Κυριακή 18 Φεβρουαρίου 2024

Η Ελληνική Αρχαιότητα: Πόλεμος - Πολιτική - Πολιτισμός 8. Η ύστερη αρχαιότητα

8.2. Η πατρίδα μας είναι εκεί απ᾽ όπου ήρθαμε, και ο Πατέρας μας εκεί


Σε μια εκστρατεία του Μάρκου Αυρήλιου οι ρωμαϊκές λεγεώνες κινδύνεψαν σοβαρά να αφανιστούν από τη δίψα, λόγω παρατεταμένης ανομβρίας. Ξαφνικά μια αναπάντεχη καταιγίδα έσωσε τους στρατιώτες από βέβαιο θάνατο. Όλοι συμφώνησαν ότι επρόκειτο για θαύμα.

Οι χριστιανοί διατείνονταν ότι οι προσευχές τους είχαν εισακουστεί: ο δικός τους θεός είχε προκαλέσει τη βροχόπτωση, σαν άλλο μάννα εξ ουρανού. Οι παραδοσιακοί Ρωμαίοι απέδωσαν το θαύμα στη λατρεία του αυτοκράτορα: η εξουσία του, συμβολίζοντας την ουράνια, διέσωζε την επίγεια τάξη. Μια άλλη ομάδα στρατιωτών πείστηκε ότι οι μαγικές επωδές ενός Αιγυπτίου μάγου προκάλεσαν την καταιγίδα: η πανάρχαιη σοφία της Αιγύπτου διέθετε γνώσεις απόκρυφες. Κάποιοι άλλοι δέχτηκαν την άποψη ενός Ιουλιανού που απέκτησε την επωνυμία θεουργός. Αυτός υποστήριξε ότι οι τελετουργίες που είχε επιτελέσει εξανάγκασαν τους θεούς να στείλουν την ποθητή βροχή. Ίσως ορισμένοι δέχτηκαν δύο ή τρεις εκδοχές μαζί, χωρίς να αισθανθούν καμιά αντίφαση - εκτός, φυσικά, από τους χριστιανούς.

Το περιστατικό δείχνει καθαρά την κοινή βάση από την οποία πήγαζαν οι θρησκευτικές διαφωνίες των κατοίκων της ρωμαϊκής οικουμένης. Όλοι σχεδόν αναγνώριζαν επεμβάσεις υπεραισθητών δυνάμεων στον φυσικό κόσμο. Συμφωνούσαν ότι οι ανώτερες δυνάμεις -οι κρείττονες, όπως τις αποκαλούσαν- μπορούσαν να κληθούν και να παρέμβουν, αν κάποιος τις επικαλεστεί με τον δέοντα τρόπο. Αποδέχονταν ότι ο αισθητός κόσμος ήταν το πεδίο στο οποίο εμφανιζόταν, άλλοτε αμεσότερα και άλλοτε με λιγότερο πρόδηλο τρόπο, μια υπέρτερη πραγματικότητα, την οποία ορισμένοι ήθελαν να ονομάζουν νοητήν. Οι κρείττονες μπορεί να ήταν θεοί, άγγελοι, δαίμονες, ήρωες ή ψυχές. Οι διαφωνίες στην εξήγηση ενός θαυμαστού φαινομένου προέρχονταν από τις συγκεκριμένες οριοθετήσεις αυτού του νοητού κόσμου.

Οι κατηγορίες των υπέρτερων όντων, τα ονόματά τους και οι μυθικές περιπέτειές τους πήγαζαν από τις θρησκευτικές παραδόσεις των λαών που συναποτελούσαν τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Οι περισσότεροι δεν αμφισβητούσαν την ύπαρξη των δυνάμεων που επικαλούνταν οι θρησκευτικοί τους αντίπαλοι. Ισχυρίζονταν όμως ότι οι δικοί τους κρείττονες ήταν ισχυρότεροι και αγαθοεργοί. Μόνο ορισμένοι χριστιανοί έφτασαν στο σημείο να αρνηθούν την ύπαρξη των άλλων θεών, θεωρώντας τους αποκυήματα της ανθρώπινης φαντασίας. Αλλά ακόμη και κάποιοι που είχαν ασπαστεί τη νέα πίστη έβλεπαν στους θεούς των ἐθνικών, όπως ονόμαζαν συλλήβδην όσους δεν είχαν δεχτεί το φως του χριστιανικού ευαγγελίου, την πραγματική δράση των δικών τους εξεγερμένων αγγέλων, της στρατιάς των πονηρών πνευμάτων που είχε παρασύρει στην πτώση ο Σατάν ή, ελληνικότερα, ο Διάβολος.

Δίπλα στην κοινή γλώσσα της εποχής υπήρχε, λοιπόν, μια κοινή παρακαταθήκη αντιλήψεων και εμπειριών που διαχεόταν σε όλους τους κατοίκους της ρωμαϊκής οικουμένης, άσχετα από την εθνικότητα ή τη θρησκεία. Αόρατα όντα συνωστίζονταν παντού. Δυνάμεις ασώματες ή λεπτοφυείς, αγαθές και κακές, βρίσκονταν πίσω από κάθε ανθρώπινη επιτυχία ή συμφορά. Ο πραγματικός κόσμος ήταν πολύ μεγαλύτερος από το πεδίο που αντιλαμβάνονταν οι αισθήσεις. Η -αρχικά φιλοσοφική- πεποίθηση για την ανθρώπινη ψυχή ως ανώτερη και ανεξάρτητη από το σώμα είχε γίνει κτήμα των κοινών ανθρώπων. Μέσα από τη διάδοση των μυστηριακών λατρειών το μέλημα για μια ευτυχισμένη ύπαρξη πέρα από τον τάφο άγγιζε τους πολλούς.

Οι περισσότεροι που είχαν τυχόν αναλογιστεί το θέμα θα συμφωνούσαν ακόμη και στην αποδοχή ενός και μόνου θεού ανώτερου από τις άλλες υπεραισθητές δυνάμεις του σύμπαντος. Το ζήτημα ήταν ο καθορισμός της σχέσης που διατηρεί ο υπέρτατος αυτός θεός με τα απορρέοντα, ή δημιουργημένα από αυτόν, όντα στην πυραμιδωτή ιεραρχία του σύμπαντος. Άλλοι θεωρούσαν ότι ο ίδιος αυτός θεός παρουσιάζεται με διαφορετικά πρόσωπα -ή προσωπεία- στις κατά τόπους και κατά έθνη εκφάνσεις του. Άλλοι ότι παίρνει διαφορετικά ονόματα ανάλογα με τις ευεργεσίες που χαρίζει στους ανθρώπους. Άλλοι ότι χρησιμοποιεί κατώτερα αλλά διακριτά θεία όντα ως υπηρέτες του. Άλλοι ότι μένει απαθής για τα ανθρώπινα πράγματα, σε μια αιώνια αμεριμνησία. Άλλοι ότι και ο ίδιος πάσχει. Η μεγάλη αλυσίδα του όντος επιδεχόταν πολλαπλές ερμηνείες, ανάλογα με τις συνθήκες, τις εμπειρίες και τους πνευματικούς περιορισμούς κάθε ανθρώπου.

Ο Ιουλιανός ο Θεουργός ήταν, όπως αποδείχθηκε από την εξέλιξη των πραγμάτων, μια σημαίνουσα μορφή της εποχής - αν και ελάχιστα πράγματα είναι γνωστά για τη ζωή του. Ο πατέρας του ονομαζόταν επίσης Ιουλιανός και, για να διαφοροποιηθεί από τον γιο, έλαβε στις πηγές την προσωνυμία Χαλδαίος. Στους δύο αυτούς Ιουλιανούς αποδόθηκε η συγγραφή των Χαλδαϊκῶν λογίων, μιας συλλογής χρησμών γραμμένων στα ελληνικά, που εξηγεί τη δομή του σύμπαντος, τις δυνάμεις που το συνέχουν και τη σωτηριολογική προοπτική του ανθρώπου μέσα στον κόσμο. Η συλλογή αυτή παρουσιάστηκε ως θεόπνευστη. Θεωρήθηκε μάλιστα ότι περιέχει δόγματα πανάρχαια, γνωστά στον προ αιώνων χαμένο πολιτισμό των Χαλδαίων - όπως ονομάζονταν οι Βαβυλώνιοι ιερείς που είχαν ασχοληθεί με την κίνηση των πλανητών και της σφαίρας των άστρων και είχαν αναπτύξει το παλαιότερο επεξεργασμένο σύστημα αστρονομίας και αστρολογίας στην αρχαιότητα. Αν και η βαβυλωνιακή επιστήμη είχε θεσμικά εκλείψει, η παράδοσή της φαίνεται ότι έμενε ζωντανή μέσα από προφορική διδασκαλία και σχέσεις προσωπικής μαθητείας.

Ο αποκαλυπτικός τόνος της συλλογής υπογραμμίστηκε με τη χρήση μιας δυσνόητης επικής διαλέκτου και του δακτυλικού εξαμέτρου, που ήταν από παλιά το μέτρο των θεϊκών αποκαλύψεων στα ελληνόφωνα μαντεία. Έναν αιώνα μετά την εμφάνισή τους, τα Χαλδαϊκά λόγια έγιναν οι ιερές γραφές του παραδοσιακού ελληνισμού στον αγώνα του εναντίον του χριστιανισμού. Μαζί με τα ορφικά έπη αποτέλεσαν τους δύο αποκαλυπτικούς στυλοβάτες της νέας φιλοσοφικοθρησκευτικής σύνθεσης που δημιούργησε η ύστερη αρχαιότητα, του νεοπλατωνισμού. Ένας ύστερος εκπρόσωπος της συνθετικής αυτής φιλοσοφίας έλεγε ότι ολόκληρη η σοφία του κόσμου περιέχεται σε δύο μόνο έργα: τον Τίμαιο του Πλάτωνα και τα Χαλδαϊκά λόγια. Ο υπομνηματισμός των δυσνόητων αυτών χρησμών αποτέλεσε το επιστέγασμα της ερμηνευτικής εμβρίθειας των εκπροσώπων του παραδοσιακού ελληνισμού από τον ύστερο 3ο αιώνα και εξής.

Ο όρος θεουργός, που πρωτοεμφανίστηκε τότε, δημιουργήθηκε για να δηλώσει αυτόν που γνωρίζει να εργάζεται, να επιτελεί τα θεϊκά πράγματα, όπως θεολόγος ήταν αυτός που γνώριζε να λέει, να διηγείται τις πράξεις των θεών. (Στην παραδοσιακή αντίληψη θεολόγοι ήταν οι θεόπνευστοι ποιητές: ο Όμηρος, ο Ησίοδος, ο Ορφέας, ο Μουσαίος.) Θεουργία ήταν η υψηλή τέχνη που εξανάγκαζε τους θεούς σε άμεση, ορατή ενέργεια ή παρουσία. Αντίθετα με τις κατώτερες μορφές μαγείας που είχαν πάντοτε έναν άμεσο και πρακτικά στόχο, η θεουργία ήταν τέχνη θεοψίας και τελετουργικής θέωσης.

Με τη σταδιακή άνοδο του χριστιανισμού δημιουργήθηκε ένα νέο γραμματειακό είδος, του οποίου η αξία δεν ήταν ούτε ακριβώς βιογραφική ούτε αφηρημένα ηθική. Το εὐαγγέλιον (που κυριολεκτικά σημαίνει «καλή αγγελία» και «χαρμόσυνο μήνυμα») ήταν μια αφήγηση για τη ζωή, τη δράση και κυρίως τη διδασκαλία του Ιησού μέσα από μια σωτηριολογική προοπτική - στο φως, δηλαδή, της πορείας για τη σωτηρία των πιστών. Τα «καλά νέα» που έφερνε αυτό το νέο γραμματειακό είδος δεν συνοψίζονταν σε μια φιλοσοφική θεωρία για τη δομή του κόσμου και τη θέση του ανθρώπου, ούτε περιορίζονταν στην απλή βιογράφηση ενός μεμονωμένου ιερού προσώπου. Ενώ παρουσίαζαν το μήνυμα της σωτηρίας στη βάση ενός συγκεκριμένου ιστορικού συμβάντος που μπορούσε να τοποθετηθεί με σχετική ακρίβεια στον ιστορικό χώρο και χρόνο (στη ρωμαϊκή Ιουδαία κατά την πρώτη τριακονταετία του 1ου αιώνα), τα Ευαγγέλια ανοίγονταν, με τον προφητικό και αποκαλυπτικό τόνο τους, με τις παραβολές που περιείχαν, με τα θαύματα που περιέγραφαν και κυρίως με τη συμβολική αξία των αφηγούμενων γεγονότων, σε μια διάσταση που θα μπορούσε να ενδιαφέρει όλους τους ανθρώπους.

Ήταν η πρώτη φορά στην ιστορία της αρχαιότητας που ένα ιστορικό συμβάν αποκτούσε τέτοια καθολική και μνημειώδη σημασία - αντιστρόφως ανάλογη, μάλιστα, προς την αξία που του απέδωσαν οι περισσότεροι από τους συγχρόνους του. Ελάχιστοι ιστορικοί είχαν ενδιαφερθεί να αναφέρουν τον Ιησού, που σταυρώθηκε ως κακούργος με εντολή του Ρωμαίου διοικητή Πόντιου Πιλάτου. Στη θανατική του καταδίκη, όμως, οι ακόλουθοι και μαθητές του είδαν τα εγκαίνια μιας νέας εποχής. Σταδιακά εμπεδώθηκε μια καινοφανής αντίληψη για τον ιστορικό χρόνο και τη ροή του: η αντίληψη της γραμμικής προόδου που φανερώνει ένα κρυμμένο σχέδιο.

Από χώρος της καθαρής συγκυρίας και της ανθρώπινης τυχαιότητας που ήταν έως τότε ή, αλλιώς, τομέας στον οποίο ο κοσμικός θεός εκδηλώνει κάθε στιγμή την πληρότητά του, η ιστορία απέκτησε για πρώτη φορά ένα κέντρο, την έλευση του Ιησού Χριστού, το οποίο, αν και εντός της ιστορίας, βρισκόταν επίσης έξω από αυτή, στον νου και την προαιώνια οικονομία του Θεού που είχε δημιουργήσει τον κόσμο. Όλα τα παρελθόντα γεγονότα θεωρήθηκαν ότι δείχνουν προς αυτό το κεντρικό συμβάν της ιστορίας και όλα τα μελλοντικά ότι αποκτούν την αξία τους από την πορεία θριάμβου της καθολικής Εκκλησίας. Διαγράφοντας από τη συνείδησή τους τον κυκλικό και επανερχόμενο χρόνο των παραδοσιακών κοινωνιών -αυτόν ακριβώς που υποσημαίνουν τα φαινόμενα της φύσης με τις διαδικασίες της γέννησης, της ανάπτυξης, της ωρίμανσης και της φθοράς- οι χριστιανοί ανέπτυξαν την αντίληψη ενός μονοδιάστατου και εξελισσόμενου χρόνου με συγκεκριμένη αρχή (τη δημιουργία του κόσμου), συγκεκριμένη στόχευση (την ενανθρώπηση του Θεού Λόγου) και συγκεκριμένο μέλλον (τη δεύτερη παρουσία του Χριστού και τη συντέλεια του κόσμου). Με τρόπο πρωτόγνωρο για τα δεδομένα της αρχαιότητας, η ματιά των χριστιανών στράφηκε προς το μέλλον και έγινε εσχατολογική: οραματίζονταν τα έσχατα και το τέλος της ιστορίας και προσδοκούσαν την ενσώματη ανάσταση των νεκρών.

Οι πρώτοι χριστιανοί περίμεναν τη δεύτερη έλευση του Ιησού στη διάρκεια του βίου τους. Όσο απομακρυνόταν αυτό το γεγονός από τον άμεσο ορίζοντα του παρόντος, το τέλος της ιστορίας μετατοπιζόταν σε ένα απροσδιόριστο μέλλον που θα ερχόταν όταν η Εκκλησία ολοκλήρωνε την αποστολή της. Μέσα στον 2ο αιώνα η χριστιανική Εκκλησία απέκτησε σαφή οργανωτική δομή, εντεταλμένη να προστατεύει το ποίμνιο από εξωτερικούς εχθρούς και εσωτερικούς διαβολείς. Στην κορυφή κάθε τοπικής κοινότητας βρισκόταν ο επίσκοπος και κάτω από αυτόν οι πρεσβύτεροι και οι διάκονοι, που εκτελούσαν τις οδηγίες του. Η αυθεντία και η εξουσία των επισκόπων χρησιμοποιήθηκε για να περιοριστούν οι διχόνοιες και οι διαφωνίες μεταξύ των πιστών. Ωστόσο, οι συγκρούσεις δεν αποφεύχθηκαν. Οι σημαντικότερες αφορούσαν το ακριβές περιεχόμενο του χριστιανικού κηρύγματος και τον τρόπο κατανόησής του από τους ανθρώπους. Σε αντιδιαστολή προς άλλες ερμηνείες του χριστιανισμού που καταδικάστηκαν ως αιρετικές, αναδείχθηκε η μία, αγία, αποστολική και καθολική Εκκλησία που πορεύτηκε για να κατακτήσει την αυτοκρατορία.

Ο κανών των έργων που θα συναποτελούσαν την Καινή Διαθήκη -τα Ευαγγέλια, οι Πράξεις των Αποστόλων, διάφορες επιστολές που συντάχθηκαν από Αποστόλους ή αποδόθηκαν σε αυτούς, και η Αποκάλυψη του Ιωάννη- άρχισε να διαμορφώνεται στο τέλος του 2ου αιώνα. Είχαν όμως ήδη προκύψει έριδες γύρω από την αυθεντικότητα ορισμένων συγγραμμάτων. Τα ιερά κείμενα που κυκλοφορούσαν και διαδίδονταν μεταξύ των χριστιανών ήταν πολλά, και συχνότατα είχαν σημαντικές και ηθελημένες αποκλίσεις μεταξύ τους. Τα περισσότερα γράφονταν προκειμένου να διορθώσουν κάποια εκδοχή των πράξεων, των λόγων και των παθών του Ιησού ή των μαθητών του, που οι συντάκτες τους θεωρούσαν εσφαλμένη. Ελάχιστα από τα «απόκρυφα» αυτά έργα έχουν σωθεί - μολονότι στην αιγυπτιακή έρημο αποκαλύπτονται διαρκώς νέα σημαντικά δείγματα. Πολλά από αυτά προέρχονται από κύκλους χριστιανών που αυτοαποκαλούνταν Γνωστικοί.

Όπως δηλώνει και το όνομά τους, Γνωστικοί ονομάστηκαν εκείνοι οι θρησκευόμενοι κάτοικοι της ρωμαϊκής οικουμένης, χριστιανικών ως επί το πλείστον αποκλίσεων, που διατείνονταν ότι η λύτρωση είναι θέμα γνώσεως. Θεωρούσαν την πίστιν (την οποία είχαν τόσο επαινέσει άλλοι δάσκαλοι του χριστιανισμού, με προεξάρχοντα τον Παύλο) ως προπαρασκευαστικό στάδιο για την επίτευξη της πραγματικής γνώσης. Κατά τους Γνωστικούς, πηγή των ανθρώπινων δεινών ήταν η άγνοια, όχι η αμαρτία, και η θεμελιώδης άγνοια έπαιρνε τρεις μορφές: ήταν άγνοια του εαυτού, άγνοια του κόσμου και άγνοια του Θεού. Η γνώση που είχαν κατά νου δεν ήταν φυσικά η θεωρητική ενατένιση ενός αντικειμένου, αλλά η βιωμένη απελευθέρωση του νου που οδηγούσε σε εσωτερική μεταμόρφωση.

Τα μυθικοφιλοσοφικά συστήματα που ανέπτυξαν οι Γνωστικοί υπήρξαν πολυάριθμα. Οι ορθόδοξοι κατήγοροί τους δικαιολογημένα έλεγαν ότι ο καθένας τους είχε την ελευθερία να προτείνει τη δική του κοσμοθεωρία. Οι Γνωστικοί αισθάνονταν ξένοι μέσα στον κόσμο, ξένοι μέσα στην κοινωνία, ξένοι μέσα στο ίδιο τους το σώμα. Το βίωμά τους συνοψιζόταν σε μια ριζική αλλοτρίωση - ίσως την πρώτη που γνώρισε ο αρχαίος κόσμος σε τέτοια ένταση. Οι πόλεις στις οποίες ζούσαν, ο πολιτισμός των καλλιεργημένων συνανθρώπων τους και η πολιτική της άρχουσας τάξης, συγκλητικών και αυτοκρατόρων, τους άφηναν αδιάφορους. Κήρυξαν πόλεμο σε όλες τις δυνάμεις του παρόντος κόσμου, αν και ο πόλεμός τους ήταν καθαρά πνευματικός. Ειδικά στον τομέα του ερωτισμού, ανέπτυξαν δύο φαινομενικά αντίθετες αλλά ουσιαστικά συμβατές τάσεις: την άκρα ελευθεριότητα και την πλήρη αποχή. Κοινός παρονομαστής των δύο τάσεων ήταν η αντίθεση στον παρόντα κόσμο και η διάθεση κατάργησής του - με την υπερβολή ή την άρνηση.

Όλοι οι Γνωστικοί συμφωνούσαν ότι το αισθητό σύμπαν είναι το αποτέλεσμα της παράλογης δράσης όχι του πρώτιστου θεϊκού Όντος αλλά ενός δεύτερου θεού-δημιουργού, που απομακρύνθηκε από τον Πατέρα, λησμόνησε τη σοφία του και δημιούργησε τον κόσμο για να αποδείξει την κυριαρχία του. Κατά την κοσμογονική διαδικασία, οσοδήποτε περίπλοκη και αν τη θεωρούσαν, κάποια ελάχιστα μόρια του πρώτου Θεού εγκλωβίστηκαν μέσα στον κόσμο της ύλης. Αυτά συνιστούσαν το ανθρώπινο πνεύμα και αυτά επιζητούσαν απελευθέρωση και επιστροφή στον πατρικό βυθό.

Πίσω από την πολυμορφία των γνωστικών μύθων και εννοιών κρύβεται η αγωνία να δοθούν ικανοποιητικές απαντήσεις σχετικά με το πώς ακριβώς προκαλείται η μετάβαση από τον πανάγαθο Θεό στο δημιουργημένο σύμπαν. Κρύβεται επίσης μια συνολική άρνηση της αγαθότητας και της ομορφιάς του αισθητού κόσμου και μια ανυποχώρητη τάση απομάκρυνσης από όλα όσα εμπλέκουν και δεσμεύουν το πνεύμα.

Δύο αντίρροπες τάσεις συνδυάστηκαν στη γέννηση του γνωστικού φαινομένου. Η μία, ελληνική τόσο στην προέλευση όσο και στον χαρακτήρα, τόνιζε την αξία της γνώσης όχι μόνο ως μέσου για άλλους σκοπούς αλλά και ως έσχατου τέλους («στόχου») της ανθρώπινης ζωής. Η γνώση του εαυτού, του κόσμου και του θείου ήταν κυρίαρχα μελήματα της ελληνικής φιλοσοφίας από τις πρώτες απαρχές της. Η άλλη τάση, ανατολικής και ίσως ειδικότερα ιρανοπερσικής προέλευσης, θεωρούσε ότι ο κόσμος είναι ουσιωδώς κακός και ότι, κατά συνέπεια, δεν θα μπορούσε να αποτελεί έργο ενός αγαθού θεού.

Ο Μάνης (216-275) ήταν ένας Πέρσης γεννημένος στη Βαβυλώνα. Εξαιτίας μιας αποκαλυπτικής εμπειρίας με τον Παράκλητο, την οποία κατέγραψε ο ίδιος, θεώρησε χρέος του να ιδρύσει μια νέα οικουμενική θρησκεία. Ως προδρόμους του στον φωτισμό των ανθρώπων αναγνώριζε τον Βούδα, τον Ζωροάστρη και τον Χριστό. Προσπάθησε να εναρμονίσει τις τάσεις των τριών αυτών θρησκειών, και η επιτυχία του ήταν σημαντική. Μέσα σε λίγες δεκαετίες, ο μανιχαϊσμός είχε διαδοθεί από τις ακτές του Ατλαντικού μέχρι τον Ινδικό ωκεανό. Η απειλή για τη χριστιανική Εκκλησία ήταν μεγάλη, γιατί, αντίθετα με τις άλλες εκδοχές του γνωστικισμού, ο μανιχαϊσμός έλυνε αποφασιστικά το πρόβλημα της προέλευσης του κακού, θεωρώντας το Σκότος (δηλαδή το ριζικό Κακό) ως αυθυπόστατη αρχή, δίπλα στο επίσης αυθυπόστατο Φως. Αν και αντιμετωπίστηκε από τους χριστιανούς ως αίρεση, ο μανιχαϊσμός ήταν στην πραγματικότητα μια νέα καθολική θρησκεία με οικουμενικές βλέψεις.

Νωρίτερα η λατρεία του επίσης ιρανικού θεού Μίθρα, που άρχισε να διαδίδεται τον 1ο αιώνα μαζί με τον χριστιανισμό, είχε γοητεύσει για παρόμοιους λόγους πολλούς κατοίκους της ρωμαϊκής οικουμένης. Ειδικά οι πολεμιστές έλκονταν ιδιαίτερα από τον Μίθρα, που εκπροσωπούσε την πάλη του Φωτός εναντίον των δυνάμεων του Σκότους, καθώς οι δικοί τους πολεμικοί αγώνες μπορούσαν εύκολα να θεωρηθούν απομιμήσεις εκείνης της μεγάλης κοσμικής μάχης. Οι επτά βαθμοί της μιθραϊκής μύησης ανακαλούσαν τη στρατιωτική ιεραρχία και ενέπνεαν το αγωνιστικό πνεύμα των ανδρών. Μάλιστα, αν η μιθραϊκή λατρεία δεν απέκλειε τις γυναίκες, και κατά συνέπεια το ήμισυ του πληθυσμού, ο Μίθρας θα μπορούσε να είναι ο κυριότερος αντίπαλος του Χριστού στη μάχη για θρησκευτική επικράτηση. Οι χριστιανοί είδαν στην αιματηρή βάπτιση των οπαδών του Μίθρα μια δαιμονική απομίμηση του δικού τους βαπτίσματος.

Ιδιαίτερη θέση στην παραγωγή εγγράμματου ελληνικού πολιτισμού κατείχε, από τον 2ο έως τον 4ο αιώνα, η Συρία. Οι πόλεις της (η Αντιόχεια, η Δαμασκός και κυρίως η Απάμεια) έγιναν μεγάλα κέντρα διανόησης και πνευματικής αναζήτησης. Οι φιλόσοφοι του 2ου αιώνα που προετοίμασαν τη μεγάλη αναγέννηση του νεοπλατωνισμού κατάγονταν από τη Συρία. Σήμερα ονομάζονται νεοπυθαγόρειοι, διότι στράφηκαν με ιδιαίτερη έμφαση στη μορφή του Πυθαγόρα ως σοφοῦ και ως του κατεξοχήν θείου ἀνδρός. Οι Βίοι του Πυθαγόρα που έχουν διασωθεί από τη γραφίδα δύο μεταγενέστερων Νεοπλατωνικών (του Πορφύριου και του Ιάμβλιχου, που κατάγονταν και οι δύο από τη Συρία) δείχνουν ότι ο πυθαγορισμός είχε αναπτυχθεί ως ένας φιλοσοφικοθρησκευτικός τρόπος ζωής, με ιδιαίτερη έμφαση στον αριθμολογικό και μυθικό συμβολισμό και στην περίπλοκη τελετουργία του καθημερινού βίου. Ο Νουμήνιος από την Απάμεια, ο σημαντικότερους από τους τρεις νεοπυθαγόρειους της Συρίας, έλεγε ότι «ο Πλάτων είναι ένας Μωυσής που μιλά σε αττική διάλεκτο». Ο φιλοσοφικός συγκρητισμός προσπαθούσε και πάλι, όπως το είχε κάνει νωρίτερα ο Ιουδαίος Φίλων, να εναρμονίσει την Αθήνα με την Ιερουσαλήμ.

Η συλλογή των Σιβυλλιακών χρησμών που άρχισε να συγκροτείται την ίδια εποχή αποσκοπούσε επίσης σε μια τέτοια σύνθεση. Σιβυλλιακοί χρησμοί υπήρχαν από παλιά στη Ρώμη. Το αρχικό υλικό υπέστη πολλαπλές επεξεργασίες και προσθήκες, για να εξυπηρετήσει τόσο πολυθεϊστικές όσο και ιουδαϊκές (ηθικοπρακτικές ή μονοθεϊστικές) σκοπιμότητες. Ένα μέρος του εκχριστιανίστηκε.

Μιλώντας από μια οικουμενική κορυφή, η εκχριστιανισμένη Σίβυλλα, η προσωποποίηση της θεϊκά εμπνευσμένης προφήτισσας, παρουσίαζε τη δημιουργία του κόσμου και του ανθρώπου, αφηγούνταν την έλευση του Ιησού και το έργο της σωτηρίας, προμήνυε τη Δευτέρα Παρουσία και προφήτευε για μελλοντικά γεγονότα, διακοσμώντας πάντοτε τη βασική αφήγηση της Γενέσεως, ορισμένων προφητικών βιβλίων της Παλαιάς Διαθήκης και των Ευαγγελίων με στοιχεία από τα ησιόδεια έπη και την ελληνική μυθολογία.

Κύρια μέριμνα της χριστιανικής συλλογής ήταν η εξύμνηση του Ύψιστου Θεού δίχως βεβιασμένους συγκρητισμούς ή χρήση φιλοσοφικής ορολογίας. Μάλιστα, τα αμιγώς εβραϊκά θρησκευτικά τελετουργικά και έθιμα υποβαθμίστηκαν για χάρη της οικουμενικότητας, ενώ αντλήθηκαν, με νεανική ελευθερία, εικόνες και εκφράσεις από την επική παράδοση χωρίς την υποψία ότι γίνονται παραχωρήσεις στον εθνικό κόσμο. Κρινόμενο με λόγια μέτρα, το δακτυλικό εξάμετρο της συλλογής είναι ελλειπτικό και ασταθές. Αποπνέει όμως τη χαρμόσυνη δροσιά της ζωντανής ποίησης.

Ο τόπος συγγραφής των Σιβυλλιακών χρησμών δεν είναι γνωστός. Άλλωστε, η ολοκλήρωση της συλλογής κράτησε αρκετούς αιώνες και αξιοποίησε πολλούς εργάτες του πνεύματος. Η Εγγύς Ανατολή φαίνεται, ωστόσο, πιθανός τόπος προέλευσης για την εκχριστιανισμένη μορφή της. Ειδικά στη Συρία οι ελληνικές επιγραφές που έχει φέρει στο φως η αρχαιολογική σκαπάνη ξεπερνούν σε αριθμό εκείνες που είναι γραμμένες στα συριακά. Με την επικράτηση του χριστιανισμού, η Αίγυπτος και η Συρία έμελλε να αναδείξουν σημαίνουσες μορφές στη θεολογία. Και στις δύο περιοχές οι επίσκοποι ήταν κατά κύριο λόγο ελληνόφωνοι, ενώ ο κατώτερος κλήρος και αργότερα οι μοναχοί μιλούσαν συχνά τις τοπικές γλώσσες (κοπτικά και συριακά). Κατά την ύστερη αρχαιότητα η Αίγυπτος και (περισσότερο) η Συρία έκαναν τονωτικές ενέσεις στον ελληνισμό.

Από τον 3ο αιώνα και μέχρι το τέλος της αρχαιότητας ο πλατωνισμός έγινε η κυρίαρχη φιλοσοφία όσων συνέχισαν να συνδέονται με την αρχαιοελληνική παράδοση. Οι περισσότεροι άνθρωποι φυσικά δεν μπορούσαν, ούτε ήθελαν, να παρακολουθήσουν τις υψηλές απαιτήσεις του. Δίπλα στον αναγεννημένο πλατωνισμό, που αποτελούσε ουσιαστικά μια φιλόδοξη σύνθεση της αλήθειας όλων σχεδόν των φιλοσοφικών σχολών (εκτός από τον σκεπτικισμό, που δεν μπορούσε να εναρμονιστεί), αναπτύχθηκε και ένας τρόπον τινά λαϊκός πλατωνισμός, κατάλληλος για τις μάζες, του οποίου η έκφραση έτεινε προς την εικονοποιία, την αλληγορία και τον μυθικό συμβολισμό. Το σπουδαιότερο μέρος αυτού του λαϊκού πλατωνισμού συγκροτήθηκε σε μορφή ευανάγνωστων κειμένων κατά τον 3ο αιώνα και αποδόθηκε στη θεϊκή αυθεντία του Ερμή, ο οποίος, με την επωνυμία Τρισμέγιστος, ταυτίστηκε με τον αιγυπτιακό θεό του λόγου Θωτ (ή Θευθ).

Οι αποκαλύψεις του Τρισμέγιστου Ερμή θεωρήθηκαν πανάρχαιες, και το κύρος τους ενδυναμώθηκε από την υποτιθέμενη θεοπνευστία των έργων. Στα συγγράμματα αυτά συντέθηκε η μαγική σοφία της Αιγύπτου με την ελληνική σκέψη και η μυθική θεογονία με τη μεταφυσική και την κοσμολογία. Η βασική απορία, στην οποία τα έργα αυτά προσπαθούσαν να απαντήσουν, ήταν παμπάλαιη και αφορούσε τη θέση του ανθρώπου μέσα στη δομή του σύμπαντος και τη δυνατότητα λύτρωσης από την άτεγκτη αναγκαιότητα της φθοράς και του θανάτου.

Το βαβυλωνιακό, το περσικό, το αιγυπτιακό και τα άλλα ανατολικά θρησκευτικά στοιχεία της ύστερης αρχαιότητας δεν αποτελούσαν πρωτότυπες δημιουργίες της εποχής. Τα δόγματα και οι διδασκαλίες, οι μυθολογίες, οι δοξασίες, τα σύμβολα και οι τελετές ήταν στην πλειονότητά τους αρχαϊκά. Το νέο χαρακτηριστικό της εποχής ανιχνεύεται στην απόσπαση των παραδοσιακών αυτών στοιχείων από το γενέθλιο έδαφος των κοινωνιών που τα εξέθρεψαν. Με τη μετατροπή τους σε αφηρημένες ιδέες τα παραδοσιακά στοιχεία μπορούσαν να συσχετιστούν (να αντιπαρατεθούν, να συγκριθούν, να εναρμονιστούν) με άλλες, εξίσου αυτόνομες, ιδέες.

Η εποχή πάντως επιζητούσε θεία αποκάλυψη. Οι ανθρώπινες ενέργειες φαίνονταν μετέωρες και ανούσιες αν δεν εντάσσονταν σε κάποιον ευρύτερο, θεϊκό σχεδιασμό. Η πολιτική και πολεμική δράση φάνταζε σε πολλούς ως αποπροσανατολιστική λήθη του αληθινού εαυτού. Στην ύστερη αρχαιότητα διακρίνεται μια ολοένα αυξανόμενη και διευρυνόμενη αγωνία για την ανεύρεση εκείνων των ανθρώπων που μπορούν να μεταδώσουν το θείο μήνυμα στον κόσμο των θνητών. Οι άγιοι, οι όσιοι και οι θείοι άνδρες έγιναν μεσάζοντες ανάμεσα στον ουρανό και τη γη και διαχειριστές του υπερφυσικού στοιχείου στον επίγειο κόσμο. Οι πάντες συμφωνούσαν στην αναγκαιότητα της ύπαρξής τους, αν και διαφωνούσαν ποιος ήταν αληθινά φωτισμένος, δηλαδή γνώστης των ουράνιων πραγμάτων πέρα και πάνω από τους περιορισμούς της θνητής ανθρώπινης διάνοιας. Με την άνοδο του χριστιανικού μοναχισμού κατά τον 4ο αιώνα, οι ασκητές της ερήμου θεωρήθηκαν από τους χριστιανούς ως οι ορατοί σύνδεσμοι του ουρανού με τη γη.

Προφήτες και ψευδοπροφήτες, άγιοι και μάγοι, σοφοί και αγύρτες ήταν οι εκλεκτοί των θείων δυνάμεων ή οι ανόσιοι σφετεριστές του πνεύματός τους. Στο δύσκολο έργο της αναγνώρισης του γνήσιου από τον απατηλό φορέα της φωνής του υπερπέραν οφείλεται μεγάλο μέρος των πνευματικών συγκρούσεων και των θρησκευτικών ανταγωνισμών της ύστερης αρχαιότητας. Η χριστιανική οριοθέτηση της ορθόδοξης πίστης έναντι των αιρέσεων αποτελεί συνέπεια μιας γενικότερης τάσης της εποχής: της απαίτησης για απόλυτη αλήθεια. Η έννοια της ετεροδοξίας ως προσωπικού νεωτερισμού που παραχαράσσει από ματαιοδοξία την αυθεντική παράδοση αιώνων, εμφανίζεται -και κατακρίνεται- στα έργα αρκετών συγγραφέων της εποχής, όχι μόνο χριστιανών.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου