Πολλές λέξεις στην Αρχαία Ελληνική χρησιμοποιήθηκαν για να δηλώσουν το συναίσθημα του φόβου. Από αυτές παρέμειναν εν χρήσει στην νεοελληνική μας γλώσσα οι λέξεις δέος, τρόμος, φόβος, οι οποίες έχουν λεπτές σημασιολογικές διαφορές στην σημασία τους.
Η λέξη τρόμος σχηματίστηκε από θέμα του ρήματος τρέμω και σχετίζεται με τα σωματικά συμπτώματα που προκαλεί ο φόβος στον άνθρωπο. Από δω και η λέξη τρέμουλο όπου μέλη του σώματος δονούνται ακούσια από αλλεπάλληλες κινήσεις, λόγω του φόβου που νιώθει κάποιος, αλλά και το επίθετο τρομερός, που σύμφωνα με αρχαίες μαρτυρίες δήλωνε αυτόν που τρέμει από τον φόβο του αλλά και αυτόν που προκαλεί τον φόβο.
Το ουσιαστικό δέος από το αρχαίο ρήμα δέδοικα (και σπανιότερα δέδια) ήταν η κατ' εξοχήν λέξη που δήλωνε φόβο ως συναίσθημα του ανθρώπου γενικευμένο και αφηρημένο (π.χ. στον Θουκυδίδη: εχομένης δε της Άμφιπόλεως οι Αθηναίοι ες μέγα δέος κατέστησαν). Πολλές φορές επίσης δήλωνε τον βαθύ σεβασμό και θαυμασμό που προκαλούσε ο φόβος (π.χ. ένιωσαν δέος απέναντι στον εχθρικό στρατό).
Υπήρχε η έκφραση αδεές δέος για κείνους που φοβούνταν χωρίς λόγο. Από τον Θουκυδίδη προέρχεται και η φράση αντίπαλον δέος (μια εχθρική δύναμη που είναι εξίσου ισχυρή ώστε να διατηρείται η ισορροπία δυνάμεων). Στον Όμηρο το δέος εμφανίζεται συχνά σαν συνεκφορά με το στερεότυπο επίθετο χλωρός, προφανώς λόγω του χρώματος (πράσινο) του φοβισμένου ανθρώπου (π.χ. και πάντας υπό χλωρόν δέος είλεν).
Ομόρριζα του δέους είναι ο δειλός (αυτός που φοβάται) αλλά και ο δεινός (αυτός που προκαλεί φόβο) όπως στην λέξη δεινόσαυρος= η φοβερή σαύρα, η σαύρα που προκαλεί φόβο. Επειδή μάλιστα ο πολύ ικανός σε κάτι προκαλεί τον φόβο στους αντιπάλους του, σε ορισμένα συμφραζόμενα δεινός έφτασε να σημαίνει πολύ ικανός (π.χ. δεινός κολυμβητής).
Τέλος στα νεότερα χρόνια δημιουργήθηκε και η έκφραση σοκ και δέος από το αγγλικό αρκτικόλεξο S&A, (Shock and Αwe). Πρωτοεμφανίστηκε στο τέλος της δεκαετίας του 1990 ως μία σύγχρονη στρατιωτική τακτική, γνωστή και ως "τακτική ταχείας κατάληψης", (ή κυριαρχίας).
Συγκεκριμένα με συμμετοχή συντριπτικής στρατιωτικής δύναμης και με θεαματική επίδειξη επιδιωκόταν να πληγεί άμεσα το ηθικό του αντιπάλου στα πεδία των μαχών και να επιτευχθεί η πλήρης αδυναμία αντίδρασης του λόγω του έντονου δέους-φόβου.
Η λέξη φόβος προέρχεται από το ρήμα φέβομαι=τρέπομαι σε φυγή, φεύγω τρομοκρατημένος, διότι η αρχική της σημασία στον Όμηρο ήταν η πανικόβλητη φυγή από το πεδίο της μάχης.
Οι ομηρικοί ήρωες πίστευαν πως δεν μπορείς να νικήσεις, δηλαδή να σκοτώσεις ή να υποτάξεις τον άλλον αν δεν του προκαλέσεις φόβο, άρα και κατάπληξη, έντονη και ισχυρή εντύπωση.
Ικανός και καταπληκτικός πολεμιστής είναι αυτός που μπορεί να νικήσει, να προκαλέσει φόβο. Έτσι, και σε αυτήν την περίπτωση, το επίθετο φοβερός κατέληξε να δηλώνει τον ικανό, τον καταπληκτικό (εξ και σήμερα η φράση είσαι φοβερός!).
Σε αντιδιαστολή προς το δέος o φόβος δήλωνε συνήθως κάτι πιο συγκεκριμένο (σχετικό δηλαδή με ορισμένο πρόσωπο, γεγονός ή κατάσταση), γι' αυτό και πιο άμεσο και έντονο ως συναίσθημα. Είναι χαρακτηριστικό ότι υπήρχε ο Φόβος και ως θεότητα που προσωποποιούσε το παραπάνω συναίσθημα.
Συγκεκριμένα στην ελληνική μυθολογία ο Φόβος ήταν ο γιος του Άρη και της Αφροδίτης ο οποίος μαζί με τον αδελφό του τον Δείμο, που είναι η προσωποποίηση του τρόμου, συνόδευαν τον πατέρα του στους πολέμους.
Σταδιακά όμως η λέξη απέκτησε ηπιότερη σημασία (π.χ. σε κάποιες περιπτώσεις σήμαινε επίσης αμφιβολία) και πάντως όλο και πιο γενική, εκτοπίζοντας σταδιακά τη χρήση της λέξης δέος.
Ένα παράδειγμα άμβλυνσης της σημασίας του φόβου είναι η χρήση του στην εκκλησιαστική γλώσσα αναφορικά με τον Θεό (στη φράση ο φόβος του Θεού). Τα πιο χαρακτηριστικό χωρία όπου απαντά η φράση είναι τα ≪Αρχή σοφίας φόβος Κυρίου≫ και η φράση της Θείας Λειτουργίας ≪μετά φόβoυ Θεού πίστεως και αγάπης προσέλθετε≫ με την οποία καλούνται αι πιστοί να κοινωνήσουν.
Στις περιπτώσεις αυτές, όπως και στα γνωστό χωρίο του Παύλου που αναγιγνώσκεται στην Εκκλησία κατά το μυστήριο του γάμου (η δε γυνή ίνα φoβήται τον άνδρα), οι λέξεις φόβος και φοβούμαι έχουν τη σημασία του δέους από σεβασμό, του σεβασμού. Από την παραπάνω έννοια του φόβου του θεού προήλθαν οι λέξεις αθεόφοβος= αυτός που δεν έχει φόβο απέναντι στον Θεό, ο ασεβής και θεοφοβούμενος= αυτός που φοβάται τον Θεό, ο θεοσεβούμενος.
Ξεπερνώντας τη διάκριση ανάμεσα σε συγκεκριμένο και γενικευμένο φόβο, η λέξη φόβος κατέλαβε σχεδόν όλη την παραπάνω σημασιολογική περιοχή, αφήνοντας στη λέξη δέος μια πολύ ειδικότερη σημασία φόβου, τον φόβο που προκαλείται οπό έντονο θαυμασμό για κάτι, από αναγνώριση του μεγαλείου (π.χ. η θέα τού Παρθενώνα προκαλεί δέος).
Γνωστές φράσεις με την λέξη φόβος που χρησιμοποιούμε σήμερα είναι:
Φοβού τους Δαναούς και δώρα φέροντας: δηλαδή να φοβάστε τους Έλληνες ακόμα κι όταν φέρνουν δώρα. Φράση που εκστόμισε O Λαοκόων, ένας από τους Τρώες ιερείς του Θυμβραίου Απόλλωνα, όταν αντίκρισε τον Δούρειο ίππο του Οδυσσέα έξω από τα τείχη της Τροίας.
O φόβος φυλάει τα έρημα/ έρμα: δηλαδή η πιθανότητα ενδεχόμενης τιμωρίας δρα αποτρεπτικά, ακόμα κι όταν δεν υπάρχει άμεσος, ορατός κίνδυνος αποκάλυψης μιας παράνομης πράξης.
Τέλος, φόβο δηλώνουν και τα ρήματα σκιάζομαι και αλαφιάζομαι. Το πρώτο σημαίνει δημιουργώ σκιά-σκοτάδι πάνω σε κάποιον άρα τον φοβίζω και το δεύτερο προήλθε από το ρήμα ελαφιάζομαι και το ελάφι μιας και το ελάφι θεωρείται από τα ζώα που εύκολα φοβάται
Η λέξη τρόμος σχηματίστηκε από θέμα του ρήματος τρέμω και σχετίζεται με τα σωματικά συμπτώματα που προκαλεί ο φόβος στον άνθρωπο. Από δω και η λέξη τρέμουλο όπου μέλη του σώματος δονούνται ακούσια από αλλεπάλληλες κινήσεις, λόγω του φόβου που νιώθει κάποιος, αλλά και το επίθετο τρομερός, που σύμφωνα με αρχαίες μαρτυρίες δήλωνε αυτόν που τρέμει από τον φόβο του αλλά και αυτόν που προκαλεί τον φόβο.
Το ουσιαστικό δέος από το αρχαίο ρήμα δέδοικα (και σπανιότερα δέδια) ήταν η κατ' εξοχήν λέξη που δήλωνε φόβο ως συναίσθημα του ανθρώπου γενικευμένο και αφηρημένο (π.χ. στον Θουκυδίδη: εχομένης δε της Άμφιπόλεως οι Αθηναίοι ες μέγα δέος κατέστησαν). Πολλές φορές επίσης δήλωνε τον βαθύ σεβασμό και θαυμασμό που προκαλούσε ο φόβος (π.χ. ένιωσαν δέος απέναντι στον εχθρικό στρατό).
Υπήρχε η έκφραση αδεές δέος για κείνους που φοβούνταν χωρίς λόγο. Από τον Θουκυδίδη προέρχεται και η φράση αντίπαλον δέος (μια εχθρική δύναμη που είναι εξίσου ισχυρή ώστε να διατηρείται η ισορροπία δυνάμεων). Στον Όμηρο το δέος εμφανίζεται συχνά σαν συνεκφορά με το στερεότυπο επίθετο χλωρός, προφανώς λόγω του χρώματος (πράσινο) του φοβισμένου ανθρώπου (π.χ. και πάντας υπό χλωρόν δέος είλεν).
Ομόρριζα του δέους είναι ο δειλός (αυτός που φοβάται) αλλά και ο δεινός (αυτός που προκαλεί φόβο) όπως στην λέξη δεινόσαυρος= η φοβερή σαύρα, η σαύρα που προκαλεί φόβο. Επειδή μάλιστα ο πολύ ικανός σε κάτι προκαλεί τον φόβο στους αντιπάλους του, σε ορισμένα συμφραζόμενα δεινός έφτασε να σημαίνει πολύ ικανός (π.χ. δεινός κολυμβητής).
Τέλος στα νεότερα χρόνια δημιουργήθηκε και η έκφραση σοκ και δέος από το αγγλικό αρκτικόλεξο S&A, (Shock and Αwe). Πρωτοεμφανίστηκε στο τέλος της δεκαετίας του 1990 ως μία σύγχρονη στρατιωτική τακτική, γνωστή και ως "τακτική ταχείας κατάληψης", (ή κυριαρχίας).
Συγκεκριμένα με συμμετοχή συντριπτικής στρατιωτικής δύναμης και με θεαματική επίδειξη επιδιωκόταν να πληγεί άμεσα το ηθικό του αντιπάλου στα πεδία των μαχών και να επιτευχθεί η πλήρης αδυναμία αντίδρασης του λόγω του έντονου δέους-φόβου.
Η λέξη φόβος προέρχεται από το ρήμα φέβομαι=τρέπομαι σε φυγή, φεύγω τρομοκρατημένος, διότι η αρχική της σημασία στον Όμηρο ήταν η πανικόβλητη φυγή από το πεδίο της μάχης.
Οι ομηρικοί ήρωες πίστευαν πως δεν μπορείς να νικήσεις, δηλαδή να σκοτώσεις ή να υποτάξεις τον άλλον αν δεν του προκαλέσεις φόβο, άρα και κατάπληξη, έντονη και ισχυρή εντύπωση.
Ικανός και καταπληκτικός πολεμιστής είναι αυτός που μπορεί να νικήσει, να προκαλέσει φόβο. Έτσι, και σε αυτήν την περίπτωση, το επίθετο φοβερός κατέληξε να δηλώνει τον ικανό, τον καταπληκτικό (εξ και σήμερα η φράση είσαι φοβερός!).
Σε αντιδιαστολή προς το δέος o φόβος δήλωνε συνήθως κάτι πιο συγκεκριμένο (σχετικό δηλαδή με ορισμένο πρόσωπο, γεγονός ή κατάσταση), γι' αυτό και πιο άμεσο και έντονο ως συναίσθημα. Είναι χαρακτηριστικό ότι υπήρχε ο Φόβος και ως θεότητα που προσωποποιούσε το παραπάνω συναίσθημα.
Συγκεκριμένα στην ελληνική μυθολογία ο Φόβος ήταν ο γιος του Άρη και της Αφροδίτης ο οποίος μαζί με τον αδελφό του τον Δείμο, που είναι η προσωποποίηση του τρόμου, συνόδευαν τον πατέρα του στους πολέμους.
Σταδιακά όμως η λέξη απέκτησε ηπιότερη σημασία (π.χ. σε κάποιες περιπτώσεις σήμαινε επίσης αμφιβολία) και πάντως όλο και πιο γενική, εκτοπίζοντας σταδιακά τη χρήση της λέξης δέος.
Ένα παράδειγμα άμβλυνσης της σημασίας του φόβου είναι η χρήση του στην εκκλησιαστική γλώσσα αναφορικά με τον Θεό (στη φράση ο φόβος του Θεού). Τα πιο χαρακτηριστικό χωρία όπου απαντά η φράση είναι τα ≪Αρχή σοφίας φόβος Κυρίου≫ και η φράση της Θείας Λειτουργίας ≪μετά φόβoυ Θεού πίστεως και αγάπης προσέλθετε≫ με την οποία καλούνται αι πιστοί να κοινωνήσουν.
Στις περιπτώσεις αυτές, όπως και στα γνωστό χωρίο του Παύλου που αναγιγνώσκεται στην Εκκλησία κατά το μυστήριο του γάμου (η δε γυνή ίνα φoβήται τον άνδρα), οι λέξεις φόβος και φοβούμαι έχουν τη σημασία του δέους από σεβασμό, του σεβασμού. Από την παραπάνω έννοια του φόβου του θεού προήλθαν οι λέξεις αθεόφοβος= αυτός που δεν έχει φόβο απέναντι στον Θεό, ο ασεβής και θεοφοβούμενος= αυτός που φοβάται τον Θεό, ο θεοσεβούμενος.
Ξεπερνώντας τη διάκριση ανάμεσα σε συγκεκριμένο και γενικευμένο φόβο, η λέξη φόβος κατέλαβε σχεδόν όλη την παραπάνω σημασιολογική περιοχή, αφήνοντας στη λέξη δέος μια πολύ ειδικότερη σημασία φόβου, τον φόβο που προκαλείται οπό έντονο θαυμασμό για κάτι, από αναγνώριση του μεγαλείου (π.χ. η θέα τού Παρθενώνα προκαλεί δέος).
Γνωστές φράσεις με την λέξη φόβος που χρησιμοποιούμε σήμερα είναι:
Φοβού τους Δαναούς και δώρα φέροντας: δηλαδή να φοβάστε τους Έλληνες ακόμα κι όταν φέρνουν δώρα. Φράση που εκστόμισε O Λαοκόων, ένας από τους Τρώες ιερείς του Θυμβραίου Απόλλωνα, όταν αντίκρισε τον Δούρειο ίππο του Οδυσσέα έξω από τα τείχη της Τροίας.
O φόβος φυλάει τα έρημα/ έρμα: δηλαδή η πιθανότητα ενδεχόμενης τιμωρίας δρα αποτρεπτικά, ακόμα κι όταν δεν υπάρχει άμεσος, ορατός κίνδυνος αποκάλυψης μιας παράνομης πράξης.
Τέλος, φόβο δηλώνουν και τα ρήματα σκιάζομαι και αλαφιάζομαι. Το πρώτο σημαίνει δημιουργώ σκιά-σκοτάδι πάνω σε κάποιον άρα τον φοβίζω και το δεύτερο προήλθε από το ρήμα ελαφιάζομαι και το ελάφι μιας και το ελάφι θεωρείται από τα ζώα που εύκολα φοβάται
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου