Κυριακή 13 Οκτωβρίου 2024

Αυτό που πιστεύουμε ότι καταλαβαίνουμε, δεν είναι η πραγματικότητα

Όσο πολύπλοκη και απρόβλεπτη κι αν είναι η ζωή μας, με κάποιον τρόπο καταφέρνουμε να κατανοούμε τον κόσμο, τον εαυτό μας και τους άλλους. Πως όμως το κάνουμε αυτό;

Οι αισθήσεις μας είναι ο βασικός τρόπος να λαμβάνουμε πληροφορίες για τον κόσμο. Παρότι όμως έχουμε την τάση να εμπιστευόμαστε τις αισθήσεις μας για να κατανοήσουμε τον κόσμο, αυτό που πιστεύουμε ότι καταλαβαίνουμε δεν είναι αυτό που είναι στην πραγματικότητα. Αυτό που αντιλαμβανόμαστε είναι αποτέλεσμα πολλών ψυχικών διεργασιών.

Σε βιολογικό επίπεδο, ο ανθρώπινος εγκέφαλος είναι δέκτης ηλεκτρικών σημάτων και αυτό που εμείς καταλαβαίνουμε είναι το αποτέλεσμα της ερμηνείας αυτών των σημάτων.

Η εισροή των πληροφοριών που δεχόμαστε από το περιβάλλον είναι τεράστια και καθώς τα όργανα των αισθήσεων μας έχουν περιορισμούς, ο εγκέφαλος καλείται διαρκώς να συμπληρώσει τις λεπτομέρειες προκειμένου να διαμορφώσει τις αντιλήψεις μας.

Επίσης, οι πληροφορίες που έχουμε είναι εκ φύσεως διφορούμενες κι έτσι, ο νους βασίζεται πρωτίστως στο πλαίσιο για να τις ερμηνεύσει. Για παράδειγμα, όταν καλούμαστε να συμπεράνουμε τη φωτεινότητα ενός αντικειμένου, βασιζόμαστε στο φόντο του. Ειδικότερα, συγκρίνουμε το αντικείμενο με το φόντο του και αν το περιβάλλον του είναι πιο σκούρο, συμπεραίνουμε ότι το αντικείμενο είναι φωτεινό ενώ αν το περιβάλλον του αντικειμένου είναι πιο φωτεινό, συμπεραίνουμε ότι το αντικείμενο είναι σκούρο, ενώ και στις δύο περιπτώσεις το αντικείμενο είναι το ίδιο.

Για να καταλάβουμε λοιπόν ένα αντικείμενο που βλέπουμε, συχνά «μαντεύουμε» βασιζόμενοι στο τί υπάρχει γύρω του. Βέβαια, προϋπόθεση για να συγκρίνουμε αντικείμενα και κάνουμε υποθέσεις γι’ αυτά είναι η διάκριση τους από το περιβάλλον. Η διαδικασία του να διακρίνουμε το πρώτο πλάνο από το φόντο είναι εφικτή χάρη σε συγκεκριμένες οπτικές ικανότητες, όπως είναι η ομοιότητα, η συμμετρία, η εγγύτητα, η ολοκλήρωση και η κίνηση.

Παράλληλα, δεδομένου ότι κάθε στιγμή υπάρχει τεράστια εισροή πληροφοριών απ’ όλα τα αντιληπτικά μας συστήματα, δεν προλαβαίνουμε να τα παρατηρήσουμε όλα και γι’ αυτό τελικά δεν το κάνουμε. Δεν έχουμε τους νοητικούς πόρους για να το κάνουμε.

Πληθώρα πειραμάτων της Ψυχολογίας έχουν καταδείξει τα όρια της προσοχής μας και μεταξύ άλλων, έχουν αναδείξει τον καθοριστικό ρόλο που παίζουν οι προσδοκίες μας στην λειτουργία της προσοχής. Έτσι, εάν δεν περιμένουμε να δούμε κάτι, συχνά δεν το παρατηρούμε. Επομένως, αυτό που κάνουμε είναι να δίνουμε προσοχή σε ορισμένα μόνο στοιχεία, ενώ, για όλα τα υπόλοιπα πραγματοποιούμε υποθέσεις.

Καθώς λοιπόν τα στοιχεία που λαμβάνουμε δεν είναι ποτέ αρκετά για να είμαστε βέβαιοι, ο βασικός τρόπος που ο ανθρώπινος εγκέφαλος επεξεργάζεται τις πληροφορίες που λαμβάνει είναι να συμπληρώνει τα κενά προκειμένου να μπορέσουμε να κατανοήσουμε τον κόσμο.

Από που όμως παίρνουμε τις πληροφορίες για να γεμίσουμε τα κενά και να κάνουμε υποθέσεις για τον κόσμο γύρω μας; Υπάρχουν δύο πηγές πληροφοριών και δύο διαδικασίες από τις οποίες εξαρτάται η άμεση εμπειρία μας από τον κόσμο: η «από κάτω προς τα πάνω», που αφορά τα δεδομένα που προέρχονται κατευθείαν απ’ όλες τις αισθήσεις μας και η «από πάνω προς τα κάτω», που αφορά τα δεδομένα που ήδη έχουμε και τη χρήση των γνώσεων μας, δηλαδή των αναμνήσεων, των αποθηκευμένων στη μνήμη ιδεών και των αποκτημένων συνηθειών μας.

Πριν δούμε όμως λίγο πιο αναλυτικά τη χρήση αυτής της διαδικασίας, είναι σημαντικό να αναφερθεί ότι ο τρόπος που αποκτάμε αυτή τη γνώση είναι μέσω της Μάθησης.

Τρεις βασικοί τρόποι μάθησης είναι:
  • H μάθηση μέσω συσχετισμών, που στην επιστήμη της Ψυχολογίας αναφέρεται ως Κλασική Εξαρτημένη Μάθηση,
  • Η μάθηση μέσω ανταμοιβής και τιμωρίας, που στην Ψυχολογία αναφέρεται ως Συντελεστική Εξαρτημένη Μάθηση,
  • Η μάθηση μέσω των άλλων, που στην Ψυχολογία αναφέρεται ως Κοινωνική Μάθηση.
Με στόχο να βοηθήσουμε τον εαυτό μας να λειτουργήσει μέσα στον κόσμο λοιπόν, αρχικά, κάνουμε διάφορους συσχετισμούς μεταξύ αυτών που συμβαίνουν. Η μάθηση μέσω συσχετισμών, βασίζεται στο γεγονός ότι ορισμένα ερεθίσματα προκαλούν αυτόματες φυσιολογικές αντιδράσεις μέσα μας (πχ. όταν κρυώνουμε, τρέμουμε) καθώς και στο ότι κάθε δεδομένη χρονική στιγμή συμβαίνουν πολλά πράγματα. Συνέπεια αυτών είναι ότι όταν άσχετα μεταξύ τους ερεθίσματα εμφανίζονται συνεχώς με ορισμένες φυσιολογικές αντιδράσεις, μαθαίνουμε να συνδέουμε αυτά τα ερεθίσματα με τις συγκεκριμένες αντιδράσεις.

Στην Ψυχολογία αυτού του είδους η σύνδεση που πραγματοποιείται ονομάζεται Εξάρτηση. Ένα παράδειγμα για τον τρόπο που λειτουργεί αυτή η διαδικασία είναι όταν ένα άρωμα αποκτά τη δυνατότητα να μας προκαλέσει συναισθήματα ανάλογα με το πρόσωπο που έχουμε συνδέσει με το συγκεκριμένο άρωμα.

Κι ενώ η Κλασική Εξαρτημένη Μάθηση περιγράφει τον τρόπο που μαθαίνουμε να συσχετιζόμαστε με τα διάφορα γεγονότα που συμβαίνουν γύρω μας, η Συντελεστική Εξαρτημένη Μάθηση επιδρά πιο άμεσα στη συμπεριφορά μας και διαμορφώνει τις πράξεις μας.

Ειδικότερα, αυτού του είδους η μάθηση βασίζεται στο νόμο του αποτελέσματος κάτι που ουσιαστικά σημαίνει πως η συμπεριφορά μας διαμορφώνεται από τις συνέπειες που την ακολουθούν.

Με απλά λόγια, όταν η συμπεριφορά οδηγεί σε ένα «θετικό» για εμάς αποτέλεσμα, είναι πιθανότερο να την επαναλάβουμε ενώ όταν οδηγεί σε ένα «αρνητικό» για εμάς αποτέλεσμα είναι λιγότερο πιθανό να την επαναλάβουμε.

Ωστόσο, η διαδικασία αυτή παρότι μοιάζει προφανής, στην πραγματικότητα είναι αρκετά πολύπλοκη, δεδομένου ότι, ορισμένες συμπεριφορές οδηγούν βραχυπρόθεσμα σε θετικά αποτελέσματα αλλά μακροπρόθεσμα σε αρνητικά για εμάς αποτελέσματα. Επίσης, πολλές φορές υπάρχουν προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούνται προκειμένου να ανταμειφθεί η συμπεριφορά μας, οι οποίες μάλιστα μπορεί να μεταβάλλονται. Αυτού του είδους η μάθηση είναι μια ισχυρή ψυχολογική διαδικασία που επηρεάζει σχεδόν κάθε πτυχή της καθημερινής μας ζωής και μπορεί να μας βοηθήσει να κατανοήσουμε καλύτερα φαινόμενα όπως είναι η χρήση αλκοόλ, ουσιών αλλά και των κοινωνικών δικτύων καθώς και συμπεριφορές που εκδηλώνονται σε διαφορετικά πλαίσια, από την εργασιακή απόδοση μέχρι την κοινωνική μας αλληλεπίδραση.

Ένα ακόμα είδος μάθησης είναι η Μάθηση που συντελείται μέσω της παρατήρησης και της μίμησης των Άλλων. Μαθαίνουμε παρατηρώντας τους άλλους σημαίνει ότι δεν χρειάζεται να βιώσουμε άμεσα όλες τις καταστάσεις για να μάθουμε από αυτές. Μάλιστα, ενώ η μάθηση συμβαίνει πρωτίστως παρατηρώντας τις συνέπειες των πράξεων των άλλων ανθρώπων, μπορεί να συμβεί ακόμα κι όταν δεν παρατηρούμε τα αποτελέσματα της συμπεριφοράς τους.

Η κοινωνική μάθηση, υπογραμμίζοντας τη σημασία των κοινωνικών παραγόντων στη διαδικασία της μάθησης μπορεί να μας βοηθήσει να εξηγήσουμε πληθώρα κοινωνικών φαινομένων, όπως είναι η τάση των ανθρώπων να ακολουθούν τη μόδα και τα πρότυπα που προβάλλονται στις διαφημίσεις και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης καθώς και η διαμόρφωση των καταναλωτικών μας συνηθειών. Επίσης, η κοινωνική μάθηση μπορεί να μας βοηθήσει επίσης στην εξήγηση φαινομένων όπως είναι η αναπαραγωγή της επιθετικής και βίαιης συμπεριφοράς,

Ωστόσο, ανεξάρτητα από τον τρόπο μάθησης, είναι σημαντικό να αναφερθεί πως ο,τιδήποτε και αν μάθουμε, είτε είναι απλό ή σύνθετο είτε είναι αληθές ή ψευδές, στη συνέχεια, το χρησιμοποιούμε για να κατανοήσουμε το περιβάλλον μας και να οργανώσουμε τις εμπειρίες μας.

Πως όμως χρησιμοποιούμε αυτές τις γνώσεις, δηλαδή τις αποκτημένες μας συνήθειες και τις αποθηκευμένες στη μνήμη ιδέες προκειμένου να αναγνωρίζουμε άγνωστα σε εμάς πράγματα και καταστάσεις που δεν έχουμε ποτέ ξανά βιώσει στο παρελθόν; Πως σκεφτόμαστε για όλα αυτά τα «επείγοντα γεγονότα» που καλούμαστε διαρκώς να κατανοήσουμε;

Οι διαδικασίες σκέψης που ακολουθούμε σε αυτές τις περιπτώσεις έχουν ως βάση τις αρχές της Γνωστικής Οικονομίας, δηλαδή αποσκοπούν στη διατήρηση των νοητικών μας πόρων και σχετίζονται πρωτίστως με τη δημιουργία Νοητικών Κατηγοριών.

Πιο συγκεκριμένα, καθώς πολλά από τα αντικείμενα, τις έννοιες και τις καταστάσεις που υπάρχουν στο περιβάλλον μας έχουν κοινά χαρακτηριστικά, έχουμε την τάση να τα ομαδοποιούμε. Με αυτήν την ομαδοποίηση, δημιουργούμε τις λεγόμενες Νοητικές Κατηγορίες, οι οποίες μας χρησιμεύουν στο να κάνουμε προβλέψεις για το περιβάλλον και βέβαια να κατευθύνουμε τη συμπεριφορά μας.

Μάλιστα, η ίδια διαδικασία χρησιμοποιείται και στην κοινωνική αντίληψη και αλληλεπίδραση και επομένως, τείνουμε να κατηγοριοποιούμε σε ομάδες και τα άτομα με βάση διάφορα χαρακτηριστικά όπως το φύλο, η ηλικία, η εθνικότητα κ.α. Αυτό, βεβαίως, ενώ διευκολύνει τη γρήγορη αντίληψη και ενίοτε την αποτελεσματική προσαρμογή μας, μπορεί επίσης να οδηγήσει σε στερεότυπα και προκαταλήψεις. Ωστόσο, τα φαινόμενα και οι διαδικασίες αυτές είναι ιδιαίτερα πολύπλοκες και η πλήρης αναφορά σε αυτές ξεπερνά τους στόχους του παρόντος άρθρου.

Γενικότερα, όμως, μπορούμε να πούμε πως όσο πιο λίγες και πιο γενικές είναι οι νοητικές μας κατηγορίες, τόσο λιγότερο χρήσιμες τείνουν να είναι. Από την άλλη, όσο πιο πολλές και πιο συγκεκριμένες ή λεπτομερείς είναι, τόσο περισσότερους νοητικούς πόρους απαιτούν. Έτσι, χάριν της γνωστικής οικονομίας, όταν καλούμαστε να αναγνωρίσουμε άγνωστα σε εμάς πράγματα και καταστάσεις γύρω μας, έχουμε την τάση να αναζητούμε μια ισορροπία ανάμεσα στα δύο άκρα, δηλαδή να επιδιώκουμε το μεγαλύτερο όφελος με το μικρότερο κόστος, τουλάχιστον σε νοητικούς πόρους.

Επίσης, καθώς οι κατηγορίες βρίσκονται υπό διαρκή επεξεργασία, ανάλογα με τη χρήση τους, ορισμένοι συσχετισμοί αποδυναμώνονται ενώ άλλοι ενισχύονται, διαμορφώνοντας τις οικείες για τον καθένα κατηγορίες, οι οποίες τελικά είναι αυτές που ενεργοποιούνται προκειμένου να νοηματοδοτήσουμε τα νέα για εμάς πράγματα και καταστάσεις. Επομένως, αυτό που στην πραγματικότητα συμβαίνει είναι ότι χρησιμοποιούμε αυτά που γνωρίζουμε για να εκτιμήσουμε ή να προβλέψουμε αυτά που δεν γνωρίζουμε.

Οι κατηγορίες λοιπόν, μας βοηθούν να αναγνωρίσουμε και να οργανώσουμε τις πληροφορίες που λαμβάνουμε από τον κόσμο και στη συνέχεια, αξιοποιούμε αυτές τις κατηγορίες για τη γρήγορη λήψη αποφάσεων και την ερμηνεία γεγονότων στην καθημερινή μας ζωή, κάνοντας χρήση των λεγόμενων Ευριστικών Κανόνων. Ειδικότερα, επειδή όπως είπαμε οι πληροφορίες που υπάρχουν είναι περισσότερες από αυτές που μπορούμε να επεξεργαστούμε, προκειμένου να εκφράσουμε κρίσεις ή να πάρουμε άμεσες αποφάσεις, τείνουμε να βασιζόμαστε σε σύντομους και εύκολους, μη συνειδητοποιημένους, νοητικούς δρόμους.

Ένα παράδειγμα της χρήσης τέτοιων νοητικών στρατηγικών είναι η Ευριστική της Διαθεσιμότητας, σύμφωνα με την οποία τείνουμε να θεωρούμε πιο πιθανά κάποια γεγονότα απλώς επειδή είναι πιο εύκολο να τα ανακαλέσουμε.

Με άλλα λόγια, σύμφωνα με αυτή την ψυχολογική συντόμευση, αν μπορούμε να θυμηθούμε εύκολα ένα γεγονός, θεωρούμε ότι είναι πιο πιθανό να συμβεί απ’ ό,τι πραγματικά είναι, ανεξάρτητα από τα πραγματικά δεδομένα ή τις στατιστικές πιθανότητες που ισχύουν. Συγκεκριμένα, πιο διαθέσιμο για εμάς γίνεται ένα γεγονός, όσο πιο πρόσφατο είναι, όσο πιο έντονο συναισθηματικά είναι καθώς και ένα γεγονός στο οποίο έχουμε εκτεθεί επανειλημμένα.

Έτσι, για παράδειγμα, όσο περισσότερο βλέπουμε, ακούμε ή διαβάζουμε για ένα γεγονός, τόσο πιο πιθανό θεωρούμε ότι είναι να συμβεί, αναδεικνύοντας έτσι έναν από τους τρόπους που τα κοινωνικά δίκτυα μπορούν να επηρεάσουν την αντίληψή μας αλλά και τα ΜΜΕ, δίνοντας δυσανάλογα μεγαλύτερη προβολή σε κάποια εκ των γεγονότων.

Όμως, όπως ίσως είναι φανερό, αυτό το σύστημα σκέψης που χρησιμοποιούμε στην καθημερινότητα μας με τις προαναφερθείσες γνωστικές διαδικασίες μας καθιστά ευάλωτους απέναντι στις εκάστοτε προκαταλήψεις μας, οι οποίες τελικά επηρεάζουν την κρίση μας. Μια εναλλακτική σε αυτό το σύστημα σκέψης, θα ήταν η επαλήθευση των υποθέσεων μας στην πράξη και μια συνειδητή προσπάθεια να αντιμετωπιστούν αυτά τα σφάλματα προκειμένου να λαμβάνουμε πιο αντικειμενικές και δίκαιες αποφάσεις. Αλλά πόσο εφικτό είναι να αναζητούμε στοιχεία που αμφισβητούν αυτά που πιστεύουμε;

Σε αντίθεση με τις μεθόδους της Επιστήμης που ακολουθούν αυτό το εναλλακτικό σύστημα σκέψης, στην καθημερινή ζωή οι άνθρωποι έχουν την τάση να αναζητούν στοιχεία επιβεβαιωτικά των πεποιθήσεών τους, διαπράττοντας το λεγόμενο Σφάλμα Επιβεβαίωσης. Όταν δηλαδή οι άνθρωποι «τεστάρουν» τις ιδέες τους -επίσημα ή ανεπίσημα-, οι υπάρχουσες πεποιθήσεις ή προσδοκίες επιδρούν στην επιλογή των δεδομένων, με τρόπο που τελικά αυτά να επιβεβαιώνουν όσα ήδη πιστεύουν.

Σύμφωνα με αυτή τη γνωστική προκατάληψη, οι άνθρωποι τείνουν όχι μόνο να αναζητούν ενεργά, αλλά και να θυμούνται και να ερμηνεύουν τις πληροφορίες με τρόπο που να επιβεβαιώνει τις πεποιθήσεις τους.

Έτσι, αντί να γίνεται επεξεργασία όλων των διαθέσιμων πληροφοριών, οι άνθρωποι εστιάζουν σε εκείνες τις πληροφορίες που υποστηρίζουν τις ήδη διαμορφωμένες απόψεις τους αλλά και αποφεύγουν, αγνοούν ή απορρίπτουν εκείνες που τις αντικρούουν.

Αυτή η επιβεβαίωση των διαμορφωμένων προσωπικών απόψεων δίνει μια αίσθηση ασφάλειας και με έναν τρόπο ενισχύει την αυτοπεποίθηση των ανθρώπων, αφού αυτή «δεν δοκιμάζεται» από τη συνεχή αναμέτρηση με τα αντικρουόμενα δεδομένα και ενδεχομένως, την αναγκαία αναθεώρηση των προσωπικών στάσεων.

Συμπερασματικά, θα λέγαμε ότι καθώς η γνώση είναι ατελής και οι γνωστικοί πόροι του ανθρώπου είναι περιορισμένοι, όλα όσα αντιλαμβάνεται, θυμάται και σκέφτεται επηρεάζονται απ’ ο,τιδήποτε είναι ήδη μέσα του.

Για να κατανοήσει τον κόσμο, ο άνθρωπος οδηγείται σε σειρά υποθέσεων και σε αναγωγές, συχνά λανθασμένες, χρησιμοποιώντας γνωστικές διαδικασίες και νοητικούς δρόμους που, ενώ πάσχουν ως προς την ακρίβεια και την αξιοπιστία τους, με συνέπειες άλλοτε λιγότερο και άλλοτε περισσότερο σοβαρές, εξοικονομούν νοητική ενέργεια και χρόνο και έτσι, του επιτρέπουν, έστω μερικώς, να βάλει μια τάξη στην ασάφεια γύρω του και να προσαρμοστεί στο συνεχώς μεταβαλλόμενο περιβάλλον του.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου