Κυριακή 14 Απριλίου 2024

Επιστημονική γνώση

Αποτέλεσμα εικόνας για ερεβοκτονοσ ΕπίκουροςΥπάρχουν δύο απαραίτητα στοιχεία για τη γνώση: το υποκείμενο της γνώσης (ο γνωρίζων, ή ο προσπαθών/επιθυμών να γνωρίσει) και το αντικείμενο της γνώσης (το γνωριστέο, το γνώσιμο, το γνωστό). Το υποκείμενο είμαστε εμείς, ο καθένας ξεχωριστά, το εγώ, η συνείδηση. Μπορεί όμως να είναι ο άνθρωπος γενικότερα, η ανθρωπότητα, ή μια ομάδα ανθρώπων, π.χ. η επιστημονική κοινότητα των βιολόγων.

Το αντικείμενο είναι, συνήθως, η έξω από εμάς πραγματικότητα, η εκτός συνείδησης πραγματικότητα, ο κόσμος, έμβιος και άβιος. Μπορεί όμως να είναι και ο ίδιος μας ο εαυτός, ή ο άνθρωπος γενικότερα. Θυμηθείτε, για παράδειγμα, το «Γνώθι σαυτόν», που είναι το παλαιότερο από τα τρία πιο σημαντικά δελφικά παραγγέλματα που ήταν χαραγμένα στην είσοδο του ναού του Απόλλωνα.

Υπάρχει βέβαια και η μέθοδος γνώσης. Αυτή από μόνη της αποτελεί ένα μεγάλο κεφάλαιο και θα πω δυο λόγια παρακάτω.

Το “γιατί” της γνώσης

Η γνώση του κόσμου είναι χρήσιμη έως απαραίτητη για την επιβίωση. Γι αυτό υπάρχει και η αγωνιώδης “περιέργεια” σε όλα τα έμβια όντα για το τι συμβαίνει στο γύρω τους περιβάλλον. Βλέπουμε ότι σε όλα τα ζώα υπάρχει η “αναζήτηση της γνώσης”, της χρήσιμης γνώσης – χρήσιμης για τη ζωή τους. Ο έμφρων άνθρωπος, με την ανάπτυξη της ευφυίας του, ξεφεύγει βέβαια από το στάδιο της ανάγκης και της στενής χρησιμότητας και επιδιώκει περισσότερα, κυρίως την εξάλειψη του φόβου και την αποφυγή μιας αγωνιώδους ζωής, με απώτερο στόχο του την αταραξία και την ευδαιμονία, δηλαδή μια ανέφελη ζωή. Αυτό σημαίνει ότι η γνώση που χρειάζεται είναι πιο γενική, πιο ουσιαστική, πιο βαθιά. Θέλει να μάθει τα αίτια των φαινομένων, όχι μόνο τα φαινόμενα. Σκέφτεται αιτιοκρατικά και συλλαμβάνει “φυσικούς νόμους”. Μόνο έτσι νιώθει ότι μπορεί ίσως να ελέγξει την εξέλιξη των πραγμάτων, άρα να διαμορφώσει έτσι το περιβάλλον του ώστε να μην κινδυνεύει, αλλά να απολαμβάνει τη ζωή. Να μην ζει με φόβο και πόνο, αλλά με ασφάλεια, ηρεμία και χαρά. Να διάγει με άλλα λόγια έναν ηδονικό βίο.

Η φυσική φιλοσοφία

Για τη γνώση του κόσμου γύρω μας, αναπτύχθηκε η φυσική φιλοσοφία, η οποία πέρασε από πολλά ιστορικά στάδια μέχρι να φτάσει στον σύγχρονο τρόπο επιστημονικής έρευνας.

Στην προσπάθεια για την ορθολογική κατανόηση της φύσης, πρώτοι οι «φυσικοί» φιλόσοφοι της μικρασιατικής Ιωνίας και αργότερα της Μεγάλης Ελλάδας και της Θράκης, τον 6ο και τον 5ο αιώνα π.X., έθεσαν ως κεντρικό θέμα την αναζήτηση μιας ενιαίας αρχής του κόσμου, την αναζήτηση της πρωταρχικής ουσίας από την οποία προέρχονται τα πάντα και στην οποία επιστρέφουν τα πάντα. Μέσα από τους σχετικούς προβληματισμούς, η πορεία της σκέψης των «φυσικών» φιλοσόφων έφθασε στην ατομική θεωρία. Οι ατομικοί φιλόσοφοι Λεύκιππος και Δημόκριτος και μετά από αυτούς ο Επίκουρος, με την παραδοχή των ατόμων απάντησαν σε πλήθος λογικών παραδόξων και αδιεξόδων όπως αυτά που είχαν τεθεί με το ζήτημα της επ’ άπειρον διαιρετότητας και του μαθηματικού συνεχούς.

Την φιλοσοφία των φυσικών φιλοσόφων διαδέχθηκε η φιλοσοφία της «κλασικής εποχής» που είχε ως κεντρικές μορφές της, τον Σωκράτη (470-399 π.Χ.), τον Πλάτωνα (427-347 π.Χ.) και τον Αριστοτέλη (384-322 π.Χ.). Ο Κικέρων αναφερόμενος στην εποχή αυτή είπε ότι «ο Σωκράτης κατέβασε τη φιλοσοφία από τον ουρανό στη Γη», επισημαίνοντας έτσι ότι το ενδιαφέρον των φιλοσοφικών στοχασμών μετατοπίστηκε από τον φυσικό κόσμο στον άνθρωπο.

Ακολούθησε η ελληνιστική περίοδος, διάρκειας τριών αιώνων, η οποία αρχίζει με το θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου (323 π.Χ.). Στον καινούργιο κόσμο που αναδύθηκε από τις ελληνικές κατακτήσεις και με την δημιουργία της ελληνιστικής οικουμένης, η φιλοσοφία στρέφεται προς νέα φιλοσοφικά ρεύματα, προσαρμοσμένα στις αναζητήσεις του οικουμενικού ανθρώπου. Αυτά είναι κυρίως ο Στωικισμός, ο Σκεπτικισμός και η φιλοσοφία του Επίκουρου. Κοινό στοιχείο τους είναι ότι βλέπουν ως κεντρικό ρόλο της φιλοσοφίας την καθοδήγηση του ανθρώπινου βίου, δηλαδή την «ηθική».

Ο Επίκουρος (341-270 π.Χ.) επέλεξε την Αθήνα ως έδρα της φιλοσοφικής σχολής του, τον «Κήπο», μια ιδιόκτητη κατάφυτη έκταση εκτός των τειχών, με εγκαταστάσεις κατάλληλες για την παραμονή εκεί των φίλων και μαθητών της φιλοσοφίας του. Κύρια επιδίωξη της επικούρειας φιλοσοφίας είναι η γαλήνη της ψυχής και ο ευδαίμων βίος, που είναι εύκολο να επιτευχθούν με την αποφυγή του σωματικού και ψυχικού πόνου και την αναζήτηση της ευχαρίστησης, κυρίως με τη μορφή των πνευματικών ηδονών και της αταραξίας. Ως σημαντική αιτία ψυχικού πόνου θεωρήθηκαν οι μεταφυσικοί φόβοι που προκαλούνται από τα μυθεύματα και τις δεισιδαιμονίες που οφείλονται με τη σειρά τους στην άγνοια της φυσικής πραγματικότητας και των φυσικών νόμων. Ο Επίκουρος θεώρησε ότι η ηθική του πρέπει να εδράζεται στην γνώση της φύσης, στην «φυσιολογία» όπως την είπε, ενώ το πιο συνεκτικό μοντέλο περιγραφής της φυσικής πραγματικότητας βρήκε ότι δίνεται από την ατομική φυσική του Δημόκριτου, την οποία αφού εμπλούτισε με κάποια νέα στοιχεία, την ενσωμάτωσε στην διδασκαλία του. Γράφει γι αυτά ο Χ. Θεοδωρίδης, καθηγητής φιλοσοφίας στο ΑΠΘ, στο βιβλίο του «Επίκουρος, η αληθινή όψη του αρχαίου κόσμου»:

«Η επιστήμη, όπως κάθε ανθρώπινη προσπάθεια, σκοπό έχει τη γαλήνη της ψυχής και συνέπειά της την ευτυχία. Μα η γαλήνη δεν μπορεί να ασφαλιστεί όσο δεν ξέρουμε την πραγματική φύση του κόσμου και τις αιτίες των φαινομένων… Η προσπάθεια της ιωνικής φυσικής να βγάλει την ποικιλία των όντων από ένα ορισμένο στοιχείο, από το νερό ή τη φωτιά, αντίκρισε μεγάλες δυσκολίες κι έδωσε αφορμή σε πολύμορφη κριτική… Από την κρίση που απείλησε την ιωνική φυσική, την έσωσε η ατομική θεωρία… Η νέα θεωρία παίρνει γι’ αρχικά στοιχεία τα άτομα και το κενό. Τα άτομα είναι ελαχιστότατα κομμάτια της ύλης, αόρατα κι άπιαστα, αντιληπτά μόνο με τη νόηση… Το άτομο λοιπόν είναι το στέρεο κι ανάλλαγο, που το απαιτούσε η διανόηση της εποχής. Παλαιοί και νεότεροι το παρομοίασαν με το έν ακίνητον του Παρμενίδη. «Κενόν» είναι ο άδειος χώρος. Σ’ αυτό μέσα βρίσκονται τα άτομα, κινούνται και κάνουν τους άπειρους συνδυασμούς, που αποτέλεσμά τους είναι τα όντα».

Τις απόψεις του Επίκουρου για τη φυσική πραγματικότητα τις γνωρίζουμε κυρίως από την επιστολή προς τον Ηρόδοτο, έναν από τους μαθητές του. Εκεί φαίνεται και η σημασία της Φυσικής για τον Επίκουρο, που είναι ότι η γνώση της φύσης μας δίνει γαλήνη γιατί μας απαλλάσσει από φόβους και δεισιδαιμονίες. Λέει ο Επίκουρος στην Επιστολή του:

“Συνιστών τη συνεχή απασχόληση με την έρευνα της φύσης, χάρις στην οποία απολαμβάνω στη ζωή τέλεια γαλήνη, σου έκανα και αυτή την περίληψη όπου δίνω τα βασικά στοιχεία όλων μου των θεωριών”.

Παρόμοιες απόψεις εκφράζονται και από τους σύγχρονους φυσικούς, όπως π.χ. από τον καθηγητή της κβαντικής φυσικής, τον Στέφανο Τραχανά, ο οποίος έχει πει σε διάλεξή του:

«Η επιστήμη μπορεί να δράσει στην κοινωνία ως απελευθερωτική δύναμη από τις δεισιδαιμονίες και τον ανορθολογισμό που όλο και πιο πολύ διεισδύουν, όχι μόνο στα μυαλά των ανθρώπων, αλλά διαβρώνουν και τους θεσμούς της κοινωνίας».

Η Επικούρεια «Φυσιολογία» και η καινοτομία της

Ο Επίκουρος δέχτηκε την ατομική θεωρία ως την αναγνωρισμένη φυσική του 4ου π.Χ. αιώνα, την βελτίωσε και την έβαλε βάση στους στοχασμούς για την Ηθική του, για την επίτευξη ευδαίμονος βίου. Ο λατίνος Λουκρήτιος με το εκπληκτικό του ποίημα “De Rerum Natura” (1ος αιών π.Χ.) την διέσωσε ολόκληρη μέχρι στις μέρες μας.

“Η καινοτομία αυτής της φιλοσοφίας έγκειται στο ότι προσπάθησε να εξηγήσει ορθολογικά όλη την πολυπλοκότητα των φαινομένων της φύσης με βάση κάποιες πολύ απλές αρχές. Η πολυπλοκότητα των φαινομένων δεν είναι εγγενής αλλά προέρχεται από τις συγκρούσεις, τους συνδυασμούς και τις κινήσεις κάποιων βασικών συστατικών που τα ονόμασαν ΑΤΟΜΑ.” [Ίων Σιώτης, Πρώην Διευθυντής του “Δημόκριτου”].

Θα πρέπει να ξεκαθαρίσουμε ότι είναι άλλο πράγμα η φιλοσοφική προσέγγιση της γνώσης (ο ορθός λόγος) και άλλο η επιστημονική της προσέγγιση όπως την εννοούμε σήμερα. Άλλο πράγμα η φιλοσοφία και άλλο η επιστήμη. Η επιστημονική επανάσταση του 16ου-17ου αιώνα, ανέδειξε τον εμπειρικό έλεγχο, μέσα από την επιστημονική παρατήρηση και το πείραμα, ως το ακλόνητο κριτήριο για την ορθότητα της επιστημονικής γνώσης.

Η κεντρική ιδέα των αρχαίων ατομικών φιλοσόφων ότι η ύλη είναι ασυνεχής στη δομή της, εξακολουθεί και σήμερα να ισχύει. Και όπως ο Δημόκριτος και ο Επίκουρος θεώρησαν απαραίτητο και προσπάθησαν να διασαφηνίσουν τις ιδιότητες, τις κινήσεις, τις αλληλεπιδράσεις, τις φυσικές διεργασίες των “ατόμων” με την άμεση παρατήρηση, τον ορθό λόγο – τον Επικούρειο “Κανόνα” – έτσι και σήμερα είναι απαραίτητο για την κατανόηση της φύσης, να δούμε την αντίστοιχη εικόνα των διεργασιών και φαινομένων που έχει ο άνθρωπος από τη σύγχρονη επιστήμη, με τον πλούτο των επιστημονικών οργάνων, των παρατηρήσεων και μεθόδων, με την εισαγωγή γενικευμένων εννοιών και τη δημιουργία μοντέλων και θεωρητικών υποθέσεων οι οποίες επιδέχονται επαλήθευσης ή διάψευσης.

Στη μέθοδο για τη γνώση, ήταν πρωτοποριακός ο Επίκουρος, ο οποίος μας λέει για το λάθος και την πλάνη [Επιστολή προς Ηρόδοτον, 50]:

Το λάθος και η πλάνη βρίσκονται πάντα σ’ εκείνο που ο νους προσθέτει στις εντυπώσεις. Κριτήριο αν η παράσταση είναι σωστή ή λαθεμένη, είναι ο έλεγχος στην πράξη. Αν επιμαρτυρηθεί ή το λιγότερο δεν αντιμαρτυρηθεί έχουμε την αλήθεια. Αν όμως δεν επιμαρτυρηθεί ή αν αντιμαρτυρηθεί, έχουμε την πλάνη.

Τὸ δὲ ψεῦδος καὶ τὸ διημαρτημένον ἐν τῷ προσδοξαζομένῳ ἀεί ἐστιν ἐπιμαρτυρηθήσεσθαι ἢ μὴ ἀντιμαρτυρηθήσεσθαι, εἶτ’ οὐκ ἐπιμαρτυρουμένου [κατά τινα κίνησιν ἐν ἡμῖν αὐτοῖς συνημμένην τῇ φανταστικῇ ἐπιβολῇ, διάληψιν δὲ ἔχουσαν, καθ’ ἣν τὸ ψεῦδος γίνεται.]

Περί Γνωσιολογίας

Στη φιλοσοφία η μελέτη της γνώσης καλείται γνωσιολογία. Ο Πλάτων προσεγγίζει το πρόβλημα της γνώσης στους διαλόγους του. Απορρίπτει τις αισθήσεις ως πηγή της έγκυρης γνώσης και υποδεικνύει την οδό της εκπαίδευσης και της επίπονης διανοητικής άσκησης ως μέθοδο πρόσβασης στη γνώση των Ιδεών. Για τον Πλάτωνα, η ύπαρξη των Ιδεών θεωρείται δεδομένη και έγκυρη γνώση θεωρεί μόνο η γνώση των νοητών Ιδεών.

Στον “Θεαίτητο” για πρώτη φορά γίνεται έρευνα του ουσιαστικού περιεχομένου του όρου “επιστήμη” (αντί “γνώσις”) και επιχειρείται η διατύπωση κάποιου ορισμού της. Ο Σωκράτης εφαρμόζοντας την “μαιευτική” του μέθοδο βοηθάει τον νεαρό Θεαίτητο να “γεννήσει” την απάντηση στο ερώτημα “τι εστί επιστήμη”. Ο Θεαίτητος την ορίζει ως “δόξα“, ήτοι απλή γνώμη, που ο καθένας σχηματίζει με την βοήθεια των αισθήσεων, για να διορθώσει λέγοντας ότι είναι η “αληθής δόξα” και να καταλήξει ότι “έστιν ουν επιστήμη δόξα αληθής μετά λόγου”, δηλαδή «γνώση είναι η βεβαιωμένη άποψη που συνάδει με τη λογική».

Στους νεότερους χρόνους εμφανίστηκαν αρκετές θεωρίες που θέτουν τη γνώση ως κεντρικό πρόβλημα της γνωσιολογίας, με κάποιους φιλοσόφους να φτάνουν να μην αποδέχονται πως υπάρχει οτιδήποτε γνωστό. Στη βιβλιογραφία, ένας συνήθης τρόπος διάκρισης της αποκτώμενης γνώσης είναι η ρητή γνώση (explicit knowledge) και η άρρητη γνώση (tacit knowledge). Η πρώτη μεταδίδεται με το γραπτό και προφορικό λόγο, ενώ η δεύτερη αποκτάται με την εμπειρία. Όταν η εμπειρία είναι εσωτερική, δηλαδή προέρχεται από το ίδιο το υποκείμενο, μιλάμε για ενορατική γνώση (π.χ. στα μαθηματικά), μυστική γνώση (κυρίως στις ανατολικές φιλοσοφίες συνδεδεμένη με μύστες και μυστικές τελετές, π.χ. τα Ελευσίνια μυστήρια, στην θρησκεία κλπ.).

Η ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΜΕΘΟΔΟΣ

Η επιστημονική επανάσταση του 16ου-17ου αιώνα, ανέδειξε την παρατήρηση και το πείραμα ως το πιο ακλόνητο κριτήριο για την ορθότητα της επιστημονικής γνώσης. Έφερε δηλαδή “τὰς αἰσθήσεις”, ως πρώτο στη σειρά κριτήριο της αλήθειας, συνοδευόμενο βέβαια και από τα άλλα τρία: προλήψεις, πάθη καὶ τὰς φανταστικὰς ἐπιβολὰς τῆς διανοίας. Παραφράζοντας θα λέγαμε, με σύγχρονη ορολογία, ότι πρόκειται για την επεξεργασία των πειραματικών δεδομένων και μετρήσεων και την βάσει αυτών εισαγωγή γενικευμένων εννοιών, δημιουργία μοντέλων και θεωρητικών υποθέσεων.

Είναι σημαντικό να αντιληφθούμε ότι τα φαινόμενα του κόσμου δεν τα ανακαλύπτουμε μέσα στο μυαλό μας. Είναι εκεί έξω στον πραγματικό κόσμο και παραμένουν άλογα και άγνωστα, μέχρι να έρθουμε εμείς και να τους δώσουμε νόημα. Πολλά δεν τα βλέπουμε άμεσα με οπτική εικόνα, αλλά τα παρατηρούμε έμμεσα, μέσω κατάλληλων οργάνων ή πολύπλοκων πειραματικών διατάξεων.

Η εργαστηριακή έρευνα κάνει τον επιστήμονα να εμβαθύνει στη λογική της πειραματικής διαδικασίας για την παρατήρηση του κόσμου, τον εξοικειώνει με την πρωτογενή αλήθεια των μετρήσεων των φυσικών μεγεθών και του ρόλου τους στην ανάδειξη και διατύπωση φυσικών νόμων και μοντέλων, του αποκαλύπτει την πειραματική θεμελίωση της Επιστήμης, την στιβαρότητα και «αντικειμενικότητα» της επιστημονικής γνώσης. Είναι αυτό που λέμε, επιστημονική γνώση μέσα από την επιστημονική μέθοδο. Η διαδικασία αυτή είναι απαιτητική. Απαιτεί ευαισθησία, υπομονή, ευρηματικότητα, και βέβαια, γνώση και βαθιά κατανόηση.

Η Επιστήμη δεν είναι δογματική

Ένα από τα σπουδαιότερα χαρακτηριστικά της επιστήμης είναι ότι δεν είναι δογματική. Οι υποθέσεις, τα μοντέλα και οι θεωρίες της επιστήμης είναι πάντα υπό έλεγχο, κρίση και αναθεώρηση. Έτσι οι επιστημονικές θεωρίες φαίνεται να έχουν πάντα έναν προσωρινό χαρακτήρα. Πράγματι αν κοιτάξουμε την ιστορία της επιστήμης, θα βρούμε μία πληθώρα από επιστημονικές θεωρίες, που ήταν κάποτε αποδεκτές από την επιστημονική κοινότητα και εμπειρικά επιτυχείς για αιώνες, ωστόσο αποδείχθηκαν αργότερα ψευδείς ή τουλάχιστον ελλιπείς σχετικά με τους ισχυρισμούς τους για τον κόσμο. Μερικά παραδείγματα είναι η θεωρία της αυτόματης γένεσης (που υποστήριζε ότι ζωντανά όντα θα μπορούσαν να προκύψουν από μη ζωντανή ύλη), τα περί των ουρανίων σφαιρών της αρχαίας και μεσαιωνικής αστρονομίας, οι θεωρίες των ηλεκτρικών ρευστών, η θεωρία του φλογιστού, η θεωρία του θερμιδικού ρευστού και άλλες.

Αξίζει να κλείσουμε με ένα ερώτημα όπως το διατύπωσε πρόσφατα ο μεγάλος δάσκαλος της κβαντικής φυσικής, ο Στέφανος Τραχανάς, στο εξαιρετικό βιβλίο του «Ο Κύκλος: Επιστήμη και Δημοκρατία σε ανήσυχους καιρούς». Απευθυνόμενος προς όλους μας, αναρωτιέται:

Πώς συμβαίνει και σε μια εποχή υποτιθέμενου θριάμβου της επιστήμης, ένας ολοένα και μεγαλύτερος αριθμός ανθρώπων να παραδίδονται χωρίς αντίσταση στις πιο ακραίες μορφές ανορθολογισμού και ψευδοεπιστήμης;

Ας προβληματιστούμε.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου