Πράγματι, μετά την ερωτική της συνεύρεση με τον Αιγέα, η Αίθρα έμεινε έγκυος. Λίγο πριν αναχωρήσει για την Αθήνα ο Αιγέας ζήτησε από την Αίθρα την εξής χάρη. Σε περίπτωση που γεννούσε γιο, να μην του αποκαλύψει την πραγματική του ταυτότητα πριν την εφηβεία και αφού ενηλικιωθεί να τον στείλει στην Αθήνα. Για τον σκοπό αυτό είχε αφήσει κάτω από έναν βράχο ως αναγνωριστικά σημάδια το ξίφος και τα σανδάλια του. Η Αίθρα όντως γέννησε ένα υγιέστατο αγόρι και το ονόμασε Θησέα. Ο μικρός Θησέας ανατράφηκε στο ανάκτορο του Πιτθέα σαν πρίγκιπας. Σύμφωνα με τον μύθο όταν ο Ηρακλής επισκέφτηκε τον Πιτθέα και κατά την ώρα του γεύματος έβγαλε την λεοντή του, όλα τα παιδιά που βρίσκονταν εκεί τρόμαξαν και έφυγαν τρέχοντας, εκτός από τον επτάχρονο Θησέα, ο οποίος αντιμετώπισε το «θηρίο» με παιδικό θάρρος. Οι μύθοι αναφέρουν ότι η ανδρεία και το θάρρος του μικρού Θησέα ήταν σημάδια θεϊκής καταγωγής. Πράγματι, το βράδυ που η Αίθρα πλάγιασε με τον Αιγέα ονειρεύτηκε ότι είχε συνευρεθεί ερωτικά με τον Ποσειδώνα. Η σύνδεση με τον θεό της θάλασσας δεν φαίνεται άστοχη, αφού και το όνομα του Αιγέα συνδέεται ετυμολογικά με την θάλασσα. Οι αρχαίοι με την λέξη «Αίξ» εννοούσαν εκτός από την κατσίκα και τα κύματα της θάλασσας. Μάλιστα, ο Πιτθέας μεγάλωσε τον Θησέα καλλιεργώντας του την εντύπωση ότι ο πατέρας του ήταν όντως ο Ποσειδώνας. Έτσι, εξ αρχής σχηματοποιείται η εικόνα ενός εν εξελίξει ήρωα. Θεϊκή καταγωγή και ανατροφή που αρμόζει σε ηγεμόνες.
Μόλις ο Θησέας ανδρώθηκε, η Αίθρα του φανέρωσε την αλήθεια σχετικά με την καταγωγή του. Ο Θησέας πήρε τα σανδάλια και το ξίφος του Αιγέα και κατευθύνθηκε προς την Αθήνα. Παρά το ότι ο δια θαλάσσης δρόμος ήταν μικρότερος και ασφαλέστερος, ο νεαρός Θησέας αποφάσισε να κατευθυνθεί πεζή προς Αθήνα. Η τότε διαδρομή περνούσε από δύσβατα μέρη με πλήθος ληστών και θηρίων να παραμονεύουν τους απρόσεχτους διαβάτες. Ο Πλούταρχος στον βίο του Θησέα αναφέρει χαρακτηριστικά ότι: «ήταν δύσκολο να πάει κανείς πεζός στην Αθήνα από τον δρόμο της στεριάς, που δεν ήταν σε κανένα μέρος καθαρός και ακίνδυνος από τους ληστές και τους κακούργους». Για τον Θησέα, όμως, ήταν η ευκαιρία του να λάμψει ως ήρωας και να ξεπεράσει τους άθλους του ινδάλματός του, Ηρακλή.
Ο δρόμος από την Τροιζήνα προς την Αθήνα και σήμερα δεν διαφέρει πολύ από την αρχαία διαδρομή. Έξω από την Επίδαυρό την περιοχή λυμαινόταν ένας μονόφθαλμος γίγαντας ονόματι Περιφήτης, γνωστός και ως Κορυνήτης, από το μεγάλο σιδερένιο ρόπαλο που κρατούσε, την «κορύνη». Ο Περιφήτης θεωρούταν γιος του Ηφαίστου, οπότε κάθε άλλο παρά εύκολος αντίπαλος ήταν για το νεαρό Θησέα. Ενάντια σε όλες τις πιθανότητες ο «άγουρος» Θησέας κατάφερε να τον εξουδετερώσει και να οικειοποιηθεί την φοβερή «κορύνη» του. Μετά το επιτυχημένο βάπτισμα του πυρός στο ηρωικό πάνθεον, ο Θησέας κατευθύνθηκε προς τον Ισθμό. Εκεί, συγκεκριμένα στις αρχαίες Κεγχρεές, δρούσε ο Σίνης, ο επονομαζόμενος και Πιτυοκάμπτης. Ακόμη ένας αντίπαλος με θεϊκή καταγωγή, αφού θεωρούταν γιος είτε του Ποσειδώνα είτε του Άδη. Του είχε δοθεί αυτό το παρατσούκλι από τον τρόπο με τον οποίο θανάτωνε τους διαβάτες που έπεφταν στα χέρια του. Έδενε, δηλαδή, τα θύματά του μεταξύ δυο λυγισμένων πεύκων και μόλις απελευθέρωνε τα δέντρα αυτά έκοβαν το δύστυχο θύμα στα δυο. Ο Θησέας με πονηριά κατάφερε να εξουδετερώσει τον φοβερό αυτό ληστή και να πλαγιάσει και με την κόρη του, την Περιγούνη, από την οποία αργότερα απέκτησε και έναν γιο, τον Μελάνιππο. Καθόλου άσχημα για τον πρωτάρη ήρωα…
Ο δρόμος προς Αθήνα συνέχιζε περνώντας από την Κρομμυώνα, αρχαία πόλη εκεί που σήμερα βρίσκονται οι Αγ. Θεόδωροι. Την περιοχή ρήμαζε ένα φοβερό τέρας, η φοβερή και τρομερή Φαία, ένα ευμέγεθες θηλυκό αγριογούρουνο, το οποίο έγινε και το πρώτο θύμα της «κορύνης» του Θησέα… Από εκεί ο δρόμος, όπως και σήμερα, συνέχιζε προς την Κακιά Σκάλα, που τότε ονομαζόταν Σκιρωνίδες πέτρες. Το όνομα της περιοχής προερχόταν από τον ομώνυμο ληστή, τον Σκίρωνα, που ήλεγχε το πέρασμα. Αφού συνελάμβανε τους περαστικούς, τους έβαζε να του πλένουν τα πόδια και τη στιγμή που έσκυβαν τους κλώτσαγε στο γκρεμό. Από κάτω, στην θάλασσα, καραδοκούσε μια γιγάντια χελώνα που κατασπάραζε τους άτυχους διαβάτες. Ο Θησέας επεφύλαξε για τον Σκίρωνα το ίδιο τραγικό τέλος. Πλέον ο Θησέας ήταν μια ανάσα από την Αθήνα. Στην Ελευσίνα κυριαρχούσε ο Κερκύονας, που θεωρούταν και αυτός γιος του Ποσειδώνα. Ήταν ένας δυνατός άνδρας που σκότωνε τα θύματα του μετά από πάλη. Αλλά η εκπαίδευση και η δύναμη του Θησέα κατέβαλαν και αυτόν τον τρομερό ληστή. Από αυτό το κατόρθωμα πολλοί θεωρούσαν ότι η ανακάλυψη της τέχνης της πάλης ήταν έργο του Θησέα. Τέλος, στο σημερινό Δαφνί, δίπλα στην Ιερά οδό, ο Θησέας σκότωσε τον τελευταίο ληστή. Το όνομα αυτού Δαμάστης ή Πολυπήμονας ή Προκρούστης. Αυτός είχε έναν ιδιαίτερα σαδιστικό τρόπο να θανατώνει όσους έπεφταν στα χέρια του. Αφού τους προσέγγιζε φιλικά, τους καλούσε για φιλοξενία στο σπίτι του προσφέροντάς τους ένα κρεβάτι να πλαγιάσουν. Στους κοντούς έδινε ένα μακρύ κρεβάτι, ενώ στους ψηλούς ένα κοντό. Τους πρώτους τους τράβαγε για να… ψηλώσουν, τους δεύτερους τους πετσόκοβε για να κοντύνουν… Και αυτός, όμως, είχε την μοίρα όλων των υπόλοιπων ληστών που έτυχε να συναπαντηθούν με τον νεαρό ήρωα. Η Αθήνα και το λεκανοπέδιο ήταν πια στα πόδια του Θησέα.
Ο Θησέας αφού εξαγνίσθηκε για τους φόνους που διέπραξε στο ιερό του Μειλίχιου Δία, μπήκε στην Αθήνα την όγδοη μέρα του μήνα Εκατομβαιώνα, ημέρα που ήταν αφιερωμένη στον Ποσειδώνα, υποτιθέμενο πατέρα του Θησέα… Ο γήινος πατέρας του Θησέα, ο Αιγέας, συγκατοικούσε με την φοβερή και τρομερή μάγισσα Μήδεια, η οποία είχε βρει καταφύγιο στην Αθήνα, αφού κατάφερε να πείσει τον Αιγέα ότι μπορεί να τον βοηθήσει με την ατεκνία του. Μαντεύοντας την ταυτότητα του ξένου, έπεισε τον Αιγέα να τον καλέσει σε γεύμα με σκοπό να τον δηλητηριάσει… Κατά την διάρκεια του γεύματος ο Θησέας έβγαλε το σπαθί που του είχε αφήσει ο Αιγέας να κόψει λίγο κρέας. Μόλις το είδε ο Αιγέας αναγνώρισε τον γιο του και διέταξε την εκ νέου εξορία της εγκληματικής μάγισσας. Ο Αιγέας περιχαρής σύμφωνα με τον Πλούταρχο: «του έκανε ερωτήσεις, τον φιλούσε και τον παρουσίαζε στους πολίτες που τους κάλεσε γι’ αυτό τον λόγο και αυτοί τον δέχονταν λόγω της παλικαριάς του». Όση χαρά πήρε ο Αιγέας από τον ερχομό του γιού του, τόση πίκρα δοκίμασαν οι πενήντα γιοι του αδελφού του, Πάλλαντα. Η μέχρι τούδε ατεκνία του Αιγέα τους έκανε πρώτους υποψήφιους για την κληρονομιά του θρόνου της Αθήνας. Ο ερχομός του Θησέα ανέτρεψε άρδην τα σχέδια τους… Ξεκίνησαν, λοιπόν, για την Αθήνα με σκοπό να καταλάβουν τον θρόνο: «χωρίστηκαν και άλλοι βάδιζαν φανερά από τον Σφηττό για το άστυ ενώ άλλοι κρύφτηκαν στον Γαργηττό και ενεδρεύανε για να επιτεθούν από δυο μεριές». Η κίνηση των Παλλαντιδών αποκαλύφθηκε, όμως, στον Θησέα από έναν κήρυκα, τον Λεώ από τον Αγνούντα, οπότε ο Θησέας κατάφερε να τους εξοντώσει όλους. Αμέσως μετά, και με σκοπό να γίνει ακόμη πιο αγαπητός στους πολίτες, ασχολήθηκε με τον Μαραθώνιο ταύρο, που προκαλούσε πολλές ζημιές στην περιοχή της Τετραπόλεως (τότε αποτελούταν από τα χωριουδάκια Μαραθώνας, Προβάλινθος, Τρικόρυθος και Οινόη). Επρόκειτο για τον ίδιο ταύρο που λίγα χρόνια πριν είχε σκοτώσει και τον γιο του Μίνωα, Ανδρόγεω, ο οποίος είχε δοκιμάσει να δαμάσει το κτήνος, αλλά είχε βρει φριχτό θάνατο. Ο Μίνωας θεωρώντας τους Αθηναίους υπεύθυνους για τον θάνατο του γιού του, είχε επιβάλλει στην Αθήνα ως τιμωρία την αποστολή στην Κρήτη κάθε εννέα χρόνια δεκατεσσάρων νέων, επτά αγοριών και επτά κοριτσιών. Αυτά, ρίχνονταν στα σκοτεινά στενά του λαβυρίνθου όπου έβρισκαν τραγικό τέλος από τον Μινώταυρο που ήταν «φύσει μικτός, ταύρος ομού και άνθρωπός»…
Επρόκειτο για ένα ακόμη υβρίδιο από αυτά που συναντάμε κατά κόρον στην ελληνική, και όχι μόνο, μυθολογία, όπως τους Κένταυρους, την Σφίγγα, τις Σειρήνες κ.α. Ήταν αποτέλεσμα της συνεύρεσης της γυναίκας του Μίνωα, Πασιφάης, με έναν ταύρο που είχε σταλεί στην Κρήτη από τον Ποσειδώνα. Το πραγματικό όνομα του Μινώταυρου ήταν Αστέριος. Την τρίτη φορά που οι Κρήτες έστειλαν απεσταλμένους στην Αθήνα για να εισπράξουν τον φόρο για τον λαβύρινθο παρών ήταν και ο Θησέας. Αμέσως προσφέρθηκε οικειοθελώς να ακολουθήσει τους νέους στην Κρήτη, παρά τις έντονες αντιδράσεις του Αιγέα, ο οποίος μόλις είχε βρει τον γιο του και τον έχανε… Έτσι, αρχές Απριλίου, όπως μας πληροφορεί ο Πλούταρχος, ο Θησέας μπάρκαρε για την Κρήτη. Προτού, όμως, ξεκινήσουν έπρεπε να συμβουλευτούν το μαντείο των Δελφών. Ο Πλούταρχος αναφέρει σχετικά: «Και λένε πως ο θεός στους Δελφούς του χρησμοδότησε να κάνει οδηγήτρια του την Αφροδίτη και να την παρακαλέσει να γίνει συνταξιδιώτισσά του». Παράλληλα, ο Αιγέας συμφώνησε με τον Θησέα ότι αν επέστρεφε σώος το καράβι θα έπλεε με άσπρα πανιά, δείγμα επιτυχίας. Αν ο Θησέας, όμως, γινόταν βορά στο θηρίο, το πλοίο θα επέστρεφε με μαύρα πανιά.
Πράγματι, με το που έφθασαν στην Κρήτη η Αφροδίτη έβαλε σε δράση τα… μαγικά της. Η κόρη του Μίνωα, Αριάδνη, με το που αντίκρισε τον Θησέα τον ερωτεύτηκε σφόδρα και αμέσως αποφάσισε να τον βοηθήσει. Με ένα κουβάρι που του έδωσε, «τον μίτο», ο ήρωας μπόρεσε να ελιχθεί στους διαδρόμους του λαβυρίνθου χωρίς να χαθεί, να σκοτώσει το κτήνος και να βγει σώος και αβλαβής από το δαιδαλώδες μπουντρούμι που είχε κατασκευάσει ο εφευρέτης του Μίνωα, Δαίδαλος. Κατά τον ατθιδογράφο Φιλόχορο, τον οποίο επικαλείται ο Πλούταρχος, ο μύθος περί τον Μινώταυρο δεν έχει καμία σχέση με την πραγματικότητα. Ο λαβύρινθος δεν ήταν τίποτε περισσότερο από μια φυλακή όπου κρατούνταν οι νέοι από την Αθήνα και δίνονταν ως τρόπαιο στους νικητές αγώνων που τελούνταν στη μνήμη του Ανδρόγεω. Τέλος, ο Πλούταρχος επικαλείται και την άποψη του Αριστοτέλη ο οποίος και αυτός θεωρεί ότι οι νέοι δεν δίνονταν βορά στον Μινώταυρο αλλά χρησιμοποιούνταν σε καταναγκαστικά έργα. Πάντως η διήγηση που περιλαμβάνει τον φόνο του Μινώταυρου είναι αυτή που επικράτησε μέχρι τις μέρες μας, αφού περιέχει όλα τα συστατικά μιας επιτυχούς περιπέτειας, ήτοι δράση, ένταση, θηρία, έρωτα και έναν θριαμβευτή ήρωα. Ο Θησέας αφού απελευθέρωσε τους νέους συνήψε συνθήκη φιλίας με τους Κρήτες, παντρεύτηκε την Αριάδνη και ξεκίνησε το ταξίδι της επιστροφής. Στην πορεία έκαναν στάση λόγω τρικυμίας στη Νάξο, όπου ο θεός Διόνυσος μόλις αντίκρισε την Αριάδνη την ερωτεύτηκε και την πήρε από τον Θησέα. Μπορεί ο ήρωας μας να τα έβαλε με πλήθος ληστών και τεράτων αλλά μια διαμάχη με ένα θεό ήταν κάτι πέρα από τις δυνάμεις του… Θλιμμένος συνέχισε το ταξίδι προς την Αθήνα με μια ενδιάμεση στάση στην Δήλο, όπου έκανε θυσίες και οργάνωσε αγώνες προς τιμή της Αφροδίτης που τον είχε βοηθήσει στην περιπέτειά του.
Όλη την περίοδο απουσίας του Θησέα ο πατέρας του, Αιγέας, αγνάντευε καθημερινά το πέλαγος περιμένοντας με λαχτάρα την επιστροφή του γιού του. Κάθε μέρα περίμενε να αντικρίσει στο βάθος του ορίζοντα τα λευκά πανιά του καραβιού, που δήλωναν την επιτυχή κατάληξη του ταξιδιού του Θησέα. Όμως, η χαρά της επιτυχίας έκανε τον Θησέα να ξεχάσει να αντικαταστήσει τα μαύρα πανιά του πλοίου. Στη θέα των μαύρων πανιών ο Αιγέας απεγνωσμένος έδωσε τέλος στην ζωή του πέφτοντας από την ακρόπολη. Έκτοτε η θάλασσα ονομάστηκε προς τιμή του Αιγαίο πέλαγος. Παρά τον άδικο χαμό του Αιγέα και την θλίψη του Θησέα, οι Αθηναίοι ανακουφισμένοι γιόρτασαν την επιτυχή επιστροφή των νέων και την κατάργηση του φόρου στους Κρήτες. Ο Θησέας, κατά τον Πλούταρχο, αφού κήδεψε με τιμές τον πατέρα του, ανέλαβε την βασιλεία της πόλεως: «Ο Θησέας έβαλε μεγάλο και θαυμαστό έργο στο νου του· μάζεψε τους κατοίκους της Αττικής σε έναν τόπο και τους οργάνωσε σαν ένα ενιαίο λαό σε μια πόλη, ενώ πρώτα ήταν σκορπισμένοι και δύσκολα συνάζονταν όταν ήταν για κοινό συμφέρον». Ξεκινάει, έτσι, η περίοδος της συγκρότησης της πόλεως των Αθηνών, του λεγόμενου «άστεως».
Ως εκείνη την εποχή η Αττική ήταν χωρισμένη σε μικρές κωμοπόλεις και χωριά, πολλές φορές εχθρικά μεταξύ τους. Το μεγαλεπήβολο σχέδιο του Θησέα ήταν η ένωση όλων αυτών των ξεχωριστών οικισμών σε μια ομοσπονδία, κέντρο της οποία θα ήταν το άστυ των Αθηνών. Παράλληλα, με την θεσμοθέτηση γάμων από μέλη διαφορετικών φυλών επιδίωξε τη δημιουργία ενός ενιαίου λαού, των Αθηναίων. Σύμφωνα με τον Πλούταρχο: «Πήγαινε στους δήμους και στα διάφορα γένη και γύρευε να τους πείσει. Οι απλοί και φτωχοί γρήγορα πείθονταν στην πρόσκλησή του. Από τους δυνατούς όμως, καθώς τους πρότεινε ένα αβασίλευτο πολίτευμα και δημοκρατία που θα είχε αυτόν τον ίδιο για αρχηγό στον πόλεμο μόνο και φύλακά των νόμων της ενώ στα άλλα θα έδινε σε όλους ισομοιρία, άλλοι πείθονταν ενώ άλλοι, από φόβο στη δύναμή του, που ήταν κιόλας μεγάλη, και στην τόλμη του, προτίμησαν να συμφωνήσουν μόνοι τους παρά με δικό του καταναγκασμό». Για τούτο ο Θησέας κατήργησε τα τοπικά βουλευτήρια και τις κατά τόπους αρχές και όρισε ένα κοινό βουλευτήριο στην πόλη των Αθηνών, που κατέστη εν τέλει το πολιτικό και διοικητικό κέντρο όλης της Αττικής. Με το σύνθημα «Δευρ’ ίτε πάντες λεώ» (Ελάτε εδώ όλοι οι άνθρωποι) καλούσε τους κατοίκους των περιχώρων να προσέλθουν στο άστυ. Όμως, όπως τονίζει ο Πλούταρχος, «Δεν άφησε τα κύματα του σύμμειχτου αυτού πλήθους να μεταβάλουν τη δημοκρατία σε έναν άτακτο συρφετό». Χώρισε του πολίτες σε ευγενείς (ευπατρίδες), γαιοκτήμονες (γαιόμορους) και επαγγελματίες (δημιουργούς). Οι ευγενείς ήταν αυτοί που έδιναν τους άρχοντες και νομοθετούσαν καθώς ήταν η παλιά κυρίαρχη κάστα, την οποία ο Θησέας έπρεπε να χειριστεί με επιδεξιότητα και λεπτότητα, αφού αυτοί διέθεταν μεγάλη οικονομική και πολιτική δύναμη. Η στροφή προς τις λαϊκές μάζες, πάντως, άνοιξε τον δρόμο προς την μετέπειτα αθηναϊκή δημοκρατία. Αν και βασιλιάς ο Θησέας φρόντισε ιδιαίτερα τον «δήμο», κυρίως γιατί ένας νεοφερμένος και μη αυτόχθων βασιλιάς έπρεπε να δημιουργήσει ερείσματα στην εξουσία του. Οι ντόπιοι άρχοντες δύσκολα θα στήριζαν ένα εγχείρημα που τους αφαιρούσε προνόμια και δύναμη. Έτσι, η στροφή προς τις λιγότερο προνομιούχες τάξεις, με την παραχώρηση μιας κάποιας ισοπολιτείας, αποτέλεσε μια έξυπνη κίνηση από μέρους του Θησέα. Παράλληλα, και για να αυξήσει ακόμη περισσότερο τη λαϊκή αποδοχή, θέσπισε και αγώνες προς τιμήν του Ποσειδώνα, τα «Ίσθμια», κατ’ αντιστοιχία με τους Ολυμπιακούς αγώνες της Ηλείας προς τιμήν του Δία.
Στο υπόλοιπο του βίου του ο Θησέας επιδόθηκε σε εκστρατείες και πολέμους με κυριότερα επεισόδια τον πόλεμο με τις Αμαζόνες και την «κενταυρομαχία» μαζί με τον φίλο του Πειρίθου. Οι Αμαζόνες ανήκαν στους ευρασιατικούς λαούς με τους οποίους οι Έλληνες είχαν τακτικές εμπορικές επαφές και είχαν εντυπωσιαστεί από την δεσπόζουσα θέση που είχαν οι γυναίκες στις κοινωνίες τους. Σύμφωνα με τον μύθο, όταν ο Θησέας έπλευσε στο βασίλειο των Αμαζόνων στον Εύξεινο Πόντο έτυχε θερμής υποδοχής. Ο Πλούταρχος επισημαίνει ότι: «Καθώς οι Αμαζόνες ήταν φίλανδρες, όχι μόνο δεν απέφυγαν το Θησέα όταν ήρθε στη χώρα τους, αλλά και του έστειλαν στο πλοίο του δώρα». Ο κομιστής των δώρων ήταν η πανέμορφη Αντιόπη. Μόλις ανέβηκε στο πλοίο, ο Θησέας θαμπωμένος από την ομορφιά της την απήγαγε και την μετέφερε στην Αθήνα. Η πράξη αυτή ήταν και η αιτία της εκστρατείας των Αμαζόνων στην Αττική. Η πολεμική ικανότητα αυτού του λαού τεκμαίρεται από το γεγονός ότι κυριάρχησαν στην Αττική και στρατοπέδευσαν «σχεδόν μέσα στην πόλη». Η αποφασιστική μάχη δόθηκε στην Πνύκα τον μήνα Βοηδρομιώνα (Αύγουστος) και έπειτα προς τιμή της νίκης τους οι Αθηναίοι θέσπισαν την εορτή των «Βοηδρομίων». Ο Κ. Κερένυϊ σχολιάζει σχετικά με την αρπαγή της Αντιόπης: «Στην πραγματικότητα μας παρουσιάζεται σαν ασιατική Ελένη, την οποία αρπάξανε από την Ανατολή στη Δύση και για χάρη της οποίας πολέμησαν πάνω στο ελληνικό έδαφος, όπως για τη θυγατέρα της Λήδας πάνω στα ανατολικά της Τροίας».
Όσον αφορά την «κενταυρομαχία», αυτή συνδέεται με την φιλία του Θησέα με τον Πειρίθου. Ο Πειρίθους, βασιλιάς των Λαπίθων της Θεσσαλίας, γνώριζε για την ρώμη του Θησέα και τους άθλους του και θέλησε να τον δοκιμάσει. Όταν, όμως, οι δυο άνδρες συναντήθηκαν αμέσως αναπτύχθηκε μεταξύ τους συμπάθεια. Όπως το θέτει ο Πλούταρχος: «Και σαν είδαν ο ένας τον άλλο και θαύμασαν την ομορφιά και καμάρωσαν την τόλμη τους, δεν έκαμαν μάχη, και πρώτος ο Πειρίθους άπλωσε το δεξί χέρι». Αναπτύχθηκε μεταξύ τους μια ισχυρή φιλία που όπως θα δούμε τους οδήγησε μέχρι και τον Κάτω Κόσμο… Όταν ο Πειρίθους παντρεύτηκε την Ιπποδάμεια (σημαίνει αυτή που δαμάζει τα άλογα) κάλεσε εκτός από τον καλό του φίλο Θησέα και του Κενταύρους. Οι τελευταίοι ήταν ένα υβρίδιο με σώμα αλόγου και κορμό ανθρώπου. Όταν το γαμήλιο γλέντι άναψε, «άναψαν και τα αίματα»… Οι Κένταυροι μεθυσμένοι άρχισαν να καλοβλέπουν τις γυναίκες των Λαπίθων και μάλιστα αποπειράθηκαν να βιάσουν και την ίδια τη νύφη. Ο πόλεμος που άναψε βρήκε νικητές τους Λαπίθες, με τους οποίους αγωνίστηκε και ο Θησέας. Έπειτα από αυτό οι ήρωες αποφάσισαν να παντρευτούν μόνο κόρες θεών, αφού ο μεν Θησέας θεωρούσε πατέρα του τον Ποσειδώνα και ο Πειρίθους τον Δία. Έτσι, ο Θησέας επέλεξε την Ελένη και ο Πειρίθους την Περσεφόνη… Σύμφωνα με τον Ελλάνικο ο Θησέας τότε ήταν περίπου πενήντα ετών και η Ελένη «δεν ήταν ακόμη σε ώρα γάμου»… Για τούτο ο Θησέας την έδωσε στον φίλο του Άφιδνο δίνοντάς του διαταγή να την φυλάει. Τα αδέρφια της όμως, Κάστωρ και Πολυδεύκης, ανακάλυψαν την αδελφή τους και την απελευθέρωσαν. Η τύχη του Πειρίθου ήταν πιο τραγική. Η κάθοδος στον Άδη δεν εξελίχτηκε όπως περίμεναν οι ήρωες μας. Ο πανούργος Άδης έχοντας καταλάβει τον λόγο της επίσκεψης των δυο ηρώων τους κάλεσε, δήθεν, για φαγητό. Όταν, όμως, κάθισαν στις θέσεις αδυνατούσαν να σηκωθούν… Τα οπίσθιά τους έμειναν κολλημένα στις θέσεις και τα πόδια τους δέθηκαν με φίδια… Τη λύτρωση έδωσε ο Ηρακλής, αλλά μόνο για τον Θησέα, αφού δεν κατάφερε να μεταπείσει τον Άδη για τον Πειρίθου. Έτσι ο συνοδοιπόρος του Θησέα έμεινε για πάντα κολλημένος στον «θρόνο της λήθης».
Όσο καιρό απουσίαζε ο Θησέας οι πρώην ισχυροί βυσσοδομούσαν. Η απώλεια της εξουσίας, και μάλιστα από έναν ξένο, ήταν αβάσταχτη. Στο πρόσωπο του Μενεσθέα βρήκαν τον φυσικό τους αρχηγό. Ο προπάππους του ήταν ο Ερεχθέας, ένας από τους σημαντικότερους ντόπιους μυθικούς ήρωες και αυτός που είχε προσφέρει την πόλη στην Αθηνά και είχε ονομάσει τους κατοίκους της πόλης από «Κεκροπίδες» σε «Αθηναίους». Ο Μενεσθέας, κατά τον Πλούταρχο ήταν: «ο πρώτος, καθώς λέγουν, που στράφηκε στη δημαγωγία και στα ευχάριστα στον όχλο λόγια, μάζευε τους ισχυρούς και τους ερέθιζε, καθώς αυτοί από καιρό αγανακτούσαν με τον Θησέα και νόμιζαν πως αφαίρεσε από τους Ευπατρίδες των δήμων την εξουσία και τη βασιλεία και τους περιόρισε όλους σε μια πόλη για να τους έχει υπηκόους και δούλους, και αναστάτωνε τα πλήθη λέγοντάς τους συκοφαντικά πως το όνειρο μόνο βλέπουν της ελευθερίας ενώ στην πραγματικότητα έχουν χάσει τις πατρίδες και τα ιερά τους, για να υπακούουν μονάχα σε έναν ξενόφερτο δεσπότη και όχι σε πολλούς και καλούς βασιλείς». Ο Μενεσθέας αντιπροσωπεύει το παλαιό φατριαστικό πνεύμα της αττικής, το τοπικιστικό, όπου κάθε κώμη ήταν ανεξάρτητη και αυτόνομη. Μάλιστα, αναφέρεται ότι ζήτησε και την βοήθεια των αδερφών της Ελένης, καθώς το κοινό πρόβλημα και των δυο πλευρών δεν ήταν άλλο από τον Θησέα. Έτσι, όταν ο Θησέας επέστρεψε στην Αθήνα και προσπάθησε να αναλάβει ξανά την εξουσία βρήκε, σύμφωνα με τον Πλούταρχο: «όσους είχε αφήσει να τον μισούν να έχουν τώρα, μαζί με το μίσος, και την έλλειψη φόβου, και βλέποντας βαθιά διαφθορά στο λαό, που ένα μεγάλο μέρος του ήθελε να κολακεύεται παρά να εκτελεί σιωπώντας τις εντολές». Απελπισμένος και απογοητευμένος έστειλε κρυφά τα παιδιά του στην Εύβοια στον Ελεφήνορα και αφού έστησε στον Γαργηττό στήλη αναθέματος, το Αρατήριον, έπλευσε για την Σκύρο όπου είχε οικογενειακά κτήματα και θεωρούσε τους κατοίκους και τον βασιλιά Λυκομήδη φίλους του. Εκεί ο Λυκομήδης είτε από φόβο προς τον ήρωα είτε επειδή είχε συμφωνήσει με τον Μενεσθέα, προφασιζόμενος ότι θα δείξει στον Θησέα τα πατρικά του κτήματα, τον οδήγησε σε ένα απόκρημνο μέρος και τον έσπρωξε στον γκρεμό.
Σύμφωνα με τους διασωθέντες βασιλικούς καταλόγους των Αθηνών ο Θησέας φαίνεται να βασιλεύει από το 1251 μέχρι και το 1221 π.Χ., αλλά ακόμη η ιστορικότητα του ήρωα δεν έχει αποδειχτεί. Το ισχυρότερο στοιχείο αποτελεί το «Πάριο Χρονικό», μια επιτύμβια στήλη που αναφέρει ανάμικτα μυθικά και ιστορικά γεγονότα από το 1581 π.Χ. μέχρι και το 264 π.Χ. Σίγουρα πάντως έδρασε πριν από τον Τρωικό πόλεμο, αφού ο Όμηρος σαν αρχηγό των Αθηναίων στην εκστρατεία αναφέρει τον Μενεσθέα, που διαδέχτηκε τον Θησέα στην βασιλεία των Αθηνών. Από τον 6ο αιώνα π.Χ. η λατρεία του ήρωα αποκτά γερές βάσεις στην Αττική. Στην μάχη της Σαλαμίνας οι Αθηναίοι ορκίζονταν ότι είχαν δει το φάντασμα του Θησέα να πολεμάει πλάι τους. Σταδιακά καθιερώνονται προς τιμή του αγώνες, όπως τα «Θήσεια» και τα «Συνοίκια», και περί το 468 π.Χ. αναγείρεται το «Θησείον», όπου οι Αθηναίοι τοποθέτησαν τα φερόμενα ως οστά του ήρωα που είχε φέρει από την Σκύρο ο Κίμων όταν είχε εκστρατεύσει ενάντια στους πειρατές Δόλοπες. Στα μάτια των μεταγενέστερων Αθηναίων ο Θησέας ενσαρκώνει τον μεγάλο μεταρρυθμιστή της Αττικής που από ένα πλήθος μικρών και ευάλωτων οικισμών, εχθρικών μεταξύ τους, δημιούργησε το «άστυ», την πόλη των Αθηνών. Αυτό το κατάφερε απαλλάσσοντας την χώρα από τους κακοποιούς και περιορίζοντας την δύναμη των ισχυρών προς όφελος του δήμου. Άλλωστε και η πιθανότερη ετυμολογία του ονόματός του Θησέα σχετίζεται με το αρχαίο ρήμα «τίθημι» που σημαίνει θέτω, διευθετώ. Συν τω χρόνω ο Θησέας γίνεται αναπόσπαστο κομμάτι της αττικής κουλτούρας και οι ιστορίες γύρω από το πρόσωπό του ενσωματώνονται σε όλα τα έργα των τραγικών ποιητών της Αττικής.
Ο Θησέας αφού εξαγνίσθηκε για τους φόνους που διέπραξε στο ιερό του Μειλίχιου Δία, μπήκε στην Αθήνα την όγδοη μέρα του μήνα Εκατομβαιώνα, ημέρα που ήταν αφιερωμένη στον Ποσειδώνα, υποτιθέμενο πατέρα του Θησέα… Ο γήινος πατέρας του Θησέα, ο Αιγέας, συγκατοικούσε με την φοβερή και τρομερή μάγισσα Μήδεια, η οποία είχε βρει καταφύγιο στην Αθήνα, αφού κατάφερε να πείσει τον Αιγέα ότι μπορεί να τον βοηθήσει με την ατεκνία του. Μαντεύοντας την ταυτότητα του ξένου, έπεισε τον Αιγέα να τον καλέσει σε γεύμα με σκοπό να τον δηλητηριάσει… Κατά την διάρκεια του γεύματος ο Θησέας έβγαλε το σπαθί που του είχε αφήσει ο Αιγέας να κόψει λίγο κρέας. Μόλις το είδε ο Αιγέας αναγνώρισε τον γιο του και διέταξε την εκ νέου εξορία της εγκληματικής μάγισσας. Ο Αιγέας περιχαρής σύμφωνα με τον Πλούταρχο: «του έκανε ερωτήσεις, τον φιλούσε και τον παρουσίαζε στους πολίτες που τους κάλεσε γι’ αυτό τον λόγο και αυτοί τον δέχονταν λόγω της παλικαριάς του». Όση χαρά πήρε ο Αιγέας από τον ερχομό του γιού του, τόση πίκρα δοκίμασαν οι πενήντα γιοι του αδελφού του, Πάλλαντα. Η μέχρι τούδε ατεκνία του Αιγέα τους έκανε πρώτους υποψήφιους για την κληρονομιά του θρόνου της Αθήνας. Ο ερχομός του Θησέα ανέτρεψε άρδην τα σχέδια τους… Ξεκίνησαν, λοιπόν, για την Αθήνα με σκοπό να καταλάβουν τον θρόνο: «χωρίστηκαν και άλλοι βάδιζαν φανερά από τον Σφηττό για το άστυ ενώ άλλοι κρύφτηκαν στον Γαργηττό και ενεδρεύανε για να επιτεθούν από δυο μεριές». Η κίνηση των Παλλαντιδών αποκαλύφθηκε, όμως, στον Θησέα από έναν κήρυκα, τον Λεώ από τον Αγνούντα, οπότε ο Θησέας κατάφερε να τους εξοντώσει όλους. Αμέσως μετά, και με σκοπό να γίνει ακόμη πιο αγαπητός στους πολίτες, ασχολήθηκε με τον Μαραθώνιο ταύρο, που προκαλούσε πολλές ζημιές στην περιοχή της Τετραπόλεως (τότε αποτελούταν από τα χωριουδάκια Μαραθώνας, Προβάλινθος, Τρικόρυθος και Οινόη). Επρόκειτο για τον ίδιο ταύρο που λίγα χρόνια πριν είχε σκοτώσει και τον γιο του Μίνωα, Ανδρόγεω, ο οποίος είχε δοκιμάσει να δαμάσει το κτήνος, αλλά είχε βρει φριχτό θάνατο. Ο Μίνωας θεωρώντας τους Αθηναίους υπεύθυνους για τον θάνατο του γιού του, είχε επιβάλλει στην Αθήνα ως τιμωρία την αποστολή στην Κρήτη κάθε εννέα χρόνια δεκατεσσάρων νέων, επτά αγοριών και επτά κοριτσιών. Αυτά, ρίχνονταν στα σκοτεινά στενά του λαβυρίνθου όπου έβρισκαν τραγικό τέλος από τον Μινώταυρο που ήταν «φύσει μικτός, ταύρος ομού και άνθρωπός»…
Επρόκειτο για ένα ακόμη υβρίδιο από αυτά που συναντάμε κατά κόρον στην ελληνική, και όχι μόνο, μυθολογία, όπως τους Κένταυρους, την Σφίγγα, τις Σειρήνες κ.α. Ήταν αποτέλεσμα της συνεύρεσης της γυναίκας του Μίνωα, Πασιφάης, με έναν ταύρο που είχε σταλεί στην Κρήτη από τον Ποσειδώνα. Το πραγματικό όνομα του Μινώταυρου ήταν Αστέριος. Την τρίτη φορά που οι Κρήτες έστειλαν απεσταλμένους στην Αθήνα για να εισπράξουν τον φόρο για τον λαβύρινθο παρών ήταν και ο Θησέας. Αμέσως προσφέρθηκε οικειοθελώς να ακολουθήσει τους νέους στην Κρήτη, παρά τις έντονες αντιδράσεις του Αιγέα, ο οποίος μόλις είχε βρει τον γιο του και τον έχανε… Έτσι, αρχές Απριλίου, όπως μας πληροφορεί ο Πλούταρχος, ο Θησέας μπάρκαρε για την Κρήτη. Προτού, όμως, ξεκινήσουν έπρεπε να συμβουλευτούν το μαντείο των Δελφών. Ο Πλούταρχος αναφέρει σχετικά: «Και λένε πως ο θεός στους Δελφούς του χρησμοδότησε να κάνει οδηγήτρια του την Αφροδίτη και να την παρακαλέσει να γίνει συνταξιδιώτισσά του». Παράλληλα, ο Αιγέας συμφώνησε με τον Θησέα ότι αν επέστρεφε σώος το καράβι θα έπλεε με άσπρα πανιά, δείγμα επιτυχίας. Αν ο Θησέας, όμως, γινόταν βορά στο θηρίο, το πλοίο θα επέστρεφε με μαύρα πανιά.
Πράγματι, με το που έφθασαν στην Κρήτη η Αφροδίτη έβαλε σε δράση τα… μαγικά της. Η κόρη του Μίνωα, Αριάδνη, με το που αντίκρισε τον Θησέα τον ερωτεύτηκε σφόδρα και αμέσως αποφάσισε να τον βοηθήσει. Με ένα κουβάρι που του έδωσε, «τον μίτο», ο ήρωας μπόρεσε να ελιχθεί στους διαδρόμους του λαβυρίνθου χωρίς να χαθεί, να σκοτώσει το κτήνος και να βγει σώος και αβλαβής από το δαιδαλώδες μπουντρούμι που είχε κατασκευάσει ο εφευρέτης του Μίνωα, Δαίδαλος. Κατά τον ατθιδογράφο Φιλόχορο, τον οποίο επικαλείται ο Πλούταρχος, ο μύθος περί τον Μινώταυρο δεν έχει καμία σχέση με την πραγματικότητα. Ο λαβύρινθος δεν ήταν τίποτε περισσότερο από μια φυλακή όπου κρατούνταν οι νέοι από την Αθήνα και δίνονταν ως τρόπαιο στους νικητές αγώνων που τελούνταν στη μνήμη του Ανδρόγεω. Τέλος, ο Πλούταρχος επικαλείται και την άποψη του Αριστοτέλη ο οποίος και αυτός θεωρεί ότι οι νέοι δεν δίνονταν βορά στον Μινώταυρο αλλά χρησιμοποιούνταν σε καταναγκαστικά έργα. Πάντως η διήγηση που περιλαμβάνει τον φόνο του Μινώταυρου είναι αυτή που επικράτησε μέχρι τις μέρες μας, αφού περιέχει όλα τα συστατικά μιας επιτυχούς περιπέτειας, ήτοι δράση, ένταση, θηρία, έρωτα και έναν θριαμβευτή ήρωα. Ο Θησέας αφού απελευθέρωσε τους νέους συνήψε συνθήκη φιλίας με τους Κρήτες, παντρεύτηκε την Αριάδνη και ξεκίνησε το ταξίδι της επιστροφής. Στην πορεία έκαναν στάση λόγω τρικυμίας στη Νάξο, όπου ο θεός Διόνυσος μόλις αντίκρισε την Αριάδνη την ερωτεύτηκε και την πήρε από τον Θησέα. Μπορεί ο ήρωας μας να τα έβαλε με πλήθος ληστών και τεράτων αλλά μια διαμάχη με ένα θεό ήταν κάτι πέρα από τις δυνάμεις του… Θλιμμένος συνέχισε το ταξίδι προς την Αθήνα με μια ενδιάμεση στάση στην Δήλο, όπου έκανε θυσίες και οργάνωσε αγώνες προς τιμή της Αφροδίτης που τον είχε βοηθήσει στην περιπέτειά του.
Όλη την περίοδο απουσίας του Θησέα ο πατέρας του, Αιγέας, αγνάντευε καθημερινά το πέλαγος περιμένοντας με λαχτάρα την επιστροφή του γιού του. Κάθε μέρα περίμενε να αντικρίσει στο βάθος του ορίζοντα τα λευκά πανιά του καραβιού, που δήλωναν την επιτυχή κατάληξη του ταξιδιού του Θησέα. Όμως, η χαρά της επιτυχίας έκανε τον Θησέα να ξεχάσει να αντικαταστήσει τα μαύρα πανιά του πλοίου. Στη θέα των μαύρων πανιών ο Αιγέας απεγνωσμένος έδωσε τέλος στην ζωή του πέφτοντας από την ακρόπολη. Έκτοτε η θάλασσα ονομάστηκε προς τιμή του Αιγαίο πέλαγος. Παρά τον άδικο χαμό του Αιγέα και την θλίψη του Θησέα, οι Αθηναίοι ανακουφισμένοι γιόρτασαν την επιτυχή επιστροφή των νέων και την κατάργηση του φόρου στους Κρήτες. Ο Θησέας, κατά τον Πλούταρχο, αφού κήδεψε με τιμές τον πατέρα του, ανέλαβε την βασιλεία της πόλεως: «Ο Θησέας έβαλε μεγάλο και θαυμαστό έργο στο νου του· μάζεψε τους κατοίκους της Αττικής σε έναν τόπο και τους οργάνωσε σαν ένα ενιαίο λαό σε μια πόλη, ενώ πρώτα ήταν σκορπισμένοι και δύσκολα συνάζονταν όταν ήταν για κοινό συμφέρον». Ξεκινάει, έτσι, η περίοδος της συγκρότησης της πόλεως των Αθηνών, του λεγόμενου «άστεως».
Ως εκείνη την εποχή η Αττική ήταν χωρισμένη σε μικρές κωμοπόλεις και χωριά, πολλές φορές εχθρικά μεταξύ τους. Το μεγαλεπήβολο σχέδιο του Θησέα ήταν η ένωση όλων αυτών των ξεχωριστών οικισμών σε μια ομοσπονδία, κέντρο της οποία θα ήταν το άστυ των Αθηνών. Παράλληλα, με την θεσμοθέτηση γάμων από μέλη διαφορετικών φυλών επιδίωξε τη δημιουργία ενός ενιαίου λαού, των Αθηναίων. Σύμφωνα με τον Πλούταρχο: «Πήγαινε στους δήμους και στα διάφορα γένη και γύρευε να τους πείσει. Οι απλοί και φτωχοί γρήγορα πείθονταν στην πρόσκλησή του. Από τους δυνατούς όμως, καθώς τους πρότεινε ένα αβασίλευτο πολίτευμα και δημοκρατία που θα είχε αυτόν τον ίδιο για αρχηγό στον πόλεμο μόνο και φύλακά των νόμων της ενώ στα άλλα θα έδινε σε όλους ισομοιρία, άλλοι πείθονταν ενώ άλλοι, από φόβο στη δύναμή του, που ήταν κιόλας μεγάλη, και στην τόλμη του, προτίμησαν να συμφωνήσουν μόνοι τους παρά με δικό του καταναγκασμό». Για τούτο ο Θησέας κατήργησε τα τοπικά βουλευτήρια και τις κατά τόπους αρχές και όρισε ένα κοινό βουλευτήριο στην πόλη των Αθηνών, που κατέστη εν τέλει το πολιτικό και διοικητικό κέντρο όλης της Αττικής. Με το σύνθημα «Δευρ’ ίτε πάντες λεώ» (Ελάτε εδώ όλοι οι άνθρωποι) καλούσε τους κατοίκους των περιχώρων να προσέλθουν στο άστυ. Όμως, όπως τονίζει ο Πλούταρχος, «Δεν άφησε τα κύματα του σύμμειχτου αυτού πλήθους να μεταβάλουν τη δημοκρατία σε έναν άτακτο συρφετό». Χώρισε του πολίτες σε ευγενείς (ευπατρίδες), γαιοκτήμονες (γαιόμορους) και επαγγελματίες (δημιουργούς). Οι ευγενείς ήταν αυτοί που έδιναν τους άρχοντες και νομοθετούσαν καθώς ήταν η παλιά κυρίαρχη κάστα, την οποία ο Θησέας έπρεπε να χειριστεί με επιδεξιότητα και λεπτότητα, αφού αυτοί διέθεταν μεγάλη οικονομική και πολιτική δύναμη. Η στροφή προς τις λαϊκές μάζες, πάντως, άνοιξε τον δρόμο προς την μετέπειτα αθηναϊκή δημοκρατία. Αν και βασιλιάς ο Θησέας φρόντισε ιδιαίτερα τον «δήμο», κυρίως γιατί ένας νεοφερμένος και μη αυτόχθων βασιλιάς έπρεπε να δημιουργήσει ερείσματα στην εξουσία του. Οι ντόπιοι άρχοντες δύσκολα θα στήριζαν ένα εγχείρημα που τους αφαιρούσε προνόμια και δύναμη. Έτσι, η στροφή προς τις λιγότερο προνομιούχες τάξεις, με την παραχώρηση μιας κάποιας ισοπολιτείας, αποτέλεσε μια έξυπνη κίνηση από μέρους του Θησέα. Παράλληλα, και για να αυξήσει ακόμη περισσότερο τη λαϊκή αποδοχή, θέσπισε και αγώνες προς τιμήν του Ποσειδώνα, τα «Ίσθμια», κατ’ αντιστοιχία με τους Ολυμπιακούς αγώνες της Ηλείας προς τιμήν του Δία.
Στο υπόλοιπο του βίου του ο Θησέας επιδόθηκε σε εκστρατείες και πολέμους με κυριότερα επεισόδια τον πόλεμο με τις Αμαζόνες και την «κενταυρομαχία» μαζί με τον φίλο του Πειρίθου. Οι Αμαζόνες ανήκαν στους ευρασιατικούς λαούς με τους οποίους οι Έλληνες είχαν τακτικές εμπορικές επαφές και είχαν εντυπωσιαστεί από την δεσπόζουσα θέση που είχαν οι γυναίκες στις κοινωνίες τους. Σύμφωνα με τον μύθο, όταν ο Θησέας έπλευσε στο βασίλειο των Αμαζόνων στον Εύξεινο Πόντο έτυχε θερμής υποδοχής. Ο Πλούταρχος επισημαίνει ότι: «Καθώς οι Αμαζόνες ήταν φίλανδρες, όχι μόνο δεν απέφυγαν το Θησέα όταν ήρθε στη χώρα τους, αλλά και του έστειλαν στο πλοίο του δώρα». Ο κομιστής των δώρων ήταν η πανέμορφη Αντιόπη. Μόλις ανέβηκε στο πλοίο, ο Θησέας θαμπωμένος από την ομορφιά της την απήγαγε και την μετέφερε στην Αθήνα. Η πράξη αυτή ήταν και η αιτία της εκστρατείας των Αμαζόνων στην Αττική. Η πολεμική ικανότητα αυτού του λαού τεκμαίρεται από το γεγονός ότι κυριάρχησαν στην Αττική και στρατοπέδευσαν «σχεδόν μέσα στην πόλη». Η αποφασιστική μάχη δόθηκε στην Πνύκα τον μήνα Βοηδρομιώνα (Αύγουστος) και έπειτα προς τιμή της νίκης τους οι Αθηναίοι θέσπισαν την εορτή των «Βοηδρομίων». Ο Κ. Κερένυϊ σχολιάζει σχετικά με την αρπαγή της Αντιόπης: «Στην πραγματικότητα μας παρουσιάζεται σαν ασιατική Ελένη, την οποία αρπάξανε από την Ανατολή στη Δύση και για χάρη της οποίας πολέμησαν πάνω στο ελληνικό έδαφος, όπως για τη θυγατέρα της Λήδας πάνω στα ανατολικά της Τροίας».
Όσον αφορά την «κενταυρομαχία», αυτή συνδέεται με την φιλία του Θησέα με τον Πειρίθου. Ο Πειρίθους, βασιλιάς των Λαπίθων της Θεσσαλίας, γνώριζε για την ρώμη του Θησέα και τους άθλους του και θέλησε να τον δοκιμάσει. Όταν, όμως, οι δυο άνδρες συναντήθηκαν αμέσως αναπτύχθηκε μεταξύ τους συμπάθεια. Όπως το θέτει ο Πλούταρχος: «Και σαν είδαν ο ένας τον άλλο και θαύμασαν την ομορφιά και καμάρωσαν την τόλμη τους, δεν έκαμαν μάχη, και πρώτος ο Πειρίθους άπλωσε το δεξί χέρι». Αναπτύχθηκε μεταξύ τους μια ισχυρή φιλία που όπως θα δούμε τους οδήγησε μέχρι και τον Κάτω Κόσμο… Όταν ο Πειρίθους παντρεύτηκε την Ιπποδάμεια (σημαίνει αυτή που δαμάζει τα άλογα) κάλεσε εκτός από τον καλό του φίλο Θησέα και του Κενταύρους. Οι τελευταίοι ήταν ένα υβρίδιο με σώμα αλόγου και κορμό ανθρώπου. Όταν το γαμήλιο γλέντι άναψε, «άναψαν και τα αίματα»… Οι Κένταυροι μεθυσμένοι άρχισαν να καλοβλέπουν τις γυναίκες των Λαπίθων και μάλιστα αποπειράθηκαν να βιάσουν και την ίδια τη νύφη. Ο πόλεμος που άναψε βρήκε νικητές τους Λαπίθες, με τους οποίους αγωνίστηκε και ο Θησέας. Έπειτα από αυτό οι ήρωες αποφάσισαν να παντρευτούν μόνο κόρες θεών, αφού ο μεν Θησέας θεωρούσε πατέρα του τον Ποσειδώνα και ο Πειρίθους τον Δία. Έτσι, ο Θησέας επέλεξε την Ελένη και ο Πειρίθους την Περσεφόνη… Σύμφωνα με τον Ελλάνικο ο Θησέας τότε ήταν περίπου πενήντα ετών και η Ελένη «δεν ήταν ακόμη σε ώρα γάμου»… Για τούτο ο Θησέας την έδωσε στον φίλο του Άφιδνο δίνοντάς του διαταγή να την φυλάει. Τα αδέρφια της όμως, Κάστωρ και Πολυδεύκης, ανακάλυψαν την αδελφή τους και την απελευθέρωσαν. Η τύχη του Πειρίθου ήταν πιο τραγική. Η κάθοδος στον Άδη δεν εξελίχτηκε όπως περίμεναν οι ήρωες μας. Ο πανούργος Άδης έχοντας καταλάβει τον λόγο της επίσκεψης των δυο ηρώων τους κάλεσε, δήθεν, για φαγητό. Όταν, όμως, κάθισαν στις θέσεις αδυνατούσαν να σηκωθούν… Τα οπίσθιά τους έμειναν κολλημένα στις θέσεις και τα πόδια τους δέθηκαν με φίδια… Τη λύτρωση έδωσε ο Ηρακλής, αλλά μόνο για τον Θησέα, αφού δεν κατάφερε να μεταπείσει τον Άδη για τον Πειρίθου. Έτσι ο συνοδοιπόρος του Θησέα έμεινε για πάντα κολλημένος στον «θρόνο της λήθης».
Όσο καιρό απουσίαζε ο Θησέας οι πρώην ισχυροί βυσσοδομούσαν. Η απώλεια της εξουσίας, και μάλιστα από έναν ξένο, ήταν αβάσταχτη. Στο πρόσωπο του Μενεσθέα βρήκαν τον φυσικό τους αρχηγό. Ο προπάππους του ήταν ο Ερεχθέας, ένας από τους σημαντικότερους ντόπιους μυθικούς ήρωες και αυτός που είχε προσφέρει την πόλη στην Αθηνά και είχε ονομάσει τους κατοίκους της πόλης από «Κεκροπίδες» σε «Αθηναίους». Ο Μενεσθέας, κατά τον Πλούταρχο ήταν: «ο πρώτος, καθώς λέγουν, που στράφηκε στη δημαγωγία και στα ευχάριστα στον όχλο λόγια, μάζευε τους ισχυρούς και τους ερέθιζε, καθώς αυτοί από καιρό αγανακτούσαν με τον Θησέα και νόμιζαν πως αφαίρεσε από τους Ευπατρίδες των δήμων την εξουσία και τη βασιλεία και τους περιόρισε όλους σε μια πόλη για να τους έχει υπηκόους και δούλους, και αναστάτωνε τα πλήθη λέγοντάς τους συκοφαντικά πως το όνειρο μόνο βλέπουν της ελευθερίας ενώ στην πραγματικότητα έχουν χάσει τις πατρίδες και τα ιερά τους, για να υπακούουν μονάχα σε έναν ξενόφερτο δεσπότη και όχι σε πολλούς και καλούς βασιλείς». Ο Μενεσθέας αντιπροσωπεύει το παλαιό φατριαστικό πνεύμα της αττικής, το τοπικιστικό, όπου κάθε κώμη ήταν ανεξάρτητη και αυτόνομη. Μάλιστα, αναφέρεται ότι ζήτησε και την βοήθεια των αδερφών της Ελένης, καθώς το κοινό πρόβλημα και των δυο πλευρών δεν ήταν άλλο από τον Θησέα. Έτσι, όταν ο Θησέας επέστρεψε στην Αθήνα και προσπάθησε να αναλάβει ξανά την εξουσία βρήκε, σύμφωνα με τον Πλούταρχο: «όσους είχε αφήσει να τον μισούν να έχουν τώρα, μαζί με το μίσος, και την έλλειψη φόβου, και βλέποντας βαθιά διαφθορά στο λαό, που ένα μεγάλο μέρος του ήθελε να κολακεύεται παρά να εκτελεί σιωπώντας τις εντολές». Απελπισμένος και απογοητευμένος έστειλε κρυφά τα παιδιά του στην Εύβοια στον Ελεφήνορα και αφού έστησε στον Γαργηττό στήλη αναθέματος, το Αρατήριον, έπλευσε για την Σκύρο όπου είχε οικογενειακά κτήματα και θεωρούσε τους κατοίκους και τον βασιλιά Λυκομήδη φίλους του. Εκεί ο Λυκομήδης είτε από φόβο προς τον ήρωα είτε επειδή είχε συμφωνήσει με τον Μενεσθέα, προφασιζόμενος ότι θα δείξει στον Θησέα τα πατρικά του κτήματα, τον οδήγησε σε ένα απόκρημνο μέρος και τον έσπρωξε στον γκρεμό.
Σύμφωνα με τους διασωθέντες βασιλικούς καταλόγους των Αθηνών ο Θησέας φαίνεται να βασιλεύει από το 1251 μέχρι και το 1221 π.Χ., αλλά ακόμη η ιστορικότητα του ήρωα δεν έχει αποδειχτεί. Το ισχυρότερο στοιχείο αποτελεί το «Πάριο Χρονικό», μια επιτύμβια στήλη που αναφέρει ανάμικτα μυθικά και ιστορικά γεγονότα από το 1581 π.Χ. μέχρι και το 264 π.Χ. Σίγουρα πάντως έδρασε πριν από τον Τρωικό πόλεμο, αφού ο Όμηρος σαν αρχηγό των Αθηναίων στην εκστρατεία αναφέρει τον Μενεσθέα, που διαδέχτηκε τον Θησέα στην βασιλεία των Αθηνών. Από τον 6ο αιώνα π.Χ. η λατρεία του ήρωα αποκτά γερές βάσεις στην Αττική. Στην μάχη της Σαλαμίνας οι Αθηναίοι ορκίζονταν ότι είχαν δει το φάντασμα του Θησέα να πολεμάει πλάι τους. Σταδιακά καθιερώνονται προς τιμή του αγώνες, όπως τα «Θήσεια» και τα «Συνοίκια», και περί το 468 π.Χ. αναγείρεται το «Θησείον», όπου οι Αθηναίοι τοποθέτησαν τα φερόμενα ως οστά του ήρωα που είχε φέρει από την Σκύρο ο Κίμων όταν είχε εκστρατεύσει ενάντια στους πειρατές Δόλοπες. Στα μάτια των μεταγενέστερων Αθηναίων ο Θησέας ενσαρκώνει τον μεγάλο μεταρρυθμιστή της Αττικής που από ένα πλήθος μικρών και ευάλωτων οικισμών, εχθρικών μεταξύ τους, δημιούργησε το «άστυ», την πόλη των Αθηνών. Αυτό το κατάφερε απαλλάσσοντας την χώρα από τους κακοποιούς και περιορίζοντας την δύναμη των ισχυρών προς όφελος του δήμου. Άλλωστε και η πιθανότερη ετυμολογία του ονόματός του Θησέα σχετίζεται με το αρχαίο ρήμα «τίθημι» που σημαίνει θέτω, διευθετώ. Συν τω χρόνω ο Θησέας γίνεται αναπόσπαστο κομμάτι της αττικής κουλτούρας και οι ιστορίες γύρω από το πρόσωπό του ενσωματώνονται σε όλα τα έργα των τραγικών ποιητών της Αττικής.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου