Από κει και πέρα το λόγο είχαν οι άνθρωποι του καθεστώτος, που πρόσφεραν υπηρεσίες εκτός θεσμικού πλαισίου: «σίμωσε λοιπόν τους Τριάντα, μίλησε για λίγο μαζί τους και βγαίνοντας πρόσταξε τους μαχαιροφόρους να πάνε να σταθούν κοντά στο ξύλινο κιγκλίδωμα που χωρίζει το ακροατήριο από τους βουλευτές, έτσι που τούτοι να τους βλέπουν καθαρά». (2,3,50).
Η επικράτηση των παρακρατικών σηματοδοτεί την έσχατη τυραννία, που πλέον δε διατίθεται να κρυφτεί στο ελάχιστο.
Ο Κριτίας θα πάρει και πάλι το λόγο: «σύμφωνα με την καινούργια νομοθεσία κανένας από τους Τρεις Χιλιάδες δεν μπορεί να θανατωθεί χωρίς τη δική σας ψήφο, ενώ οι Τριάντα έχουν δικαίωμα να θανατώνουν όσους δεν είναι γραμμένοι στον κατάλογο». (2,3,51).
Από τη στιγμή που η θανάτωση κάποιου που υπάρχει στον κατάλογο προϋποθέτει τη συγκατάθεση της πλειοψηφίας από το σώμα των τριών χιλιάδων – πράγμα ιδιαιτέρως επίφοβο στην περίπτωση του Θηραμένη – δε μένει παρά η δεύτερη λύση, όπου οι Τριάντα μπορούν να σκοτώσουν όποιον θέλουν εκτός καταλόγου: «”Εγώ, λοιπόν” είπε, “διαγράφω αυτόν εδώ το Θηραμένη από τον κατάλογο, με τη σύμφωνη γνώμη όλων μας. Και τον καταδικάζουμε εμείς” – πρόσθεσε – “σε θάνατο”». (2,3,51).
Επί της ουσίας, ο Κριτίας κοινοποιεί ότι ο μοναδικός νόμος είναι ο ίδιος. Ο Θηραμένης θα πηδήξει κοντά στο βωμό ικετεύοντας τη σωτηρία, όχι γιατί πιστεύει ότι υπάρχει έστω η ελάχιστη πιθανότητα να γλιτώσει, αλλά για να καταδείξει σε όλους ότι οι τύραννοι δεν έχουν ούτε ιερό ούτε όσιο, αφού τους εξαναγκάζει να τον αποσπάσουν με τη βία δείχνοντας την ύψιστη ασέβεια.
Όμως, αν και η τελευταία του καταφυγή απέβλεπε στο θρησκευτικό συναίσθημα των παρευρισκομένων, τα λόγια που κατάφερε να ξεστομίσει ήταν καθαρά πολιτικά: «”Απορώ όμως”, πρόσθεσε, “που εσείς, ευυπόληπτοι άνθρωποι, δεν σκέφτεστε να υπερασπίσετε τους εαυτούς σας – κι ας ξέρετε ότι τ’ όνομα του καθενός σας μπορεί να σβηστεί εξίσου εύκολα με το δικό μου!”». (2,3,53).
Το πόσο ευυπόληπτοι ήταν οι παρευρισκόμενοι είναι μάλλον συζητήσιμο μέγεθος. Το σίγουρο είναι ότι κανένα τυραννικό καθεστώς δεν μπορεί να εγκαθιδρυθεί επειδή το θέλει ο ένας τύραννος. Χρειάζονται – πέρα από τη συνήθη ξενοκίνητη δύναμη – και οι άνθρωποι που θα το στηρίζουν, όπως οι Τρεις Χιλιάδες που συμμετείχαν στη συνέλευση, οι οποίοι είναι πρόθυμοι να αποδεχτούν όλους τους εκβιασμούς τρέφοντας την ελπίδα ότι στο τέλος θα βγουν κερδισμένοι.
Στο κάτω – κάτω και τι έγινε αν εκτελεστεί ο Θηραμένης; Οι ίδιοι θα συνεχίσουν τη δράση τους ανενόχλητοι. Οι περιουσίες τους θα αυξηθούν με ρυθμό που δε θα το πιστεύουν. Εξάλλου, αυτού του είδους τα καθεστώτα απαιτούν πειθαρχία. Αν γινόταν ανεκτές οι αντιρρήσεις και όλα ρυθμίζονταν με διάλογο και ψηφοφορίες δε θα μιλούσαμε γι’ αυτά. Ο Θηραμένης έπρεπε να το έχει αυτό υπόψη του προτού ξεκινήσει. Τώρα ας τα βγάλει πέρα μόνος του: «ο κήρυκας των Τριάντα πρόσταξε τους Έντεκα να πιάσουν το Θηραμένη. Εκείνοι μπήκαν με τους βοηθούς τους κι επικεφαλής τον Σάτυρο, τον πιο θρασύ κι αδιάντροπο απ’ όλους». (2,3,54). Για τους Έντεκα: «Αξιωματούχοι, ένας από κάθε φυλή μαζί με τον γραμματέα, προϊστάμενοι του “δεσμωτηρίου”, αρμόδιοι για τις θανατικές εκτελέσεις».
Κι εδώ ακριβώς βρίσκεται η βάση των τυραννικών καθεστώτων· στις στρατιές των μπράβων, που παριστάνουν ότι ευαισθητοποιούνται πολιτικά και είναι πρόθυμες ανά πάσα στιγμή να τρομοκρατήσουν τον κόσμο. Είναι οι αφανείς (πλην ξεκάθαροι) στυλοβάτες της απολυταρχίας, αφού προθυμοποιούνται να παίξουν όλους τους βρώμικους ρόλους: να βιαιοπραγήσουν, ώστε να κλειστούν όλοι σπίτι τους, να παραστήσουν τους ακραίους προς δικαιολόγηση επέμβασης των δυνάμεων καταστολής, να καταδώσουν, να προβούν σε πάσης φύσεως έγκλημα, να κάνουν όλες τις απεχθείς εξυπηρετήσεις.
Στην περίπτωση των Τριάντα τα πράγματα γίνονται απολύτως φανερά· απροκάλυπτα. Οι πιο εκσυγχρονισμένες τυραννίες έχουν αλλάξει τακτική. Προτιμούν αυτά τα στοιχεία να μην τα προβάλλουν επισήμως. Να τα αφήνουν να δρουν, ώστε να επιδεικνύεται η βία (προς τρομοκράτηση του κόσμου), αλλά να αρνούνται οποιαδήποτε σχέση μαζί τους. Να δουλεύουν αφανώς δίπλα στο κράτος· σαν ανομολόγητο δεύτερο κράτος. Ο στόχος είναι πάντα η διάλυση της κοινωνικής συνοχής προς όφελος αυτών που ασκούν τυραννία.
Φυσικά, αυτά τα στοιχεία δεν έχουν καμία σχέση με τις δημοκρατίες. Οι δημοκρατίες υπερασπίζονται τα συμφέροντα των πολλών κι όχι των λίγων και δεν έχουν ανάγκη ούτε από μηχανισμούς εκφοβισμού ούτε από μηχανισμούς χειραγώγησης. Οι δημοκρατίες οι οποίες εκτρέφουν παρακρατικούς, που λειτουργούν πλάι στις δυνάμεις καταστολής, προς εκφοβισμό των πολλών δεν είναι δημοκρατίες. Είναι στρεβλώσεις ξεκάθαρα ολιγαρχικού προσανατολισμού, που χρησιμοποιούν το δημοκρατικό προσωπείο για να πείθεται ο κόσμος ευκολότερα.
Η επικράτηση των παρακρατικών σηματοδοτεί την έσχατη τυραννία, που πλέον δε διατίθεται να κρυφτεί στο ελάχιστο. Οι τραμπούκοι είναι η αποχαλίνωση του θράσους, όταν πλέον δεν υπάρχει άλλη επιλογή χειραγώγησης· όταν δηλαδή τα συμφέροντα δεν έχουν άλλο τρόπο να επιβληθούν. Φυσικά, καλό είναι να μη φτάσουμε εκεί. Άνθρωποι σαν τον Κριτία κρίνονται τελείως αναξιόπιστοι. Κανείς δε θέλει να τους φέρει στο προσκήνιο. Καλό είναι όμως και να υπάρχουν. Να υπενθυμίζουν τα χειρότερα. Να καθιστούν τα διλήμματα περισσότερο σαφή. Όσο περισσότερο ατροφεί η δημοκρατία, τόσο πιο αισθητή γίνεται η παρουσία αυτών των στοιχείων. Στην περίπτωση της Αθήνας η δημοκρατία έχει επισήμως καταλυθεί. Ο Κριτίας δεν έχει αντίπαλο.
Όμως, όσο κραυγαλέα είναι η συμπεριφορά των ανθρώπων σαν τον Κριτία, άλλο τόσο κραυγαλέα είναι και τα παιχνίδια των Θηραμένηδων. Οι Θηραμένηδες χρησιμοποιούν όλα τα μέσα προκειμένου να αναρριχηθούν. Αν το φέρουν οι περιστάσεις συνεργάζονται και με τον Κριτία. Οι Κριτίες δεν έχουν άλλο τρόπο να φτάσουν στην εξουσία. Χρειάζονται πάντα ένα Θηραμένη να τους ανοίξει την πόρτα.
Ο Κριτίας θα πάρει και πάλι το λόγο: «σύμφωνα με την καινούργια νομοθεσία κανένας από τους Τρεις Χιλιάδες δεν μπορεί να θανατωθεί χωρίς τη δική σας ψήφο, ενώ οι Τριάντα έχουν δικαίωμα να θανατώνουν όσους δεν είναι γραμμένοι στον κατάλογο». (2,3,51).
Από τη στιγμή που η θανάτωση κάποιου που υπάρχει στον κατάλογο προϋποθέτει τη συγκατάθεση της πλειοψηφίας από το σώμα των τριών χιλιάδων – πράγμα ιδιαιτέρως επίφοβο στην περίπτωση του Θηραμένη – δε μένει παρά η δεύτερη λύση, όπου οι Τριάντα μπορούν να σκοτώσουν όποιον θέλουν εκτός καταλόγου: «”Εγώ, λοιπόν” είπε, “διαγράφω αυτόν εδώ το Θηραμένη από τον κατάλογο, με τη σύμφωνη γνώμη όλων μας. Και τον καταδικάζουμε εμείς” – πρόσθεσε – “σε θάνατο”». (2,3,51).
Επί της ουσίας, ο Κριτίας κοινοποιεί ότι ο μοναδικός νόμος είναι ο ίδιος. Ο Θηραμένης θα πηδήξει κοντά στο βωμό ικετεύοντας τη σωτηρία, όχι γιατί πιστεύει ότι υπάρχει έστω η ελάχιστη πιθανότητα να γλιτώσει, αλλά για να καταδείξει σε όλους ότι οι τύραννοι δεν έχουν ούτε ιερό ούτε όσιο, αφού τους εξαναγκάζει να τον αποσπάσουν με τη βία δείχνοντας την ύψιστη ασέβεια.
Όμως, αν και η τελευταία του καταφυγή απέβλεπε στο θρησκευτικό συναίσθημα των παρευρισκομένων, τα λόγια που κατάφερε να ξεστομίσει ήταν καθαρά πολιτικά: «”Απορώ όμως”, πρόσθεσε, “που εσείς, ευυπόληπτοι άνθρωποι, δεν σκέφτεστε να υπερασπίσετε τους εαυτούς σας – κι ας ξέρετε ότι τ’ όνομα του καθενός σας μπορεί να σβηστεί εξίσου εύκολα με το δικό μου!”». (2,3,53).
Το πόσο ευυπόληπτοι ήταν οι παρευρισκόμενοι είναι μάλλον συζητήσιμο μέγεθος. Το σίγουρο είναι ότι κανένα τυραννικό καθεστώς δεν μπορεί να εγκαθιδρυθεί επειδή το θέλει ο ένας τύραννος. Χρειάζονται – πέρα από τη συνήθη ξενοκίνητη δύναμη – και οι άνθρωποι που θα το στηρίζουν, όπως οι Τρεις Χιλιάδες που συμμετείχαν στη συνέλευση, οι οποίοι είναι πρόθυμοι να αποδεχτούν όλους τους εκβιασμούς τρέφοντας την ελπίδα ότι στο τέλος θα βγουν κερδισμένοι.
Στο κάτω – κάτω και τι έγινε αν εκτελεστεί ο Θηραμένης; Οι ίδιοι θα συνεχίσουν τη δράση τους ανενόχλητοι. Οι περιουσίες τους θα αυξηθούν με ρυθμό που δε θα το πιστεύουν. Εξάλλου, αυτού του είδους τα καθεστώτα απαιτούν πειθαρχία. Αν γινόταν ανεκτές οι αντιρρήσεις και όλα ρυθμίζονταν με διάλογο και ψηφοφορίες δε θα μιλούσαμε γι’ αυτά. Ο Θηραμένης έπρεπε να το έχει αυτό υπόψη του προτού ξεκινήσει. Τώρα ας τα βγάλει πέρα μόνος του: «ο κήρυκας των Τριάντα πρόσταξε τους Έντεκα να πιάσουν το Θηραμένη. Εκείνοι μπήκαν με τους βοηθούς τους κι επικεφαλής τον Σάτυρο, τον πιο θρασύ κι αδιάντροπο απ’ όλους». (2,3,54). Για τους Έντεκα: «Αξιωματούχοι, ένας από κάθε φυλή μαζί με τον γραμματέα, προϊστάμενοι του “δεσμωτηρίου”, αρμόδιοι για τις θανατικές εκτελέσεις».
Κι εδώ ακριβώς βρίσκεται η βάση των τυραννικών καθεστώτων· στις στρατιές των μπράβων, που παριστάνουν ότι ευαισθητοποιούνται πολιτικά και είναι πρόθυμες ανά πάσα στιγμή να τρομοκρατήσουν τον κόσμο. Είναι οι αφανείς (πλην ξεκάθαροι) στυλοβάτες της απολυταρχίας, αφού προθυμοποιούνται να παίξουν όλους τους βρώμικους ρόλους: να βιαιοπραγήσουν, ώστε να κλειστούν όλοι σπίτι τους, να παραστήσουν τους ακραίους προς δικαιολόγηση επέμβασης των δυνάμεων καταστολής, να καταδώσουν, να προβούν σε πάσης φύσεως έγκλημα, να κάνουν όλες τις απεχθείς εξυπηρετήσεις.
Στην περίπτωση των Τριάντα τα πράγματα γίνονται απολύτως φανερά· απροκάλυπτα. Οι πιο εκσυγχρονισμένες τυραννίες έχουν αλλάξει τακτική. Προτιμούν αυτά τα στοιχεία να μην τα προβάλλουν επισήμως. Να τα αφήνουν να δρουν, ώστε να επιδεικνύεται η βία (προς τρομοκράτηση του κόσμου), αλλά να αρνούνται οποιαδήποτε σχέση μαζί τους. Να δουλεύουν αφανώς δίπλα στο κράτος· σαν ανομολόγητο δεύτερο κράτος. Ο στόχος είναι πάντα η διάλυση της κοινωνικής συνοχής προς όφελος αυτών που ασκούν τυραννία.
Φυσικά, αυτά τα στοιχεία δεν έχουν καμία σχέση με τις δημοκρατίες. Οι δημοκρατίες υπερασπίζονται τα συμφέροντα των πολλών κι όχι των λίγων και δεν έχουν ανάγκη ούτε από μηχανισμούς εκφοβισμού ούτε από μηχανισμούς χειραγώγησης. Οι δημοκρατίες οι οποίες εκτρέφουν παρακρατικούς, που λειτουργούν πλάι στις δυνάμεις καταστολής, προς εκφοβισμό των πολλών δεν είναι δημοκρατίες. Είναι στρεβλώσεις ξεκάθαρα ολιγαρχικού προσανατολισμού, που χρησιμοποιούν το δημοκρατικό προσωπείο για να πείθεται ο κόσμος ευκολότερα.
Η επικράτηση των παρακρατικών σηματοδοτεί την έσχατη τυραννία, που πλέον δε διατίθεται να κρυφτεί στο ελάχιστο. Οι τραμπούκοι είναι η αποχαλίνωση του θράσους, όταν πλέον δεν υπάρχει άλλη επιλογή χειραγώγησης· όταν δηλαδή τα συμφέροντα δεν έχουν άλλο τρόπο να επιβληθούν. Φυσικά, καλό είναι να μη φτάσουμε εκεί. Άνθρωποι σαν τον Κριτία κρίνονται τελείως αναξιόπιστοι. Κανείς δε θέλει να τους φέρει στο προσκήνιο. Καλό είναι όμως και να υπάρχουν. Να υπενθυμίζουν τα χειρότερα. Να καθιστούν τα διλήμματα περισσότερο σαφή. Όσο περισσότερο ατροφεί η δημοκρατία, τόσο πιο αισθητή γίνεται η παρουσία αυτών των στοιχείων. Στην περίπτωση της Αθήνας η δημοκρατία έχει επισήμως καταλυθεί. Ο Κριτίας δεν έχει αντίπαλο.
Όμως, όσο κραυγαλέα είναι η συμπεριφορά των ανθρώπων σαν τον Κριτία, άλλο τόσο κραυγαλέα είναι και τα παιχνίδια των Θηραμένηδων. Οι Θηραμένηδες χρησιμοποιούν όλα τα μέσα προκειμένου να αναρριχηθούν. Αν το φέρουν οι περιστάσεις συνεργάζονται και με τον Κριτία. Οι Κριτίες δεν έχουν άλλο τρόπο να φτάσουν στην εξουσία. Χρειάζονται πάντα ένα Θηραμένη να τους ανοίξει την πόρτα.
Οι δημοκρατίες υπερασπίζονται τα συμφέροντα των πολλών κι όχι των λίγων και δεν έχουν ανάγκη ούτε από μηχανισμούς εκφοβισμού ούτε από μηχανισμούς χειραγώγησης.
Οι άνθρωποι που φλερτάρουν με τέτοια στοιχεία προκειμένου να εκπληρώσουν τις πολιτικές τους φιλοδοξίες είναι εξίσου επικίνδυνοι. Εξάλλου, ο Κριτίας από την αρχή των αντιπαραθέσεων το είχε θέσει ωμά: «… αν φαντάζεσαι ότι επειδή είμαστε τριάντα κι όχι ένας η εξουσία μας δε χρειάζεται τόση φροντίδα όσο και μια προσωπική τυραννία, είσαι ανόητος». (2,3,16).
Με άλλα λόγια, όταν ανοίγουν οι ασκοί, επιστροφή δεν υπάρχει. Κι αυτό ο Θηραμένης όφειλε να τα γνωρίζει. Το ότι τη γλύτωσε το 411 δε σημαίνει ότι θα τη γλυτώνει πάντα. Τώρα, το μόνο που μένει, είναι η παράδοσή του στα χέρια των εκτελεστών: «Σας παραδίνουμε τούτον δω το Θηραμένη, που καταδικάστηκε σύμφωνα με το νόμο. Πιάστε τον, πάρτε τον εκεί που πρέπει και κάνετε τα υπόλοιπα». (2,3,54-55).
Όσο για τη συμπεριφορά των βουλευτών, τίποτε πιο αναμενόμενο: «Οι βουλευτές δεν κουνήθηκαν, βλέποντας ότι αυτοί που στέκονταν στο κιγκλίδωμα ήταν του ίδιου ποιού με το Σάτυρο και ξέροντας ότι ήταν οπλισμένοι μ’ εγχειρίδια· άλλωστε ο χώρος μπροστά στο βουλευτήριο ήταν γεμάτος φρουρούς». (2,3,55).
Η επιμονή του Κριτία στην επίκληση του νόμου, μέχρι και την τελευταία στιγμή, δεν είναι τυχαία. Κάθε τυραννία θέλει να εκπληρώνει τα προσχήματα. Θέλει να φαίνεται απελευθερωτική. Απελευθερώνει τον κόσμο απ’ τις ασυδοσίες των δημοκρατιών που προηγήθηκαν. Γι’ αυτό και αρέσκεται στη «νομιμότητα»· γιατί είναι οι άλλοι που την έχουν καταλύσει. Γι’ αυτό και στην αρχή εξοντώνει πάντα αυτούς που έχουν στοχοποιηθεί ως διεφθαρμένοι κι ατιμώρητοι· για να παραστήσει ότι αποκαθιστά τη δικαιοσύνη. Κι όσο πιο αυθαίρετα κινείται, τόσο περισσότερο επικαλείται το νόμο· και τόσο μεγαλύτερες αρμοδιότητες δίνει στο Σάτυρο. Μετά απ’ αυτά εκμηδενίζονται οι αντιρρήσεις.
Ο θάνατος του Θηραμένη υπήρξε ηρωικός. Διατήρησε ως το τέλος την ψυχραιμία του και δεν έχασε το χιούμορ του, ειρωνευόμενος τον Κριτία, μέχρι την τελευταία στιγμή: «Διηγούνται και τούτη την κουβέντα του Θηραμένη: όταν του είπε ο Σάτυρος ότι θα μετανιώσει αν δε σιωπήσει, ρώτησε: “Ώστε αν σωπάσω δε θα μετανιώσω;” Λένε ακόμα πως αφού τον ανάγκασαν να πιει το κώνειο για να τον θανατώσουν, έχυσε τις τελευταίες σταγόνες – όπως στον “κότταβο” – λέγοντας: “Στην υγειά του αγαπητού μου Κριτία!”» (2,3,56).
Σχετικά με τον κότταβο: «Ήταν νεανικό παιχνίδι στα συμπόσια· οι παίχτες σημάδευαν από μακριά μια λεκάνη και πετούσαν μέσα το κρασί που είχε απομείνει στο ποτήρι τους, προσπαθώντας να μη χυθούν οι σταγόνες έξω από τη λεκάνη και προφέροντας το όνομα αγαπημένου προσώπου. Αν δεν έπεφταν έξω από τη λεκάνη σταγόνες, ήταν καλό σημάδι για τις ερωτικές σχέσεις με το πρόσωπο, του οποίου το όνομα είχε αναφερθεί. Το χιούμορ του Θηραμένη αποκτά την πραγματική του διάσταση, αν συσχετιστεί με το γεγονός ότι ο Κριτίας είχε συνθέσει στίχους για τον Κότταβο. Με τα σημερινά δεδομένα η φράση του Θηραμένη και η τελευταία κίνησή του προτού πεθάνει, έχει το νόημα: “και στα δικά σου” (για τον Κριτία)».
Οι άνθρωποι που φλερτάρουν με τέτοια στοιχεία προκειμένου να εκπληρώσουν τις πολιτικές τους φιλοδοξίες είναι εξίσου επικίνδυνοι. Εξάλλου, ο Κριτίας από την αρχή των αντιπαραθέσεων το είχε θέσει ωμά: «… αν φαντάζεσαι ότι επειδή είμαστε τριάντα κι όχι ένας η εξουσία μας δε χρειάζεται τόση φροντίδα όσο και μια προσωπική τυραννία, είσαι ανόητος». (2,3,16).
Με άλλα λόγια, όταν ανοίγουν οι ασκοί, επιστροφή δεν υπάρχει. Κι αυτό ο Θηραμένης όφειλε να τα γνωρίζει. Το ότι τη γλύτωσε το 411 δε σημαίνει ότι θα τη γλυτώνει πάντα. Τώρα, το μόνο που μένει, είναι η παράδοσή του στα χέρια των εκτελεστών: «Σας παραδίνουμε τούτον δω το Θηραμένη, που καταδικάστηκε σύμφωνα με το νόμο. Πιάστε τον, πάρτε τον εκεί που πρέπει και κάνετε τα υπόλοιπα». (2,3,54-55).
Όσο για τη συμπεριφορά των βουλευτών, τίποτε πιο αναμενόμενο: «Οι βουλευτές δεν κουνήθηκαν, βλέποντας ότι αυτοί που στέκονταν στο κιγκλίδωμα ήταν του ίδιου ποιού με το Σάτυρο και ξέροντας ότι ήταν οπλισμένοι μ’ εγχειρίδια· άλλωστε ο χώρος μπροστά στο βουλευτήριο ήταν γεμάτος φρουρούς». (2,3,55).
Η επιμονή του Κριτία στην επίκληση του νόμου, μέχρι και την τελευταία στιγμή, δεν είναι τυχαία. Κάθε τυραννία θέλει να εκπληρώνει τα προσχήματα. Θέλει να φαίνεται απελευθερωτική. Απελευθερώνει τον κόσμο απ’ τις ασυδοσίες των δημοκρατιών που προηγήθηκαν. Γι’ αυτό και αρέσκεται στη «νομιμότητα»· γιατί είναι οι άλλοι που την έχουν καταλύσει. Γι’ αυτό και στην αρχή εξοντώνει πάντα αυτούς που έχουν στοχοποιηθεί ως διεφθαρμένοι κι ατιμώρητοι· για να παραστήσει ότι αποκαθιστά τη δικαιοσύνη. Κι όσο πιο αυθαίρετα κινείται, τόσο περισσότερο επικαλείται το νόμο· και τόσο μεγαλύτερες αρμοδιότητες δίνει στο Σάτυρο. Μετά απ’ αυτά εκμηδενίζονται οι αντιρρήσεις.
Ο θάνατος του Θηραμένη υπήρξε ηρωικός. Διατήρησε ως το τέλος την ψυχραιμία του και δεν έχασε το χιούμορ του, ειρωνευόμενος τον Κριτία, μέχρι την τελευταία στιγμή: «Διηγούνται και τούτη την κουβέντα του Θηραμένη: όταν του είπε ο Σάτυρος ότι θα μετανιώσει αν δε σιωπήσει, ρώτησε: “Ώστε αν σωπάσω δε θα μετανιώσω;” Λένε ακόμα πως αφού τον ανάγκασαν να πιει το κώνειο για να τον θανατώσουν, έχυσε τις τελευταίες σταγόνες – όπως στον “κότταβο” – λέγοντας: “Στην υγειά του αγαπητού μου Κριτία!”» (2,3,56).
Σχετικά με τον κότταβο: «Ήταν νεανικό παιχνίδι στα συμπόσια· οι παίχτες σημάδευαν από μακριά μια λεκάνη και πετούσαν μέσα το κρασί που είχε απομείνει στο ποτήρι τους, προσπαθώντας να μη χυθούν οι σταγόνες έξω από τη λεκάνη και προφέροντας το όνομα αγαπημένου προσώπου. Αν δεν έπεφταν έξω από τη λεκάνη σταγόνες, ήταν καλό σημάδι για τις ερωτικές σχέσεις με το πρόσωπο, του οποίου το όνομα είχε αναφερθεί. Το χιούμορ του Θηραμένη αποκτά την πραγματική του διάσταση, αν συσχετιστεί με το γεγονός ότι ο Κριτίας είχε συνθέσει στίχους για τον Κότταβο. Με τα σημερινά δεδομένα η φράση του Θηραμένη και η τελευταία κίνησή του προτού πεθάνει, έχει το νόημα: “και στα δικά σου” (για τον Κριτία)».
Ο Θηραμένης έμεινε στην ιστορία ως ιδιαίτερα αμφιλεγόμενη προσωπικότητα. Η άποψη του μετριοπαθή ολιγαρχικού, που στάθηκε ανάμεσα στις δημοκρατικές στρεβλώσεις και την τυραννική ασυδοσία είναι ίσως η επικρατέστερη. Η αλήθεια είναι ότι υπήρξε καιροσκόπος και λαϊκιστής, βαθύτατα αντιδημοκρατικός κι όταν το έφερναν οι περιστάσεις αδίστακτος. Προφανώς οραματιζόταν ένα πολίτευμα όπως της Σπάρτης. Αυτός είναι και ο λόγος που δεν είχε καμία αναστολή να παίξει το σπαρτιατικό παιχνίδι, όταν παρέμενε στο Λύσανδρο αφήνοντας τους Αθηναίους να λιμοκτονήσουν.
Θα έλεγε κανείς ότι η ήττα της πόλης του ήταν μια πρώτης τάξεως ευκαιρία να εφαρμόσει τις πολιτικές του. Όφειλε, όμως, να γνωρίζει ότι αυτό που επιθυμούσε δε θα το πετύχαινε με τον Κριτία. Η μετριοπάθειά του έγκειται περισσότερο στην επίγνωση των ορίων που μπορεί να έχει η λαϊκή καταπίεση παρά στην πολιτική του εντιμότητα· επίγνωση που ολοφάνερα δεν είχε ο Κριτίας.
Έπαιξε πολλές φορές στα άκρα και δεν επέδειξε ιδιαίτερο ήθος μπροστά σε ευκαιρίες εξόντωσης των αντιπάλων του. Θα μπορούσε να βρεθεί υπόδικος και να πληρώσει αρκετές φορές στο παρελθόν. Τελικά, την πλήρωσε από τον Κριτία. Ο συνολικός απολογισμός της πολιτικής του δράσης είναι ζημιογόνος για την Αθήνα. Την οδήγησε στα πρόθυρα του εμφυλίου υποστηρίζοντας το πραξικόπημα του 411, πρωταγωνίστησε σε μια δίκη που έκανε τους πολίτες να ντρέπονται, κι έφερε στο προσκήνιο ανθρώπους σαν τον Κριτία, τους οποίους πρέπει τώρα να απομακρύνουν οι Αθηναίοι. Αυτά τα παιχνίδια αυτού του είδους δε φανερώνουν σύνεση και συνήθως δεν έχουν καλό τέλος.
Το σίγουρο είναι ότι ο θάνατός του αποτέλεσε σταθμό για την ανάκαμψη των δημοκρατικών. Οι κραυγές του, όπως τον έσερναν μέσα από την αγορά, η επιλογή να καθίσει στο βωμό εξαναγκάζοντας τους αντιπάλους του να δείξουν ότι δεν έχουν κανένα φραγμό και κυρίως η ηρωική του στάση τη στιγμή που ήπιε το κώνειο τον έκαναν σύμβολο του δημοκρατικού αγώνα για την ανατροπή των Τριάντα. Η ιστορία παίζει τα πιο απίθανα παιχνίδια. Ο άνθρωπος που υπονόμευσε τη δημοκρατία όσο κανένας άλλος έγινε ο μάρτυρας που θα ξεσηκώσει την εξέγερση.
Όπως και να ‘χει, όμως, η ουσία δεν μπορεί να αλλάξει. Ήταν άνθρωπος του παρασκηνίου, της δολοπλοκίας, της εξαπάτησης και της συμφεροντολογίας. Οι υγιείς δημοκρατίες πρέπει να φυλάγονται καλά από τους Θηραμένηδες.
Ξενοφώντος, Ελληνικά
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου