Ο εορτασμός του Θανάτου και της Ανάστασης της Φύσης
από τους αρχαίους Έλληνες και η άμεση αντιγραφή τους
στα έθιμα του χριστιανικού Πάσχα.
Ο θάνατος του Άδωνη
Προς τιμή του Άδωνη, κάθε χρόνο, την άνοιξη κατά την πρώτη πανσέληνο μετά την εαρινή ισημερία, στην κυρίως Ελλάδα, εορτάζονταν τα «Αδώνια», γιορτή στην οποία έπαιρναν μέρος μόνο γυναίκες.Η πρώτη ημέρα των Αδωνίων ονομάζονταν «Αφανισμός» και ήταν ημέρα πένθους για το θάνατο του θεού.
Σύμφωνα με τη μυθολογία, ο Άδωνις ότι ήταν ένας πανάρχαιος θεός, γιος του Κινύρα και της κόρης του Μύρρας, ένας ωραίος νέος, αγαπημένος της Αφροδίτης.
Η Αφροδίτη, «τιμωρώντας» τη Σμύρνα ή Mύρρα (μετέπειτα μητέρα του Αδώνιδος), την έκανε να νιώσει μεγάλο έρωτα για τον Kινύρα, τον οποίο και παραπλάνησε, προκειμένου να ικανοποιήσει τον έρωτά της.
Καρπός αυτής της ενώσεως υπήρξε ο Άδωνις, ο οποίος ήταν πολύ όμορφος από τη νηπιακή του ακόμα ηλικία.
Η θεά τον έκρυψε μέσα σε μία λάρνακα (κιβώτιο) (σημείωση: στην Κύπρο υπάρχει η πόλη Λάρνακα), που την έδωσε στην Περσεφόνη προς φύλαξη.
Ωστόσο, άλλη εκδοχή του μύθου, μας λέει ότι ο Kινύρας ήταν πατέρας της Σμύρνας. Όταν ανακάλυψε ότι παραπλανήθηκε και έσμιξε με την κόρη του, γεμάτος οργή και αποτροπιασμό την κυνήγησε για να τη σκοτώσει. Η Σμύρνα κατάφερε να ξεφύγει και έτρεξε προς τα βουνά. Εκείνος την πρόλαβε, σήκωσε το σπαθί του και ήταν έτοιμος να της πάρει το κεφάλι, αλλά η Αφροδίτη, παρεμβαίνοντας, πρόλαβε και μεταμόρφωσε τη Σμύρνα στο ομώνυμο φυτό. Καθώς το σπαθί συνέχισε την πορεία του και έκοψε την ήδη μεταμορφωθείσα σε φυτό Σμύρνα, ξεπετάχτηκε από τον κορμό της ο Άδωνις. Τον πήρε τότε η θεά και τον παρέδωσε στην Περσεφόνη μέσα σε μία λάρνακα, όπως προαναφέρθηκε. Όταν η Περσεφόνη άνοιξε το κιβώτιο και αντίκρισε την ομορφιά του μωρού, αποφάσισε μυστικά να μην επιστρέψει ξανά τον Άδωνη. Έτσι, όταν ο Άδωνις ενηλικιώθηκε, η Περσεφόνη, ερωτευμένη μαζί του, αρνήθηκε να τον αποχωριστεί. Η τελευταία κατέβηκε στον Κάτω Κόσμο, όπου έμενε η Περσεφόνη μαζί με τον Άδη, για να λυτρώσει τον αγαπημένο της από την κυριαρχία του θανάτου.
Η θεϊκή «διαμάχη» που προέκυψε μεταξύ της θεάς του Έρωτα και της θεάς του Θανάτου, ρυθμίστηκε από τον Δία ως εξής: Ο Άδωνις να μένει το ένα τρίτο του χρόνου στον Κάτω Κόσμο με την Περσεφόνη, το άλλο τρίτο του χρόνου να μένει στον Επάνω Κόσμο με την Αφροδίτη, και το απομένον τρίτο, όπου διάλεγε εκείνος. Η Αφροδίτη χρησιμοποιώντας τη μαγική της ζώνη στην οποία δεν μπορούσε κανείς να αντισταθεί, κατάφερε να της αφιερώσει την επιλογή του.
Έτσι, ο Άδωνις περνούσε τα δύο τρίτα του χρόνου με την Αφροδίτη και το ένα τρίτο με την Περσεφόνη. Τελικά, μετά από χρόνια, κατά τη διάρκεια ενός κυνηγιού, ο Άρης, τυφλωμένος από ζήλεια, μεταμορφώνεται σε αφηνιασμένο κάπρο και σκοτώνει τον Άδωνη. Η Αφροδίτη θρήνησε πικρά τον αγαπημένο της. Από το αίμα του Αδώνιδος πρόβαλαν για πρώτη φορά από το χώμα τα κόκκινα ρόδα – τριαντάφυλλα, ενώ από τα δάκρυα της θεάς φύτρωσαν οι ανεμώνες. Η Αφροδίτη παρακάλεσε την Περσεφόνη να αφήνει τον Άδωνη να ανεβαίνει στη γη. Η Περσεφόνη δέχθηκε και ο Άδωνις ανεβαίνει στη γη και μένει έξι μήνες με την Αφροδίτη, ενώ τους υπόλοιπους έξι μήνες μένει με την Περσεφόνη.
- Προς τιμή του Άδωνη κάθε χρόνο, την άνοιξη κατά την πρώτη πανσέληνο μετά την εαρινή ισημερία, στην κυρίως Ελλάδα, εορτάζονταν τα «Αδώνια», γιορτή στην οποία έπαιρναν μέρος μόνο γυναίκες.
Η πρώτη ημέρα των Αδωνίων ονομάζονταν «Αφανισμός» και ήταν ημέρα πένθους για το θάνατο του θεού.
Μέσα στα σπίτια τοποθετούσαν κέρινα ή ξύλινα ομοιώματα του θεού πάνω σε νεκρινές κλίνες και τα στόλιζαν με λουλούδια, κλαδιά και καρπούς. Γύρω του άναβαν λιβάνια και άλλα θυμιάματα.
Στη συνέχεια, οι γυναίκες με λυμμένα μαλλιά, ξυπόλητες και γυμνόστηθες περιέφεραν τα ομοιώματα του θεού στους δρόμους, θρηνώντας και ψάλλοντας ειδικά άσματα, τα «Αδωνίδια», με τη συνοδεία ενός μικρού, πένθιμου αυλού που ονομαζόταν «γίγγρας».
Μαζί τους στην περιφορά μετέφεραν και τους λεγόμενους «Κήπους του Αδώνιδος». Πρόκειται για γλάστρες, που φύτευαν οκτώ ημέρες πριν, με φυτά που αναπτύσσονται αλλά και μαραίνονται γρήγορα, όπως σιτάρι, μαρούλι, μάραθο, τις οποίες, αφού πότιζαν… τις ανέβαζαν στις στέγες των σπιτιών. Στο τέλος της περιφοράς τα ομοιώματα και οι «κήποι» ρίχνονταν στη θάλασσα, σε πηγή ή ποτάμι, με παρακλήσεις να επιστρέψει ο θεός από τον Κάτω Κόσμο.
Η δεύτερη μέρα των «Αδωνίων», η «Εύρεσις», ήταν ημέρα χαράς και εορτασμού, για την ανάσταση του θεού, κατά τη διάρκεια της οποίας θυσίαζαν αγριόχοιρους και έτρωγαν πλούσια γεύματα.
Ο Άδωνις, αποτελεί προσωποποίηση του μυστηρίου της βλάστησης και η γιορτή του είναι μια τελετουργία που αποβλέπει στην αναζωογόνηση της γης, με τη βοήθεια του νερού.
Ο θάνατός του αντιπροσωπεύει το μαρασμό της φύσης, κατά τη διάρκεια του χειμώνα και η ανάστασή του, την αναγέννησή της με τον ερχομό της άνοιξης.
Η παραμονή του κοντά στην Περσεφόνη, συμβολίζει το φύτεμα του σπόρου και η επιστροφή του στην Αφροδίτη τη βλάστησή του.
Από τα «Αδωνίδια» σώζεται ο «Επιτάφιος Αδώνιδος» του βουκολικού ποιητή Βίωνα από τη Σμύρνη.
Επιτάφιος θρήνος για τον Άδωνη
Ο Ἐπιτάφιος Ἀδώνιδος του Βίωνα από τη Σμύρνη, του τρίτου -μετά τον Θεόκριτο και τον Μόσχο- σημαντικότερου βουκολικού ποιητή, είναι ένα σύντομο ποίημα (98 εξάμετροι στίχοι) που έχει χαρακτήρα θρήνου. Αναφέρεται στον θάνατο του ωραίου Άδωνη, ερωμένου της Αφροδίτης, ο οποίος, σύμφωνα με την πιο διαδεδομένη εκδοχή του μύθου, είχε σκοτωθεί κατά τη διάρκεια ενός κυνηγιού, όταν ένα αγριογούρουνο τον τραυμάτισε θανάσιμα στον μηρό.Η Αφροδίτη, απαρηγόρητη για τον χαμό του, παρακάλεσε την Περσεφόνη και πέτυχε να περνάει ο Άδωνης έξι μήνες το χρόνο πάνω στη γη. Με τον θάνατό του συνδεόταν η γονιμική τελετή των Αδωνίων, που γιορταζόταν μια φορά κάθε χρόνο σε πολλές ελληνικές πόλεις: γυναίκες -γιατί μόνον αυτές συμμετείχαν-τοποθετούσαν το ομοίωμα του Άδωνη σε φέρετρο, έκαιγαν θυμιάματα, ενώ σε πήλινα αγγεία φύτευαν σπόρους που βλάσταιναν και, όπως ήταν σύντομη η ζωή του Άδωνη, «πέθαιναν» γρήγορα (Ἀδώνιδος κῆποι)· αφού θρηνούσαν μια μέρα, έριχναν το ομοίωμα και τους «κήπους» στη θάλασσα.
Το ποίημα πρέπει να φανταστεί κανείς ότι λέγεται κατά τη διάρκεια του θρήνου των Αδωνίων (ίσως λίγο πριν να ριχτεί το ομοίωμα στη θάλασσα) από γυναίκα που συμμετέχει στην τελετή. Οι εναλλασσόμενες εικόνες (η προτροπή στην Άρτεμη να ξυπνήσει, ο Άδωνης στα όρη, το πένθος της Αφροδίτης κ.o.κ.) θυμίζουν κάπως, όπως έχει παρατηρηθεί, τον αντιφωνικό και διαλογικό χαρακτήρα των μοιρολογιών. Το εφύμνιο, που χαρακτηρίζεται από ποικιλία, αφού άλλοτε αναφέρεται στον Άδωνη άλλοτε στην Αφροδίτη, αντιστοιχεί επίσης στα επιφωνήματα με τα οποία εκφράζεται ο πόνος στα μοιρολόγια.
ΒΙΩΝ: Ἐπιτάφιος Ἀδώνιδος 1-37
Αἰάζω τὸν Ἄδωνιν, «ἀπώλετο καλὸς Ἄδωνις»·
«ὤλετο καλὸς Ἄδωνις», ἐπαιάζουσιν Ἔρωτες.
μηκέτι πορφυρέοις ἐνὶ φάρεσι Κύπρι κάθευδε·
ἔγρεο, δειλαία, κυανόστολα καὶ πλατάγησον
«ὤλετο καλὸς Ἄδωνις», ἐπαιάζουσιν Ἔρωτες.
μηκέτι πορφυρέοις ἐνὶ φάρεσι Κύπρι κάθευδε·
ἔγρεο, δειλαία, κυανόστολα καὶ πλατάγησον
5 στήθεα καὶ λέγε πᾶσιν, «ἀπώλετο καλὸς Ἄδωνις».
αἰάζω τὸν Ἄδωνιν· ἐπαιάζουσιν Ἔρωτες.
κεῖται καλὸς Ἄδωνις ἐν ὤρεσι μηρὸν ὀδόντι,
λευκῷ λευκὸν ὀδόντι τυπείς, καὶ Κύπριν ἀνιῇ
λεπτὸν ἀποψύχων· τὸ δέ οἱ μέλαν εἴβεται αἷμα
αἰάζω τὸν Ἄδωνιν· ἐπαιάζουσιν Ἔρωτες.
κεῖται καλὸς Ἄδωνις ἐν ὤρεσι μηρὸν ὀδόντι,
λευκῷ λευκὸν ὀδόντι τυπείς, καὶ Κύπριν ἀνιῇ
λεπτὸν ἀποψύχων· τὸ δέ οἱ μέλαν εἴβεται αἷμα
10 χιονέας κατὰ σαρκός, ὑπ᾽ ὀφρύσι δ᾽ ὄμματα ναρκῇ,
καὶ τὸ ῥόδον φεύγει τῶ χείλεος· ἀμφὶ δὲ τήνῳ
θνᾴσκει καὶ τὸ φίλημα, τὸ μήποτε Κύπρις ἀποίσει.
Κύπριδι μὲν τὸ φίλημα καὶ οὐ ζώοντος ἀρέσκει,
ἀλλ᾽ οὐκ οἶδεν Ἄδωνις ὅ νιν θνᾴσκοντα φίλησεν.
καὶ τὸ ῥόδον φεύγει τῶ χείλεος· ἀμφὶ δὲ τήνῳ
θνᾴσκει καὶ τὸ φίλημα, τὸ μήποτε Κύπρις ἀποίσει.
Κύπριδι μὲν τὸ φίλημα καὶ οὐ ζώοντος ἀρέσκει,
ἀλλ᾽ οὐκ οἶδεν Ἄδωνις ὅ νιν θνᾴσκοντα φίλησεν.
15 αἰάζω τὸν Ἄδωνιν· ἐπαιάζουσιν Ἔρωτες.
ἄγριον ἄγριον ἕλκος ἔχει κατὰ μηρὸν Ἄδωνις,
μεῖζον δ᾽ ἁ Κυθέρεια φέρει ποτικάρδιον ἕλκος.
τῆνον μὲν περὶ παῖδα φίλοι κύνες ὠρύονται
καὶ Νύμφαι κλαίουσιν Ὀρειάδες· ἁ δ᾽ Ἀφροδίτα
ἄγριον ἄγριον ἕλκος ἔχει κατὰ μηρὸν Ἄδωνις,
μεῖζον δ᾽ ἁ Κυθέρεια φέρει ποτικάρδιον ἕλκος.
τῆνον μὲν περὶ παῖδα φίλοι κύνες ὠρύονται
καὶ Νύμφαι κλαίουσιν Ὀρειάδες· ἁ δ᾽ Ἀφροδίτα
20 λυσαμένα πλοκαμῖδας ἀνὰ δρυμὼς ἀλάληται
πενθαλέα νήπλεκτος ἀσάνδαλος, αἱ δὲ βάτοι νιν
ἐρχομέναν κείροντι καὶ ἱερὸν αἷμα δρέπονται·
ὀξὺ δὲ κωκύοισα δι᾽ ἄγκεα μακρὰ φορεῖται
Ἀσσύριον βοόωσα πόσιν, καὶ παῖδα καλεῦσα.
πενθαλέα νήπλεκτος ἀσάνδαλος, αἱ δὲ βάτοι νιν
ἐρχομέναν κείροντι καὶ ἱερὸν αἷμα δρέπονται·
ὀξὺ δὲ κωκύοισα δι᾽ ἄγκεα μακρὰ φορεῖται
Ἀσσύριον βοόωσα πόσιν, καὶ παῖδα καλεῦσα.
25 ἀμφὶ δέ νιν μέλαν αἷμα παρ᾽ ὀμφαλὸν ᾀωρεῖτο,
στήθεα δ᾽ ἐκ μηρῶν φοινίσσετο, τοὶ δ᾽ ὑπὸ μαζοὶ
χιόνεοι τὸ πάροιθεν Ἀδώνιδι πορφύροντο.
«αἰαῖ τὰν Κυθέρειαν», ἐπαιάζουσιν Ἔρωτες.
ὤλεσε τὸν καλὸν ἄνδρα, σὺν ὤλεσεν ἱερὸν εἶδος.
στήθεα δ᾽ ἐκ μηρῶν φοινίσσετο, τοὶ δ᾽ ὑπὸ μαζοὶ
χιόνεοι τὸ πάροιθεν Ἀδώνιδι πορφύροντο.
«αἰαῖ τὰν Κυθέρειαν», ἐπαιάζουσιν Ἔρωτες.
ὤλεσε τὸν καλὸν ἄνδρα, σὺν ὤλεσεν ἱερὸν εἶδος.
30 Κύπριδι μὲν καλὸν εἶδος ὅτε ζώεσκεν Ἄδωνις,
κάτθανε δ᾽ ἁ μορφὰ σὺν Ἀδώνιδι. «τὰν Κύπριν αἰαῖ».
ὤρεα πάντα λέγοντι, καὶ αἱ δρύες «αἴ τὸν Ἄδωνιν»·
καὶ ποταμοὶ κλαίοντι τὰ πένθεα τᾶς Ἀφροδίτας,
καὶ παγαὶ τὸν Ἄδωνιν ἐν ὤρεσι δακρύοντι,
κάτθανε δ᾽ ἁ μορφὰ σὺν Ἀδώνιδι. «τὰν Κύπριν αἰαῖ».
ὤρεα πάντα λέγοντι, καὶ αἱ δρύες «αἴ τὸν Ἄδωνιν»·
καὶ ποταμοὶ κλαίοντι τὰ πένθεα τᾶς Ἀφροδίτας,
καὶ παγαὶ τὸν Ἄδωνιν ἐν ὤρεσι δακρύοντι,
35 ἄνθεα δ᾽ ἐξ ὀδύνας ἐρυθαίνεται, ἁ δὲ Κυθήρα
πάντας ἀνὰ κναμώς, ἀνὰ πᾶν νάπος οἰκτρὸν ἀείδει,
«αἰαῖ τὰν Κυθέρειαν· ἀπώλετο καλὸς Ἄδωνις»·
πάντας ἀνὰ κναμώς, ἀνὰ πᾶν νάπος οἰκτρὸν ἀείδει,
«αἰαῖ τὰν Κυθέρειαν· ἀπώλετο καλὸς Ἄδωνις»·
***
Τον Άδωνη θρηνολογώ, τον όμορφο που εχάθη,
«πάει, χάθηκεν ο Άδωνης» οι Έρωτες θρηνούνε.
Στα πορφυρά σου Κύπριδα να μην ξαναπλαγιάσεις,
βάλε τα μαύρα σου, πικρή, και να στηθοκοπιέσαι,
σύρε φωνή, ο Άδωνης χάθηκεν, ο καλός σου. 5
«πάει, χάθηκεν ο Άδωνης» οι Έρωτες θρηνούνε.
Στα πορφυρά σου Κύπριδα να μην ξαναπλαγιάσεις,
βάλε τα μαύρα σου, πικρή, και να στηθοκοπιέσαι,
σύρε φωνή, ο Άδωνης χάθηκεν, ο καλός σου. 5
Τον Άδωνη θρηνολογώ κι οι Έρωτες θρηνούνε.
Στα όρη κείτετ᾽ ο καλός, στο πόδι λαβωμένος,
πληγή στον άσπρο του μηρό από το άσπρο δόντι·
κι ως ξεψυχάει, την Κύπριδα φαρμάκι την ποτίζει·
στάζει το αίμα ολόμαυρο στη σάρκα τη χιονάτη, 10
τα μάτια σβήνουν, φεύγουνε τα ρόδα των χειλιών του,
σβήνει μαζί του το φιλί κι η Κύπριδα το χάνει.
Τι κι αν νεκρός, η Κύπριδα το φίλημα το θέλει,
μα δεν το νιώθει το φιλί ο Άδωνης που σβήνει.
Τον Άδωνη θρηνολογώ κι οι Έρωτες θρηνούνε. 15
Στα όρη κείτετ᾽ ο καλός, στο πόδι λαβωμένος,
πληγή στον άσπρο του μηρό από το άσπρο δόντι·
κι ως ξεψυχάει, την Κύπριδα φαρμάκι την ποτίζει·
στάζει το αίμα ολόμαυρο στη σάρκα τη χιονάτη, 10
τα μάτια σβήνουν, φεύγουνε τα ρόδα των χειλιών του,
σβήνει μαζί του το φιλί κι η Κύπριδα το χάνει.
Τι κι αν νεκρός, η Κύπριδα το φίλημα το θέλει,
μα δεν το νιώθει το φιλί ο Άδωνης που σβήνει.
Τον Άδωνη θρηνολογώ κι οι Έρωτες θρηνούνε. 15
Βαθιά πληγή έχει ο Άδωνης απάνω στο μερί του,
βαθύτερη μες στην καρδιά η έρμη Αφροδίτη.
Και τα καλά του τα σκυλιά ουρλιάζουν γύρωθέ του,
κλαίνε οι Νύμφες των Βουνών· ξυπόλυτ᾽ η Κυθέρεια,
με τα μαλλιά της ξέπλοκα πλανιέτ᾽ αλαλιασμένη, 20
σέρνει το μαύρο πένθος της στα δάση, στα ρουμάνια,
το αίμα της το ιερό τ᾽ αγκάθια το συνάζουν·
στις λαγκαδιές γυροβολά, θρηνολογεί και σκούζει,
τον άντρα τον Ασσύριο καλεί, το παλικάρι.
Ολόμαυρο το αίμα του στάζει στον αφαλό του, 25
βάφονται κατακόκκινα του Άδωνη τα στήθη,
το στέρνο το χιονόλευκο κι εκείνο πορφυραίνει.
βαθύτερη μες στην καρδιά η έρμη Αφροδίτη.
Και τα καλά του τα σκυλιά ουρλιάζουν γύρωθέ του,
κλαίνε οι Νύμφες των Βουνών· ξυπόλυτ᾽ η Κυθέρεια,
με τα μαλλιά της ξέπλοκα πλανιέτ᾽ αλαλιασμένη, 20
σέρνει το μαύρο πένθος της στα δάση, στα ρουμάνια,
το αίμα της το ιερό τ᾽ αγκάθια το συνάζουν·
στις λαγκαδιές γυροβολά, θρηνολογεί και σκούζει,
τον άντρα τον Ασσύριο καλεί, το παλικάρι.
Ολόμαυρο το αίμα του στάζει στον αφαλό του, 25
βάφονται κατακόκκινα του Άδωνη τα στήθη,
το στέρνο το χιονόλευκο κι εκείνο πορφυραίνει.
«Αλί της της Κυθέρειας», οι Έρωτες θρηνούνε.
Όσον εζούσε ο Άδωνης, όμορφ᾽ η Αφροδίτη,
πέθαν᾽ εκείνος κι έδυσε το κάλλος της μαζί του. 30
«Αλί της» λένε τα βουνά, «αλί του» λεν τα δέντρα,
για το δικό της τον καημό και τα ποτάμια κλαίνε,
δακρύζουν για τον Άδωνη στα όρη οι νερομάνες.
Και τα λουλούδια άλικα βάφοντ᾽ από τον πόνο·
μες στα φαράγγια η θεά σέρνει πικρό τραγούδι: 35
πέθαν᾽ εκείνος κι έδυσε το κάλλος της μαζί του. 30
«Αλί της» λένε τα βουνά, «αλί του» λεν τα δέντρα,
για το δικό της τον καημό και τα ποτάμια κλαίνε,
δακρύζουν για τον Άδωνη στα όρη οι νερομάνες.
Και τα λουλούδια άλικα βάφοντ᾽ από τον πόνο·
μες στα φαράγγια η θεά σέρνει πικρό τραγούδι: 35
«Αλί της της Κυθέρειας, ο Άδωνης εχάθη».
Παρόμοια έθιμα συναντάμε και σε άλλες περιοχές της Ελλάδας. Αν και κατά τα πρώτα χρόνια οι Πατέρες της Εκκλησίας καταδίκαζαν τα αρχαία ταφικά τελετουργικά δρώμενα, η προσήλωση των Ελλήνων σε αυτά ήταν τόσο ισχυρή που αναγκάστηκαν να τα ενσωματώσουν στην χριστιανική λατρεία.Η γιορτή των «Αδωνίων» παραπέμπει άμεσα στον εορτασμό του Πάσχα, γεγονός που αποδεικνύει τις βαθιές ρίζες των συγκεκριμένων εθίμων, καθώς και την πλήρη αντιγραφή τους.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου