ΠΛ Συμπ 198a–199c
Ο Σωκράτης ζητά να μιλήσει με τον δικό του τρόπο για τον Έρωτα
Θέμα συζητήσεως στο συμπόσιο αυτό, το οποίο διοργανώνεται προς τιμήν του τραγικού ποιητή Αγάθωνα για την πρώτη του νίκη σε δραματικούς αγώνες, είναι η ουσία και η φύση του Έρωτα. Πατὴρ τοῦ λόγου είναι ο Φαίδρος, ο οποίος κάλεσε τον Αγάθωνα να εκφωνήσει μετά τον Ερυξίμαχο το δικό του εγκώμιο στον Έρωτα. Ο Σωκράτης προέβλεψε ότι ο Αγάθωνας θα εκφωνούσε έναν ποιοτικό λόγο. Ο νεαρός ποιητής, ακολουθώντας τη μέθοδο των σοφιστών, επέλεξε να εγκωμιάσει τον Θεό απαριθμώντας τα χαρακτηριστικά του. Μόλις τελείωσε, ο Σωκράτης επισημαίνει:
[198a] Εἰπόντος δὲ τοῦ Ἀγάθωνος πάντας ἔφη ὁ Ἀριστόδημος
ἀναθορυβῆσαι τοὺς παρόντας, ὡς πρεπόντως τοῦ νεανίσκου
εἰρηκότος καὶ αὑτῷ καὶ τῷ θεῷ. τὸν οὖν Σωκράτη εἰπεῖν
βλέψαντα εἰς τὸν Ἐρυξίμαχον, Ἆρά σοι δοκῶ, φάναι, ὦ
παῖ Ἀκουμενοῦ, ἀδεὲς πάλαι δέος δεδιέναι, ἀλλ’ οὐ μαντικῶς
ἃ νυνδὴ ἔλεγον εἰπεῖν, ὅτι Ἀγάθων θαυμαστῶς ἐροῖ, ἐγὼ δ’
ἀπορήσοιμι;
Τὸ μὲν ἕτερον, φάναι τὸν Ἐρυξίμαχον, μαντικῶς μοι
δοκεῖς εἰρηκέναι, ὅτι Ἀγάθων εὖ ἐρεῖ· τὸ δὲ σὲ ἀπορήσειν,
οὐκ οἶμαι.
[198b] Καὶ πῶς, ὦ μακάριε, εἰπεῖν τὸν Σωκράτη, οὐ μέλλω
ἀπορεῖν καὶ ἐγὼ καὶ ἄλλος ὁστισοῦν, μέλλων λέξειν μετὰ
καλὸν οὕτω καὶ παντοδαπὸν λόγον ῥηθέντα; καὶ τὰ μὲν ἄλλα
οὐχ ὁμοίως μὲν θαυμαστά· τὸ δὲ ἐπὶ τελευτῆς τοῦ κάλλους
τῶν ὀνομάτων καὶ ῥημάτων τίς οὐκ ἂν ἐξεπλάγη ἀκούων;
ἐπεὶ ἔγωγε ἐνθυμούμενος ὅτι αὐτὸς οὐχ οἷός τ’ ἔσομαι οὐδ’
ἐγγὺς τούτων οὐδὲν καλὸν εἰπεῖν, ὑπ’ αἰσχύνης ὀλίγου
[198c] ἀποδρὰς ᾠχόμην, εἴ πῃ εἶχον. καὶ γάρ με Γοργίου ὁ λόγος
ἀνεμίμνῃσκεν, ὥστε ἀτεχνῶς τὸ τοῦ Ὁμήρου ἐπεπόνθη·
ἐφοβούμην μή μοι τελευτῶν ὁ Ἀγάθων Γοργίου κεφαλὴν
δεινοῦ λέγειν ἐν τῷ λόγῳ ἐπὶ τὸν ἐμὸν λόγον πέμψας αὐτόν
με λίθον τῇ ἀφωνίᾳ ποιήσειεν. καὶ ἐνενόησα τότε ἄρα
καταγέλαστος ὤν, ἡνίκα ὑμῖν ὡμολόγουν ἐν τῷ μέρει μεθ’
[198d] ὑμῶν ἐγκωμιάσεσθαι τὸν Ἔρωτα καὶ ἔφην εἶναι δεινὸς τὰ
ἐρωτικά, οὐδὲν εἰδὼς ἄρα τοῦ πράγματος, ὡς ἔδει ἐγκωμιάζειν
ὁτιοῦν. ἐγὼ μὲν γὰρ ὑπ’ ἀβελτερίας ᾤμην δεῖν τἀληθῆ
λέγειν περὶ ἑκάστου τοῦ ἐγκωμιαζομένου, καὶ τοῦτο μὲν
ὑπάρχειν, ἐξ αὐτῶν δὲ τούτων τὰ κάλλιστα ἐκλεγομένους
ὡς εὐπρεπέστατα τιθέναι· καὶ πάνυ δὴ μέγα ἐφρόνουν ὡς εὖ
ἐρῶν, ὡς εἰδὼς τὴν ἀλήθειαν τοῦ ἐπαινεῖν ὁτιοῦν. τὸ δὲ ἄρα,
ὡς ἔοικεν, οὐ τοῦτο ἦν τὸ καλῶς ἐπαινεῖν ὁτιοῦν, ἀλλὰ τὸ ὡς
[198e] μέγιστα ἀνατιθέναι τῷ πράγματι καὶ ὡς κάλλιστα, ἐάν τε ᾖ
οὕτως ἔχοντα ἐάν τε μή· εἰ δὲ ψευδῆ, οὐδὲν ἄρ’ ἦν πρᾶγμα.
προὐρρήθη γάρ, ὡς ἔοικεν, ὅπως ἕκαστος ἡμῶν τὸν Ἔρωτα
ἐγκωμιάζειν δόξει, οὐχ ὅπως ἐγκωμιάσεται. διὰ ταῦτα δὴ
οἶμαι πάντα λόγον κινοῦντες ἀνατίθετε τῷ Ἔρωτι, καί
φατε αὐτὸν τοιοῦτόν τε εἶναι καὶ τοσούτων αἴτιον, ὅπως ἂν
[199a] φαίνηται ὡς κάλλιστος καὶ ἄριστος, δῆλον ὅτι τοῖς μὴ γιγνώ-
σκουσιν ―οὐ γὰρ δήπου τοῖς γε εἰδόσιν― καὶ καλῶς γ’ ἔχει
καὶ σεμνῶς ὁ ἔπαινος. ἀλλὰ γὰρ ἐγὼ οὐκ ᾔδη ἄρα τὸν
τρόπον τοῦ ἐπαίνου, οὐ δ’ εἰδὼς ὑμῖν ὡμολόγησα καὶ αὐτὸς
ἐν τῷ μέρει ἐπαινέσεσθαι. ἡ γλῶσσα οὖν ὑπέσχετο, ἡ δὲ
φρὴν οὔ· χαιρέτω δή. οὐ γὰρ ἔτι ἐγκωμιάζω τοῦτον τὸν
τρόπον ―οὐ γὰρ ἂν δυναίμην― οὐ μέντοι ἀλλὰ τά γε ἀληθῆ,
[199b] εἰ βούλεσθε, ἐθέλω εἰπεῖν κατ’ ἐμαυτόν, οὐ πρὸς τοὺς
ὑμετέρους λόγους, ἵνα μὴ γέλωτα ὄφλω. ὅρα οὖν, ὦ Φαῖδρε,
εἴ τι καὶ τοιούτου λόγου δέῃ, περὶ Ἔρωτος τἀληθῆ λεγόμενα
ἀκούειν, ὀνομάσει δὲ καὶ θέσει ῥημάτων τοιαύτῃ ὁποία δἄν
τις τύχῃ ἐπελθοῦσα.
Τὸν οὖν Φαῖδρον ἔφη καὶ τοὺς ἄλλους κελεύειν λέγειν,
ὅπῃ αὐτὸς οἴοιτο δεῖν εἰπεῖν, ταύτῃ.
Ἔτι τοίνυν, φάναι, ὦ Φαῖδρε, πάρες μοι Ἀγάθωνα σμίκρ’
ἄττα ἐρέσθαι, ἵνα ἀνομολογησάμενος παρ’ αὐτοῦ οὕτως ἤδη
λέγω.
[199c] Ἀλλὰ παρίημι, φάναι τὸν Φαῖδρον, ἀλλ’ ἐρώτα.
***
Μετά την ομιλίαν του Αγάθωνος όλοι, είπεν ο Αριστόδημος, οι παριστάμενοι εξέσπασαν εις παταγώδεις επιδοκιμασίας του νέου· ο λόγος του υπήρξεν αντάξιος και της φήμης του και του θεού. Ο Σωκράτης τότε στραφείς προς τον Ερυξίμαχον είπεν : «Λοιπόν, γέννημα συ του Ακουμενού; Εξακολουθείς να πιστεύης, πως άφοβος ο φόβος ήτο που εφοβούμην τόσην ώραν; Και δεν είχα ως προφήτης ομιλήσει προ ολίγου, όταν ετόνιζα ότι ο Αγάθων θα εκφωνήση ένα τόσον θαυμάσιον λόγον, ωστ' εγώ θα ευρεθώ εις δύσκολον θέσιν;» «Εις το ένα μέρος του ισχυρισμού σου αναγνωρίζω πως υπήρξες προφήτης εις το ότι ωραίος θα είναι του Αγάθωνος ο λόγος· ότι όμως συ θα δυσκολευθής, δεν το πιστεύω». «Και πώς θέλεις, καλότυχε» απήντησεν ο Σωκράτης «να μη δυσκολευθώ, όχι μόνον εγώ, αλλά και οιοσδήποτε άλλος ομιλήση ύστερ' από ένα τόσον εύμορφον και τόσον πολυποίκιλον λόγον που εξεφωνήθη ; Αφήνω τ' άλλα σημεία ήσαν, όχι βέβαια εις τον ίδιον βαθμόν όλα εκπληκτικά. Εκείνος όμως ο επίλογος με τα θέλγητρα των λέξεων και των φράσεων! ποίος θα τα ήκουε και δεν θα έχανε τον νουν του; Εγώ τουλάχιστον, συναισθανόμενος ότι προσωπικώς δεν θα είμαι διόλου εις θέσιν ούτε κατά προσέγγισιν να ομιλήσω τόσον νόστιμα, ολίγον έλειψεν, αν εύρισκα τρόπον, να το σκάσω κρυφά από την εντροπήν μου. Ο λόγος άλλωστε μου ενθύμιζε τον Γοργίαν· ώστε είχα πάθει, ούτε πολύ ούτε ολίγον, εκείνο, που λέγει ο Όμηρος: έτρεμα μήπως εις το τέλος ο Αγάθων του Γοργίου την κεφαλήν, του τρομερού εις τους λόγους, εναντίον του λόγου μου μέσα εις τον λόγον του μου εξαποστείλη και με κάνη τον ίδιον άφωνον, σαν την πέτραν».
Και αντελήφθην τότε, πόσον γελοίος λοιπόν υπήρξα, όταν ανελάμβανα ενώπιόν σας την υποχρέωσιν να μετάσχω μαζί σας και εγώ με την σειράν μου εις τον εγκωμιασμόν του Έρωτος, και εβεβαίωνα, ότι ήμην πεπειραμένος εις τα ζητήματα του Έρωτος, ενώ, καθώς αποδεικνύεται, δεν είχα ιδέαν του πράγματος, κατά ποίον δηλ. τρόπον έπρεπε κανείς να εγκωμιάζη οτιδήποτε. Εγώ π.χ. εν τη αφελεία μου εφανταζόμην, ότι ώφειλεν ο καθένας την αλήθειαν ν' αναπτύσση περί οιουδήποτε αντικειμένου, το οποίον εγκωμιάζει, και ότι αυτό μεν θα ήτον η βάσις, κατόπιν δε, συμφώνως προς αυτήν, θα εξέλεγε τα λαμπρότερα σημεία και θα τα συνέθετε κατά τον ευπρεπέστερον δυνατόν τρόπον. Δια τούτο μάλιστα είχα μεγάλην αυτοπεποίθησιν, ότι θα ωμιλούσα ωραία, αφού εγνώριζα δα την ορθήν μέθοδον του εγκωμιασμού οιουδήποτε πράγματος. Εντούτοις, καθώς τώρα βλέπω, δεν ήταν αυτή, φαίνεται, η μέθοδος του να συνθέσης ένα κομψόν πανηγυρικόν προς τιμήν ενός πράγματος, αλλά πολύ μάλλον το να επισωρεύης προς έξαρσίν του τα σημαντικώτερα, που γίνεται, και τα τιμητικώτερα προσόντα, αδιακρίτως αν ανταποκρίνωνται εις την πραγματικότητα ή όχι. Και ψευδή αν είναι, δεν έχει, βλέπω, σημασίαν· ωρίσθη άλλωστ' εκ των προτέρων, καθώς φαίνεται, να κοιτάξη ο καθένας μας να δώση απλώς την εντύπωσιν, ότι εξυμνεί τον Έρωτα, όχι να τον εξυμνήση πραγματικά. Αυτός, φαντάζομαι, είναι ο λόγος, που μεταφέρετε κάθε επαινετικόν χαρακτηρισμόν και τον φορτώνετε εις τον Έρωτα, βεβαιώνοντες ότι είναι τοιούτος και τόσων αγαθών πρόξενος· έτσι δηλαδή θα εμφανίζεται όσον το δυνατόν ωραιότερος και ανώτερος, φυσικά εις τα όμματα εκείνων που δεν τον γνωρίζουν, όχι, υποθέτω, εις όσους τον γνωρίζουν. Και ασφαλώς υπό τας συνθήκας αυτάς και ο πανηγυρικός έχει λαμπρότητα και επιβλητικότητα. Εντούτοις εγώ δεν εγνώριζα, όπως βλέπω, τον τρόπον αυτόν του εγκωμίου, και επομένως εν αγνοία μου σας έδωσα την υπόσχεσιν να εγκωμιάσω και εγώ, όταν έλθη η σειρά μου. Ώστε η γλώσσα μου έδωσ' υπόσχεσιν, ο νους μου όχι. Ας πάη λοιπόν στο καλό! Δεν αναλαμβάνω πλέον να εγκωμιάσω κατ' αυτόν τον τρόπον· ούτε θα είχα άλλωστε την ικανότητα. Μολαταύτα, την αλήθειαν, αν το επιθυμήτε, αυτήν ναι, δέχομαι να σας εκθέσω, με τον ιδικόν μου τρόπον, όχι εν αντιπαραβολή προς τας ομιλίας τας ιδικάς σας· έτσι δεν θα γελοιοποιηθώ. Σκέψου λοιπόν, Φαίδρε, αν σου χρειάζεται και παρομοία αγόρευσις, την αλήθειαν ν' ακούσης ν' αναπτύσσεται περί του Έρωτος, και μάλιστα με την εκλογήν και την συναρμολόγησιν των λέξεων, οποία τυχόν θα μου ήρχετο προχείρως εις το στόμα».
Ο Φαίδρος τότε και οι άλλοι τον ενεθάρρυναν, είπε, με τον τρόπον που αυτός τυχόν ευρίσκει σωστόν να εκθέση τας απόψεις του, μ' αυτόν να ομιλήση. «Κάτι άλλο ακόμη, Φαίδρε» είπε· «δώσε μου την άδειαν να ερωτήσω κάτι μικροπράγματα τον Αγάθωνα, ώστε να έχω πρώτα την συγκατάθεσίν του, και ύστερα επί τη βάσει πλέον αυτής να ομιλήσω». «Καλά, σου δίδω την άδειαν» απήντησεν ο Φαίδρος· «ερώτα τον».
Μετά την ομιλίαν του Αγάθωνος όλοι, είπεν ο Αριστόδημος, οι παριστάμενοι εξέσπασαν εις παταγώδεις επιδοκιμασίας του νέου· ο λόγος του υπήρξεν αντάξιος και της φήμης του και του θεού. Ο Σωκράτης τότε στραφείς προς τον Ερυξίμαχον είπεν : «Λοιπόν, γέννημα συ του Ακουμενού; Εξακολουθείς να πιστεύης, πως άφοβος ο φόβος ήτο που εφοβούμην τόσην ώραν; Και δεν είχα ως προφήτης ομιλήσει προ ολίγου, όταν ετόνιζα ότι ο Αγάθων θα εκφωνήση ένα τόσον θαυμάσιον λόγον, ωστ' εγώ θα ευρεθώ εις δύσκολον θέσιν;» «Εις το ένα μέρος του ισχυρισμού σου αναγνωρίζω πως υπήρξες προφήτης εις το ότι ωραίος θα είναι του Αγάθωνος ο λόγος· ότι όμως συ θα δυσκολευθής, δεν το πιστεύω». «Και πώς θέλεις, καλότυχε» απήντησεν ο Σωκράτης «να μη δυσκολευθώ, όχι μόνον εγώ, αλλά και οιοσδήποτε άλλος ομιλήση ύστερ' από ένα τόσον εύμορφον και τόσον πολυποίκιλον λόγον που εξεφωνήθη ; Αφήνω τ' άλλα σημεία ήσαν, όχι βέβαια εις τον ίδιον βαθμόν όλα εκπληκτικά. Εκείνος όμως ο επίλογος με τα θέλγητρα των λέξεων και των φράσεων! ποίος θα τα ήκουε και δεν θα έχανε τον νουν του; Εγώ τουλάχιστον, συναισθανόμενος ότι προσωπικώς δεν θα είμαι διόλου εις θέσιν ούτε κατά προσέγγισιν να ομιλήσω τόσον νόστιμα, ολίγον έλειψεν, αν εύρισκα τρόπον, να το σκάσω κρυφά από την εντροπήν μου. Ο λόγος άλλωστε μου ενθύμιζε τον Γοργίαν· ώστε είχα πάθει, ούτε πολύ ούτε ολίγον, εκείνο, που λέγει ο Όμηρος: έτρεμα μήπως εις το τέλος ο Αγάθων του Γοργίου την κεφαλήν, του τρομερού εις τους λόγους, εναντίον του λόγου μου μέσα εις τον λόγον του μου εξαποστείλη και με κάνη τον ίδιον άφωνον, σαν την πέτραν».
Και αντελήφθην τότε, πόσον γελοίος λοιπόν υπήρξα, όταν ανελάμβανα ενώπιόν σας την υποχρέωσιν να μετάσχω μαζί σας και εγώ με την σειράν μου εις τον εγκωμιασμόν του Έρωτος, και εβεβαίωνα, ότι ήμην πεπειραμένος εις τα ζητήματα του Έρωτος, ενώ, καθώς αποδεικνύεται, δεν είχα ιδέαν του πράγματος, κατά ποίον δηλ. τρόπον έπρεπε κανείς να εγκωμιάζη οτιδήποτε. Εγώ π.χ. εν τη αφελεία μου εφανταζόμην, ότι ώφειλεν ο καθένας την αλήθειαν ν' αναπτύσση περί οιουδήποτε αντικειμένου, το οποίον εγκωμιάζει, και ότι αυτό μεν θα ήτον η βάσις, κατόπιν δε, συμφώνως προς αυτήν, θα εξέλεγε τα λαμπρότερα σημεία και θα τα συνέθετε κατά τον ευπρεπέστερον δυνατόν τρόπον. Δια τούτο μάλιστα είχα μεγάλην αυτοπεποίθησιν, ότι θα ωμιλούσα ωραία, αφού εγνώριζα δα την ορθήν μέθοδον του εγκωμιασμού οιουδήποτε πράγματος. Εντούτοις, καθώς τώρα βλέπω, δεν ήταν αυτή, φαίνεται, η μέθοδος του να συνθέσης ένα κομψόν πανηγυρικόν προς τιμήν ενός πράγματος, αλλά πολύ μάλλον το να επισωρεύης προς έξαρσίν του τα σημαντικώτερα, που γίνεται, και τα τιμητικώτερα προσόντα, αδιακρίτως αν ανταποκρίνωνται εις την πραγματικότητα ή όχι. Και ψευδή αν είναι, δεν έχει, βλέπω, σημασίαν· ωρίσθη άλλωστ' εκ των προτέρων, καθώς φαίνεται, να κοιτάξη ο καθένας μας να δώση απλώς την εντύπωσιν, ότι εξυμνεί τον Έρωτα, όχι να τον εξυμνήση πραγματικά. Αυτός, φαντάζομαι, είναι ο λόγος, που μεταφέρετε κάθε επαινετικόν χαρακτηρισμόν και τον φορτώνετε εις τον Έρωτα, βεβαιώνοντες ότι είναι τοιούτος και τόσων αγαθών πρόξενος· έτσι δηλαδή θα εμφανίζεται όσον το δυνατόν ωραιότερος και ανώτερος, φυσικά εις τα όμματα εκείνων που δεν τον γνωρίζουν, όχι, υποθέτω, εις όσους τον γνωρίζουν. Και ασφαλώς υπό τας συνθήκας αυτάς και ο πανηγυρικός έχει λαμπρότητα και επιβλητικότητα. Εντούτοις εγώ δεν εγνώριζα, όπως βλέπω, τον τρόπον αυτόν του εγκωμίου, και επομένως εν αγνοία μου σας έδωσα την υπόσχεσιν να εγκωμιάσω και εγώ, όταν έλθη η σειρά μου. Ώστε η γλώσσα μου έδωσ' υπόσχεσιν, ο νους μου όχι. Ας πάη λοιπόν στο καλό! Δεν αναλαμβάνω πλέον να εγκωμιάσω κατ' αυτόν τον τρόπον· ούτε θα είχα άλλωστε την ικανότητα. Μολαταύτα, την αλήθειαν, αν το επιθυμήτε, αυτήν ναι, δέχομαι να σας εκθέσω, με τον ιδικόν μου τρόπον, όχι εν αντιπαραβολή προς τας ομιλίας τας ιδικάς σας· έτσι δεν θα γελοιοποιηθώ. Σκέψου λοιπόν, Φαίδρε, αν σου χρειάζεται και παρομοία αγόρευσις, την αλήθειαν ν' ακούσης ν' αναπτύσσεται περί του Έρωτος, και μάλιστα με την εκλογήν και την συναρμολόγησιν των λέξεων, οποία τυχόν θα μου ήρχετο προχείρως εις το στόμα».
Ο Φαίδρος τότε και οι άλλοι τον ενεθάρρυναν, είπε, με τον τρόπον που αυτός τυχόν ευρίσκει σωστόν να εκθέση τας απόψεις του, μ' αυτόν να ομιλήση. «Κάτι άλλο ακόμη, Φαίδρε» είπε· «δώσε μου την άδειαν να ερωτήσω κάτι μικροπράγματα τον Αγάθωνα, ώστε να έχω πρώτα την συγκατάθεσίν του, και ύστερα επί τη βάσει πλέον αυτής να ομιλήσω». «Καλά, σου δίδω την άδειαν» απήντησεν ο Φαίδρος· «ερώτα τον».
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου