Προκειμένου να εξασφαλιστεί ο δημοκρατικός χαρακτήρας των συνελεύσεων του βασικότερου πολιτειακού σώματος, ο επιστάτης1 οριζόταν με κλήρο. Από το γεγονός ότι θα ήταν και πρόεδρος της Βουλής2 συμπεραίνεται πως οι Αθηναίοι προτιμούσαν την κυριαρχία των δημοκρατικών διαδικασιών παρά των προσωπικών δεξιοτήτων. Με αυτόν τον τρόπο μειωνόταν σημαντικά ο κίνδυνος εκλογής προέδρου ικανού να επηρεάσει αντιδημοκρατικά την Εκκλησία.
Η ψηφοφορία ήταν το δημοκρατικό μέσο για τη λήψη των αποφάσεων. Αυτό δε σημαίνει ότι η ενημέρωση εξασφάλιζε την εντιμότητα στην πληροφόρηση. Μπορούσε κάλλιστα να κυριαρχήσει η παραπληροφόρηση έτσι ώστε οι αποφάσεις που τυχόν να ληφθούν να καταστούν λανθασμένες ή ακόμη και μοιραίες3. Επομένως, το ερώτημα που προκύπτει είναι αν σε τελική ανάλυση η Εκκλησία του Δήμου ήταν ένας πετυχημένος θεσμός ή όχι.
Είναι γενικά αποδεκτό το γεγονός πως στην πολιτική σκηνή κυριαρχούσαν οι δημαγωγοί4, ατομικά συμφέροντα, πανουργία και έλλειψη ειλικρίνειας5. Παράλληλα όμως, κατίσχυε και μια γενική αίσθηση ενός κοινού συμφέροντος στη βάση μιας ισορροπίας σε ατομικά και κοινό συμφέρον6. Υπήρχε μια απαίτηση της κοινότητας για μια πρακτική που να εξασφαλίζει μια καθολική συνοχή7. Ο αθηναϊκός λαός αντιμετώπιζε την εξουσιαστική αλαζονεία με τον οστρακισμό8 ή την εισαγγελία9, έτσι ώστε να περιορίζει σημαντικά όποια απόπειρα εξουσιαστικής ανέλιξης ενός ή περισσοτέρων προσώπων με κίνδυνο να υπερκερασθεί η οριζόντια κατανομή εξουσίας.
Στην οριζόντια κατανομή εξουσίας10 οι πολίτες ήταν αυτοί που αποφάσιζαν. Το ότι δεν υπήρχαν σταθερές και οργανωμένες ομάδες συμφερόντων αποδεικνύεται και από τον τυχαίο τρόπο με τον οποίο κάθονταν οι πολίτες στις συνεδριάσεις.
Η πιθανότητα κάποια κοινωνική τάξη, μπορούμε να μιλούμε για διαφορά ανάμεσα σε πλούσιους και φτωχούς, αριστοκρατικούς-δημοκρατικούς, να κυριαρχούσε στις συνελεύσεις καθοριζόταν από τα θέματα προς συζήτηση. Για παράδειγμα αν υπήρχε θέμα να αποφασιστεί πόλεμος ή ειρήνη η απόφαση μπορούσε να καθορισθεί από τη συμμετοχή των πολιτών που ζούσαν στην ύπαιθρο και ανησυχούσαν για την ερήμωση. Ή το αποτέλεσμα μπορούσε να επηρεαστεί από το αν οι αστοί θήτες11 που επιθυμούσαν αμοιβή για τις υπηρεσίες τους, επικρατούσαν στη συνέλευση.
Εν κατακλείδι, η αποτελεσματικότητα της Εκκλησίας δεν μπορεί να εξηγηθεί με μία σχέση αιτίου-αιτιατού διακρίνοντας κάθε παράγοντα ξεχωριστά. Οι ηγέτες, οι φατρίες12, οι όμιλοι, η Βουλή13, οι θεσμισμένες ασφαλιστικές δικλείδες είχαν το ρόλο τους στην ορθή δημοκρατική λειτουργία της Εκκλησίας. Η γενική πεποίθηση όπου η απόρριψη μιας απόλυτης αλήθειας, η σύγκρουση απόψεων όπως και ότι όλα λίγο πολύ κατέχονται από την αιδώ και τη δίκη, δημιουργούσε μια τάση όπου οι συγκρουσιακές πολλαπλότητες εξέβαλλαν σε μία κατά τάση αλήθεια. Αυτή η τραγικότητα της Αθηναϊκής Δημοκρατίας ήταν και το μεγαλείο της.
Οι Αθηναίοι υιοθετώντας την αρχή συμμετοχής εκ περιτροπής και όχι αντιπροσώπευσης ενίσχυσαν την άμεση Δημοκρατία της Εκκλησίας. Δεν υπήρχαν οργανωμένα κόμματα, κυβέρνηση , επίσημη αντιπολίτευση14. Ούτε διαπιστώνεται ότι ακολουθούσαν κάποια κομματική αρχή ή κάποιας μορφής κομματική πειθαρχία. Η Εκκλησία είχε αρμοδιότητα να εγκρίνει, να απορρίψει , να τροποποιήσει οποιαδήποτε πρόταση. Οι πολίτες ηθελημένα συμμετείχαν στις διαδικασίες της Εκκλησίας15. Ο παράγοντας που κατά κύριο λόγο καθόριζε τη λήψη αποφάσεων ήταν η ομιλία και η πειθώ16.
Εν κατακλείδι, η Εκκλησία είχε αποτελεσματικότητα γιατί εξασφάλιζε την καλύτερη δυνατή ισορροπία ανάμεσα στην ισότητα ενώπιον του νόμου και το βαθμό λαϊκής συμμετοχής στη διακυβέρνηση και την πολιτική ζωή. Ισονομία αφορούσε την ισότητα μεταξύ των πολιτών ως προς τα πολιτικά τους δικαιώματα, δικαίωμα ψήφου, κατοχής αξιώματος, συμμετοχής στη χάραξη πολιτικής, μια ισότητα που την οριοθετούσε ο νόμος.
Η ισονομία προϋπέθετε την ισηγορία επιτρέποντας στους πολίτες να εκφέρουν γνώμες και προτάσεις στη συνέλευση. Η ισότητα λόγων οδηγούσε στη λήψη της απόφασης βάσει της αρχής της πλειοψηφίας. Στην Αθηναϊκή Δημοκρατία ένας άνδρας ισούται με μία ψήφο.
Συμπερασματικά, θα μπορούσε να ειπωθεί ότι πλησίον του εγγενούς διχαστικού χαρακτήρα της Αθηναϊκής Δημοκρατίας , η κυρίαρχη αίσθηση συνοχής τουλάχιστον συνοδευόταν και ενισχυόταν από ένα καθολικό αίσθημα πολιτικής ευθύνης. Η πολιτική ευθύνη στην Αθήνα συνέβαλλε σε μία ηθική θέση που απέρριπτε την οποιαδήποτε περίπτωση απάθειας από πλευράς εκκλησιαστικού σώματος. Οι συνεχείς αντιπαραθέσεις των πολιτών στην Εκκλησία για την εκλογή των ικανότερων στρατηγών ή πολιτικών ηγετών, αντιστρατευόταν οποιαδήποτε περίπτωση αδιαφορίας και ουδετερότητας.
-----------------
Σημειώσεις
1.Οι βουλευτές κάθε βουλής διοικούσαν το κράτος για 36 μέρες το χρόνο, διάστημα για το οποίο ονομάζοντανπρυτάνεις και η βουλή πρυτανεύουσα. Βλ. και A. Biscardi, Αρχαίο Αττικό Δίκαιο, Παπαδήμα, 1998, σ. 114
2.Ο πρόεδρος, επιστάτης των πρυτάνεων, δηλαδή ο ανώτατος άρχοντας του κράτους άλλαζε καθημερινά. Δικαίωμα να κληρωθούν βουλευτές είχαν όλοι οι Αθηναίοι πολίτες άνω των 30 χρόνων, δηλαδή και ο πιο ασήμαντος είχε την πιθανότητα να γίνει έστω και για μια μέρα αρχηγός του κράτους.
4.Η δημαγωγική φύση ιχνηλατείται ως ένα δυνατό στοιχείο χωρίς αρετή, με μεγάλο εύρος φάσματος στα πεδία της απληστίας και της πλεονεξίας. Η δημόσια εικόνα των δημαγωγών δεν στηρίζεται μόνο στις επικοινωνιακές δεξιότητες και τη ρητορική τους δεινότητα, που δεν αποτελούν κάτι το μεμπτό, αλλά οφείλεται κυρίως στις εντυπώσεις, τις φήμες, και τις διαδόσεις πληροφοριών-γνώσεων που οι ίδιοι προωθούν σκόπιμα, ώστε να εξαπατούν το ακροατήριό τους. Βλ. και From popular sovereignty to the sovereignty of law, Martin Ostwald , University of California Press, 1986, σ. 202, για τα κριτήρια δημαγωγίας βλ. στο ίδιο σ. 216, 240, 420.
6.Βλ. υποκ. 1, όπως και Dēmokratia: a conversation on democracies, ancient and moderm, Josiah Ober Princeton University Press, p. 146.
7. Για τις εορταστικές εκδηλώσεις που καλλιεργούν ένα άισθημα συνανήκειν βλ. Dēmokratia: a conversation on democracies, ancient and moderm, Josiah Ober,Charles W. Hedrick , Princeton University Press, p. 228
8.Η Εκκλησία του Δήμου μπορούσε να εξορίζει επί ορισμένο χρόνο αυτούς που θεωρούσε επικίνδυνους για το πολίτευμα και την ασφάλεια της πόλεως, επειδή είχαν αποκτήσει κάποια φήμη ή δύναμη στο δημόσιο βίο. Ο οστρακισμός είχε ως δικαιολογητική βάση την αποφυγή αποκτήσεως πολιτικής ισχύος. Οι Αθηναίοι πολίτες έγραφαν σε μικρά κεραμίδια (όστρακα) το όνομα εκείνου που επιθυμούσαν να απομακρύνουν από την πόλη. Η ψηφοφορία ήταν μυστική. Λόγω της σοβαρότητας του ζητήματος, για να ληφθεί απόφαση οστρακισμού, ήταν απαραίτητο να συγκεντρωθούν έξι χιλιάδες ψήφοι υπέρ ή – κατ’ άλλη εκδοχή – η απόλυτη πλειοψηφία παρόντων τουλάχιστον έξι χιλιάδων.
9.Βλ. σελ. 85
10.Πρβλ Democracy and Knowledge: Innovation and Learning in Classical Athens, Josiah Ober , Princeton University Press, p. 106, Βλ. Athenian democracy, John Thorley , Routledge, 1996, σ. 29-31, Scott Gordon, Controlling the State, Constitutionalism from Ancient Athens to Today, Harvard University Press, 1999, σ. 79
11.Μισθωτοί γεωργοί, δουλοπάροικοι. Έτσι ονομάζονταν στην αρχαία Ελλάδα οι χωρικοί ή εργάτες που δεν είχαν κτήματα και καλλιεργούσαν τα χωράφια των πλουσίων ή εργάζονταν στις δουλειές τους. Οι Θήτες έπρεπε να ’χουν ορισμένο εισόδημα (150 μεδίμνους) που όταν μεγάλωνε, ανέβαιναν στην τάξη των “ζευγιτών”.
Τη διαίρεση σε τάξεις την είχε κάνει ο Σόλωνας (594 π.χ.) που χώρισε τους πολίτες της Αττικής, ανάλογα με τα εισοδήματά τους, σε 4 τάξεις. Οι “θήτες” ήταν η τελευταία τάξη.
Την πρώτη τάξη αποτελούσαν οι “πεντακοσιομέδιμνοι”, τη δεύτερη οι “ιππείς” και την τρίτη οι “ζευγίται” ή διακοσιομέδιμνοι.
Οι θήτες δεν επιτρεπόταν να λάβουν μέρος στην εξουσία, αλλά μπορούσαν να μετέχουν στην εκκλησία του δήμου, εκλέγονταν δικαστές και στρατεύονταν.
Οι θήτες κατέλαβαν μάλιστα και φόρο στην πολιτεία που ονομαζόταν “θητικόν”.
Η τάξη τους ήταν η αριθμητικά μεγαλύτερη, γι’ αυτό ήταν κι η ισχυρότερη. Συχνά η ιστορία αναφέρει αναταραχές στην Αττική, που είχαν ως αιτία διάφορα αιτήματα των θητών που τα διεκδικούσαν με έντονο τρόπο.
12.Όρος που χαρακτήριζε στην αρχαία εποχή κοινωνικοπολιτική μονάδα.
Στους ηρωικούς χρόνους, φρατρία ή φατρία ονομαζόταν ένας σύνδεσμος αποτελούμενος από διάφορα γένη των οποίων ο γενάρχης ήταν κοινός.
Άλλαξε όμως η σημασία της λέξης στους ιστορικούς χρόνους, κατά τους οποίους φρατρία ήταν μια υποδιαίρεση της φυλής. Αυτό ίσχυε για τους Ίωνες και τους Δωριείς. Κάθε φυλή, από τις τέσσερις που αποτελείτο η Αττική, χωριζόταν σε τρεις φρατρίες και κάθε φρατρία είχε τριάντα γένη. Αρχηγός της φρατρίας ήταν ο φρατριάρχης. Κάθε φρατρία λάτρευε τον ίδιο γενάρχη και τον Φράτριο Δία, καθώς και την φρατρία Αθηνά. Υπήρχε και ιδιαίτερο κτίριο, το φράτριο στο οποίο μαζεύονταν κατά καιρούς όλα τα μέλη της φρατρίας. Οι φρατρίες, εκτός από το θρησκευτικό πήραν και πολιτικό χαρακτήρα.
Ο Κλεισθένης μ’ όλη τη μεταρρύθμιση του πολιτειακού, διαίρεσε τους δήμους σε φρατρίες. Στην κοινή γιορτή τα Απατούρια, γράφονταν στους καταλόγους των φρατόρων και τα παιδιά, που από τότε αποκτούσαν τα οικογενειακά τους δικαιώματα.
Οι πιο γνωστές φρατρίες στην Αττική ήταν οι Αχνιάδες, οι Δημοτιωνίρες, οι Θερρικωνίδες και οι Ουαλείς. Εκτός από την Αττική και άλλες πόλεις της Ελλάδας είχαν φρατρίες.
13.Βλ. σελ. 57
14.Βλ. υποκεφ. 4 για μια πιο λεπτομερή ανάλυση
15.Βλ. υποκ. 5
16.Βλ. John Thorley, Athenian democracy, , Routledge, 1996, σ 34
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου