνω στο χιόνι. Μήπως και η ίδια δεν ψυχανεμίζεται συχνά την απλή αλήθεια ότι τα πράγματα δεν ανταποδίδουν τίποτα;
Οι αενάως ανανεούμενες λατρείες, η βουλιμική σχέση με την αγορά, ο άσβεστος πόθος γι’ αυτό που δεν κατέχουμε, τελικά αποδεικνύονται ισχυρότερα κίνητρα. Πάμε πάντα προς το απώτερο του παρόντος, γι’ αυτό και το παιδί χαίρεται με την αναμονή του παιχνιδιού – ποτέ με την κατοχή του.
Όποιος γνωρίζει τους ανθρώπους μοιράζει αφειδώλευτα ανικανοποίητες λαχτάρες στον κόσμο, τον ωθεί προς τον κενό χρόνο, όχι προς την απατηλή αυτάρκεια του παρόντος. Άλλωστε είναι γνωστό ότι η επάρκεια γεννάει (και) μελαγχολία, αδράνεια, καθότι σε κάνει να μοιάζεις με αυτά πού έχεις. Ως εκ τούτου δεν πρέπει να μας ξαφνιάζει η στιγμή -έρχεται κάποτε κι αυτή- που ο πολυκάτοχος, απειλημένος εσωτερικά από το άψυχο έχει του, κάνει τη μεγάλη χειρονομία.
Πετάει όλο του το ψευτοβασίλειο, το χαρίζει σε φίλους και γνωστούς όχι από γενναιοδωρία αλλά από την ανάγκη του να αποφύγει την ασφυξία.
Τα πράγματα βέβαια μπορεί να πετιούνται, αλλά η λαχτάρα δεν εγκαταλείπει τον κάτοχο. Θα επινοήσει έναν άλλον εαυτό, θα κάνει κωλοτούμπα μέσα του για να ξεφύγει;
Όποιος το σκάει μέσα στον καθρέφτη τελικά πέφτει πάνω στο είδωλό του.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου