Στον καπιταλισμό, οι άνθρωποι αποταμιεύουν πλούτο περιορίζοντας την κατανάλωση, επομένως δεν έχει νόημα να λέει κανείς ότι ο καπιταλισμός ενθαρρύνει τον καταναλωτισμό. Είναι ενδιαφέρον ότι οι άνθρωποι που κατηγορούν τον καπιταλισμό για την προώθηση του καταναλωτισμού συνήθως είναι εκείνοι που υποστηρίζουν το κεηνσιανό -και δυστυχώς αρκετά δημοφιλές εσφαλμένο αφήγημα- ότι η κατανάλωση «κινεί την οικονομία». Έτσι, είναι κυριολεκτικά οι ίδιοι που υποστηρίζουν την αύξηση της κατανάλωσης
Σε μια ελεύθερη αγορά, η υψηλή τιμή ενός προϊόντος είναι γενικά συνάρτηση της δυναμικής της προσφοράς και της ζήτησης, και όχι το αποτέλεσμα ενός «άπληστου καπιταλιστή» που καθορίζει αυθαίρετα την τιμή. Η τιμή αντανακλά τη σχετική σπανιότητα του προϊόντος και το τι είναι διατεθειμένοι να πληρώσουν οι καταναλωτές γι’ αυτό. Οι καταναλωτές συμφωνούν να πληρώσουν αυτή την τιμή, επειδή εκτιμούν το προϊόν περισσότερο από τα χρήματα που πρέπει να απαρνηθούν για να το αποκτήσουν. Εάν η προσφορά ενός προϊόντος αυξηθεί, η τιμή θα πέσει μέχρι να εξισωθεί με τη ζήτηση. Αντίστοιχα, αν το προϊόν γίνει πιο σπάνιο, η τιμή του θα αυξηθεί έως ότου η ζήτηση ισορροπήσει με την προσφορά.
Οι τιμές όχι μόνο ενημερώνουν τους καταναλωτές για τη σπανιότητα, αλλά επηρεάζουν και τις καταναλωτικές συνήθειες. Οι καταναλωτές αναβάλλουν την κατανάλωσή τους όταν θεωρούν ότι τα αγαθά είναι «πολύ ακριβά». Υποκειμενικά, εκτιμούν περισσότερο τα χρήματα που θα έπρεπε να ξοδέψουν, από ό,τι τα ίδια τα αγαθά. Όλα αυτά φαίνονται προφανή, ωστόσο οι περισσότεροι άνθρωποι δεν συνειδητοποιούν τις συνέπειές τους.
Οι συμμετέχοντες στην αγορά αποκαλύπτουν ο ένας στον άλλο τις εξελισσόμενες προτιμήσεις και τους όρους τους, είτε πραγματοποιώντας αγορές είτε απέχοντας από αγορές σε συγκεκριμένα σημεία τιμών. Οι τιµές χρησιµεύουν, έτσι, ως µηχανισµός συντονισµού της κατανοµής και της χρήσης των πόρων σε µια αγορά. Αντικατοπτρίζοντας με ακρίβεια τη σχετική σπανιότητα των πόρων, δίνουν κίνητρα στους παραγωγούς και τους καταναλωτές να χρησιμοποιούν τους πόρους πιο αποτελεσματικά.
Σε ένα καπιταλιστικό σύστημα, οι τιμές είναι σήματα προς τους επιχειρηματίες και τους καταναλωτές, που καθορίζονται από την προσφορά και τη ζήτηση. Οι υψηλές τιμές λόγω έλλειψης πόρων περιορίζουν την κατανάλωση και ενθαρρύνουν την αποταμίευση και τις επενδύσεις.
Όπως υποδηλώνει και το όνομά του, ο καπιταλισμός αφορά κυρίως τη συσσώρευση και την αύξηση του κεφαλαίου. Ειδικότερα, δεν μπορεί κανείς να το επιτύχει αυτό καταναλώνοντας πλούτο. Αντιθέτως, η παραίτηση από την κατανάλωση είναι αυτή που επιτρέπει σε κάποιον να αποταμιεύει και να επενδύει και έτσι να συσσωρεύει κεφάλαιο.
Αν λοιπόν ο καπιταλισμός αποθαρρύνει συστηματικά την κατανάλωση, τι προκαλεί τον καταναλωτισμό; Κατ’ αρχάς, θα πρέπει να τονίσουμε ότι ο καταναλωτισμός είναι ένα πολιτισμικό χαρακτηριστικό, διαφορετικό από το ισχύον οικονομικό σύστημα. Μια καπιταλιστική κοινωνία είναι ελεύθερη να είναι όσο καταναλωτική ή μη καταναλωτική επιθυμούν τα άτομα που ζουν σε αυτήν. Ομοίως, τίποτα δεν εμποδίζει απαραίτητα μια κομμουνιστική κοινωνία να είναι καταναλωτική. Οι άνθρωποι στον κομμουνισμό υπόκεινται στις ορέξεις των κεντρικών σχεδιαστών και δεν πρέπει να υποθέτουμε ότι αυτό δεν θα μπορούσε ποτέ να οδηγήσει σε μια καταναλωτική κοινωνία. Τουλάχιστον ο καπιταλισμός δεν στερεί από τους ανθρώπους την ελευθερία της επιλογής!
Είναι ενδιαφέρον ότι οι άνθρωποι που κατηγορούν τον καπιταλισμό για την προώθηση του καταναλωτισμού τείνουν να είναι εκείνοι που υποστηρίζουν ότι η κατανάλωση «κινεί την οικονομία». Έτσι, είναι κυριολεκτικά οι ίδιοι που υποστηρίζουν την αύξηση της κατανάλωσης. Αναφέρομαι στο κεϋνσιανό, και δυστυχώς, πολύ δημοφιλές επιχείρημα ότι «η κατανάλωση είναι το κλειδί για μια υγιή οικονομία». Στην πραγματικότητα, η παραγωγή προηγείται της κατανάλωσης και συνεπώς η παραγωγή είναι υπεύθυνη για την κίνηση της οικονομίας και τη δημιουργία πλούτου.
Το 2010, καθώς οι mainstream οικονομολόγοι επέπλητταν τους πλούσιους επειδή δεν ξόδευαν αρκετά, ο Lew Rockwell συνόψισε εύστοχα αυτό το σημείο:
«Το πρόβλημα είναι ότι οι δαπάνες δεν είναι η αιτία της οικονομικής ανάπτυξης. Οι επενδύσεις, οι οποίες ξεκινούν από την αποταμίευση, είναι η ρίζα της οικονομικής ανάπτυξης. Δεν έχει σημασία ότι η κατανάλωση αποτελεί ένα ορισμένο ποσοστό της οικονομικής δραστηριότητας. Αυτή είναι μόνο η ορατή επιφάνεια. Οι δαπάνες και η κατανάλωση χωρίς αποταμίευση και επένδυση είναι μια συνταγή που καταβροχθίζει τις προοπτικές ευημερίας στη συνέχεια. Σε αυτή την περίπτωση, το καλύτερο πράγμα που μπορούν να κάνουν οι πλούσιοι για ένα μέλλον οικονομικής ανάπτυξης είναι να μην ξοδεύουν αλλά να αποταμιεύουν προς την κατεύθυνση των επενδύσεων».
Ένας λόγος για την ύπαρξη μιας καταναλωτικής κοινωνίας θα μπορούσε να είναι απλά ότι οι άνθρωποι που ζουν σ’ αυτήν αρέσκονται να αγοράζουν υλικά πράγματα, καθώς τους δίνει μια αίσθηση άνεσης ή υπερηφάνειας. Ο οικονομικός αναλφαβητισμός πιθανότατα συμβάλλει στις υλιστικές τους τάσεις. Ωστόσο, οι κυβερνήσεις μπορούν να συμβάλουν σε αυτή την τάση, αποδυναμώνοντας τα αξιόπιστα σήματα που βασίζονται στην αγορά, τα οποία αναφέρθηκαν προηγουμένως.
Για να «τονώσει» την οικονομική δραστηριότητα, για παράδειγμα, η κυβέρνηση μειώνει τεχνητά τα επιτόκια που καθοδηγούν τους καταναλωτές στο αν θα αποταμιεύσουν ή θα ξοδέψουν. Τα υψηλά επιτόκια οδηγούν σε λιγότερη αγνόηση του μέλλοντος και σε περισσότερες αποταμιεύσεις, ενώ τα χαμηλά επιτόκια προάγουν την άμεση κατανάλωση αγαθών. Για να προκαλέσει τις καταναλωτικές δαπάνες βραχυπρόθεσμα, η κυβέρνηση διαταράσσει αυτή την ισορροπία πιέζοντας προς τα κάτω τα επιτόκια. Αυτό οδηγεί σε μη βιώσιμες καταναλωτικές δαπάνες λόγω της στρέβλωσης αυτών των ζωτικών σημάτων από τις τιμές.
Κατά ειρωνικό τρόπο, η συμπεριφορά που προκαλείται από την κρατική παρέμβαση χαρακτηρίζεται σαν «καταναλωτισμός», ωστόσο συχνά η ευθύνη πέφτει λανθασμένα στον καπιταλισμό και τις ελεύθερες αγορές.
Ένας λόγος για την ύπαρξη μιας καταναλωτικής κοινωνίας θα μπορούσε να είναι απλά ότι οι άνθρωποι που ζουν σ’ αυτήν αρέσκονται να αγοράζουν υλικά πράγματα, καθώς τους δίνει μια αίσθηση άνεσης ή υπερηφάνειας. Ο οικονομικός αναλφαβητισμός πιθανότατα συμβάλλει στις υλιστικές τους τάσεις. Ωστόσο, οι κυβερνήσεις μπορούν να συμβάλουν σε αυτή την τάση, αποδυναμώνοντας τα αξιόπιστα σήματα που βασίζονται στην αγορά, τα οποία αναφέρθηκαν προηγουμένως.
Για να «τονώσει» την οικονομική δραστηριότητα, για παράδειγμα, η κυβέρνηση μειώνει τεχνητά τα επιτόκια που καθοδηγούν τους καταναλωτές στο αν θα αποταμιεύσουν ή θα ξοδέψουν. Τα υψηλά επιτόκια οδηγούν σε λιγότερη αγνόηση του μέλλοντος και σε περισσότερες αποταμιεύσεις, ενώ τα χαμηλά επιτόκια προάγουν την άμεση κατανάλωση αγαθών. Για να προκαλέσει τις καταναλωτικές δαπάνες βραχυπρόθεσμα, η κυβέρνηση διαταράσσει αυτή την ισορροπία πιέζοντας προς τα κάτω τα επιτόκια. Αυτό οδηγεί σε μη βιώσιμες καταναλωτικές δαπάνες λόγω της στρέβλωσης αυτών των ζωτικών σημάτων από τις τιμές.
Κατά ειρωνικό τρόπο, η συμπεριφορά που προκαλείται από την κρατική παρέμβαση χαρακτηρίζεται σαν «καταναλωτισμός», ωστόσο συχνά η ευθύνη πέφτει λανθασμένα στον καπιταλισμό και τις ελεύθερες αγορές.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου