Κυριακή 13 Οκτωβρίου 2024

Σάιγκο Τακαμόρι: Η ιστορία του τελευταίου σαμουράι της Ιαπωνίας

Ο Σάιγκο Τακαμόρι, (23 Ιανουαρίου 1828 – 24 Σεπτεμβρίου 1877), υπήρξε σημαντική φυσιογνωμία της ιαπωνικής ιστορίας, καθώς ήταν ο τελευταίος σαμουράι*.

Βοήθησε στην παλινόρθωση του αυτοκράτορα στην περίοδο Μεϊτζί και κατόπιν κυνηγήθηκε από τους αυτοκρατορικούς συμβούλους. Έγραψε ποίηση με το λογοτεχνικό ψευδώνυμο Σάιγκο Νανσού.

Ο Σάιγκο γεννήθηκε στο Καγκοσίμα, σε μια οικογένεια με κληρονομικά ευγενικές καταβολές, αν και κατώτερης τάξης. Ο πατέρας του Σάιγκο έζησε περισσότερο σαν γκόσι, (αυτάρκης αγρότης-πολεμιστής), παρά σαν σαμουράι, (σι ή Τζοκάσι). Η οικογένεια δανείστηκε τα χρήματα για να αγοράσει γη για καλλιέργεια.

Το οικογενειακό υπόβαθρο του Σάιγκο ήταν εξαρχής συνδεδεμένο με την επαρχία Σατσούμε και υπηρετούσε τον νταΐμιο Σιμάτζου. Η πατριά Σιμάτζου αντιτάχθηκε ούτως ή άλλως στο σογκουνάτο Τοκουγκάβα το 1600 και έτσι ο νταΐμιο Τοτζάμα χαρακτηρίστηκε ως «εξωτερικός άρχοντας».

Οι σαμουράι που δεν αντιτάχθηκαν, χαρακτηρίστηκαν ως Φουντάι νταΐμιο, δηλαδή «υποτελείς κύριοι». Το σογκουνάτο κρατούσε τους νταΐμιο υπό τον έλεγχό του, υποχρεώνοντάς τους να μένουν ένα μέρος του χρόνου στο Έντο, (Τόκιο), αναγκάζοντάς τους κατά συνέπεια τους σε ακριβά, χρονοβόρα ταξίδια, κρατώντας ταυτόχρονα τις οικογένειές τους ως όμηρους στο κάστρο Έντο.

Ο οίκος Σιμάτζου έκρυψε τον Σάιγκο όταν κυνηγήθηκε από την αυτοκρατορική κυβέρνηση και τον εξόρισε στα νησιά Αμάμι, όπου ανακάλυψε μια κουλτούρα διαφορετική από εκείνη στην οποία γεννήθηκε και μεγάλωσε. Τελικά κατέληξε να αγαπήσει τα νησιά Αμάμι και τον πολιτισμό τους. Ο Σάιγκο εξορίστηκε για δεύτερη φορά σε ένα άλλο νησί Αμάμι, το Οκινοεραμπουκίμα.

Φαίνεται πως η αυτοκρατορική κυβέρνηση ήθελε να τον βγάλει από τη μέση, αλλά τον ήθελε ζωντανό. Τον κάλεσε άλλωστε πίσω για να υπηρετήσει όταν άλλαξε το πολιτικό κλίμα. Το νησί Οκινοεραμπουκίμα ήταν ένας ψυχρός, δυσάρεστος τόπος με ισχυρούς ανέμους.

Κρατήθηκε εκεί για δύο χρόνια και υπέστη αρκετές κακουχίες που αποδυνάμωσαν την υγεία του. Στην αρχή τον κρατούσαν σε μια περίφραξη που έμοιαζε με κλουβί και εργότερα τον περιόρισαν κατ’ οίκον.

Όντας εξόριστος στο Οκινοεραμπουκίμα μελέτησε την τέχνη της καλλιγραφία και έγινε δάσκαλος των παιδιών. Διάβασε εκτενώς την κινεζική και ιαπωνική φιλοσοφία, καθώς επίσης τους Κινέζους κλασικούς και την ποίηση. Σε αυτή τη στιγμή στη ζωή του έγινε ποιητής και ένα από τα καλύτερα ποιήματά του ήταν το «Σκέψεις στη φυλακή».

Ο Σάιγκο εξορίστηκε ενάντια στη θέλησή του, αλλά αυτό τον βοήθησε να δυναμώσει το χαρακτήρα του, δεδομένου ότι είχε το χρόνο να αναπτύξει τα πολιτιστικά του ενδιαφέροντα και να σκεφτεί για τη ζωή και την πολιτική του.

Έμαθε να απολαμβάνει τα πιο απλά πράγματα ως μοναχός του Ζεν Βουδισμού και αποσύρθηκε από την πολιτική από το 1874 έως το 1876. Βρήκε τη γαλήνη ψαρεύοντας, διαβάζοντας βιβλία, μαθαίνοντας καλλιγραφία, εντρυφώντας στη χαλάρωση με διαλογισμό Ζεν. Όταν είχε χρόνο, έφτιαχνε αχυρένια σαντάλια.

Κοινωνικές και πολιτισμικές αλλαγές

Ο Σάιγκο Τακαμόρι έζησε σε μια περίοδο μεγάλων αλλαγών κοινωνικών, πολιτικών και πολιτισμικών. Συνεπώς έχει μεγάλη σημασία να γνωρίζουμε την πραγματική σημασία της εποχής του σογκουνάτου Τοκουγκάβα για τους σαμουράι και τα ήθη τους.

Η κυριαρχία των σαμουράι έφθασε στην πλήρη άνθησή της κατά την πρώιμη περίοδο Τοκουγκάβα, όταν οι ταξικές διακρίσεις ήταν ιδιαίτερα εμφανείς.

Οι σαμουράι βρίσκονταν στην κορυφή των τεσσάρων τάξεων -επάνω από τους αγρότες, τους τεχνίτες και τους εμπόρους. Ήταν οι μόνοι που επιτρεπόταν να φέρουν ξίφη και είχαν το δικαίωμα να σκοτώνουν οποιοδήποτε μέλος των κατώτερων τάξεων για ασεβή συμπεριφορά.

Το σογκουνάτο Τοκουγκάβα εγκαθιδρύθηκε στο Έντο και παρέμεινε στην εξουσία επί 250 χρόνια. Ήταν χρόνια ειρήνης και σταθερότητας στην Ιαπωνία, που χαρακτηρίστηκαν από την απομόνωση από τον εξωτερικό κόσμο, την αύξηση των πόλεων, την οικονομική ανάπτυξη και την κοινωνική κινητικότητα.

Εντούτοις, κατά τη διάρκεια του 17ου και 18ου, πολλοί σαμουράι βρέθηκαν άνεργοι καθώς οι κύριοί τους έχασαν τη γη τους με τoυς αναδασμούς της γης. Πολλοί έγιναν ρόνιν ή σαμουράι χωρίς αφέντη.

Οι μαχητικές τους δεξιότητες δε θεωρούνταν πλέον σημαντικές και οι σαμουράι ως τάξη υπέστησαν σημαντικές φθορές. Ορισμένοι από αυτούς αναζήτησαν θέσεις ως ανώτεροι υπάλληλοι στην κυβέρνηση Μεϊτζί.

Mε τον όρο παλινόρθωση Μεϊτζί (Μeiji Ishin) οι ιστορικοί περιγράφουν συνήθως μια αλυσίδα γεγονότων που οδήγησαν σε μια αλλαγή στην πολιτική και κοινωνική δομή της Ιαπωνίας από το 1866 έως το 1869, μια περίοδο 4 ετών του τέλους της εποχής Έντο (συχνά αποκαλείται και εποχή του σογκουνάτου Τοκουγκάβα) και αρχή της εποχής Μεϊτζί.

Ο σχηματισμός της συμμαχίας Σάτσο το 1866 μεταξύ του Σάιγκο Τακαμόρι, ηγέτη της επαρχίας Σατσούμε και του Κίντο Ταγκαγιόσι, ηγέτη της επαρχίας Κχόσου, οριοθετεί την έναρξη της παλινόρθωσης Μεϊτζί.

Οι δύο ηγέτες υποστήριξαν τον αυτοκράτορα ενάντια στο σογκουνάτο Τοκουγκάβα (bakufu) και αποκατατέστησαν την αυτοκρατορική δύναμη.

Το σογκουνάτο Τοκουγκάβα τερματίστηκε επίσημα στις 9 Νοεμβρίου 1867 με την παραίτηση του 15ου σόγκουν Τοκουγκάβα Γιοσινόμπου και την «παλινόρθωση» (Taisei Houkan) του αυτοκρατορικού κανόνα.

Ο 15χρονος Μουτσουχίτο διαδέχθηκε τον πατέρα του, αυτοκράτορα Κομέι, και τον επόμενο χρόνο έγινε ο αυτοκράτορας Μεϊτζί ή «φωτισμένος κανόνας» και υπέγραψε τον Καταστατικό Όρκο.

Σύντομα τον Ιανουάριο του 1868, άρχισε ο πόλεμος Μποσίν (πόλεμος του έτους του δράκου) με τη μάχη του Τόμπα Φουσίμι, στον οποίο ο στρατός της νέας κυβέρνησης, νίκησε τον στρατό του σόγκουν με τη βοήθεια των Τακαμόρι και Τακαγιόσι.

Ο πόλεμος τελείωσε στις αρχές του 1869 με την πολιορκία του Χακοντάτε, στο νησί Χοκάιντο. Η στρατιωτική ήττα του σόγκουν (με στρατηγό τον Χιτζικάτα Τοσίτζο) σήμανε και το τέλος της παλινόρθωσης Μεϊτζί και κάθε είδους ανυπακοή στον αυτοκράτορα και τον κανόνα του τελείωσε.

Η εξέγερση Σατσούμε

Η πρώτη δοκιμασία της νέας κυβέρνησης Μεϊτζί ήρθε με την εξέγερση της ισχυρής πατριάς Σατσούμε που που κατείχε τη νότια περιοχή του νησιού Κιούσου. Αυτή η σημαντική πατριά ελεγχόταν από τον οίκο Σιματζού, και την είχε ιδρύσει ο Σιματζού Τανταχίσα, γιος του Μιναμότο Γιοριτόμο, στην περίοδο Καμακούρα.

Ήταν μια από τις δύο ισχυρές γενιές (άλλο ήταν η Κχόσου) που έκαναν δυνατή την αποκατάσταση της αυτοκρατορικής δύναμης. Μετά από εννιά χρόνια κοντά στην κεντρική κυβέρνηση, οι σαμουράι της Σατσούμε ήταν δυσαρεστημένοι με την κατεύθυνση που έπαιρνε η κυβέρνηση. Οργάνωσαν το δικό τους στρατό για να πολεμήσουν ενάντια στα αδοκίμαστα ακόμη στρατεύματα της κεντρικής κυβέρνησης.

Ήταν μια μνημειώδης μάχη μεταξύ του ιαπωνικού παραδοσιακού τρόπου μάχης στην πραγματικότητα και ενός νέου στρατού αγροτών, εκπαιδευμένου στη δυτική στρατηγική και τη χρήση δυτικών όπλων. Ηγέτης της εξέγερσης ήταν ο Σάιγκο Τακαμόρι, ένας γίγαντας με ισχυρή προσωπικότητα που, ακριβώς πριν από μερικά χρόνια, ήταν ηγέτης της κυβέρνησης και υπεύθυνος για την οργάνωση του κυβερνητικού στρατού.

Ο Σάιγκο ήταν ένας από τους τρεις νέους σαμουράι που προσχώρησαν στην κυβέρνηση και με τον προσωπικό μαγνητισμό του είχε βοηθήσει στην ένωση και την επιβίωσή της. Ο δεύτερος ήταν ο Κίντο Κόιν, σαμουράι από την πατριά Κχόσου, εξαιρετικά ικανός διπλωμάτης, ένας δάσκαλος της τέχνης της πειθούς.

Η ιστορική σημασία του Κίντο έγκειται πρώτιστα στην πεποίθησή του ότι η φεουδαρχία έπρεπε να καταργηθεί για να ευημερήσει το έθνος, μαζί με την ικανότητά του να πείσει τους φεουδάρχες κυρίους ότι ήταν προς το συμφέρον τους και πατριωτικό καθήκον τους να επιστρέψει ο αυτοκράτορας και να υποστηριχθεί η νέα κεντρική κυβέρνηση.

Ο τρίτος της τριανδρίας ήταν Οκούμπο Τοσιμίτσι ο οποίος, όπως και ο Σάιγκο, ήταν μέλος της πατριάς Σατσούμα. Ο Σάιγκο ήταν ο ισχυρός άνδρας της δράσης, ο Κίντο ο διπλωμάτης και ο Οκούμπο ο αρμόδιος για το σχεδιασμό του νέου καθεστώτος. Αργότερα εξαιτίας της αντίθεσης του Οκούμπο στις ιδέες του Σάιγκο για την κατάκτηση της Κορέας και την επέκταση της Ιαπωνίας, ο Σάιγκο παραιτήθηκε από την κυβέρνηση.

Ο Σάιγκο είχε καταστρώσει ένα σχέδιο για την κατάκτηση της Κορέας που περιελάμβανε την αποστολή ενός απεσταλμένου με στόχο να προβάλλει προσβλητικές απαιτήσεις. Αυτό θα οδηγούσε, εξήγησε, τους Κορεάτες στην εκτέλεση του απεσταλμένου και θα παρείχε στην Ιαπωνία τη δικαιολογία κήρυξης πολέμου.

Ο απεσταλμένος, επέμεινε, θα ήταν ο ίδιος. Ο Οκούμπο και ο Κίντο του αρνήθηκαν και ο Σάιγκο επέστρεψε στο σπίτι του στο Κιούσου. Εκεί, ένωσε τους επαναστατημένους σαμουράι για να τους οδηγήσει ενάντια στον κυβερνητικό στρατό. Η κυβέρνηση ενέργησε γρήγορα για να συντρίψει την εξέγερση.

Υπήρξε μεγάλη σύγκρουση στη μάχη της Σιρογιάμα. Μετά από δύο εβδομάδες μαχών με τον αυτοκρατορικό στρατό, οι επαναστάτες σαμουράι μαζί με τον Σάιγκο μειώθηκαν από 40.000 περίπου σε 200 πολεμιστέ. Κατά τη διάρκεια της μάχης ο Σάιγκο τραυματίστηκε, αλλά δεν είναι γνωστός ο ακριβής τρόπος του θανάτου του.

Αφηγήσεις συμπολεμιστών του οδηγούν στο συμπέρασμα ότι προχώρησε σε τελετουργική αυτοκτονία σεπούκου με τη βοήθεια του συμπολεμιστή του Μπέπου Σινσούκε.

Ο Μύθος του Σάιγκο

Γίγαντας ύψους 1,80 και βάρους 112 κιλών, ο Σάιγκο Τακαμόρι λιγομίλητος, με ευπροσήγορο χαμόγελο ήταν ένας από τους δημοφιλέστερους πολιτικούς στη σύγχρονη εποχή της Ιαπωνίας. Η εγκάρδια προσωπικότητά του, η θυελλώδης σταδιοδρομία του και ο τραγικός του θάνατος άγγιξαν τις καρδιές πολλών Ιαπώνων, και ενέπνευσαν σεβασμό για το πρόσωπό του.

Η ιστορία του Σάιγκο ζει διασκορπισμένη στους διάφορους «θρύλους του Σάιγκο», πιστοποιώντας την αυξανόμενη δυσαρέσκεια για την κατάσταση της πολιτικής σήμερα και μια ψυχολογική ανάγκη για ήρωες.

Στην πραγματικότητα, το 1877, έτος θανάτου του Σάιγκο, ήταν ήταν η χρονιά κατά την οποία ο Άρης έφθασε στην πιο κοντινή προσέγγισή του στη γη. Οι άνθρωποι εκείνης της εποχής είδαν το φωτεινό, κόκκινο σαν αίμα αστέρι και είπαν ότι ήταν το άστρο του Σάιγκο, σημάδι πως ο Σάιγκο ήταν ακόμα ζωντανός κάπου.

Ο μύθος είναι μια ιστορία με σημαντικές οντολογικές συνέπειες, που περνούν από το άτομο σε άτομο. Ο μύθος είναι μια έννοια, μια ιδανική ή μισο-αληθινή ιστορία με μυθικές ιδιότητες που περιλαμβάνει συνήθως έναν ηρωικό χαρακτήρα ή φανταστικό τόπο και είναι ριζοβολημένος σε έναν πυρήνα αλήθειας και λειτουργεί ως υπενθύμιση μιας ιδιαίτερης κουλτούρας.

Μερικοί μύθοι γνωρίζουμε σήμερα ότι έχουν τη βάση τους σε ιστορικά γεγονότα και ο μύθος του Σάιγκο είναι ένας από αυτούς. Αρκετοί από τους μύθους που κυκλοφόρησαν για το πρόσωπό του αρνούνταν το θάνατό του. Πολλοί στην Ιαπωνία τον περίμεναν να επιστρέψει από την Ινδία ή την Κίνα για να νικήσει την κοινωνική αδικία.

Η αντίθεση στον δυτικό εκσυγχρονισμό

Με την πτώση του σογκουνάτου Τοκουγκάβα και την έναρξη της περιόδου Μεϊτζί, 1868 – έγιναν σημαντικές αλλαγές στην Ιαπωνία. Η νέα ιαπωνική αυτοκρατορική κυβέρνηση εισήγαγε ριζικές μεταρρυθμίσεις και πολιτική εκσυγχρονισμού: δημιουργήθηκαν σιδηρόδρομοι, καθιερώθηκε η υποχρεωτική εκπαίδευση και η στρατιωτική θητεία, εισήχθη το ηλιακό ημερολόγιο και καταργήθηκαν τα φέουδα μαζί με το σύστημα των τάξεων.

Πολλοί άνεργοι, δυσαρεστημένοι σαμουράι κράτησαν τις παραδοσιακές του αξίες και φοβούνταν τη «δυτικοποίηση». Σκέφτονταν ότι οι ξένοι «θα μόλυναν» την Ιαπωνία, ενώ άλλοι υποστήριζαν αντιθέτως ότι η τεχνολογία και το εμπόριο θα εμπλούτιζαν τη χώρα, και θα ενίσχυαν τους στρατιωτικούς. Η επένδυση της Ιαπωνίας για να γίνει ισχυρό κράτος δυτικού τύπου ήρθε σε μια στιγμή που οι σαμουράι ήταν έντονα δυσαρεστημένοι από τις κοινωνικο-πολιτικές εξελίξεις.

Ο Σάιγκο αγαπούσε τις παραδοσιακές αρχές και κατά περιόδους βρέθηκε αντιμέτωπος με μια εσωτερική σύγκρουση ανάμεσα στις δύο πίστεις του, μια στον αυτοκρατορικό στρατό και την άλλη στους σαμουράι της Σατσούμε. Ωστόσο, αρχικά διαφώνησε με τον εκμοντερνισμό της Ιαπωνίας και το εμπόριο με τη Δύση. Επίσης, ήταν αντίθετος με τη διαμόρφωση σιδηροδρομικού δικτύου, θεωρώντας πως τα χρήματα θα έπρεπε να ξοδευτούν για τον εκσυγχρονισμό του Στρατού.

Η αυτοκρατορική κυβέρνηση γοητεύθηκε από τον δυτικό πολιτισμό. Ένα παράδειγμα αυτής της αποπλάνησης ήταν πως η κυβέρνηση του Τόκιο ήταν πρόθυμη να εγκαταλείψει τις πολιτιστικές της παραδόσεις χάριν των δυτικότροπων αιθουσών χορού, (επιπολαιότητες), όπως τις αποκαλούσε ο Σάιγκο και την ίδια στιγμή απαρνείτο την τιμιότητα των δικών της αξιωματούχων. Η κυβερνητική διαφθορά έφθασε στο απόγειό της, ιδιαίτερα σε ό,τι σχετιζόνταν με τις υπέρογκες δαπάνες για στρατιωτικούς εξοπλισμούς και τις πιέσεις για άνοιγμα των εμπορικών δρόμων της Ιαπωνίας.

Κληρονομιά

Πέρα από γενναίος μαχητής, όμως, ο Σάιγκο ήταν πηγή έμπνευσης για τον πολιτισμό και πολλοί έμαθαν από τη σοφία του. Απολάμβανε τη μελέτη, και διαρκώς βελτίωνε τις γνώσεις του μελετώντας. Ενθάρρυνε τις κοινότητες της επαρχίας Σατσούμα να είναι πολιτιστικά αυτάρκεις σε μια εποχή κατάθλιψης, κατά τη διάρκεια της μεταρρύθμισης της περιόδου Μεϊτζί.

Ο Σάιγκο συνδέθηκε με την ίδρυση της σχολής Γιοσίνο, (που έδρευε σε ένα μικρό χωριό κοντά στην πόλη Καγκοσίμα). Οι μαθητές αυτής της ακαδημίας καλλιεργούσαν τη γη στη διάρκεια της ημέρας και ασχολούνταν με τη μάθηση στις απογευματινές και βραδυνές ώρες.

Η πολιτική ιδεολογία του Σάιγκο ήταν και ρομαντική και πρακτική. Δεν ήταν αντιδυτικός, αλλά απεχθανόταν τις παγιδεύσεις του δυτικού πολιτισμού. Θεωρούσε πως η Ιαπωνία θυσίαζε τις παραδόσεις της για τα ψεύτικα σύμβολα του δυτικού «ατομικισμού» και «της ελευθερίας».

Όπως το θέτει ο Μαρκ Ραβίνα, «ο θάνατος του Σάιγκο ήταν ένα αντίδοτο στην πολιτιστική δυσφορία της Ιαπωνίας. Δεν φοβήθηκε ότι η Ιαπωνία θα μάθαινε από τη Δύση, αλλά ότι θα αντλούσε τα λανθασμένα πρότυπα και όχι τις πραγματικές αρετές που οδήγησαν τη Δύση στη δύναμή της». Ακόμη και στο θάνατο η κυβέρνηση φοβήθηκε το πνεύμα του. Δεν μπορούσαν να κατανοήσουν πώς γύρισε η παλίρροια της ιαπωνικής κοινής γνώμης. Ο Σάιγκο ήταν ο ήρωάς τους. Φοβούμενη περαιτέρω συγκρούσεις και εξεγέρσεις, η αυτοκρατορική κυβέρνηση τον αποκατέστησε μετά θάνατον στις 22 Φεβρουαρίου του 1889.

Η ζωή του μεταφέρθηκε στη μεγάλη οθόνη στην ταινία «Ο Τελευταίος Σαμουράι». Αν και η ιστορική βάση της ταινίας είναι αληθινή, τα γεγονότα δεν εκτυλίχθηκαν επακριβώς με τον τρόπο που περιγράφονται στο σενάριο της ταινίας.
--------------------------
*Οι Ιάπωνες πολεμιστές, γνωστοί ως σαμουράι, δεν έχουν σταματήσει να εμπνεύουν τη φαντασία του πλήθους όσων ασκούν πολεμικές τέχνες σε όλο τον κόσμο. Η κουλτoύρα τους, οι πολεμικές τους τεχνικές και ο τρόπος σκέψης τους εξακολουθούν να παρουσιάζονται ως το παράδειγμα προς μίμηση προκειμένου να επιτευχθεί μια ιδανική φόρμα σε όλες τις πολεμικές τέχνες. Ωστόσο η πραγματικότητα απέχει πολύ τη δημοφιλή εικόνα που βασίζεται σε κλισέ των οποίων τα πραγματικά γεγονότα έχουν αποδυναμωθεί. Σε αυτό το άρθρο σκοπεύουμε να παρουσιάσουμε αυτούς τους πολεμιστές που ήταν «χωρίς φόβο και χωρίς μομφή», που ήταν πιστοί ως το θάνατο και που κέρδισαν το θαυμασμό πολλών.

Προέλευση:

Πρώτον ο όρος σαμουράι προέρχεται από το παλιό ιαπωνικό σαμπουράφου, που σημαίνει «να είσαι στην υπηρεσία του». Στις αρχές της περιόδου Χέιαν (794-1186) αναφερόταν σε εκείνους που βρισκόταν στην υπηρεσία των ευγενών της αυλής, γνωστούς ως κούγκε, ή του αυτοκράτορα με έδρα το Κιότο, κυρίως γυναίκες! Ήταν οι ακόλουθοι των σημαντικών αντρών της ιαπωνικής αριστοκρατίας. Ξεκινώντας από τον 9ο αιώνα η λέξη συνδέεται όλο και πιο συχνά με την έννοια της συνοδείας και προσδιόριζε για ένα διάστημα τους υπηρέτες της αριστοκρατίας. Επιπλέον ο όρος σαμουράι αρχικά δεν σημαίνει πολεμιστής. Στην αρχή του ιαπωνικού Μεσαίωνα δεν υπήρχε κάποια τυπική λέξη για να προσδιορίσει τους άντρες που ειδικεύονταν στον πόλεμο. Βλέπουμε πως αναφέρονται λέξεις που υποδηλώνουν επαγγελματίες οπλίτες όπως μούσα (άνθρωπος των όπλων) ή μόσα (άγριος). Βρίσκουμε επίσης τον όρο γκοκένιν o οποίος προσδιορίζει τη σχέση υποτέλειας που δένει ή τιμά τον πολεμιστή.

Σύμφωνα με τις πιο αξιόπιστες πηγές οι σαμουράι αποτελούσαν τη βάση των αρχόντων της επαρχείας και των κατώτερων αξιωματούχων της τοπικής διοίκησης που ανήκε στον αυτοκράτορα. Οι κύριες αρμοδιότητές τους ήταν η δημιουργία και διατήρηση των επίσημων εγγράφων, η συλλογή των φόρων, η μεταφορά χρηματικών πόρων στην πρωτεύουσα, η συντήρηση των δρόμων και των δημόσιων κτηρίων, η διαχείρηση της αστυνομίας και η επίβλεψη της λατρείας και των θρησκευτικών γιορτών. Αυτοί οι τοπικοί αξιωματούχοι ηγούταν της γεωργικής εκμετάλλευσης και γνώριζαν πως να αποσπάσουν τη μεγαλύτερη αξία από τη γη. Τοποθέτησαν τις επαύλεις τους σε υπερυψωμένες τοποθεσίες και διέθεταν ομάδες ανδρών τους οποίους έριχναν στην καλλιέργεια των πλημμυρισμένων ορυζώνων.

Για εργασίες που απαιτούσαν σκληρή δουλειά όπως το σκάψιμο καναλιών και δεξαμενών, η κατασκευή χαμηλών τοίχων και αναχωμάτων κοκ, ο κύριος είχε αποκτήσει ένα ορισμένο κύρος που του επέτρεπε να επιβάλει την εξουσία του στους αγρότες, καθώς και στους μικρούς προύχοντες που τους θεωρούσε ως δικούς του άνδρες. Σιγά σιγά ο αφέντης τοποθετεί τους αδερφούς του ή τους κοντινούς του ανθρώπους σε στρατηγικά σημεία σε όλη την περιοχή μετά την προσάρτηση νέων αγροτεμαχίων. Κατασκευάζονται μικρές επαύλεις για αυτούς και καθιερώνονται οικογένειες δορυφόροι, που αναγνωρίζουν την υπεροχή του κυρίως κλάδου που είναι υπεύθυνος για την απόδοση λατρείας στους προγόνους της φυλής. Ο επικεφαλής της οικογένειας ήταν επίσης επικεφαλής μιας μικρής ομάδας πολεμιστών τους οποίους οδηγούσε στη μάχη προς υπεράσπιση της επικράτειας και του αρχοντικού. Επομένως το κύριο χαρακτηριστικό αυτής της ομάδας των ατόμων ενωμένων για την προστασία της επικράτειας έγινε σταδιακά πιο στρατικωποιημένο και μετατράπηκε σε μια ομάδα πολεμιστών κατά την περίοδο από τον 9ο ως το 11ο αιώνα. Έτσι με αυτόν τον τρόπο εμφανίστηκαν οι σαμουράι•ήταν ταυτόχρονα πολεμιστές και ιδιοκτήτες γης. Οι σαμουράι θεωρούσαν τα εδάφη που προσάρτησαν οι προγονοί τους ως την επικράτειά τους και οι ίδιοι έφεραν το όνομα της επικράτειας στην οποία κατασκευάστηκε το αρχοντικό τους, το οποίο ήταν κοντά στο ιερό όπου λατρευόταν η προστάτιδα θεότητα της φυλής τους όπως και οι τάφοι που λατρεύονταν οι ψυχές των προγόνων τους. Η απώλεια αυτής της γης ήταν η επιτομή της ατίμωσης.

Η δύναμη των σαμουράι άρχισε να εμφανίζεται τον 9ο αιώνα καθώς άρχισαν σιγά σιγά να οργανώνονται σε ομάδες. Το όνομα των τεχνών που ασκούσαν θα υποστεί επίσης αρκετές αλλαγές. Το 10ο αιώνα βλέπουμε το τσουουαμόνο νο μίτσι, τον τρόπο των όπλων, όπου ο όρος τσουουαμόνο ορίζει τον πολεμιστή ή τον άνθρωπο των όπλων. Μπορούμε επίσης να μεταφράσουμε το τσουουαμόνο νο μίτσι ως «ο τρόπος του πολεμιστή». Έναν αιώνα αργότερα οι όροι μούσα και μονονόφου άρχισαν να χρησιμοποιούνται για να ορίσουν τους πολεμιστές• οι πολεμικές τους μέθοδοι θα γίνουν γνωστοί ως μούσα νο μίτσι ή μονονόφου νο μίτσι. Οι μάχες της περιόδου Χέιαν προκάλεσαν επίσης ολοένα και αυξανόμενη χρήση του τόξου σε συνδυασμό με την ιππασία και ο όρος κιούμπα νο μίτσι (ο τρόπος του να κατακτήσει κανείς το τόξο και την ιππασία) χρησιμοποιείται ευρέως. Από αυτήν την περίοδο ξεκινά η χρήση της λέξης μίτσι (τρόπος) φαίνεται πως ήδη είναι μια ηθική ανησυχία στην καρδιά διάφορων ομάδων πολεμιστών. Επίσης κατά τη διάρκεια της περιόδου Χέιαν που ιδρύθηκαν οι πρώτες σχολές κίου ζούτσου (τοξοβολία) όπως η διάσημη Ογκασαβάρα-ρίου.

Οι πηγές που χρησιμοποιήσαμε, όπως η Ιστορία του Χεϊτζι και η Ιστορία του Χογκέν, περιγράφουν συνήθως αυτούς τους πολεμιστές ως άνδρες καλυμμένους με πανοπλία και κράνος, οπλισμένους με τόξο και μεγάλο ξίφος διοικώντας αρκετούς άντρες που αποκαλούνταν αυτοαπάγγελτα ειδικοί πολεμικών τεχνικών και κυνηγιού. Ωστόσο κάθε ένοπλος μπράβος δεν μπορούσε να είναι σαμουράι, ακόμη και αν μπορούσαν να προσληφθούν για τη φύλαξη των κτηρίων της επαρχιακής διοίκησης ή να υπηρετήσουν ως εργάτες στην επικράτεια. Οι ίδιοι οι σαμουράι ήταν στην κορυφή των επικρατειών και έπρεπε να προταθούν προκειμένου να εκτελέσουν στρατιωτικά καθήκοντα για την επαρχία όπως π.χ. ως συνοδοί αποστολής για τη συλλογή φόρων. Συμμετείχαν στα κυνήγια που παρείχε ο κυβερνήτης της επαρχίας ή οργάνωναν τις τελετές σύγκρισης της ικανότητας στην άσκηση του γιαμπουσάμε (έφιππη τοξοβολία εναντίον στατικού αντιπάλου).

Ανάμεσα στο 1051 και 1087 πόλεμοι στην περιοχή Τοχόκου (στη βορειο-ανατολική Ιαπωνία) έφεραν σε αντιπαράθεση τους σαμουράι του Κάντο (η περιοχή του Κάντο στη σύγχρονη εποχή) και του Κανσάι (η περιοχή του Κιότο στη σύγχρονη εποχή). Κατά τη διάρκεια αυτών των σκληρών μαχών σφυρηλατήθηκαν στενές σχέσεις μεταξύ των σαμουράι. Πολλοί από αυτούς προσπάθησαν να αποκτήσουν φέουδα στις προσφάτως προσαρτημένες περιοχές. Λόγω της αποτυχίας τους εναντίον των τοπικών στρατευμάτων υπήρχε μεγάλη δυσαρέσκεια προς την αριστοκρατία και τους κούγκε οι οποίοι δεν μπόρεσαν να αντισταθούν επιτυχώς σε αυτές τις επιθέσεις. Ταυτόχρονα εμφανίστηκαν έντονα συναισθήματα περηφάνειας για τους ένοπλους όπως και για τις αξίες του ηρωισμού, της πίστης, του θάρρους, της αφοσίωσης στον στρατηγό τους και ενός αποφασιστικού πνεύματος σε όλους τους σαμουράι του Κάντο, δηλαδή της οικογένειας Μιναμότο. Όλες αυτές οι αντιλήψεις ήταν αρκετά ξένες για την αριστοκρατία της Αυλής.

Έναν αιώνα αργότερα, μεταξύ του 1180 και του 1185, δυο αντίπαλες οικογένειες, οι Μιναμότοo και οι Τάιρα, αντιπαρατάχθηκαν σε έναν πραγματικό εμφύλιο πόλεμο στον οποίο επικράτησαν οι Μιναμότο. Η παραμονή της τάξης των πολεμιστών στην εξουσία θα διατηρηθει για άλλους επτά αιώνες. Γεννήθηκε ο Σογκούν.

Η κουλτούρα και η φιλοσοφία του Μπούσι:

Ο τρόπος της έφιππης τοξοβολίας, κιούμπα νο μίτσι, θα συστηματοποιηθεί σε έναν τρόπο του πολεμιστή που αργότερα θα γίνει το διάσημο Μπουσίντο. Οι σαμουράι ανέπτυξαν μια κουλτούρα που ήταν εντελώς μοναδική. Κατασκεύασαν την πολιτική και πολιτιστική τους ταυτότητα διαμέσου της βίας και της διεξαγωγής πολέμου. Σε αυτόν τον τρόπο του πολεμιστή αναπτύχθηκε μια πλήρης αδιαφορία για την ύλη και στη θέση της σχηματίστηκε μια μεγάλη αναζήτηση για την ομορφιά και την καθαρή αποτελεσματικότητα της κίνησης. Η τιμή και η πίστη προς στον άρχοντα, κουράγιο στη μάχη και γενναιότητα ενώπιον του εχθρού αποτέλασαν τα μοτίβα ιστοριών πολεμιστών όπως η Ιστορία του Χεϊτζι, που γράφτηκε στις αρχές του 13ου αιώνα, και που θα διηγείτο σε πανηγύρια και προσκυνήματα. Από εδώ και στο εξής οι σαμουράι θεωρούσαν πως δεν είχαν αντίπαλο στις τέχνες του πολέμου, κυνηγιού και ιππασίας, κάτι για το οποίο ήταν πολύ υπερήφανοι.

Η γοητεία, που δοκίμασε τους προγόνους τους ως προς την αριστοκρατία της αυτοκρατορικής αυλής, αντικαταστάθηκε από ένα αίσθημα ανεξαρτησίας το οποίο ήταν συνδεδεμένο με τη χρήση βίας, τη μανία στη μάχη και μια νέα αντιλήψη περί τιμής. Η ιππασία, η οπλοφορία, η άσκηση των τεχνών του πολέμου, ο πόλεμος είναι τα σύμβολα χαρακτήριζαν τους πρώην γαιοκτήμονες και νυν πολεμιστές. Διατήρησαν δεσμούς πίστης και εξάρτησης απευθείας προς τον άρχοντά τους. Ο καινούργιος υποτελής απλώς παρουσιαζόταν από τον κύριο του ενώπιον των άλλων πολεμιστών του. Μετά από αυτήν την τελετή ο άρχοντας και ο καινούργιος άνδρας του θα έπιναν μαζί δημοσίως από το ίδιο κύπελο σάκε ως ένδειξη της αδελφοσύνης τους. Ένα άλλο χαρακτηριστικό γνώρισμα που συμμερίζονταν οι πολεμιστές ήταν η ατομικότητα. Ο σαμουράι ήταν βέβαια πιστός, αλλά ακολουθούσε τον αφέντη στη μάχη μόνο όταν ήταν σίγουρος πως θα του δινόταν μια περιοχή η οποία θα ήταν προς όφελος του. Το να αποκτήσει τον έλεγχο νεοκατακτηθείσας γης• αυτό είναι το κίνητρο για το σαμουράι για να ακολουθήσει έναν άρχοντα στη μάχη. Η μάχη δεν γινόταν αποδεκτή εκτός και αν αποζημειωνόταν κατάλληλα, η στρατιωτική υπηρεσία ασφαλώς και δεν είναι τσάμπα. Το θάρρος δεν είχε καμία σημασία για αυτούς τους πολεμιστές εκτός και αν ο εχθρός είχε πλούτη για αρπαγή.

Επιπλέον η πίστη ήταν κάποια αρετή μόνο εάν δεν έθετε σε κίνδυνο την κύρια επικράτεια του σαμουράι. Αν όχι, η προδοσία – η αλλαγή παράταξης κατά τη διάρκεια της μάχης – ήταν λεφτά στην τράπεζα. Μεταξύ των ιστοριών με θέμα τους πολεμιστές και τις χρονολογίες οικογενειών που περιγράφουν την πίστη των υποτελών στους κυρίους τους και την ιστορική πραγματικότητα υπάρχει μια ανομοιότητα που κάποιοι, οι οποίοι δεν είναι αρκετά εξοικειωμένοι με τη μεσαιωνική ιαπωνική ιστορία, ίσως είναι δύσκολο να αποδεκτούν. Κατά κύριο λόγο υψηλόβαθμοι πολεμιστές και εξέχουσες ιστορικές προσωπικότητες όπως οι Χότζο Ουτζιγιάσου (1515-1571), Όντα Νομπουνάγκα (1534-1582), Τογιοτόμι Χιντεγιόσι (1537-1598), Τοκουγκάουα Ιεγιάσου (1542-1616), Τακέντα Σίνγκεν (1521-1573), Ουεσούγκι Κένσιν (1530-1578) κλπ εφάρμοσαν την προδοσία και την αλλαγή συμμαχιών. Αυτές οι περιπτώσεις πολιτικής προδοσίας σε καμία περίπτωση δεν αμαύρωσαν την τιμή των γενεαλογιών στις οποίες ανήκαν οι πρωταγωνιστές, έλαβαν ακόμη και ανταμοιβές από τους νικητές των αντιστοίχων μαχών.

Η εξάσκηση τεχνικών μάχης ξεκινά πολύ νωρίς για τον πολεμιστή. Πρώτα από όλα ξεκινά με την ενδελεχή μελέτη των πραγματειών περί στρατιωτικής στρατηγικής και κατασκοπείας, γνωστές συλλογικά ως μπουγκέι σιτσίσο. Αυτές οι πραγματείες, επτά στον αριθμό, περιέχουν όλες τις απαραίτητες διδαχές για τη διεξαγωγή μάχης με την ευρύτερη έννοια, πως να διαβάζει κανείς τη στρατηγική του αντιπάλου, πως να διεξάγει μια επίθεση, τη μελέτη της τοπογραφίας, μετερεολογίας, αστρονομίας κτλ.

Παράλληλη με τη μελέτη αυτών των πραγματειών ήταν η εξάσκηση διαφόρων κλάδων της μάχης όπως η τέχνη του δόρατος, λογχοπέλεκυ, βέλους και τόξου, ιππασίας, κενζούτσου, ιαϊζούτσου, τζουζούτσου κοκ. Αυτοί οι κλάδοι είναι 18 συνολικά και είναι γνωστοί ως μπουγκέι τζουχαπάν ή οι 18 εξειδικεύσεις του πολεμιστή. Σύμφωνα με αξιόπιστες πηγές οι πρώτες σχολές μπουζούτσου, στις οποίες αφοσιώθηκαν οι πολεμιστές, ιδρύθηκαν κυρίως κατά την περίοδο Μουρομάτσι (1333-1467). Ασφαλώς μερικές σχολές αρέσκονται να διηγούνται πως η ίδρυσή τους χρονολογείται ακόμη νωρίτερα. Παρ’όλα αυτά τα επίσημα κείμενα φανερώνουν πως οι σχολές, για τις οποίες είμαστε σίγουροι σήμερα, ιδρύθηκαν την περίοδο Μουρομάτσι. Τρεις τέτοιες σχολές αποτελούν τα τρια ρεύματα του μπουζούτσου, τα οποία αργότερα θα επηρεάσουν ένα μεγάλο αριθμό τεχνών κυρίως στην περίοδο Έντο (1603-1868). Αυτές είναι η Κάσιμα νο τάτσι που ομαδοποιεί την Τένσιν σοντέν Κατόρι σίντο-ρίου του Ιζάσα Τσοισάι (1386-1488), την Κάσιμα σινκάγκε-ρίου του Ματσουμότο Μπιζεν νο κάμι (1467-1524) και την Σίντο-ρίου του Τσουκαχάρα Μποκουντέν (1490-1571). Αυτό το ρεύμα ονομάζεται σίντο-ρίου. Το δεύτερο ρεύμα είναι η Νέν-ρίου, που ιδρύθηκε από το μοναχό Τζιόν Νενάμι (1350-;) και το τρίτο η Κάγκε-ρίου, που ιδρύθηκε από τον Άιζου Ικοσάι (1452-1538). Αυτά τα τρια ρεύματα έχουν ως κοινό τους πυρήνα τη χρήση αρκετών όπλων με ποικίλα μήκη π.χ. η τέχνη του δόρατος και του μεγάλου ξίφους στο γιορόι ούτσι-τάτσι δηλαδή μάχη σε πανοπλία. Ανέπτυξαν πολλές λεπτές αποχρώσεις στην τέχνη της χρήσης του σώματος ως αποτέλεσμα της χρήσης της πανοπλίας στο πεδίο της μάχης. Οι ιδρυτές ήταν όλοι πολεμιστές που έχαιραν μεγάλης εκτίμησης και προέρχονταν από εξέχουσες οικογένειες πολεμιστών. Αυτοί διαφέρουν από τους υπόλοιπους καθώς δεν πέθαναν λόγω σεπούκου ή χάρα-κίρι αλλά τελείωσαν τη ζωή τους μεταδίδοντας την επιστήμη τους στην επόμενη γενιά.

Επίσης δεν πρέπει να ξεχνάμε τη φιλοσοφία του Βουδισμού Ζεν και Μίκιο, εσωτερικού Βουδισμού, που έπαιξε ρόλο στην καθημερινή ζωή πολλών σαμουράι. Oι πιο ευσεβείς εξάσκησαν τις πολεμικές τέχνες σε συνδυασμό με μια πνευματικότητα. Η άσκηση του Σάντο-της τελετής τσαγιού, της καλλιγραφίας, της ζωγραφικής και του Θεάτρου Νο ήταν επίσης κλάδοι που επέτρεψαν σε αυτούς τους πολεμιστές να ακονίσουν τα πνεύματά τους όπως επίσης και να ανακαλύψουν νέους ορίζοντες εφαρμόσιμους στην άσκηση των πολεμικών τεχνών. Πρέπει επίσης να σημειώσουμε τους εξαιρετικούς πίνακες του Μιγιαμότο Μουσάσι (1548-1645), την καλλιγραφία του Καμιιζούμι Ισε νοκάμι (1508-1577) ή του Γιαγκίου Σεκιτσουσάι (1527-1606), χωρίς να ξεχνάμε τον Γιαγκίου Μουνενόρι (1571-1646) ο οποίος ήταν πολύ επιδέξιος στο Νο και την καλλιγραφία. Επίσης μπορούμε να πούμε αναμφισβήτητα πως το πνεύμα των σαμουράι θα συνέχιζε να επηρεάζει τον ιαπωνικό πολιτισμό για επτά αιώνες και θα εμπλούτιζε πολλές πτυχές.

Το σεπούκου, επίσης γνωστό κοινώς ως χάρα-κίρι, είναι μια άλλη ελκυστική πτυχή της φιλοσοφίας και των τελετουργιών των σαμουράι . Ήταν η τελετουργική αυτοκτονία που έκανε ο σαμουράι για να διασώσει την τιμή του. Αυτός είναι, τουλάχιστον, ο πιο συνηθισμένος ορισμός. Στην πραγματικότητα η συστηματοποίηση αυτής της τελετουργίας έγινε αργότερα και από τις πηγές φαίνεται πως μόνο υψηλά ιστάμενοι πολεμιστές την εφάρμοζαν. Οργανώθηκε συστηματικά στα μέσα της περιόδου Έντο, π.χ. όταν ένας άρχοντας πέθαινε ολόκληρη η αυλή του όφειλε να τον ακολουθήσει στο θάνατο. Η προπαγάνδα του εθνικού στρατού χρησιμοποιήσε αρκετούς αιώνες αργότερα αυτήν την τελετουργία μαζί με τον κώδικα Μπουσίντο για να ηλεκτρίσει τους στρατιώτες κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου.

Μια σημαντική αλλαγή:

Ο Χιντεόσι, ο δεύτερος που ενοποίησε την Ιαπωνία μετά τον Όντα Νομπουνάγκα, επιχείρησε να υποτάξει τους πολεμιστές, να δημιουργήσει ένα είδος απόλυτης μοναρχίας, όπως και να αφοπλίσει τους χωρικούς. Με όλες τις μεταρρυθμίσεις που έθεσε σε εφαρμογή ο Χιντεόσι, η τάξη των πολεμιστών ήταν προσβάσιμη μόνο μέσω της γέννησης σε αυτή. Από εδώ και στο εξής ο σαμουράι θα αποτελεί το ανώτερο στρώμα της κοινωνίας πάνω από τους χωρικούς, τους καλλιτέχνες και τους έμπορους. Ωστόσο υπό το καθεστώς των Tοκουγκάουα με την επικράτηση της ειρήνης κατά την περίοδο Έντο (1603-1868) οι σαμουράι μεταμορφώθηκαν σιγά σιγά σε γραφειοκράτες που ως επί το πλείστον ήταν μορφωμένοι και ικανοι. Οι σαμουράι εξαναγκασμένοι από τους κυρίους τους εγκαθίσταντο σε περιόδους ειρήνης σε πόλεις στους πρόποδες κάστρων διεκπεραιώνοντας εποπτικά και διοικητικά καθήκοντα, τα οποία παρείχαν οικονομικές απολαβές. Η πιο περιζητητή θέση για τους πιο επιδέξιους ήταν εκείνη του εκπαιδευτή πολεμικών τεχνών. Κάποιοι, όπως ο Γιαγκίου Μουνενόρι, ανήλθαν στα ανώτατα στρώματα της ιεραρχίας: πέρα από το αξίωμα του εκπαιδευτή της οικογένειας του Τοκουγκάουα Σογκούν και των σημαντικότερων υποτελών του, έλαβε τον τίτλο του Σομέτσουκε, του επικεφαλής του δικτύου κατασκοπίας και παρακολούθησης του σογκούν. Επομένως, ήταν εφικτό για σαμουράι εξαιρετικών ικανοτήτων να αποκτήσουν θέσεις, αν και αυτή η περίπτωση ήταν σπάνια.

Η μεταμόρφωση των σαμουράι κατά την περίοδο 1570-1620 από ειδικούς στον πόλεμο και σε όλες τις μορφές μάχης σε ειδικούς στη διοίκηση ήταν χωρίς αμφιβολία μια κρίσιμη στιγμή στην ιστορία των ιαπωνικών πολεμικών τεχνών και της ίδιας της Ιαπωνίας. Αυτή η αλλάγη δεν εμπόδισε τους σαμουράι από το να συνεχίσουν να συνδέονται με τον τρόπο του πολεμιστή, συνεχίζοντας όλο αυτό το διάστημα να μελετούν τις διάφορες πολεμικές εξειδικεύσεις. Ωστόσο, στις αρχές του 18ου αιώνα «ο τρόπος του πολεμιστή», το διάσημο Μπουσίντο, θα μετασχηματιζόταν σε ένα είδος ηθικής πολεμιστών σε μια εποχή που ήδη οι σαμουράι δεν υπήρχαν πια.

Αρκετοί δεν είχαν τις απαραίτητες δεξιότητες για να γίνουν γραφειοκράτες στην υπηρεσία του Σογκούν ή απλώς δεν μπορούσαν να προσαρμοστούν στις αλλαγές. Μια μεγάλη πλειοψηφία τους κατέφυγε στη ληστεία, ανακάλυψε ξανά τις γεωργικές εργασίες, νοικίασε τις υπηρεσίες της ή άνοιξε ένα ντότζο. Η αναγέννηση των ντότζο και ακόμη και η δημιουργία σχολών μπουζούτσου έφτασε στο αποκορύφωμά της στα μέσα της περιόδου Έντο. Στη διάρκεια αυτής της περιόδου διαπιστώνουμε ένα είδος δημοκρατικοποίησης της άσκησης των πολεμικών τεχνών, που είθισται να είναι αποκλειστικό προνόμιο των ελίτ πολεμιστών. Ως αποτέλεσμα η έκδοση ακριβών διπλωμάτων, οι πιο εκλεπτυσμένες τεχνικές και η συγγραφή ολοένα και πιο λεπτομερών χειρογράφων κ.ο.κ γνώρισαν μια ραγδαία ανάπτυξη. Επίσης πραγματοποιήθηκε μια μετατόπιση από την ποιοτική μετάδοση προοριζόμενη για ένα μοναδικό διάδοχο προς τη μαζική διδασκαλία.

Στις αρχές του 1850, με τη Δυτική απειλή να γίνεται ολοένα και πιο πιεστική, η Ιαπωνία αναγκάστηκε να κάνει πιο ανοικτή τη διακυβέρνησή της. Κάποιοι πολεμιστές απέκτησαν τεχνικές από τη Δύση ενώ άλλοι, όπως εκείνοι που κατείχαν τα ηνία, αγνόησαν τις Δυτικές δυνάμεις. Για αυτούς τους αντιφρονούντες πολεμιστές, ο εκσυγχρονισμός και το άνοιγμα προς την τεχνογνωσία της Ευρώπης και της Αμερικής, που θα οδηγούσαν σε λαμπρές καριέρες που δεν στηριζόταν στο βαθμό αλλά στην αξία, φαινόταν να είναι ένα επαναστατικό μέσο για να απαλλακτούν ολοκληρωτικά από την εξουσία που ήδη είχε αρχίσει να φθίνει. Έγιναν αρκετές μάχες ανάμεσα σε διαφορετικές φατρίες, εκείνης που ήταν υπέρ του ανοίγματος της χώρας και της αποκατάστασης της εξουσίας του αυτοκράτορα και εκείνης που ήταν πιστή στην οικογένεια του Τοκουγκάουα Σογκούν. Η ήττα της τελευταίας θα γεννήσει την περίοδο Μεϊτζι το 1868. Καταργήθηκαν όλες οι κοινωνικές τάξεις και αφαιρέθηκε από τους σαμουράι η υψηλή κοινωνική τους θέση συμπεριλαμβανομένων του προνομίου τους να φέρουν τα δυο σπαθιά και να διατηρήσουν το χτένισμά τους. Αυτή είναι η περίοδος που απεικονίζει η ταινία Ο Τελευταίος Σαμουράι με τον Toμ Κρούζ.

Εκείνοι που αποδείχθηκαν ανίκανοι να προσαρμοστούν, αρνήθηκαν την πρόοδο και συνδέθηκαν με άλλους αντιφρονούντες ο πιο διάσημος των οποίων ήταν ο Σάιγκο Τακαμόρι (1827-1877). Πέθανε τελώντας επιτυχώς την τελετουργία του σεπούκου μετά από την ήττα του σε μάχη εναντίον του νέου αυτοκρατορικού στρατού. Πραγματοποήθηκε μια άνιση μάχη μεταξύ παρωχημένων όπλων και τακτικών εναντίον βαρέως οπλισμού καινούριου για την Ιαπωνία. Εκείνοι που μπόρεσαν να προσαρμοστούν, καθώς η τέχνη της προσαρμογής ήταν το κλειδί στην προγονική εξάσκηση των πολεμικών τεχνών και των σαμουράι, έγιναν υψηλά ιστάμενοι κρατικοί υπάλληλοι, ειδικοί ή ακόμη και καπιταλιστές. Δεν είχαν πια την ανάγκη να ταυτίζονται με το παλαιό καθεστώς των πολεμιστών. Καθιερώθηκαν χωρίς ιδιαίτερα προβλήματα σε αυτήν τη νέα κοινωνία μαζί με τους αστούς και τους πλούσιους χωρικούς.

Οι σαμουράι σήμερα:

Είναι δύσκολο να πει κανείς πως υπάρχουν ακόμη σήμερα σαμουράι με την κυριολεκτική σημασία της λέξης, δηλαδή ένα άτομο στην υπηρεσία μιας επικράτειας, που εκτός από την καλλιέργεια της γης και άλλες αρμοδιότητες, χρησιμοποιεί όπλα για να προστατεύσει την επικράτεια και την οικογένειά του. Η ομοφυλοφιλία που ήταν της μόδας κυρίως κατά το Μεσαίωνα, πιο συγκεκριμένα μια προτίμηση των πολεμιστών για νεαρότερα αγόρια, η ζωή επαγγελματίων πολεμιστών, η αποδοχή της τελετουργική αυτοκτονία σε περίπτωση που πεθάνει ο κύριος κάποιου ή απλώς κατ’ εντολή του, είναι καταστάσεις αδιανότητες στις μέρες μας.

Φυσικά πάντοτε υπήρχε ομοφυλοφιλία σε όλες τις ομάδες πολεμιστών ανά τους αιώνες, αν και αρκετοί έχουν την τάση να πιστεύουν πως ο σαμουράι ήταν κάτι σαν εκδικητής ή υπερασπιστής χήρων και ορφανών, παντρεμένος με μια μόνο γυναίκα. Ωστόσο, ήδη από την περίοδο Έντο η μεγάλη πλειοψηφία της πολυάριθμης κατώτερης τάξης των σαμουράι φημίζονταν για την αγένεια, την αμάθειά τους και διατηρούσαν το κύρος τους ως σαμουράι σκοτώνοντας οποιονδήποτε τολμούσε να τους προσβάλει. Πολυάριθμα είναι τα ιστορικά χρονικά και ανέκδοτα όπου περιγράφονται λεπτομερώς οι εκβιασμοί και άλλα εγκλήματα που διαπράχθηκαν από αυτούς τους πολεμιστές. Επίσης πρέπει να ερωτηθούμε ξανά τι σημαίνει να είσαι σαμουράι σήμερα. Είναι απλώς ο αναχρονισμός του να θέλεις να ζεις στο παρελθόν, γεγονός αντίθετο στη βασική αρχή που βρίσκεται στην καρδιά της γέννεσης των σαμουράι και των πολεμικών τεχνών, την αρχή της προσαρμοστικότητας και επιβίωσης. Αυτό είναι το πλαίσο μέσα στο οποίο πρέπει να καταλάβουμε μια από τις φράσεις από το Χαγκάκουρε «ο τρόπος του πολεμιστή αποτελείται από τη συνάντησή του με το θάνατο». Αυτή η πρόταση μπορεί να ερμηνευθεί με πολλούς τρόπους, όπως ο θάνατος του εγώ, αλλά η πρώτη σημασία παραμένει χωρίς αμφιλογία εκείνη της επιβίωσης, της επιβίωσης της φυλής, του ονόματος, της επικράτειας. Με άλλα λόγια το να μην ενδίδεις στο θάνατο προκειμένου να συνεχίσεις να πολεμάς. Αυτό είναι το κόστος της επιβίωσης. Αυτό είναι το πνεύμα της απάρνησης, της εγκαρτέρησης, της επιθυμίας να ασκηθείς και να μάθεις από ορισμένους υψηλά ιστάμενους πολεμιστές και ιδρυτές σχολών, το οποίο είναι σήμερα εξακολουθεί να είναι παρών στη μαθητεία των πολεμικών τεχνικών που μεταδίδονται σήμερα.

Κάθε περίοδος φέρνει τη δικιά της αλλαγή. Μπορούμε εύκολα να πούμε πως ακόμη υπάρχουν άντρες που εξασκούν τις ιδίες πολεμικές τεχνικές ,που δημιούργησαν αυτοί οι πολεμιστές, και προσπαθούν να διατηρήσουν μια παραδοσιακή μορφή της τέχνης της κίνησης καθώς άλλωστε και να προσπαθήσουν να καταλάβουν τον κόσμο μέσω ενός τρόπου όπου ο καθένας επιδιώκει να κατευθυνθεί προς την τελειότητα ή ενός ιδανικού παρόμοιο με τους παλαιούς σαμουράι αλλά με διαφορετικούς στόχους. Επομένως ανεξαρτητα από την άσκηση ή την περίοδο, το ουσιώδες στοιχείο έγκειται στο πνεύμα και την εφαρμογή του στην παρούσα στιγμή.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου