Κυριακή 23 Ιουνίου 2024

Ανθολόγιο Αττικής Πεζογραφίας

ΠΛΑΤΩΝ, ΦΑΙΔΩΝ

ΠΛ Φαιδ 84c–85d

Ο Σωκράτης ενθαρρύνει τους συνομιλητές του να εκφράσουν τις επιφυλάξεις τους

Ο Φαίδωνας διηγείται τη συζήτηση που έλαβε χώρα στη φυλακή λίγο πριν από τον θάνατο του Σωκράτη. Θέμα της η αθανασία της ψυχής. Οι πυθαγορικοί Σιμμίας και Κέβης δεν έχουν πειστεί από τη σχετική επιχειρηματολογία του Σωκράτη που προηγήθηκε.


[84c] Σιγὴ οὖν ἐγένετο ταῦτα εἰπόντος τοῦ Σωκράτους ἐπὶ
πολὺν χρόνον, καὶ αὐτός τε πρὸς τῷ εἰρημένῳ λόγῳ ἦν ὁ
Σωκράτης, ὡς ἰδεῖν ἐφαίνετο, καὶ ἡμῶν οἱ πλεῖστοι· Κέβης
δὲ καὶ Σιμμίας σμικρὸν πρὸς ἀλλήλω διελεγέσθην. καὶ ὁ
Σωκράτης ἰδὼν αὐτὼ ἤρετο, Τί; ἔφη, ὑμῖν τὰ λεχθέντα μῶν
μὴ δοκεῖ ἐνδεῶς λέγεσθαι; πολλὰς γὰρ δὴ ἔτι ἔχει ὑποψίας
καὶ ἀντιλαβάς, εἴ γε δή τις αὐτὰ μέλλει ἱκανῶς διεξιέναι. εἰ
μὲν οὖν τι ἄλλο σκοπεῖσθον, οὐδὲν λέγω· εἰ δέ τι περὶ
τούτων ἀπορεῖτον, μηδὲν ἀποκνήσητε καὶ αὐτοὶ εἰπεῖν καὶ
[84d] διελθεῖν, εἴ πῃ ὑμῖν φαίνεται βέλτιον <ἂν> λεχθῆναι, καὶ
αὖ καὶ ἐμὲ συμπαραλαβεῖν, εἴ τι μᾶλλον οἴεσθε μετ’ ἐμοῦ
εὐπορήσειν.

Καὶ ὁ Σιμμίας ἔφη· Καὶ μήν, ὦ Σώκρατες, τἀληθῆ σοι
ἐρῶ. πάλαι γὰρ ἡμῶν ἑκάτερος ἀπορῶν τὸν ἕτερον προωθεῖ
καὶ κελεύει ἐρέσθαι διὰ τὸ ἐπιθυμεῖν μὲν ἀκοῦσαι, ὀκνεῖν δὲ
ὄχλον παρέχειν, μή σοι ἀηδὲς ᾖ διὰ τὴν παροῦσαν συμφοράν.

Καὶ ὃς ἀκούσας ἐγέλασέν τε ἠρέμα καί φησιν· Βαβαί,
ὦ Σιμμία· ἦ που χαλεπῶς ἂν τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους πεί-
[84e] σαιμι ὡς οὐ συμφορὰν ἡγοῦμαι τὴν παροῦσαν τύχην, ὅτε
γε μηδ’ ὑμᾶς δύναμαι πείθειν, ἀλλὰ φοβεῖσθε μὴ δυσκολώ-
τερόν τι νῦν διάκειμαι ἢ ἐν τῷ πρόσθεν βίῳ· καί, ὡς ἔοικε,
τῶν κύκνων δοκῶ φαυλότερος ὑμῖν εἶναι τὴν μαντικήν, οἳ
ἐπειδὰν αἴσθωνται ὅτι δεῖ αὐτοὺς ἀποθανεῖν, ᾄδοντες καὶ ἐν
[85a] τῷ πρόσθεν χρόνῳ, τότε δὴ πλεῖστα καὶ κάλλιστα ᾄδουσι,
γεγηθότες ὅτι μέλλουσι παρὰ τὸν θεὸν ἀπιέναι οὗπέρ εἰσι
θεράποντες. οἱ δ’ ἄνθρωποι διὰ τὸ αὑτῶν δέος τοῦ θανάτου
καὶ τῶν κύκνων καταψεύδονται, καί φασιν αὐτοὺς θρηνοῦντας
τὸν θάνατον ὑπὸ λύπης ἐξᾴδειν, καὶ οὐ λογίζονται ὅτι οὐδὲν
ὄρνεον ᾄδει ὅταν πεινῇ ἢ ῥιγῷ ἤ τινα ἄλλην λύπην λυπῆται,
οὐδὲ αὐτὴ ἥ τε ἀηδὼν καὶ χελιδὼν καὶ ὁ ἔποψ, ἃ δή φασι
διὰ λύπην θρηνοῦντα ᾄδειν. ἀλλ’ οὔτε ταῦτά μοι φαίνεται
[85b] λυπούμενα ᾄδειν οὔτε οἱ κύκνοι, ἀλλ’ ἅτε οἶμαι τοῦ Ἀπόλ-
λωνος ὄντες, μαντικοί τέ εἰσι καὶ προειδότες τὰ ἐν Ἅιδου
ἀγαθὰ ᾄδουσι καὶ τέρπονται ἐκείνην τὴν ἡμέραν διαφερόντως
ἢ ἐν τῷ ἔμπροσθεν χρόνῳ. ἐγὼ δὲ καὶ αὐτὸς ἡγοῦμαι
ὁμόδουλός τε εἶναι τῶν κύκνων καὶ ἱερὸς τοῦ αὐτοῦ θεοῦ,
καὶ οὐ χεῖρον ἐκείνων τὴν μαντικὴν ἔχειν παρὰ τοῦ δεσπότου,
οὐδὲ δυσθυμότερον αὐτῶν τοῦ βίου ἀπαλλάττεσθαι. ἀλλὰ
τούτου γ’ ἕνεκα λέγειν τε χρὴ καὶ ἐρωτᾶν ὅτι ἂν βούλησθε,
ἕως ἂν Ἀθηναίων ἐῶσιν ἄνδρες ἕνδεκα.

Καλῶς, ἔφη, λέγεις, ὁ Σιμμίας· καὶ ἐγώ τέ σοι ἐρῶ ὃ
[85c] ἀπορῶ, καὶ αὖ ὅδε, ᾗ οὐκ ἀποδέχεται τὰ εἰρημένα. ἐμοὶ
γὰρ δοκεῖ, ὦ Σώκρατες, περὶ τῶν τοιούτων ἴσως ὥσπερ καὶ
σοὶ τὸ μὲν σαφὲς εἰδέναι ἐν τῷ νῦν βίῳ ἢ ἀδύνατον εἶναι
ἢ παγχάλεπόν τι, τὸ μέντοι αὖ τὰ λεγόμενα περὶ αὐτῶν μὴ
οὐχὶ παντὶ τρόπῳ ἐλέγχειν καὶ μὴ προαφίστασθαι πρὶν ἂν
πανταχῇ σκοπῶν ἀπείπῃ τις, πάνυ μαλθακοῦ εἶναι ἀνδρός·
δεῖν γὰρ περὶ αὐτὰ ἕν γέ τι τούτων διαπράξασθαι, ἢ μαθεῖν
ὅπῃ ἔχει ἢ εὑρεῖν ἤ, εἰ ταῦτα ἀδύνατον, τὸν γοῦν βέλ-
τιστον τῶν ἀνθρωπίνων λόγων λαβόντα καὶ δυσεξελεγκτό-
[85d] τατον, ἐπὶ τούτου ὀχούμενον ὥσπερ ἐπὶ σχεδίας κινδυνεύοντα
διαπλεῦσαι τὸν βίον, εἰ μή τις δύναιτο ἀσφαλέστερον καὶ
ἀκινδυνότερον ἐπὶ βεβαιοτέρου ὀχήματος, [ἢ] λόγου θείου
τινός, διαπορευθῆναι. καὶ δὴ καὶ νῦν ἔγωγε οὐκ ἐπαισχυν-
θήσομαι ἐρέσθαι, ἐπειδὴ καὶ σὺ ταῦτα λέγεις, οὐδ’ ἐμαυ-
τὸν αἰτιάσομαι ἐν ὑστέρῳ χρόνῳ ὅτι νῦν οὐκ εἶπον ἅ μοι
δοκεῖ. ἐμοὶ γάρ, ὦ Σώκρατες, ἐπειδὴ καὶ πρὸς ἐμαυτὸν
καὶ πρὸς τόνδε σκοπῶ τὰ εἰρημένα, οὐ πάνυ φαίνεται ἱκανῶς
εἰρῆσθαι.

***
Μετά τους λόγους τούτους του Σωκράτους εγένετο επί πολύν χρόνον σιγή· και ο ίδιος ο Σωκράτης, καθώς εφαίνετο από την όψιν του, ήτο συγκεντρωμένος εις το επιχείρημα, που είχεν αναπτυχθή, και οι πλείστοι από ημάς· ο Κέβης δε και ο Σιμμίας συνεζήτουν αναμεταξύ των με χαμηλήν φωνήν. Ο Σωκράτης, όταν τους αντελήφθη, ηρώτησε. «Πώς; είπε, μήπως δεν ευρίσκετε επαρκή τα λεχθέντα; Διότι ωρισμένως υπάρχουν ακόμη πολλά σημεία ικανά να γεννήσουν υποψίας και αντικρούσεις, εάν βέβαια θελήση κανείς να διεξέλθη πλήρως το ζήτημα. Εάν μεν λοιπόν σας απασχολή τίποτ' άλλο έχει καλώς ― δεν είπα τίποτε· εάν όμως έχετε καμμίαν δυσκολίαν να παραδεχθήτε τα λεχθέντα μη διστάζετε να λάβετε και σεις τον λόγον και να εκθέσετε το ζήτημα καθ' ον τρόπον σας φαίνεται καλύτερον. Εάν πάλιν νομίζετε ότι η συντροφιά μου θα σας διευκολύνη περισσότερον, πάρετε και εμέ μαζί σας». Και ο Σιμμίας είπε. «Ε! λοιπόν, Σωκράτη, θα σου ειπώ την αλήθειαν. Είναι τώρα πολλή ώρα, που καθένας από τους δύο μας, επειδή ευρίσκει δυσκολίας, σπρώχνει τον άλλον εμπρός και τον παροτρύνει να ερωτήση, διότι επιθυμούμεν βέβαια να σε ακούσωμεν, αλλά διστάζομεν και να σε ενοχλήσωμεν φοβούμενοι μήπως δεν σου είναι τούτο ευχάριστον εξ αίτιας της παρούσης συμφοράς σου».

Μόλις ήκουσε αυτά ο Σωκράτης, εγέλασε ήρεμα καί είπε· «Αλλοίμονον, Σιμμία· πόσον δύσκολα πράγματι θα ημπορούσα να πείσω τους άλλους ανθρώπους, ότι δεν θεωρώ συμφοράν την παρούσαν τύχην μου, αφού ούτε σας ακόμη δεν ημπορώ να πείσω, αλλά έχετε τον φόβον ότι ευρίσκομαι εις δυσχερεστέραν θέσιν τώρα παρά εις την προηγουμένην ζωήν μου. Καθώς φαίνεται, θα σας δίδω την εντύπωσιν ότι εις την μαντικήν είμαι χειρότερος από τους κύκνους, οι οποίοι, όταν αισθάνωνται ότι πλησιάζει το τέλος των, τραγουδούν βέβαια και προηγουμένως, αλλά τότε είναι πια που τραγουδούν πολύ και περίφημα, επειδή αισθάνονται χαράν, διότι πρόκειται να υπάγουν κοντά εις τον θεόν, του οποίου είναι θεράποντες. Αλλά οι άνθρωποι, με τον φόβον που έχουν του θανάτου, συκοφαντούν ακόμη και τους κύκνους και λέγουν ότι από την λύπην των τραγουδούν θρηνούντες διά τον θάνατόν των, χωρίς να συλλογίζωνται ότι κανένα όρνεον δεν τραγουδεί όταν πεινά ή κρυώνη ή αισθάνεται καμμίαν άλλην λύπην, ούτε αυτή ακόμη η αηδών και η χελιδών και ο αγριοπετεινός, που κατά την παράδοσιν τραγουδούν από λύπην και είναι θρήνος το τραγούδι των. Μόλα ταύτα ούτε αυτά μου φαίνεται, ότι τραγουδούν από λύπην ούτε οι κύκνοι, άλλ' έχω την γνώμην ότι αυτοί, ως πτηνά του Απόλλωνος, έχουν μαντικήν ικανότητα και επειδή γνωρίζουν από πριν τα αγαθά που τους περιμένουν εις τον Άδην, τραγουδούν και διασκεδάζουν την ημέραν εκείνην πολύ περισσότερον παρ' όσον προηγουμένως εις την ζωήν των. Εγώ δε νομίζω, ότι τον ίδιον κύριον υπηρετώ, όπως και οι κύκνοι, και ότι είμαι αφιερωμένος εις τον αυτόν θεόν, όπως και εκείνοι· και ακόμη ότι δεν έχω διδαχθή από τον κύριόν μου χειρότερα απ' αυτούς την μαντικήν τέχνην, ούτε ότι απαλλάσσομαι της ζωής με περισσοτέραν στενοχωρίαν από εκείνους. Δι' αυτό λοιπόν και να λέγετε πρέπει και να ερωτάτε οτιδήποτε θέλετε, έως ότου μας το επιτρέπουν οι Ένδεκα άνδρες των Αθηναίων.

― Καλά τα λέγεις, είπεν ο Σιμμίας· θα σου ειπώ κι εγώ εις ποίον σημείον· ευρίσκω δυσκολίαν, έπειτα δε και αυτός εδώ (ο Κέβης) ας ειπή εις τι δεν παραδέχεται τα λεχθέντα. Έχω λοιπόν επί του προκειμένου την γνώμην, Σωκράτη, την οποίαν ίσως να συμμερίζεσαι και συ, ότι εις αυτού του είδους τα ζητήματα ή αδύνατον είναι ή δυσκολώτατον να έχωμεν εις την παρούσαν ζωήν μας σαφή γνώσιν. Εν τούτοις πάλιν νομίζω ότι μόνον ένας πάρα πολύ μαλθακός άνθρωπος είναι ικανός να μη βασανίζη με κάθε τρόπον όσα λέγονται περί αυτών και να εγκαταλείπη την συζήτησιν πριν κουρασθή από την πολυμερή έρευναν του ζητήματος. Διότι πρέπει εις ό,τι αφορά τα ζητήματα αυτά να προσπαθήση κανείς να επιτύχη εν από τα τρία: ή να μάθη (την αλήθειαν) όπου ημπορεί ή να την εύρη μόνος του ή τέλος, εάν ούτε το πρώτον είναι δυνατόν ούτε το δεύτερον, να πάρη από τας παραδόσεις της ανθρωπίνης κληρονομίας την ωραιοτάτην και την ολιγώτερον από κάθε άλλην αμφισβητήσιμον και επάνω εις αυτήν, όπως επάνω εις μίαν σχεδίαν, να επιχειρήση να διαπλεύση την ζωήν έστω και με κίνδυνον, εφ' όσον δεν δύναται να την διατρέξη με μεγαλυτέραν ασφάλειαν και ολιγωτέρους κινδύνους επί στερεωτέρου οχήματος ― εννοώ μίαν θείαν αποκάλυψιν. Επομένως και εγώ τώρα δεν θα εντραπώ να σ' ερωτήσω, αφού και ο ίδιος με παρακινείς, και ετσι δεν θα μέμφωμαι τον εαυτόν μου αργότερα ότι αυτήν την στιγμήν δεν είπα την γνώμην μου. Διότι οφείλω να ομολογήσω, Σωκράτη, ότι αφού εξήτασα και με τον εαυτόν μου και με αυτόν εδώ (τον Κέβητα) τα λεχθέντα, δεν έμεινα πολύ ικανοποιημένος απ' αυτά».

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου