Ο Οδυσσέας ξεγελά την Πηνελόπη λέγοντάς της ότι είναι Κρητικός.
Oδύσσεια. Ραψωδία τ`. ( απόσπ.).
Απόδοση:
Τον Οδυσσέα αναγνώρισε μέχρι τώρα μόνο το πιστό του κυνηγόσκυλο, ο Άργος που πεθαίνει αμέσως μόλις είδε και οσμίστηκε, ότι γύρισε ο αγαπημένος του αφέντης. Την ταυτότητά του ο Οδυσσέας την έχει αποκαλύψει μόνο στον Τηλέμαχο.
Η Πηνελόπη ζητά από τον ξένο να της πει ποιος είναι, από ποιον τόπο έρχεται, ποιοι είναι οι γονείς του, πως έφτασε στην Ιθάκη.. Ο Οδυσσέας αρνείται ευγενικά. Εκείνη του εκμυστηρεύεται την θλιβερή της ιστορία με τους Μνηστήρες και για το τέχνασμά της, με το ράβε- ξήλωνε του πέπλου που υφαίνει. Του ζητά πάλι στοιχεία για κείνον και ο Οδυσσέας πλάθει μια ιστορία ότι είναι τάχα Κρητικός από καλή και πλούσια γενιά και μάλιστα στην Κρήτη γνώρισε τον Οδυσσέα και τον φιλοξένησε πριν εκείνος πάει στην Τροία.
Μιλά και για τα ρούχα που φορούσε τότε ο Οδυσσέας με λεπτομέρειες και έτσι πείθεται η Πηνελόπη ότι έχει απέναντί της έναν αξιόπιστο άνθρωπο αλλά δεν έχει καταλάβει, μέσα στη μεγάλη της συγκίνηση, ότι πρόκειται για τον ίδιο τον Οδυσσέα. Η Πηνελόπη ζητά από τις βοηθούς της να πλύνουν και να λούσουν τον ξένο και να του δώσουν καθαρά ρούχα, χλαμύδα, χιτώνα και ότι άλλο χρειάζεται.
Η ψυχομάνα του Ευρύκλεια αναλαμβάνει το ποδόλουτρό του και ξαφνικά η παλάμη της έρχεται σε επαφή με την ουλή που είχε από μικρός ο Οδυσσέας κοντά στο γόνατο, τραύμα από αγριόχοιρο στον Παρνασσό στο βασίλειο του παππού του Αυτόλυκου. Η Ευρύκλεια που έβλεπε στον ξένο πολλές ομοιότητες με τον Οδυσσέα, τώρα πια είναι σίγουρη. Παραλύει από την χαρά της, δεν έχει δύναμη να κρατήσει το πόδι του Οδυσσέα που της φεύγει από τα χέρια και πέφτει με θόρυβο στη μεγάλη χάλκινη λεκάνη που αναποδογυρίζει και χύνονται τα νερά. Ο Οδυσσέας ζητά από την αγαπημένη του τροφό και παραμάνα να μην πει τίποτα σε κανένα γι` αυτή την αναγνώριση.
Λίγο μετά η Πηνελόπη μιλά στον ξένο για μια εξαιρετική της ιδέα προκειμένου να αποφύγει τους Μνηστήρες. Λέει ότι θα πάρει άντρα της αυτόν που θα μπορέσει να τεντώσει το τόξο του Οδυσσέα και να διαπεράσει με το βέλος τις εγκοπές των λεπίδων δώδεκα τσεκουριών στημένων στη σειρά. Αυτό το είχε καταφέρει μόνο ο Οδυσσέας που είχε τη δύναμη να τεντώσει εντελώς το σκληρό τόξο αλλά και τη σκοπευτική δεινότητα να περάσει το βέλος από τις δώδεκα εντορμίες των πελεκιών.
Ω Πηνελόπη σεβαστή σου είπα πως δεν θέλω για όλα αυτά να ομιλώ και πίκρα να γεμίζω. Μάθε πως είμαι από νησί στον κόσμο ξακουσμένο, την Κρήτη, που τα πέλαγα ορίζει και δεσπόζει. Η Κρήτη είναι όμορφη κι έχει περίσσια πλούτη κι η θάλασσα την αγαπά και την περικυκλώνει. Άνθρωποι μύριοι κατοικούν σε ενενήντα πόλεις, πολλές φυλές ειρηνικά ζούνε στην Κρήτη απάνω και είναι όλοι οι Κρητικοί περήφανοι γενναίοι και άξιοι θαλασσινοί που τριγυρνούν τον κόσμο. Ο Μίνωας ο βασιλιάς την Κρήτη κυβερνάει και έχει το παλάτι του στην ξακουσμένη πόλη που τέτοια άλλη δεν θα βρεις σ’ όλη την οικουμένη, την περιλάλητη Κνωσό την χιλιοπαινεμένη.
Από την Κρήτη αποκρατεί και ο Ιδομενέας που με τους άλλους Αχαιούς πήγε κι αυτός στην Τροία με τα πολλά καράβια του. Μαζί του πήγα και εγώ ν’ αλώσουμε την πόλη. Ο Οδυσσεύς σαν πήγαινε κι εκείνος προς την Τροία βαρύς τον έσπρωξε καιρός κι αντί να πάει Τροία φτάνει στην Κρήτη, στης ξακουστής της Αμνισός τον όρμο, εκεί κοντά που βρίσκεται τ’ άντρο της Ειλειθυίας , το σπήλαιο το ιερό, που ζει, των τοκετών η μαία. Ο πολυπράγμων Οδυσσεύς αναζητά αμέσως τον άρχοντά μας τον καλό σοφό Ιδομενέα που φίλο και προστάτη του αυτός τον θεωρούσε. Μάθε λοιπόν βασίλισσα πως τον καλό σου άντρα εγώ τον φιλοξένησα στο πλούσιό μου σπίτι, δώρα πολλά του χάρισα και με αγάπη πλέρια τους σύντροφους του φρόντισα. Δώδεκα μέρες και νυχτιές τον είχα εγώ κοντά μου, μαζί με τους συντρόφους του. Σαν ο βοριάς σταμάτησε άνοιξαν τα πανιά τους να σμίξουν με τους Αχαιούς στο Ίλιον να πάνε.
Έλεγε πολλά ψέματα που με αλήθειες μοιάζαν. τ`, 203 ἴσκε ψεύδεα πολλὰ λέγων ἐτύμοισιν ὁμοῖα·
Ο Οδυσσέας λέει μια ψεύτικη ιστορία στον πατέρα του Λαέρτη.
Οδύσσεια. Ραψωδία ω`.
Απόδοση:
Και ο Λαέρτης μίλησε και ρώτησε τον ξένο γιατί δεν αναγνώρισε τον ίδιο του τον γιο :
« Ποιος είσαι, από πού κρατάς, ποιοι είναι οι γονιοί σου»;
«Εγώ είμαι ο Επήριτος από μεγάλο τζάκι, γιος είμαι εγώ του Αφείδαντα του Πολυπημονίδη του άνακτα τ` Αλύβαντα. Τυχαία βρέθηκα εδώ από την Σικανία, με το γοργό καράβι μας δέσαμε στην Ιθάκη.
Πριν πέντε χρόνια πέρασε απ` τη δική μου χώρα, ο Οδυσσέας ο τρανός ο πορθητής της Τροίας. Καλοί οιωνοί φανήκανε σαν ήτανε να φύγει και τα πουλιά πετούσανε όλα στα δεξιά μας. Ελπίζω να τον ξαναδώ, με δώρα να χαρούμε τη νέα μας συνάντηση σαν οι θεοί θελήσουν».
Περίλυπος τον άκουγε ο συνετός Λαέρτης γιατί φοβόταν πως ποτέ ο γιος του δεν θα έλθει στην ποθητή Ιθάκη του και στη δικολογιά του. Μαύρη σκιά τον τύλιξε από τη στενοχώρια κι αναστενάζοντας βαριά πιάνει στα χέρια χώμα και πάνω στο κεφάλι το βάζει αυτός με πόνο. Ο Οδυσσέας λύγισε σαν είδε τον Λαέρτη, τον συνετό πατέρα του σπαραχτικά να κλαίει και όρμησε σαν σίφουνας για να τον αγκαλιάσει, να τον φιλήσει και να πει: « Εγώ είμαι πατέρα, ο γιος που τόσο αγαπάς, και λαχταράς να έλθει. Έφτασα στην Ιθάκη μας τον εικοστό πια χρόνο και βρήκα τη γυναίκα μου, εσένα και το γιο μου. Πατέρα στο ανάκτορο σκότωσα τους Μνηστήρες που άναντρα και άπρεπα φερθήκανε σε μένα αλλά και στη γυναίκα μου και στο καλό παιδί μου.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
ΟΔΥΣΣΕΑΣ : ΕΞΥΠΝΟΣ , ΡΑΔΙΟΥΡΓΟΣ , ΠΟΛΥΜΗΧΑΝΟΣ , ΙΔΙΟΤΕΛΗΣ ΚΑΙ ΓΗΤΕΥΤΗΣ ΨΕΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΠΑΡΑΣΚΗΝΙΩΝ.
ΑπάντησηΔιαγραφή