Οι Έλληνες «ανακάλυψαν» ή «επινόησαν» όχι μόνο την πόλη-κράτος, αλλά επίσης και την πολιτική με την καθαυτό έννοια, δηλαδή ως συλλογικό τρόπο απόφασης διενεργούμενο δημόσια κατόπιν συζήτησης μπροστά και μεταξύ ψηφοφόρων που θεωρούνται ίσοι τόσο θεωρητικά όσο και στην πράξη, δηλαδή στην ενεργό συμμετοχή στην άσκηση της εξουσίας.
Για τους Έλληνες ο χώρος της πολιτικής τοποθετείται κεντρικά. Τα δημόσια ζητήματα τίθενται ες μέσον ή εν μέσωι, κυριολεκτικά και μεταφορικά στην καρδιά της κοινότητας, σαν ένα βραβείο που πρέπει να διεκδικηθεί. Η κοινότητα με τη σειρά της συγκροτείται αυστηρά ως ένας...
πολιτικός οργανισμός ενεργά συμμετεχόντων και ανταγωνιστικών πολιτών. Κατά τον Σιμωνίδη (=Πλούτ., Ει πρεσβυτέρωι πολιτευτέον 784Β) η πόλη διδάσκει τον άνδρα να είναι πολίτης. Η αρχαία ελληνική λέξη πολιτεία δε σήμαινε μόνο το πολίτευμα, αλλά και την ιδιότητα του πολίτη. Αφού οι πολίτες ήταν η πόλη, η πολιτεία έφτασε να σημαίνει ενεργή συμμετοχή στη ζωή της πόλης και όχι μόνο την παθητική κατοχή πολιτικών δικαιωμάτων, καθώς και την ίδια τη ζωή και ψυχή της πόλης (και οι δύο μεταφορές χρησιμοποιήθηκαν στην αρχαιότητα).
Από οικονομική και πολιτιστική άποψη η ιδιωτική σφαίρα του οίκου μπορεί να απεικονίζεται ως θηλυκός παρά ως αρσενικός χώρος και να γίνεται αντιληπτός ως το αντίθετο της πόλης, παρά ως το βασικό της συστατικό. Εντούτοις, για πιο σημαντικά πολιτικά ζητήματα ο οίκος και η πόλη θεωρούνταν αξεδιάλυτα συνυφασμένοι και συμπληρωματικοί. Για παράδειγμα ο γάμος ήταν καθαυτός μια καθαρά ιδιωτική συμφωνία ανάμεσα σε δύο οίκους. Εντούτοις στο γάμο ανάμεσα σε δύο οίκους πολιτών στηριζόταν η αναπαραγωγή και η συνέχεια της κοινωνικής θέσης του πολίτη. Έτσι η νομοθεσία προχώρησε στο να θέσει περιορισμούς στα όρια της νομιμότητας των τέκνων και της κληρονομιάς. Ο νόμος του 451/50, που επαναβεβαιώθηκε και ενισχύθηκε μετά το 403 είναι το κλασικό παράδειγμα αυτής της παρεμβατικής πολιτικής του κράτους στην ιδιωτική ζωή. Ο νόμος προέβλεπε ότι Αθηναίοι πολίτες μπορούσαν να γίνουν μόνο οι καρποί της ένωσης Αθηναίων με Αθηναίες. Ανάμεσα σε άλλες συνέπειες αυτός ο νόμος μείωσε αποτελεσματικά τους διακρατικούς γάμους, που αποτελούσαν παραδοσιακή στρατηγική συμμαχιών για τους Αθηναίους αριστοκράτες.
Η πόλη μπορεί να περιγραφεί ως μια εγγενώς εξισωτική πολιτική κοινότητα. Ως το 500 π.Χ. αυτό το ιδανικό της ισότητας στο πλαίσιο της πόλης είχε γεννήσει την έννοια της ισονομίας: μια ακριβής, μαθηματικά ίση διανομή της τιμής (=αξιώματα, κοινωνική θέση, κύρος) ανάμεσα σ’ αυτούς που θεωρούνται ίσοι, μια ακριβή ισότητα μεταχείρισης για όλους τους πολίτες υπό την προστασία των νόμων. Στην ελληνική πολιτική σκέψη και θεωρία η κυριαρχία των νόμων ή του Νόμου θεωρούνταν δεδομένη στο πλαίσιο της πόλης. Μετά την απαρχή καταγραφής των νόμων από τον 7ο αιώνα κ.εξ., άρχισε να γίνεται διάκριση ανάμεσα στους άγραφους, αναλλοίωτους νόμους (κυρίως θρησκευτικής φύσης και γι’ αυτό πιο δεσμευτικούς) και τους γραπτούς, ανοιχτούς στην μεταβολή νόμους. Ωστόσο, αν και ήταν άνθρωποι αυτοί που έκαναν τους γραπτούς νόμους, εντούτοις και αυτοί οι νόμοι θεωρούνταν κατά κάποιο τρόπο πέρα και πάνω από τους καθημερινούς εκτελεστές τους.
Μαζί με την ισότητα εξίσου θεμελιώδης για την ελληνική αντίληψη της πολιτικής ήταν και η έννοια της ελευθερίας. Ελευθερία και ισότητα των πολιτών ήταν τα κύρια ζητούμενα. Η ελευθερία των πολιτών αντιτίθεται στη σκλαβιά των δούλων και ένα πλήθος αρχαίων κειμένων κάνουν ξεκάθαρο ότι η ελληνική αντίληψη της ελευθερίας εξαρτιόταν ουσιαστικά από την αντινομία της δουλείας. Για τον Έλληνα το να είναι κανείς ελεύθερος σήμαινε όχι μόνο το να μην είναι κανείς δούλος, αλλά και να μην συμπεριφέρεται ως δούλος. H απώλεια του αυτοελέγχου θεωρούνταν ότι οδηγούσε σε παράβαση των κοινοτικά προσδιορισμένων κανόνων συμπεριφοράς, μια παρέκκλιση που αν συνοδευόταν από βία, τιμωρούνταν ως ύβρις, το ύπατο πολιτικό έγκλημα.
Ο διαρκής φόβος των Ελλήνων για την στάση (διχόνοια) οδηγεί στο διαρκές αίτημα για ομόνοια, η οποία πρέπει να νοηθεί όχι μόνο ως υποταγή της μειοψηφίας στην πλειοψηφία ή απλώς συναίνεση, αλλά κυριολεκτικά απαιτεί απόλυτη σύμπνοια ανάμεσα στους δρώντες πολίτες. Η στάση είναι ο μεγαλύτερος κίνδυνος που απειλεί το σώμα των Ελλήνων πολιτών, όταν συνέρχονται με σκοπό να αποφασίσουν ες μέσον. Στη δημιουργία στάσης θεωρείται ότι συμβάλλουν χαρισματικές προσωπικότητες που επιζητούν μεγαλύτερη τιμή από ό,τι δικαιούνται με βάση την ισονομία. Η Αθήνα βρήκε τον τρόπο να διοχετεύσει σε επωφελείς κοινωνικά κατευθύνσεις (χορηγίες, ευεργεσίες προς την πόλη) ή να καταπιέσει τον αγώνα ανάμεσα στους αριστοκράτες για τιμή (λ.χ, οι νόμοι του Σόλωνα για το κόστος των ταφικών τελετών).
Για τους Έλληνες ο χώρος της πολιτικής τοποθετείται κεντρικά. Τα δημόσια ζητήματα τίθενται ες μέσον ή εν μέσωι, κυριολεκτικά και μεταφορικά στην καρδιά της κοινότητας, σαν ένα βραβείο που πρέπει να διεκδικηθεί. Η κοινότητα με τη σειρά της συγκροτείται αυστηρά ως ένας...
πολιτικός οργανισμός ενεργά συμμετεχόντων και ανταγωνιστικών πολιτών. Κατά τον Σιμωνίδη (=Πλούτ., Ει πρεσβυτέρωι πολιτευτέον 784Β) η πόλη διδάσκει τον άνδρα να είναι πολίτης. Η αρχαία ελληνική λέξη πολιτεία δε σήμαινε μόνο το πολίτευμα, αλλά και την ιδιότητα του πολίτη. Αφού οι πολίτες ήταν η πόλη, η πολιτεία έφτασε να σημαίνει ενεργή συμμετοχή στη ζωή της πόλης και όχι μόνο την παθητική κατοχή πολιτικών δικαιωμάτων, καθώς και την ίδια τη ζωή και ψυχή της πόλης (και οι δύο μεταφορές χρησιμοποιήθηκαν στην αρχαιότητα).
Από οικονομική και πολιτιστική άποψη η ιδιωτική σφαίρα του οίκου μπορεί να απεικονίζεται ως θηλυκός παρά ως αρσενικός χώρος και να γίνεται αντιληπτός ως το αντίθετο της πόλης, παρά ως το βασικό της συστατικό. Εντούτοις, για πιο σημαντικά πολιτικά ζητήματα ο οίκος και η πόλη θεωρούνταν αξεδιάλυτα συνυφασμένοι και συμπληρωματικοί. Για παράδειγμα ο γάμος ήταν καθαυτός μια καθαρά ιδιωτική συμφωνία ανάμεσα σε δύο οίκους. Εντούτοις στο γάμο ανάμεσα σε δύο οίκους πολιτών στηριζόταν η αναπαραγωγή και η συνέχεια της κοινωνικής θέσης του πολίτη. Έτσι η νομοθεσία προχώρησε στο να θέσει περιορισμούς στα όρια της νομιμότητας των τέκνων και της κληρονομιάς. Ο νόμος του 451/50, που επαναβεβαιώθηκε και ενισχύθηκε μετά το 403 είναι το κλασικό παράδειγμα αυτής της παρεμβατικής πολιτικής του κράτους στην ιδιωτική ζωή. Ο νόμος προέβλεπε ότι Αθηναίοι πολίτες μπορούσαν να γίνουν μόνο οι καρποί της ένωσης Αθηναίων με Αθηναίες. Ανάμεσα σε άλλες συνέπειες αυτός ο νόμος μείωσε αποτελεσματικά τους διακρατικούς γάμους, που αποτελούσαν παραδοσιακή στρατηγική συμμαχιών για τους Αθηναίους αριστοκράτες.
Η πόλη μπορεί να περιγραφεί ως μια εγγενώς εξισωτική πολιτική κοινότητα. Ως το 500 π.Χ. αυτό το ιδανικό της ισότητας στο πλαίσιο της πόλης είχε γεννήσει την έννοια της ισονομίας: μια ακριβής, μαθηματικά ίση διανομή της τιμής (=αξιώματα, κοινωνική θέση, κύρος) ανάμεσα σ’ αυτούς που θεωρούνται ίσοι, μια ακριβή ισότητα μεταχείρισης για όλους τους πολίτες υπό την προστασία των νόμων. Στην ελληνική πολιτική σκέψη και θεωρία η κυριαρχία των νόμων ή του Νόμου θεωρούνταν δεδομένη στο πλαίσιο της πόλης. Μετά την απαρχή καταγραφής των νόμων από τον 7ο αιώνα κ.εξ., άρχισε να γίνεται διάκριση ανάμεσα στους άγραφους, αναλλοίωτους νόμους (κυρίως θρησκευτικής φύσης και γι’ αυτό πιο δεσμευτικούς) και τους γραπτούς, ανοιχτούς στην μεταβολή νόμους. Ωστόσο, αν και ήταν άνθρωποι αυτοί που έκαναν τους γραπτούς νόμους, εντούτοις και αυτοί οι νόμοι θεωρούνταν κατά κάποιο τρόπο πέρα και πάνω από τους καθημερινούς εκτελεστές τους.
Μαζί με την ισότητα εξίσου θεμελιώδης για την ελληνική αντίληψη της πολιτικής ήταν και η έννοια της ελευθερίας. Ελευθερία και ισότητα των πολιτών ήταν τα κύρια ζητούμενα. Η ελευθερία των πολιτών αντιτίθεται στη σκλαβιά των δούλων και ένα πλήθος αρχαίων κειμένων κάνουν ξεκάθαρο ότι η ελληνική αντίληψη της ελευθερίας εξαρτιόταν ουσιαστικά από την αντινομία της δουλείας. Για τον Έλληνα το να είναι κανείς ελεύθερος σήμαινε όχι μόνο το να μην είναι κανείς δούλος, αλλά και να μην συμπεριφέρεται ως δούλος. H απώλεια του αυτοελέγχου θεωρούνταν ότι οδηγούσε σε παράβαση των κοινοτικά προσδιορισμένων κανόνων συμπεριφοράς, μια παρέκκλιση που αν συνοδευόταν από βία, τιμωρούνταν ως ύβρις, το ύπατο πολιτικό έγκλημα.
Ο διαρκής φόβος των Ελλήνων για την στάση (διχόνοια) οδηγεί στο διαρκές αίτημα για ομόνοια, η οποία πρέπει να νοηθεί όχι μόνο ως υποταγή της μειοψηφίας στην πλειοψηφία ή απλώς συναίνεση, αλλά κυριολεκτικά απαιτεί απόλυτη σύμπνοια ανάμεσα στους δρώντες πολίτες. Η στάση είναι ο μεγαλύτερος κίνδυνος που απειλεί το σώμα των Ελλήνων πολιτών, όταν συνέρχονται με σκοπό να αποφασίσουν ες μέσον. Στη δημιουργία στάσης θεωρείται ότι συμβάλλουν χαρισματικές προσωπικότητες που επιζητούν μεγαλύτερη τιμή από ό,τι δικαιούνται με βάση την ισονομία. Η Αθήνα βρήκε τον τρόπο να διοχετεύσει σε επωφελείς κοινωνικά κατευθύνσεις (χορηγίες, ευεργεσίες προς την πόλη) ή να καταπιέσει τον αγώνα ανάμεσα στους αριστοκράτες για τιμή (λ.χ, οι νόμοι του Σόλωνα για το κόστος των ταφικών τελετών).
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου