Μια κρύα χειμωνιάτικη νύχτα, ο άνθρωπος ήταν μόνος μέσα στην αχυρένια καλύβα του. Είχε μεγάλη παγωνιά κι ο άνθρωπος τουρτούριζε από το κρύο. Ένιωθε ότι πλησιάζει η τελευταία του ώρα. Δεν είχε ούτε ένα ροκανίδι για ν’ ανάψει φωτιά. Τα μεσάνυχτα, όταν ο άνθρωπος άρχισε να κοκαλιάζει από το κρύο, εμφανίστηκε μπροστά του ο Βούδας και είπε:
– Γιατί δε ρίχνεις στη φωτιά το άγαλμά μου;
Το ξύλινο άγαλμα βρισκόταν σε άλλη γωνιά δίπλα στον τοίχο. Ο άνθρωπος φοβήθηκε, σκέφθηκε πως είναι ο δαίμονας.
– Τι λες; Να κάψω το άγαλμα του Βούδα; Ποτέ!
Ο Βούδας γέλασε και είπε:
– Εάν με βλέπεις μέσα στο άγαλμα, τότε με χάνεις. Είμαι μέσα σου, όχι μέσα στο ξύλο. Δεν είμαι στο αντικείμενο προσευχής, είμαι μέσα σ’ αυτόν που προσεύχεται. Εγώ τουρτουρίζω μέσα σου! Σε παρακαλώ, κάψε το άγαλμα!
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου