“Όσοι ψηφίσουν το σύμφωνο ομόφυλων ζευγαριών θα αφοριστούν…”.
Σεραφείμ Μητροπολίτης Πειραιώς.
Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΕΥΛΟΓΟΥΣΕ ΤΗ ΣΥΜΒΙΩΣΗ ΟΜΟΦΥΛΟΦΙΛΩΝ ΜΕ ΤΗΝ ΑΚΟΛΟΥΘΙΑ ΤΗΣ ΑΔΕΛΦΟΠΟΙΙΑΣ!
*Αναρωτηθήκατε ποτέ γιατί οι ομοφυλόφιλοι ονομάζονται ΑΔΕΡΦΕΣ;
Παρ” ότι στην σύγχρονη εποχή, η ομοφυλοφιλία αποτάσσεται -υποκριτικά- από την χριστιανική Εκκλησία, ως κάτι ανόσιο και μιαρό, εν τούτοις δεν ήταν ανέκαθεν αυτή η στάση της …;
Ο πρώτος γάμος μεταξύ ανδρών δεν έγινε το 2008 στην Τήλο, αλλά, σύμφωνα με πλείστες ιστορικές μαρτυρίες, τον θ΄ αι. μ.Χ. στην Κωνσταντινούπολη. Ένας άξεστος ιπποκόμος, φτωχός κι αγράμματος χωριάτης, αλλά όμορφος και με ωραία κορμοστασιά νέος, νυμφεύτηκε τον Νικόλαο, ηγούμενο μοναστηριού . . .
Ο γάμος του Βασιλείου Α΄ με τον Ιωάννη, όπως μας τον διασώζει στη «Χρονογραφία» του ο βυζαντινός αξιωματούχος (κουροπαλάτης και μέγας δρουγγάριος της βίγλας), Ιωάννης Σκυλίτζης. Διακρίνονται από αριστερά: Η μητέρα του Ιωάννη, Δανιηλίδα, το ζεύγος των μελλονύμφων Βασίλειος – Ιωάννης, ο ιερέας, που τελεί τον γάμο και πίσω του άλλοι ιερείς, ενώ ανάμεσα στο ζεύγος και στον ιερέα φαίνεται ανηγμένο το Ευαγγέλιο.
. . . και μερικά χρόνια αργότερα έναν άλλο άνδρα, γιό πλούσιας χήρας, τον Ιωάννη. Μέσω αυτών των γάμων απόκτησε διαδυνδέσεις στην Κωνσταντινούπολη και σύντομα έγινε « παρακοιμώμενος » του αυτοκράτορα Μιχαήλ Γ΄. Αργότερα, μέσα σε ένα λουτρό αίματος και οργίων κατάφερε να κατακτήσει ο ίδιος το θρόνο. Πρόκειται για τον Βασίλειο Α” τον Μακεδόνα, τον πρώτο αυτοκράτορα της Μακεδονικής -λεγόμενης- δυναστείας.
Οι γάμοι αυτοί του Βασιλείου με άνδρες είναι οι πρώτοι, που τεκμηριώνονται από ιστορικές πηγές, δεν είναι όμως πρωτόγνωροι στη χριστιανική παράδοση. Οι γάμοι μεταξύ ανδρών, ή « ενώσεις », ή « αδελφοποιήσεις », όπως συγκαλλυμένα ενίοτε λέγονται, έχουν πολύ βαθιές ρίζες στο χριστιανισμό ξεκινώντας από τη Βίβλο και φθάνοντας μέχρι τις μέρες μας.
Καθώς, η ομοφυλοφιλία, δεν ήταν -ούτε και είναι- άγνωστο φαινόμενο στις τάξεις της Εκκλησίας (τουναντίον μάλιστα), για να δώσει μια νομιμοφάνεια στις σχέσεις αυτές, επινόησε την λεγόμενη «αδελφοποίηση» (ή «αδελφοποιία»). Με την ορολογία αυτή, νοείται η με θρησκευτική τελετή -δήθεν πνευματική- ένωση δύο ανδρών, για την οποία γράφτηκε και επίσημη ευχή «εις Αδελφοποιίαν πνευματικήν», που διαβαζόταν από τον ιερέα μπροστά από το Ευαγγέλιο. Η «Ακολουθία της Αδελφοποιίας» όμως, είναι ολόιδια με την Ακολουθία του -γνωστού ετερόφυλου- Γάμου (ζευγάρι εμπρός από τον ιερέα, Ευαγγέλιο, κεριά, κουμπάρος, συγγενείς κ.τ.λ.).
Στην πραγματικότητα δηλαδή, δεν πρόκειται για καμμία πνευματική ένωση, αλλά για κανονικό γάμο μεταξύ ανδρών και ευλογία από τον ιερέα της σαρκικής ομοφυλόφιλης ένωσης. Αυτό ομολογείται και από το ίδιο το «Πηδάλιον», στο οποίο αναφέρεται χαρακτηριστικά, ότι οι άνδρες κατά την αδελφοποιησία «υπανδρεύονται αναμεταξύ των». Το «Πηδάλιον» απαγορεύει τέτοιες τελετές χαρακτηρίζοντας τους νυμφίους ως«ψευδαδελφοποιητούς», που ικανοποιούν «τας ηδονάς και τα σαρκικά των θελήματα»:«Η δε λεγομένη αδελφοποιησία είναι εμποδισμένη από το λε” κεφ. του ιγ΄ τίτλου του ε” βιβλίου του νόμου (σελ. 217, της Γιουρ Γραικόρ.) τελείως να μην γίνεται, και αποβεβλημένη εστίν από την Εκκλησίαν του Χριστού …; Όθεν η τοιαύτη αδελφοποιησία όχι μόνον δεν γίνεται, ή λογίζεται τελείως εμπόδιον εις το να υπανδρεύωνται αναμεταξύ των οι τοιούτοι ψευδαδελφοποιητοί, αλλ” ουδέ όλως πρέπει να γίνεται. Απόβλητον γάρ εστι τούτο από την Εκκλησίαν του Χριστού, ως πολλών κακών και απωλείας πρόξενον ψυχικής εις τους περισσοτέρους, και ύλη δια να πληρόνουν τινες τας ηδονάς και τα σαρκικά των θελήματα, καθώς η δοκιμή μυρία έδειξε τα παραδείγματα κατά διαφόρους καιρούς και τόπους». («Πηδάλιο», «Περί συνοικεσίων», κεφάλαιο Ι’) Οι άνδρες («ψευδαδελφο- ποιητοί»)κατά την αδελφο- ποιησία «υπανδρεύονται αναμεταξύ των» ικανοποιώντας «τας ηδονάς και τα σαρκικά των θελήματα». «Πηδάλιον».
Τις ίδιες λέξεις (αδελφοποίησις, αδελφοποίητος) χρησιμοποιούν οι ιστορικοί στην περίπτωση της ένωσης στην εκκλησία των Βασιλείου – Νικολάου, όπου δεν υπάρχει καμμία νύξη φυλετικής ή οικογενειακής παραμέτρου για τη σχέση, ούτε για ανταλλαγή αίματος. Δεν έχει στρατιωτική σημασία, ούτε αναφέρονται συνθήκες, που να την προκάλεσαν (π.χ. διάσωση από κίνδυνο, σοβαρή ασθένεια κ.λπ..) Τόσο ο Βασίλειος όσο και ο Νικόλαος είχαν ζώντες αδελφούς με τους οποίους διατηρούσαν τακτικές και στενές επαφές, έτσι η πράξη τους δεν ήταν αποτέλεσμα επιθυμίας να αποκτήσουν αδελφό. Για τον Βασίλειο αναφέρονται τουλάχιστον δύο αδελφοί, οι Βάρδας και Μαριανός, οι οποίοι μάλιστα τον βοήθησαν στην μετέπειτα οργάνωση της δολοφονίας του αυτοκράτορα Μιχαήλ Γ΄, ο δε Νικόλαος είχε αδελφό ένα γιατρό, ο οποίος -όπως θα δούμε παρακάτω- φρόντισε να έρθει ο Βασίλειος σε επαφή με την αυτοκρατορική αυλή.
Βασίλειος: Ένας γοητευτικός Αρμένιος
Ο Βασίλειος γεννήθηκε κατά το 812 στα περίχωρα της Αδριανούπολης, από μια οικογένεια χριστιανών χωρικών, φτωχών αποίκων, πού οι περιστάσεις τους είχαν ξεριζώσει απ” την πατρίδα τους την Αρμενία και που η τελευταία τους συμφορά, ο θάνατος του πατέρα, τους άφηνε τελειωτικά χωρίς κανένα πόρο. Ορισμένοι ιστορικοί υποστηρίζουν, ότι η καταγωγή του ήταν Αρμενο-σλαβική ή καθαρά Σλαβική. Το προσωνύμιο Μακεδών οφείλεται στη βυζαντινή γεωγραφική αντίληψη, κατά την οποία ορισμένα μέρη της Θράκης αποτελούσαν τμήμα της Μακεδονίας. Η Μακεδονική (Ελληνική) δήθεν καταγωγή του Βασιλείου είναι μεταγενέστερο ιστορικό ψεύδος· ούτε ο Βασίλειος, ούτε κανένας άλλος αυτοκράτορας του Βυζαντίου είχε Ελληνική καταγωγή
(βλ. «Ούτε ένας έλληνας βυζαντινός αυτοκράτορας!»).
Νόμισμα του « εν θεώ βασιλέως των ρωμαίων » -όχι των ελλήνων- Βασιλείου· το μεταγενέστερο- δήθεν- «Μακεδών», δεν υπάρχει πουθενά.
Ο Βασίλειος, πού απόμεινε πια το μόνο στήριγμα της μητέρας και των αδελφών του, ήταν τότε εικοσιπέντε με εικοσιέξη χρόνων, ένα ψηλό και γεροδεμένο παλληκάρι, μέ γερά χέρια και στιβαρό κορμί. Πυκνά, σγουρά μαλλιά, πλαισίωναν το ζωηρό του πρόσωπο. Ολότελα αγράμματος, άλλωστεδεν ήξερε ούτε να γράφει, ούτε να διαβάζειήταν απλά ένας ωραίος νέος. Αυτό στάθηκε αρκετό για να δημιουργήσει τη μεγάλη τύχη του και να φτάσει στο σκοπό του χωρίς δισταγμούς στηριζόμενος όχι μόνον σε γυναίκες, αλλά κυρίως σε ομοφυλόφιλους άνδρες, που γοητεύτηκαν έντονα από την αθλητική του ομορφιά.
Ο πρώτος γάμος του Βασιλείου με τον ηγούμενο
Περί το 840, ρακένδυτος, με ένα ραβδί στο χέρι κι ένα δισάκι στον ώμο έφτασε ο Βασίλειος μιά Κυριακή απόγευμα αναζητώντας την τύχη του στην Κωνσταντινούπολη. Αφανισμένος από την κούραση, κατασκονισμένος κι ενώ κόντευε να νυκτώσει πλάγιασε κάτω από τα προπύλαια της εκκλησίας του Αγίου Διομήδη, που βρήκε μπροστά του, όπου δεν άργησε να αποκοιμηθεί βαθιά, χωρίς καθόλου να προσέξει και όπως έτυχε.
Ο Νικόλαος, ηγούμενος του μοναστηριού, που παράρτημά του ήταν η εκκλησία (σύμφωνα με το Theophanes Continuatus, 5.9, σελ.223, ή προσμονάριος σύμφωνα με τον Συμεών το Λογοθέτη, «Περί Μιχαήλ και Θεοδώρας», 11, εκδ. Μπέκερ, σελ. 656) με έκπληξή του βλέπει τον καλοφτιαγμένο κοιμώμενο νέο. Το πρωί τον ξυπνά, τον προσκαλεί να τον ακολουθήσει και τον καθίζει στο τραπέζι. Του κάνει λουτρό και του δίνει καινούρια ρούχα («λούσας αυτόν και ιμάτιον περιβαλών»), συζούν («ομώροφον είχε και ομοδίαιτον», «Χρονικό» του Γεωργίου του Μοναχού στον Ίστριν, 2:5) καιτελικά η γνωριμία τους πολύ σύντομα καταλήγει σε γάμο· ενώνονται με τελετή στην εκκλησία: «Τη δευτέρα ημέρα απελθών μετ” αυτού εις το λουτρόν ήλλαξεν αυτόν και ελθών εν τη εκκλησία εποίησεν αδελφοποίησιν μετ” αυτού και συνηυφραίνοντο εν αλλήλοις» (Γεωργίου Μοναχού στον Μόραβτσικ, σελ. 120.) Η τελευταία φράση θυμίζει το βιβλικό «και συνευφραίνου μετά γυναικός της νεότητός σου» (« Παροιμίαι », 5:18), που αναφέρεται σε σχέση άνδρα και γυναίκας.
Στην ένωση αυτή, δεν υπάρχει καμμία νύξη φυλετικής ή οικογενειακής παραμέτρου για τη σχέση, ούτε για ανταλλαγή αίματος. Δεν έχει στρατιωτική σημασία, ούτε αναφέρονται συνθήκες, που να την προκάλεσαν (π.χ. διάσωση από κίνδυνο, σοβαρή ασθένεια κ.λπ.) Τόσο ο Βασίλειος όσο και ο Νικόλαος είχαν ζώντες αδελφούς με τους οποίους διατηρούσαν τακτικές και στενές επαφές, έτσι η πράξη τους δεν ήταν αποτέλεσμα επιθυμίας να αποκτήσουν αδελφό. Για τον -αγράμματο- Βασίλειο αναφέρονται τουλάχιστον δύο αδελφοί, οι Βάρδας και Μαριανός, οι οποίοι μάλιστα τον βοήθησαν στην μετέπειτα οργάνωση της δολοφονίας του αυτοκράτορα Μιχαήλ Γ΄, ο δε Νικόλαος είχε αδελφό έναν γιατρό, ο οποίος φρόντισε να έρθει ο Βασίλειος σε επαφή με την αυτοκρατορική αυλή
Πρόκειται καθαρά για μια προσωπική σχέση, που έγινε για τους προσωπικούς λόγους του καθενός. Ο ηγούμενος «ευφραίνετο» από τον καλοφτιαγμένο Βασίλειο, ο οποίος, αν δεν είχε βρει τον ηγούμενο, πιθανόν θα συνέχιζε να κοιμάται στους δρόμους. Για την ιστορία, ας αναφερθεί πως ο Βασίλειος έκανε και δεύτερο γάμο με άνδρα, αυτή τη φορά με τον γιο μιας πλούσιας χήρας, τον Ιωάννη.
Η αγάπη του Θεοφιλίτση για το Βασίλειο
Ο Βασίλειος ζητούσε επίμονα από το Νικόλαο να τον συστήσει σε κάποιον από τους επισήμους, που γνώριζε. Ο αδελφός του ηγούμενου, ένας γιατρός, είδε μια μέρα το Βασίλειο στο μοναστήρι, του φάνηκε πολύ καλοφτιαγμένος και όμορφος και τον σύστησε σ” έναν πελάτη του, τον Θεόφιλο, περισσότερο γνωστό με το προσωνύμιο Θεοφιλίτσης, συγγενή του κατέχοντα τότε τον τίτλο του Καίσαρα, Βάρδα, και του ίδιου του αυτοκράτορα Μιχαήλ Γ΄.
Ο Θεοφιλίτσης ήθελε να έχει στην υπηρεσία του ανθρώπους δυνατούς και ψηλόκορμους, που τους έντυνε με θαυμάσιες, ολομέταξες φορεσιές. Του άρεσε να εμφανίζεται στον κόσμο μαζί μ” αυτούς τους γίγαντες που τον συνόδευαν (« εις σπουδήν έχον γενναίους άνδρας και ευειδείς και ευήλικας και επ’ανδρία μάλιστα και αρώμη σώματος διαφέροντας« , « Τheophanes Continuatus, 5.9, σελ. 225.) Μόλις ο γιατρός του μίλησε για το Βασίλειο, θέλησε να τον δει, και γοητευμένος απ” το παράστημά του, τον πήρε αμέσως για να φροντίζει τα άλογά του δίνοντάς του το αξίωμα του πρωτοστράτωρα. Ο Θεοφιλίτσης αγαπούσε το Βασίλειο κάθε μέρα και περισσότερο (« και ημέραν εξ ημέρας επί πλέον ηγαπάτο παρ” αυτού« .)
Ο δεύτερος γάμος του Βασιλείου με το γιό της πλούσιας χήρας
Ο Βασίλειος, έμεινε αρκετά χρόνια στο σπίτι του Θεοφίλτση και σ” αυτό το διάστημα είχε μια περιπέτεια, που εξασφάλισε οριστικά το μέλλον του. Κάποτε, που ο αφέντης του πήγε με κάποια αποστολή στην Πελοπόννησο, ο Βασίλειος τον συνόδευσε σαν ιπποκόμος του, αλλά στο ταξίδι αρρώστησε και αναγκάσθηκε να σταματήσει στην Πάτρα. Στο ναό του Αγίου Ανδρέα του Πρωτοκλήτου γνωρίστηκε με ένα καλόγερο, ο οποίος τον έφερε σε επαφή με μιά πλούσια ώριμη χήρα, η οποία ήταν ίσως και γιαγιά και ονομαζόταν από το όνομα του ανδρός της Δανιήλ, Δανιηλίδα.
Η περιουσία της Δανιηλίδας ήταν αφάνταστα μεγάλη («πλούτη βασιλικά και όχι απλού ιδιώτη» μας λέει ο χρονογράφος.) Είχε πολλούς δούλους, απέραντα κτήματα, κοπάδια αμέτρητα, εργοστάσια, όπου γυναίκες ύφαιναν για λογαριασμό της υπέροχα μεταξωτά, θαυμάσια χαλιά, και εξαίσια και λεπτά λινά. Το σπίτι της ήταν γεμάτο από πλούσια ασημένια και χρυσά σκεύη. Στα σεντούκια της ήταν στοιβαγμένα λαμπρά φορέματα, οι κασέλες της ξεχείλιζαν από βέργες σε πολύτιμα μέταλλα. Είχε ιδιόκτητο ένα μεγάλο μέρος της Πελοποννήσου, και όπως λέει κάποιος ιστορικός, ήταν πραγματικά «η βασίλισσα του τόπου».
Της Δανιηλίδας της άρεσε η πολυτέλεια και η επίδειξη, της άρεσαν όμως και οι ωραίοι άνδρες. Έτσι κινήθηκε το ενδιαφέρον της για το Βασίλειο, τον οποίο καλοδέχθηκε και τον περιποιήθηκε στο σπίτι της αναπτύσσοντας σύντομα πολύ στενές σχέσεις.
Ο Βασίλειος νυμφεύτηκε τελικά το γιό της χήρας, Ιωάννη. Το γεγονός πρέπει να είχε προξενήσει μεγάλη εντύπωση, καθ” ότι αφ” ενός επιβεβαιώνεται από διάφορες ιστορικές πηγές κι αφ” ετέρου ο λόγιος και αξιωματούχος της βυζαντινής αυλής, Ιωάννης Σκυλίτζης, έχει φιλοτεχνήσει δύο εικόνες του γάμου στη « Χρονογραφία » του, μία από την εκκλησία και μία από το γαμήλιο γεύμα.
Το γαμήλιο γεύμα. Στη μέση διακρίνεται η μητέρα του Ιωάννη, Δανιηλίς, κι εκατέρωθεν αυτής το ζεύγος των νεονύμφων· αριστερά ο Βασίλειος Α” και δεξιά ο Ιωάννης. [Οι χαρακτήρες αναγνωρίζονται από τα ονόματα, τα οποία είναι γραμμένα από επάνω τους (Ιωάννου Σκυλίτζη, «Χρονογραφία».)]
Όταν επί τέλους ο Βασίλειος αποφάσισε να φύγει, η Δανιηλίς του έδωσε χρήματα, όμορφες φορεσιές, και τριάντα δούλους για να τον υπηρετούν. Με όλα αυτά ο φτωχός ιπποκόμος έγινε ένας μεγάλος άρχοντας, και μπόρεσε να παρουσιασθεί στον κόσμο και ν” αγοράσει και μερικά κτήματα στη Μακεδονία.
Χρόνια αργότερα, όταν ο Βασίλειος έγινε αυτοκράτορας πήρε τον Ιωάννη κοντά του δίνοντάς του το αξίωμα του πρωτοσπαθαρίου, ενώ τη Δανιηλίδα, όταν τον επισκέφθηκε στην Κωνσταντινούπολη, την υποδέχθηκε στα ανάκτορα της Μαγναύρας σα βασίλισσα και της παραχώρησε επίσημα τον τίτλο της βασιλομήτορος.
Άλλο γάμο με άνδρα δεν έκανε ο Βασίλειος. Θα ολοκληρώσουμε όμως, εν συντομία την ιστορία της ζωής του, προκειμένου να φανεί ξεκάθαρα, ότι ο αγράμματος Βασίλειος καμμία πνευματική ανησυχία δεν είχε, ώστε να κάνει πνευματικές ενώσεις, όπως παρουσιάζονται εξωραϊσμένα οι γάμοι του με τους άντρες από ορισμένους χριστιανούς ιστορικούς. Παρέμεινε σε όλη του τη ζωή, το ίδιο ανθρώπινο πλάσμα, το πρωτόγονο και άξεστο, με τα σκληρά και βάναυσα ενστικτα και τα βίαια πάθη. Στάθηκε πάντα ένας συμφεροντολόγος, ένας άνθρωπος με ταπεινή ψυχή, χωρίς κανένα ενδοιασμό και καμμιά λεπτότητα, χωρίς τιμή.
Παρακοιμώμενος του αυτοκράτορα
Οταν ο Βασίλειος γύρισε απ” την Πάτρα στην Κωνσταντινούπολη ξαναμπήκε στην υπηρεσία του Θεοφιλίτση, οπότε δύο απρόοπτα περιστατικά τον έφεραν σ” επαφή με τον αυτοκράτορα Μιχαήλ Γ΄. Ο αυτοκράτορας ήταν Εβραϊκής καταγωγής, ανίκανος, βωμολόχος, διεφθαρμένος και μέθυσος· με αυτό το προσωνύμιο έμεινε γνωστός στην Ιστορία: Μιχαήλ Γ΄ ο Μέθυσος. Ο Μιχαήλ διασπάθιζε σε γελοία έξοδα το δημόσιο χρήμα. Διοργάνωνε με το επιτελείο του όργια, τα οποία ξεκινούσαν με γελωτοποιούς και μίμους, αλλά κατέληγαν σε ακρωτηριασμούς ανυπόπτων πολιτών, θανατικές εκτελέσεις κ.λπ.. Ο Πατριάρχης Φώτιος εύρισκε πολύ αστείες τις διασκεδάσεις του αυτοκράτορα και πρόθυμα τον συναγωνιζόταν στο τραπέζι πίνοντας περισσότερο κι απ” τον ίδιο.
Σε ένα τέτοιο όργιο ο Βασίλειος πάλαιψε και νίκησε έναν -ανίκητο εως τότε- Βούλγαρο παλαιστή. Λίγες μέρες αργότερα κατάφερε να δαμάσει και ένα ωραιότατο άλογο, που κάποιος επαρχιακός διοικητής είχε στείλει στον Μιχαήλ και κανένας δεν μπορούσε να καβαλήσει. Ο βασιλιάς, ο οποίος αρεσκόταν τόσο στην παρέα γυναικών, όσο και ανδρών, κατάμαγεμένος απέσπασε από τον Θεοφιλίτση αυτό το όμορφο παλληκάρι, που ήταν τόσο καλός ιπποκόμος και τόσο ρωμαλέος παλαιστής, τον κατέταξε στους δικούς του ιπποκόμους και του έδωσε το αξίωμα του πρωτοστράτωρα.
Όταν αργότερα ο Σκύθης ευνούχος παρακοιμώμενος του Μιχαήλ καθαιρέθηκε τη θέση του -ύστερα από πρόταση του Βάρδα- κατέλαβε ο Βασίλειος, τον οποίο άλλωστε ο Μιχαήλ λάτρευε. Δεν κουραζόταν να λέει, πως μόνον αυτός ήταν ένας υπηρέτης πιστός και αφοσιωμένος.
Δακτύλιος του Βασιλείου ως παρακοιμώμενου.
Ο παρακοιμώμενος ήταν αξίωμα στη βασιλική αυλή του Βυζαντίου. Προήλθε από το γεγονός, ότι ο αξιωματούχος αυτός κοιμόταν πρό της θύρας του βασιλικού κοιτώνα. Η άμεση σχέση του παρακοιμώμενου με τον βασιλιά εξηγεί, γιατί έλαβε το αξίωμα αυτό τόση μεγάλη σημασία. Ήταν πολλές περιπτώσεις, που οι παρακοιμώμενοι εκτελούντες καθήκοντα άμεσου βοηθού του βασιλιά για την άσκηση της εξουσίας ήταν αυτοί, που ουσιαστικά κυβερνούσαν το βυζαντινό κράτος.
Τη θέση του παρακοιμώμενου ασκούσαν -για ευνόητους λόγους- ευνούχοι. Στην περίπτωση όμως, του διεφθαρμένου αυτοκράτορα Μιχαήλ η κατάληψη της θέσης του παρακοιμώμενου από τον σφριγηλό ερωτικά και όμορφο Βασίλειο ήταν η πλέον ενδεδειγμένη.
Αίμα, ηδονή, θάνατος
Αργότερα, ο Μιχαήλ πάντρεψε τον ευνοούμενό του με την ερωμένη του, την Ευδοκία Ιγγερίνα, η οποία ήταν πολύ όμορφη και ο Μιχαήλ την είχε αρκετά χρόνια ερωμένη. Την έδωσε -λένε- στο Βασίλειο με τη συμφωνία πως οι σχέσεις Μιχαήλ – Ευδοκίας θα εξακολουθούσαν. Η σύμβαση φαίνεται πως τηρήθηκε τόσο καλά, πού οι αμερόληπτοι χρονογράφοι αναγνωρίζουν τον Μιχαήλ σαν πατέρα τών δύο πρώτων παιδιών του Βασιλείου (Κωνσταντίνου και Λέοντος – μετέπειτα αυτοκράτορα.)
Οι παλατιανοί συγγραφείς πιο διακριτικοί φυσικά, γύρω άπό ένα τόσο λεπτό ζήτημα, προσπάθησαν αντίθετα να εξυμνήσουν, όχι μόνο την ομορφιά και τη χάρη της Ευδοκίας, μα ακόμα και τη σύνεση και την αρετή της. Όμως, κι αυτή ακόμα η επιμονή τους δείχνει πως υπήρχε κάπου ένα νευραλγικό σημείο, κάπως ενοχλητικό για τη Μακεδονική δυναστεία. Μονάχα ο Βασίλειος φαίνεται πως συμβιβάστηκε άκοπα με αυτή τη δύσκολη κατάσταση. Είχε άλλωστε και τον τρόπο να παρηγορηθεί. Ήταν ερωμένος της Θέκλας, της αδελφής του αυτοκράτορα και ο Μιχαήλ έκλεινε τα μάτια του μπροστά σ” αυτό το σύνδεσμο, όπως και ο Βασίλειος έκλεινε τα δικά του μπροστά στη μοιχεία της γυναίκας του. Έτσι λοιπόν όλοι αυτοί αποτελούσαν την πιο όμορφη οικογένεια, που μπορεί κανείς να φαντασθεί.
Όταν ο Βασίλειος διείδε, ότι ο Καίσαρας Βάρδας αποτελούσε εμπόδιο στις φιλοδοξίες του τον συκοφάντησε στον αυτοκράτορα και τελικά με συνεργό τον γαμπρό του Βάρδα, Συμβάτιο, τον σκότωσε. Το πτώμα του Βάρδα μπροστά στα μάτια του αδιάφορου ή ανίσχυρου αυτοκράτορα κομματιάστηκε, ενώ οι όρχεις του κρεμάστηκαν σε κοντάρι και τους γυρόφερναν για θέαμα. Ο Πατριάρχης Φώτιος, σαν καλός αυλικός, έσπευσε να συγχαρεί τον αυτοκράτορα, που ξέφυγε από τόσο μεγάλους κινδύνους. Ο Βασίλειος ήταν τώρα ο νικητής και ο Μιχαήλ την ημέρα της Πεντηκοστής της 26ης Μαίου 866, τον ανακήρυξε συμβασιλέα.
Η ευγνωμοσύνη δέν ήταν η χαρακτηριστική αρετή του Βασιλείου. Επειδή οι χθεσινοί του συνένοχοι και ιδιαίτερα ο Συμβάτιος του ζητούσαν απαιτητικά το μερίδιο τους από την εξουσία και τις τιμές, αφού τώρα πια του ήταν άχρηστοι τους έδιωξε χωρίς κανέναν ενδοιασμό και όταν οι δυσαρεστημένοι εστασίασαν, ο Βασίλειος τιμώρησε αυστηρά την ανταρσία τους. Τους έβγαλε τα μάτια και αφού έκοψε το δεξί χέρι του Συμβάτιου και τη μύτη ενός άλλου συνεργάτη του, τους εξόρισε.
Ο Μιχαήλ, που συνέχισε τα μεθύσια και τις διασκεδάσεις και «ξόδευε τους θησαυρούς του Κράτους σκορπίζοντας το χρήμα με το φτυάρι με κίναιδους, οργανοπαίκτες, χορεύτριες κι ένα πλήθος από ακόλαστους ανθρώπους», ήταν τώρα το τελευταίο εμπόδιο, που είχε απομείνει στον Βασίλειο στην προσπάθειά του για αναρρίχηση στον αυτοκρατορικό θρόνο. Έτσι, στις 23 Σεπτεμβρίου του 867, ύστερα από ένα ακόμα μεθύσι του Μιχαήλ σε δείπνο στό παλάτι του Αγίου Μάμαντα ο Βασίλειος με τους συνεργάτες του δολοφονούν τον Μιχαήλ· πρώτα του κόβουν και τα δύο χέρια κι ύστερα τον ξεκοιλιάζουν χύνοντας τα εντόσθιά του στο πάτωμα.
Παραμερίζοντας όλα τα εμπόδια που τον χώριζαν από τό θρόνο, ο Βασίλειος ήταν αυτοκράτορας. Πρώτη του φροντίδα ήταν να εγκαταστήσει στα διαμερίσματα της νόμιμης αυτοκράτειρας τη γυναίκα του, την Ευδοκία Ιγγερινή, που ως την τελευταία στιγμή ήταν η ερωμένη του Μιχαήλ Γ΄, αν και είχε δώσει το λόγο του στη Θέκλα. Λίγα χρόνια αργότερα, απόκτησε μάλιστα απ” αυτήν ένα γιό, που ήταν το πρώτο νόμιμο παιδί του, και ύστερα, άλλες τέσσερες θυγατέρες (τις έβαλε σε μοναστήρι, προκειμένου να τις αποκαταστήσει.) Βλέπουμε πώς την ψυχή του Αρμένιου χωριάτη, που είχε μείνει χυδαία, στο βάθος της δεν τη δυσκόλευαν τέτοιες μάταιες λεπτότητες.
Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του γνωρίζοντας την επιρροή και δύναμη, που είχαν οι καλόγεροι έκτισε περί τα εκατό μοναστήρια, τους ενίσχυε συνεχώς και τους κολάκευε. Εκείνη την εποχή οι καλόγεροι έγιναν οι πιο αφοσιωμένοι και πιστοί στυλοβάτες της μακεδονικής δυναστείας. Έπίσης ξόδεψε πολλά χρήματα για την ανακαίνιση, τη διακόσμηση και το στολισμό με εικόνες του ναού των Αγίων Στεργίου και Βάκχου, που αναφέρονται στις τελετές γάμων μεταξύ ανδρών
Ο Βασίλειος πέθανε το 886 σε ηλικία εβδομηντατεσσάρων ετών κατά τη διάρκεια κυνηγιού. Είναι πολύ πιθανόν να δολοφονήθηκε, όπως ο Βάρδας κι ο Μιχαήλ, κι αυτός από συνωμοσία (βλ. σχετική μελέτη του Vogt: « La jeunesse de Leon VI », στη « Revue Historique », τ. 174, 1934) αν και βυζαντινές πηγές ισχυρίζονται, ότι σκοτώθηκε από τα κέρατα ελαφιού (Λέων Γραμματικός, 262.)
---------------------
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
«Ιστορία του Ελληνικού Έθνους», Εκδοτική Αθηνών.
Κ. Παπαρρηγόπουλου, «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους».
Γ. Κορδάτου, «Μεγάλη Ιστορία της Ελλάδας».
Κ. Σάθα, « Μεσαιωνική Βιβλιοθήκη ».
Ι. Σκυλίτζη, «Χρονογραφία», εκδ. «Μίλητος», Αθήνα.
Βασίλιεφ, «Ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας 324-1453», εκδ. «Μπεργαδή».
Καρόλου Ντίλ, «Βυζαντινές μορφές», εκδ. «Μπεργαδή», Αθήνα, 1969.
Τζών Μπόσγουελ, «Γάμοι μεταξύ ανδρών», εκδ. «Σ.Ι. Ζαχαρόπουλος», Αθήνα, 2004.
Εγκυκλοπαίδειες «Ήλιος», «Πάπυρος Λαρούς».
ΚΑΙ ΑΛΛΑ ΑΓΙΑ ΖΕΥΓΑΡΙΑ ΟΜΟΦΥΛΩΝ
Από τη Βίβλο έως τις μέρες μας …;
Παρουσιάζονται δειγματοληπτικά ορισμένες χαρακτηριστικές περιπτώσεις ιερών ζευγαριών ατόμων ιδίου φύλου από την πλούσια σχετική χριστιανική παράδοση.
Δαβίδ – Ιωνάθαν: Μιά τρυφερή σχέση
Από την πρώτη στιγμή, που συνάντησε ο μεγαλύτερος γιός του βασιλιά Σαούλ, Ιωνάθαν, τον Δαβίδ η καρδιά του άρχισε να κτυπά δυνατά για αυτόν τον ωραίο και δυνατό -σύμφωνα με τις βιβλικές περιγραφές- νέο, ο οποίος μόλις είχε νικήσει τον Γολιάθ. Η αμοιβαία έλξη των δύο ανδρών περιγράφεται στο βιβλίο «Βασιλειών Α΄»: «Η ψυχή του Ιωνάθαν συνεδέθη μετά της ψυχής του Δαυίδ, και ηγάπησεν αυτόν ο Ιωνάθαν ως την ιδίαν αυτού ψυχήν» (18:1). Ο Δαβίδ -ανύπαντρος ακόμα- έζησε μαζί με τον Ιωνάθαν στο σπίτι του Σαούλ και «διέθετο Ιωνάθαν και Δαυίδ εν τω αγαπάν αυτόν κατά την ψυχήν αυτού» (18:2-3.)
Δαβίδ και Ιωνάθαν σε τρυφερό στιγμιότυπο.
(« La Somme le Roy », ιγ΄ αι., Βρετανικό Μουσείο.)
Στο συγκεκριμένο βιβλίο της Βίβλου περιγράφονται αρκετές τρυφερές στιγμές μεταξύ των δύο ανδρών, όπως: «Απεκρίθη Δαυίδ τω Ιωνάθαν και είπε γινώσκων οίδεν ο πατήρ σου ότι εύρηκα χάριν εν οφθαλμοίς σου» (20:3.) Ο Σαούλ σχεδίαζε να σκοτώσει τον Δαβίδ, ο Ιωνάθαν όμως, ο οποίος «ηρείτο τον Δαυίδ σφόδρα» (19:2) μεσολάβησε γεγονός, που ξεσήκωσε την οργή του βασιλιά.
Ο Ιωνάθαν τελικά σκοτώθηκε μαζί με τον πατέρα του και τα αδέρφια του σε μια μάχη. Ο Δαβίδ πόνεσε πολύ για το θάνατο του αγαπημένου του Ιωνάθαν. Έγραψε μάλιστα κι ένα θρήνο («Βασιλειών Β’», 1:17-27), στον οποίο επισημαίνει σπαραξικάρδια, ότι αγάπησε τον Ιωνάθαν περισσότερο από τις γυναίκες: «Αλγώ επί σοι, αδελφέ μου Ιωνάθαν ωραιώθης μοι σφόδρα, εθαυμαστώθη η αγάπησίς σου εμοί υπέρ αγάπησιν γυναικών» (1:26.)
Ο Iησούς και ο Ιωάννης, «όν ηγάπα ο Ιησούς»
Στο Μυστικό Δείπνο περιγράφεται μία αρκετά τρυφερή σκηνή, κατά την οποία ενώ ο Ιησούς και οι μαθητές είναι ξαπλωμένοι γύρω από το τραπέζι, ο Ιωάννης βρίσκεται φωλιασμένος στον κόλπο του Ιησού, ενώ μετά γέρνει στο στήθος του διευκρινίζεται δε, ότι ο Ιησούς τον αγαπούσε: «“Ην δε ανακείμενος εις εκ των μαθητών αυτού εν τω κόλπω του Ιησού, όν ηγάπα ο Ιησούς… επιπεσών δε εκείνος επί το στήθος του Ιησού…» («κατά Ιωάννην», 13:23-25.) Η φράση «όν ηγάπα» επαναλαμβάνεται και σε άλλα σημεία στο ίδιο Ευαγγέλιο (19:26, 21:7), ενώ στο εδάφιο 20:2 εμφανίζεται ελαφρώς παραλλαγμένη σε: «όν εφwλει ο Ιησούς».
Ο Ιωάννης ακουμπισμένος στο στήθος του Ιησού -όπως περιγράφεται στο Ευαγγέλιο- σε στάση, που δηλώνει πως ο καλλιτέχνης θεωρούσε τη σχέση τους τρυφερή και οικεία («κατά Ιωάννην», 13:25.) (Ξυλόγλυπτο του ιδ΄αι.).
Οι περιγραφές αυτές μας κάνουν να αναρωτηθούμε άν ο Ιησούς αγαπούσε μόνο τον Ιωάννη κι όχι τους άλλους Αποστόλους. Η ιδιαίτερη αγάπη του προς τον Ιωάννη ενισχύεται κι από το γεγονός, ότι ενώ πέθαινε στο σταυρό, ανέθεσε στον Ιωάννη την προστασία της μητέρας του, κάτι, που γίνεται και σε ένα νυμφευμένο ζεύγος, όταν ο ένας πεθαίνει.
Το ζεύγος των αγίων Περπέτουας – Φηλικιτάτης
Το πρώτο μεταβιβλικό ζεύγος ομόφυλων αγίων ήταν ένα ζεύγος γυναικών: η Αγία Περπέτουα και η Αγία Φηλικιτάτη (1 Φεβρουαρίου), μια 22χρονη Ρωμαία αριστοκράτισσα και η θεραπαινίδα της, οι οποίες ήταν μαζί στη ζωή (αρχές γ΄ αι.), αλλά και στο θάνατο, που -σύμφωνα με το Συναξάρι- ήταν μαρτυρικός, λόγω της χριστιανικής τους πίστης. Αν και μαζί τους μαρτύρησαν κι άλλοι τέσσερις προσήλυτοι, οι δύο αυτές γυναίκες ήταν, που ενέπνευσαν τη φαντασία των Χριστιανών, ενώ οι υπόλοιποι πολύ σπάνια αναφέρονται τους επόμενους αιώνες.
Δεν ήταν σαφής η πραγματική φύση της σχέσης τους· και οι δύο είχαν από ένα μωρό. Ο γάμος βέβαια μιάς νεαρής γυναίκας στη Ρώμη εκείνης της εποχής δεν ήταν ενδεικτικός των ερωτικών της προτιμήσεων. Η αμφιβολία εντείνεται από το γεγονός, ότι, ενώ αναφέρονται διάφοροι άλλοι συγγενείς εμπλεκόμενοι στις περιγραφές των τελευταίων ημερών της ζωής τους και του μαρτυρίου τους (κυρίως ο πατέρας της Περπέτουας και ο αδελφός της Φηλικιτάτης) είναι καταφανέστατη η απουσία κάποιου συζύγου. Η Περπέτουα πρό του μαρτυρίου της είδε σε όραμα, ότι ξεντύθηκε «και έγινε άντρας», ενώ στο τέλος και οι δύο γυναίκες δοξάστηκαν ως «ανδριώτατοι …; στρατιώται εκλεκτοί».
Το ζεύγος των αγίων Πολύευκτου – Νέαρχου
Τον επόμενο αιώνα στην Αρμενία, οι άγιοι Πολύευκτος και Νέαρχος (9 Ιανουαρίου) περιγράφονται από το Συναξαριστή ως «αδελφοί, όχι εκ γενετής, αλλά λόγω αγάπης». Το Αρμενικό Συναξάρι επί πλέον αναφέρει, ότι «ήταν ο ένας σύντροφος του άλλου». Είχαν μεταξύ τους «τη στενότερη δυνατή φιλία γιατί ήταν σύντροφοι και υπηρετούσαν μαζί» (ήταν Ρωμαίοι στρατιώτες.) Ο Συμεών ο Μεταφραστής προσθέτει: «Ήταν δεμένοι μεταξύ τους με μια φιλία πιο δυνατή από το αίμα της συγγένειας. Αυτή η παθιασμένη ένωση τους έδενε και τους έκανε να πιστεύουν, ότι ο ένας ζούσε και ανέπνεε στο σώμα του άλλου». [«Ούτω δε φιλία προς αλλήλους συνδεδεμένοι, ως πολλώ πλέον αίματος τε και συγγενείας, εκ της κατά πόθον ακριβούς ομονοίας συνηρμόσθαι αυτών τας ψυχάς, εκάτερον τε εν εκατέρου σώματι ζήν όλως ή και αναπνείν οίεσθαι» (417)].
Ο Νέαρχος ήταν χριστιανός ενώ ο Πολύευκτος όχι, όταν όμως είδε σε όραμα το Χριστό πήρε κι αυτός το μέρος τους. Ο Νέαρχος έμαθε, πως οι στρατιώτες, που θα θυσίαζαν στα είδωλα θα προάγονταν, ενώ οι χριστιανοί, που θα αρνούνταν θα αποκεφαλίζονταν. Λυπήθηκε τότε πολύ, γιατί θα αποχωρίζονταν με τον (ειδωλολάτρη, σύμφωνα με αυτά, που μέχρι τότε γνώριζε) Πολύευκτο, εφ” όσον μόνο αυτός, ως χριστιανός, θα πήγαινε στον Παράδεισο. Ανέφερε λοιπόν στον Πολύευκτο, πως αισθανόταν απαρηγόρητος για τον επικείμενο χωρισμό τους.
Ο Πολύευκτος, αναπήδησε και αγκάλιασε («περιπλακείς») τον Νέαρχο, εκλιπαρώντας τον να μάθει την αιτία του επικείμενου χωρισμού τους. Δεμένος («συνημμένος») με τον Νέαρχο με «αγάπη χωρίς όρια», ήταν έτοιμος να κάνει τα πάντα γι” αυτόν, να βασανιστεί, να πεθάνει ή να πάθει ο,τιδήποτε άλλο, μην ενδιαφερόμενος ακόμα ούτε για τα παιδιά του, γιατί θεωρούσε την αγάπη του για τον Νέαρχο πιο σημαντική. Τότε ο Πολύευκτος τον ρώτησε: «Αυτό είναι που φοβόσουν, Νέαρχε, και υποπτευόσουν για μας από την αρχή; Συνειδητοποίησες λοιπόν, όλα όσα αφορούν το σαρκικό μέρος της σχέσης μας;» («έοικας ούν τα μεν σωματικά της φιλίας ημών έγνωκέναι», Ομπέ, σελ. 89. Βλ επίσης: Τζών Μπόσγουελ, «Γάμοι μεταξύ ανδρών», εκδ. «Σ.Ι. Ζαχαρόπουλος», Αθήνα, 2004.])
Λόγω της συγκυρίας ο Πολύευκτος αποκάλυψε πως κι εκείνος πίστευε στο Χριστό, τον οποίο είχε δει σε όραμα ως νεανίσκο και, παρ” όλο που δεν είχε βαπτισθεί, κινδύνευε να μαρτυρήσει στα χέρια των Ρωμαϊκών Αρχών.
Ο πεθερός του προσπαθούσε να τον αποτρέψει υπενθυμίζοντάς του τη σχέση του με τη γυναίκα του. Ο Πολύευκτος του απάντησε: «Για ποια γυναίκα και παιδιά θα περηφανευτώ τώρα;» και δεν υπέκυψε. Ποτέ του όμως, δεν ξέχασε την αγάπη του για τον Νέαρχο, γιατί ήταν μία ψυχή και («διάθεσις») σε δύο σώματα. Οι τελευταίες του λέξεις κατά το μαρτύριό του ήταν: «Νέαρχε, αδελφέ μου, να θυμάσαι τον μυστικό μας όρκο» (σημ. ο Πολύευκτος ανακηρύχτηκε ο προστάτης άγιος των όρκων).
Η αγάπη ανάμεσα στον Πολύευκτο και τον Νέαρχο είναι η κινητήριος δύναμη αυτής της ιστορίας, αλλά και το πιο συγκινητικό στοιχείο, κι ας αφορούσε αρχικά έναν εθνικό κι ένα χριστιανό. Αυτό το σημείο της ιστορίας υπερβαίνει την ορθόδοξη άποψη της θρησκείας. Ο Πολύευκτος πεθαίνει πεπεισμένος, ότι θα πάει στον Παράδεισο και έτσι θα είναι για πάντα μαζί με τον Νέαρχο (κι όχι με τη γυναίκα του, ή τα παιδιά του). Το κύριο θέμα τόσο αυτής της ιστορίας, όσο και της προηγούμενης των Περπέτουας – Φηλικιτάτης είναι παρόμοιο. Οι σύζυγοι και τα παιδιά είναι ασήμαντοι για τους αγίους. Αυτό που κυριαρχεί στις διηγήσεις και τίθεται υπεράνω όλων είναι οι στενές τους σχέσεις.
Το ζεύγος των Αγίων Σέργιου και Βάκχου
Το ζεύγος αγίων, που άσκησε τη μεγαλύτερη επιρροή στο χριστιανικό κόσμο ήταν οι Άγιοι Σέργιος και Βάκχος (7 Οκτωβρίου.) Ζούσαν σαν ένας άνθρωπος στην αγάπη τους για τον Χριστό και αχώριστοι στο στρατό αυτού του κόσμου (ήταν Ρωμαίοι στρατιώτες), ενωμένοι όχι από τη φύση αλλά από την πίστη. Πάντα τραγουδούσαν και έλεγαν: «Τι καλόν και τι τερπνόν εστί συγκατοικώσιν οι αδελφοί επί τω αυτώ».
Το ζεύγος των Αγίων Σέργιου και Βάκχου, ενώ ενώνονται φέροντας χρυσά περιλαίμια. Ανάμεσά τους διακρίνεται ο Ιησούς στον παραδοσιακό ρόλο του κουμπάρου. (Μονή Αγ. Αικατερίνης, Σινά, ζ΄αι.).
Σύμφωνα με το Συναξάρι τους, μαρτύρησαν επειδή έγιναν χριστιανοί. Για αρχή τους έβγαλαν τις στολές, τους φόρεσαν γυναικεία ρούχα και τους έβαλαν να παρελάσουν μπροστά απ” όλη την πόλη, προς το παλάτι, με βαριές αλυσίδες στο λαιμό. Αυτός ήταν ο κλασικός τρόπος για την κοινωνική ταπείνωση ενός σχετικά ανδροπρεπή πολεμιστή και θυμίζει την ποινή για ομοφυλοφιλικές πράξεις, όπως περιγράφεται από τον Προκόπιο (Μυστική Ιστορία,11), τον Μαλάλα και το Θεοφάνη
Στο μαρτύριο, που ακολούθησε πρώτος πέθανε ο Βάκχος. Ενώ ο Σέργιος θλιμμένος για την απώλεια του φίλου του έκλαιγε, ο Βάκχος εμφανίστηκε εμπρός του, σαν λαμπρός άγγελος και του είπε: «Βιάσου αδελφέ μου και μέσω μιάς όμορφης και τέλειας ομολογίας, ακολούθησέ με και απόκτησέ με στο τέλος της πορείας. Το δικό σου βραβείο θα είναι να είμαι μαζί σου». Η υπόσχεση αυτή του Βάκχου είναι αξιοσημείωτη κι ενδεικτική του είδους των σχέσεών τους. Ανταμοιβή του Στέργιου δεν θα ήταν η αγιοποίηση, ούτε ο στέφανος του μάρτυρα, ούτε ο Παράδεισος, αλλά ο ίδιος ο Βάκχος.
Στην πιο γνωστή βιογραφία τους, εκείνη του Συμεών του Μεταφραστή, ο Σέργιος αποκαλείται «τρυφερός σύντροφος» (ο γλυκύς εταίρος και εραστής) του Βάκχου. Οι Σέργιος και Βάκχος έγιναν το προεξέχον ζεύγος, που επικαλείται στις τελετές ένωσης ομοφύλων.
Πρόσφατα δύο ομοφυλόφιλοι ιερείς της Αγγλικανικής Εκκλησίας παντρεύτηκαν κατά τη διάρκεια κανονικής θρησκευτικής τελετής στο ναό του Αγίου Βαρθολομαίου στο Λονδίνο, οπότε διαβάστηκε το Ευαγγέλιο, ακούστηκαν ύμνοι κι ανταλλάχθηκαν βέρες. «Ενώπιον Θεού και ανθρώπων» οι κληρικοί Πήτερ Κόουελ και Ντέηβιντ Λόρντ αντάλλαξαν όρκους αιώνιας αγάπης και αφοσίωσης συνεχίζοντας την μακρόχρονη χριστιανική παράδοση των γάμων μεταξύ ανδρών.
Για λόγους κοινωνικού κατατρεγμού η Εκκλησία -αντίθετη στην παράδοσή της- με εγκυκλίους της (7/2/1834, 26/9/1862) απαγόρευσε τελικά την τελετή της αδελφοποιίας, απειλώντας με τιμωρίες τους παραβάτες λαϊκούς και ιερείς. Αδελφοί και αδελφές λέγονται οι μοναχοί/ές, αδελφάτα τα θρησκευτικά σωματεία, ενώ από την τελετή της αδελφοποιίας προέκυψε και ο χαρακτηρισμός των ομοφυλοφίλων: Αδελφές.
ΑΚΟΛΟΥΘΙΑ ΕΙΣ ΑΔΕΛΦΟΠΟΙΗΣΙΝ
Άγιον Όρος, μονή Παντελεήμονος, φύλλα 60-62
Ποιεί ο ιερεύς ευλογητόν, τρισάγιον, Παναγία τριάς, Πατέρ ημών, ότι σού έστιν, απολυτίκιον της ημέρας, και κοντάκιον και του αγίου της μονής, ωσαύτως και το κοντάκιον και θεοτόκιον. Είτα τίθησιν το άγιον Εύαγγέλιον εν τω αναλογίω και τίθησι τας δεξιάς χείρας επάνω αυτού οι μέλλοντες αδελφοί ποιηθήναι, κρατούσι δε κηρούς άπτοντας και ο ιερεύς λέγει τάς ευχάς μεγαλοφώνως.
Αγαπητοί ηκούσατε την ευαγγελικήν φωνήν την λεγουσαν, του Κυρίου δεήθωμεν, ταύτα εντέλλομαι υμίν ίνα αγαπάτε αλλήλους και του μεγάλου Παύλου λέγοντος· η αγάπη ου ζηλοί, η αγάπη ου περπερεύεται, ουκ ασχημονει, η αγάπη ου ζητεί τα εαυτής, ου λογίζεται το κακόν, ή αγάπη ουδέποτε εκπίπτει εν Χριστώ τω Θεώ ημών, ως και Δαβίδ προφητικώς φάσκει· ιδού δη τί καλόν, ή τί τερπνόν άλλ” ή τό κατοικείν αδελφούς άμα εν αγάπη Θεού. Πορεύεσθε πάντοτε νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Είτα λέγει την συναπτήν· εν ειρήνη του Κυρίου δεηθώμεν.
Υπέρ της άνωθεν ειρήνης και τής σωτηρίας των ψυχών ημών, του Κυρίου δεηθώμεν …;
Και αλλάσσουν τας χείρας αυτών εν τω Αγίω Ευαγγελίω. ο έχων άνω τίθησιν υποκάτω. Είτα επεύχεται ο ιερεύς λέγων την ευχήν ταύτην του Κυρίου δεήθωμεν.
Δέσποτα Κύριε ο Θεός ημών, ο ποιήσας τον άνθρωπον κατ” εικόνα σην και ομοίωσιν, και δούς αυτώ εξουσίαν πάσης σαρκός αϊδίου, ο ευδοκήσας τους αγίους σου αποστόλους Φίλιππον και Βαρθολομαίον αδελφούς γενέσθαι, ου δεσμουμένους φύσεως, αλλά πνεύματος αγίου κοινωνία, ο και τους αγίους σου μάρτυρας Σέργιον και Βάκχον αδελφούς γενέσθαι αξιώσας, αυτός ευλόγησον και τους δούλους σου τούτους,όδεινα και όδεινα, ου δεσμουμένους φύσεως αλλά πίστεως τρόπω· δός αυτοίς, Κύριε, του αγαπάν αλλήλους αμισήτους και ασκανδαλίστους είναι πάσας τας ημέρας της ζωής αυτών· πρεσβείαις της αγίας Θεοτόκου και πάντων των αγίων σου, ότι σον το κράτος και σου έστιν ή βασιλεία και η δύναμις και η δόξα, του πατρός και του υιού και του Αγίου Πνεύματος.
Του Κυρίου δεηθώμεν. Κύριε ο Θεός ημών, ο εν τη κατά σάρκα σου οικονομία Ιάκωβον και Ιωάννην, υιούς Ζεβεδαίου, ου κατηξιώσας αδελφούς γενέσθαι, αλλά μαθητάς και αποστόλους αναδείξας· αυτός και νύν, τους δούλους σου τούτους τους πνευματικήν αγάπην εαυτούς αγαπήσαντας, εν ειρήνη και ομονοία διατήρησον πάσας τας ήμερας τής ζωής αυτών, εργαζομένους τας εντολάς σου. Και κατεύθυνον την οδόν αυτών, την λαμπάδα αυτών άσβεστον διατήρησον, συγκαταρίθμων αυτούς μετά των πέντε φρονίμων παρθένων, σώσον, ελέησον αυτούς ένεκεν του ονόματός σου το επεκεκλημένον υπ” αυτούς και καταξίωσον αυτούς χάριν ευρείν ενώπιόν σου, ότι ουκ ην τα σαρκικά ως τα πνευματικά.
Ότι ελεήμων και φιλάνθρωπος Θεός υπάρχεις, και σοι την δόξαν αναπέμπομεν τω Πατρί και τω Υιώ και τω Αγίω Πνευματι. Αμήν.
Του Κυρίου δεήθωμεν.
Κύριε ο Θεός ημών, ο συναθροίσας τους αγίους σου αποστόλους εν νεφέλαις και ενώσας αυτούς ενταύθα αδελφούς εν διλήμματι αγίω, εις ειρήνην και σωφροσύνην εις αγάπην ανυπόκριτον και εις έργα αγαθά εργαζομένους τας εντολάς σου, χάριτι και οικτιρμοίς και φιλανθρωπία του μονογενούς σου Υιού, μεθ” ου ευλογητός ει, συν τω παναγίω και αγαθώ και ζωοποιώ σου πνεύματι. Αμήν.
Του Κυρίου δεηθώμεν…
Ελέησον ημάς, ο Θεός, κατά το μέγα σου έλεος -δεόμεθά σου- έτι δεόμεθα υπέρ των γενομένων αδελφών όδεινα και όδεινα ελέους, υγείας, ζωής, και σωτήριας, και αφέσεως των αμαρτιών είπομεν.
Ότι αγαθός και φιλάνθρωπος Θεός υπάρχεις, και σοι την δόξαν αναπέμπομεν.
Τροπάριον ήχος πλάγιος β”.
Τω συνδέσμω ταις αγάπαις συνδεόμενοι οι αυτάδελφοι τω δεσπόζοντι των όλων εαυτούς Χριστώ αναθεμένοι, ωραίους πόδας εξατενίζοντες ευαγγελιζόμενοι πάσιν ειρήνην.
Και ασπάζονται το Άγιον Ευαγγέλιον και αλλήλους και απόλυσις.