Ο Λόγος του 18ου αιώνα αποτελεί την διανοητική δύναμη, που ώθησε τον άνθρωπο να εμπιστευτεί τις δικές του δυνάμεις και να οδηγηθεί στην κατάκτηση της γνώσης. Ένα από τα ποικίλα ρεύματα σκέψης που συνηφάνθηκαν κατά την διάρκεια της συγκεκριμένης περιόδου είναι η Νοησιαρχία του Descartes.
Ο Descartes εισήγαγε τη φιλοσοφία της βεβαιότητας, υποβιβάζοντας τη σημασία των αισθήσεων και της φαντασίας και υποστηρίζοντας ότι πρότυπο της γνώσης είναι τα μαθηματικά. Σύμφωνα με τη θεωρία του, ο άνθρωπος μπορεί να κατακτήσει τη γνώση με όπλο τη νόηση. Από τη νόηση αντλούνται οι ιδέες, μέσα από τις οποίες ο άνθρωπος γνωρίζει τον εαυτό του και τον εξωτερικό κόσμο, ενώ μέσα από την ενόραση κατανοεί τις απόλυτες αλήθειες. Η γνώση, κατά την καρτεσιανή φιλοσοφία, συσχετίζεται με τις έμφυτες ιδέες στις οποίες περιέχονται π.χ. η ιδέα του Θεού και ορισμένες βασικές μαθηματικές και λογικές έννοιες.
Προκρίνοντας την αμφιβολία ως μέσο προσέγγισης της βεβαίας γνώσης, ο Descartes υπερασπίστηκε την άποψη ότι οι εσωτερικές αισθήσεις των ανθρώπου δεν είναι ορθές, θέση η οποία έρχεται σε ευθεία αντίθεση με την αυθεντία του αριστοτελισμού. Η πεμπτουσία της καρτεσιανής σκέψης αποτυπώνεται στη φράση "σκέφτομαι, άρα υπάρχω", από την οποία ο ίδιος ξεκίνησε την ανασύνθεση, προκειμένου να φθάσει στη σύλληψη του κόσμου.
Στη φράση του αυτή θεμελιώνεται ο δυϊσμός πνεύματος (ψυχής) και ύλης (σώματος) που ο ίδιος πρέσβευε. Η αδρή δυαρχία ύλης και πνεύματος της καρτεσιανής οντολογίας αφορά και την ανθρωπολογία της, με τη χαρακτηριστική διχοτομία σώματος (άψυχου μηχανισμού) και βουλητικής – σκεπτόμενης ψυχής. Ο Descartes αναζητά ένα σημείο τομής στην αλληλεπίδραση αυτών των δύο αρχών εντός του ανθρώπου, το οποίο εντοπίζει με τους φυσιολογικούς στοχασμούς του στο κωνάριο ή κωνοειδή αδένα.[1]
Ο Descartes αντιλαμβάνεται το υποκείμενο (τον άνθρωπο) αναφερόμενος στην έννοια του ορθολογικού, στοχαστικού και συνειδητού ατόμου το οποίο γεννιέται με μια ολοκληρωμένη ενιαία και συνεκτική ταυτότητα που αναπτύσσεται μαζί του, αφού αυτή αποτελεί το ουσιαστικό κέντρο (πυρήνα) του εαυτού. Βέβαια, το γεγονός ότι το καρτεσιανό υποκείμενο «γεννήθηκε» εν μέσω μεταφυσικής αμφιβολίας και σκεπτικισμού δημιουργεί εύλογα ερωτηματικά, αναφορικά με το αν υπήρξε ποτέ ενιαίο, όπως υποθέτει ο τρόπος περιγραφής του από τον Descartes.
Η αντίληψη αυτή περί του καρτεσιανού-ορθολογικού υποκειμένου κλονίζεται με την εμφάνιση μιας πιο κοινωνικής έννοιας, ως συνέπεια των κοινωνικών διαφοροποιήσεων που διαδραματίζονται μετά των 18ο αιώνα, καθώς οι κοινωνίες αναπτύσσονται καπιταλιστικά και γίνονται ολοένα και πιο σύνθετες. Η νέα κοινωνική πραγματικότητα διακρίνεται από τους μεγάλους ταξικούς σχηματισμούς μέσα στους οποίους ο «ατομικός επιχειρηματία»ς του Ανταμ Σμίθ αντικαταστάθηκε από εταιρικά συγκροτήματα της σύγχρονης οικονομίας και ο πολίτης αναμείχθηκε στους γραφειοκρατικούς διοικητικούς μηχανισμούς του σύγχρονου κράτους.
Η αυξανόμενη κοινωνική πολυπλοκότητα του 19ου και του 20ου αιώνα, σε συνδυασμό με την επιστημονική πρόοδο στην δαρβινική βιολογία και τις κοινωνικές επιστήμες, συνετέλεσαν στην διαμόρφωση νέων κοσμοθεωρητικών συστημάτων αλλά και στην κριτική τους, η οποία διαρκεί έως τις ημέρες μας.
Η νέα τάξη διανοητικών πραγμάτων, με την απαξίωση που προκάλεσε στην θεολογία και στα βιοθεωρητικά πρότυπα που εκείνη προωθούσε, ανέδειξε το κοινωνιολογικό υποκείμενο. Το άτομο δηλαδή παύει να εξετάζεται σε σχέση με τον εαυτό του, αλλά εξετάζεται σε σχέση με το περιβάλλον του.
Το κοινωνιολογικό υποκείμενο διαθέτει ταυτότητα, πλην όμως αυτή η ταυτότητα (σε αντίθεση με αυτή του καρτεσιανού) δεν είναι αυτάρκης και αυτόνομη, αντίθετα διαμορφώνεται σε σχέση με σημαντικούς εξωτερικούς παράγοντες, όπως για παράδειγμα οι συνθήκες της κοινωνίας μέσα στην οποία γεννιέται και αναπτύσσεται.
Το περί ταυτότητας αφήγημα του Καρτέσιου δέχεται πλήγμα από την ψυχανάλυση και την γλωσσολογία
Η ανακάλυψη του ασυνειδήτου, από τον «πατέρα» της ψυχανάλυσης S. Freud, αποτελεί ίσως το αποφασιστικότερο πλήγμα στο καρτεσιανό υποκείμενο. Σύμφωνα με τον Freud, η ταυτότητα, η σεξουαλικότητα και η δομή των επιθυμιών του υποκειμένου διαμορφώνονται στη βάση των ψυχικών και συμβολικών διεργασιών του ασυνειδήτου, το οποίο λειτουργεί με μια «λογική» τελείως διαφορετική από αυτή του λόγου. Ο Freud μέσα από τις θεωρίες του οδηγείται στην επιστημονική άποψη πως η ταυτότητα του υποκειμένου δεν γεννιέται μαζί του αλλά αντίθετα διαμορφώνεται με τρόπο σταδιακό, μερικό και πάντα σε σχέση με τους άλλους, αποδεικνύοντας έτσι ότι ο άνθρωπος δεν είναι διόλου το κέντρο του σύμπαντος, ούτε μια ειδική θεϊκή δημιουργία και ότι ακόμη και η συνείδησή του έχει μια πολύ σχετική σημασία.
Ο Freud, εξ άλλου, υποστηρίζει πως η ταυτότητα του υποκειμένου δεν μπορεί να γίνει ενιαία και ολοκληρωμένη και πως καθ΄ όλη την διάρκεια του βίου του βρίσκεται σε ατελή κατάσταση. Τον ισχυρισμό του αυτό στηρίζει στο ψυχαναλυτικό επιχείρημα, ότι πάντα υπάρχουν και θα υπάρχουν μέρη του εαυτού, τα οποία θα είναι αποκηρυγμένα από το συνειδητό. Για παράδειγμα ο Freud αναφέρει τις θηλυκές ή αρσενικές (για τον άνδρα ή την γυναίκα αντίστοιχα) πλευρές του εαυτού μας τις οποίες είτε έχουμε απωθήσει είτε εκφράζουμε με περίεργους και μη εξηγήσιμους τρόπους στον ενήλικο βίο μας.
Με την παραπάνω θέση του Freud, περί της μη δυνατότητας του υποκειμένου να διαμορφώσει μια ενιαία ταυτότητα, συντάσσεται ο εξίσου σημαντικός της ψυχανάλυσης J. Lacan. Κατά τον Lacan η φάση συγκρότησης του υποκειμένου τοποθετείται μεταξύ του έκτου και του δέκατου όγδοου μήνα ζωής του και την ονομάζει «στάδιο του καθρέφτη»[2].
Στο στάδιο του καθρέφτη το υποκείμενο δεν είναι ακόμα συγκροτημένο ως άτομο και δεν έχει μια ολοκληρωμένη εικόνα του εαυτού του, βλέπει ή «φαντάζεται» τον εαυτό του να αντανακλάται είτε κατά κυριολεξία στον καθρέφτη είτε αλληγορικά στον «καθρέφτη» του βλέμματος του άλλου, ως πλήρες πρόσωπο. Η στιγμή αυτή αποκτά τεράστια σημασία, όσον αφορά στο θέμα των ταυτίσεων του υποκειμένου, στον βαθμό που πρόκειται για μια πρωταρχική ταύτιση του ατόμου, που προωθεί τη δόμηση του εγώ και αποτελεί την πηγή όλων των άλλων ταυτίσεων. Ο Lacan ισχυρίζεται ότι το υποκείμενο δεν μπορεί ν΄ αναχθεί στο εγώ, διότι αυτό συνιστά φαντασιακό ψυχικό σύστημα, μέσα στο οποίο το υποκείμενο τείνει να αλλοτριωθεί. Κατά συνέπεια θέση της ψυχανάλυσης αποτελεί η άποψη, ότι η ενότητα της ταυτότητας του υποκειμένου περιλαμβάνει κάτι από τον χώρο της φαντασίωσης.
Το έργο του Freud και της «σχολής» που δημιούργησαν οι θεωρίες του, μπορεί να αμφισβητήθηκε, λόγω της δυσκολίας επιστημονικής επαλήθευσης των λειτουργιών και διεργασιών του ασυνειδήτου, ωστόσο, επηρέασε καθοριστικά τον σύγχρονο τρόπο διαλογισμού αναφορικά με το υποκείμενο, η ταυτότητα του οποίου αντιμετωπίζεται πλέον, ως αποτέλεσμα της σταθερής αμοιβαιότητας ανάμεσα στο «εσωτερικό» και το «εξωτερικό».
Όπως προαναφέρθηκε ο 19ος αιώνας χαρακτηρίζεται από την μεγάλη καμπή της φιλοσοφίας. Η αναλυτική φιλοσοφία παίρνει την θέση της αριστοτελικής, αμφισβητώντας και ανατρέποντας παραδοχές που διαρκούσαν από τον καιρό της αρχαιότητας. Κυρίαρχη τάση της «φιλοσοφίας της ζωής» αποτελεί η άποψη ότι «καμία λογική προσέγγιση δεν είναι ικανή να διεισδύσει στον οντολογικό πυρήνα της πραγματικότητας». Η νέα λογική απορρίπτει τον αριστοτελικό οντολογικό ολισμό και καταργεί τις τελολογικές θεωρήσεις του φυσικού γίγνεσθαι. Στην καινούργια αυτή κατανόηση η πραγματικότητα αποτελείται πλέον από ατομικά και μεμονωμένα συμβάντα ή γεγονότα (π.χ Σήμερα είναι Τρίτη και πονάει το κεφάλι μου).
Την σύνθετη τάξη των πραγμάτων την αντικατοπτρίζει και η δομή της γλώσσας. Το ζήτημα επομένως της νέας λογικής είναι καταρχήν, η σύνδεση των ατομικών προτάσεων με τρόπο ώστε και να σχηματισθούν οι σύνθετες περιγραφές της διαπλοκής των πραγματικών γεγονότων, αλλά και να διακριβωθεί υπό ποίες συνθήκες αληθεύει μια πρόταση. Με τον τρόπο αυτό συγκροτείται μέσα στην γλώσσα ένας «λογικός χώρος». Η αναλυτική φιλοσοφία εισάγει ένα νέο και άκρως ριζοσπαστικό φιλοσοφικό κανόνα, ότι δηλαδή, το πρώτο κριτήριο για την εγκυρότητα μιας αφηρημένης θεωρίας ή της οποιασδήποτε γνώμης εκφέρει ο κοινός άνθρωπος είναι γλωσσικό.
Τις παραπάνω αντιλήψεις υιοθέτησε ο γλωσσολόγος Ferdinand de Saussure (1887-1913) ο οποίος ισχυρίστηκε ότι, η γλώσσα δεν είναι ατομικό σύστημα. Κατά τον de Saussure η γλώσσα ως συμβολικό σύστημα, μαζί με τα άλλα κοινωνικο-πολιτιστικά συστήματα και τις δομές τους, προϋπάρχει της γέννησης ενός ανθρώπου και υπέρ-κείται αυτού. Κατά συνέπεια, το υποκείμενο με την κατάκτηση της γλώσσας εγγράφεται σε αυτή τη συμβολική τάξη, η οποία επειδή ακριβώς υπέρ-κειται θα το πλάσει ανάλογα με τις δομές της. Επομένως το υποκείμενο δεν είναι ο «δημιουργός» των δηλώσεων που κάνει ή των εννοιών που εκφράζει στη γλώσσα. Οι αρχές οργάνωσης του γλωσσικού κώδικα είναι αφηρημένες και διέπονται από μια ιδιαίτερη ενδογλωσσική λογική. Τις παραπάνω αρχές το υποκείμενο τις κατέχει αλλά δεν τις συνειδητοποιεί. Ο de Saussure ισχυρίζεται ότι οι αρχές οργάνωσης του γλωσσικού κώδικα δεν επηρεάζονται από εξωγλωσσικούς παράγοντες όπως η αντίληψη, η νόηση, η πράξη, η κοινωνική οργάνωση και από αυτήν την παραδοχή συνεπάγεται, ότι το υποκείμενο δεν μπορεί να στηριχτεί στα νοήματα και στις χρήσεις της γλώσσας για να ανακαλύψει την αφηρημένη της δομή.
Σύμφωνα με την θεωρία του de Saussure, η γλώσσα είναι ένα σύστημα σημείων, που το καθένα αποτελείται από ένα σημαίνον και ένα σημαινόμενο. Η σχέση σημαίνοντος και σημαινόμενου είναι απολύτως αυθαίρετη ενώ, τα σημαίνοντα εξαρτούν τη σημασία τους από ένα δομικό σύστημα διαφορών π.χ γνωρίζουμε τι είναι νύχτα επειδή δεν είναι μέρα. Η σχέση σημαίνοντος και σημαινόμενου μεταφέρεται και στην ταυτότητα του υποκειμένου, υπό την έννοια ότι: γνωρίζω ποιος είμαι «εγώ» σε σχέση με τον «άλλον».
Η φιλοσοφία της γλώσσας που εκπροσωπείται και από τον Γάλλο γλωσσολόγο Ζακ Ντεριντά και έχει σαφώς επηρεαστεί από το έργο του de Saussure, θεωρεί πως: παρόλο που το υποκείμενο καταβάλει το μέγιστο των προσπαθειών του, δεν μπορεί να προσδιορίσει οριστικά το νόημα, συμπεριλαμβανομένης και της ταυτότητας του. Το νόημα είναι εγγενώς ασταθές και ενώ αποσκοπεί στην τελείωση (ταυτότητα), εντούτοις αποδιοργανώνεται και διαρκώς μας διαφεύγει, λόγω των συμπληρωματικών νοημάτων που προκύπτουν και εμποδίζουν το υποκείμενο να δημιουργήσει πάγιους και σταθερούς κόσμους.
Στο σημείο αυτό κρίνεται σκόπιμο να αναφερθεί, ότι κριτική στην καρτεσιανή αντίληψη του υποκειμένου, εκτός από την ψυχανάλυση και την γλωσσολογία, άσκησαν και άλλα διανοητικά κινήματα όπως:
- ο μαρξισμός, όπως αυτός ερμηνεύτηκε στα μισά του 20ου αιώνα, που παραγκώνισε κάθε έννοια ατομικής δράσης και αντίληψης
- η « γενεαλογία του σύγχρονου υποκειμένου» του Φουκώ και
- ο φεμινισμός, οι θεωρίες των οποίων συνέβαλαν στην αποσύνθεση της ενιαίας ταυτότητας του καρτεσιανού- ορθολογικού υποκειμένου.
Ταυτότητα και Εθνική Ταυτότητα μια δυσερμήνευτη σχέση.
Η ταύτιση του σύγχρονου ανθρώπου με το έθνος (μια από τις βασικές μορφές ταυτότητας του σύγχρονου ανθρώπου, που πήρε τη θέση της ταύτισης με τη θρησκεία και τη φυλή) μπορεί να προσδώσει στο άτομο την χαμένη του ενότητα;
Προκειμένου να οριοθετηθεί η προσέγγιση που θα ακολουθήσει αναφορικά με την προβληματική για τις εθνικές ταυτότητες σήμερα, οφείλονται ορισμένες εννοιολογικές διευκρινήσεις σχετικά με τις έννοιες του έθνους, της εθνότητας, της εθνικότητας, του εθνικισμού και της μεταξύ τους σχέσης.
Ως προϊόν της νεωτερικότητας, από κοινωνιολογική άποψη, το έθνος είναι μια οιονεί κοινωνική ομάδα, η οποία συγκροτείται από την ιδεολογία του εθνικισμού
Έτσι,
- τα μέλη της να ταυτίζονται με μια οροθετημένη κρατική επικράτεια,
- θέτουν την εθνική ταυτότητα υπεράνω κάθε άλλης συλλογικής αναφοράς και
- πιστεύουν ότι ως ομάδα υπήρχαν ανέκαθεν βάσει αποκλειστικά δικών τους αιώνιων χαρακτηριστικών. Από τα τρία αυτά δομικά στοιχεία κατασκευάζεται κάθε έθνος ως συγκεκριμένη πολιτική φαντασιακή κοινότητα, υπό την έννοια ότι δεν προηγείται το έθνος του εθνικισμού, αλλά ο εθνικισμός του έθνους.
Σε αντίθεση προς το έθνος και την εθνική ταυτότητα (που είναι, όπως προαναφέραμε, δημιουργήματα της νεωτερικότητας), εθνότητες και εθνοτικές ταυτότητες υπήρχαν ανέκαθεν στην ιστορία. Ο εθνικισμός πολιτικοποιεί τις επιμέρους εθνότητες (ή εθνοτικές ομάδες) και τις μετατρέπει σε εθνικότητες (nationalities), επηρεάζοντάς τες μέσω διανοουμένων, κινημάτων, κομμάτων και άλλων πολιτικών φορέων. Κατά συνέπεια η εθνικότητα ορίζεται κοινωνιολογικά ως μια νεωτερική φαντασιακή κοινότητα που επιδιώκει να οργανωθεί, σε επικρατειακή κυριαρχική ενότητα και να αναγνωρισθεί ως έθνος από τη διεθνή κοινωνία.
Σύμφωνα με την ψυχανάλυση η έννοια της ταυτότητας που απαντά στο ερώτημα «ποιος είμαι» στηρίζεται σε μια αναδρομική αφήγηση [3]. Κατά τον Lacan όπως το άτομο φαντασιώνεται τον πλήρη εαυτό στον «καθρέφτη», έτσι και η εθνική ταυτότητα συνεχίζει να αναπαριστάται ως ενιαία. Η εθνική ταυτότητα στηρίζεται και αυτή σε μια αναδρομική αφήγηση. Είναι δηλαδή, ένας συλλογικός ιστός ο οποίος ανασκευάζει εκ των υστέρων την βιογραφία του έθνους, που ξανά-θυμάται επιλεκτικά, φωτίζοντας πλευρές της ζωής του, λησμονώντας, άλλες. Το συλλογικό εθνικό εμείς «ξαναθυμάται» το παρελθόν του, με την βοήθεια γονέων, δασκάλων, ιστορικών, δημοσιογράφων και μέσων αλλά και της «βίας» πού περικλείει το κράτος. Η προσέγγιση της εθνικής ταυτότητας που επιχειρείται από την γράφουσα, βασίζεται στο επιχείρημα ότι η εθνική ταυτότητα δεν υπάρχει εκ γενετής, αλλά αντίθετα διαμορφώνεται και μεταμορφώνεται στο πλαίσιο και σε σχέση με την αναπαράσταση.
Τα χαρακτηριστικά της εθνικής ταυτότητας συνίστανται στο ότι αποτελεί μια πρωτίστως πολιτική ταυτότητα. Πολιτική ταυτότητα που όμως, είναι εμβολιασμένη με το σχεδόν μεταφυσικό συναίσθημα και νόημα του έθνους. Η πολιτική ταυτότητα ανασύρεται από το πολιτισμικό πεδίο και αναπλάθεται νεωτερικά, καθώς αναμιγνύεται με το κράτος. Γίνεται έτσι μια πολιτική ταυτότητα η οποία σκηνοθετείται ως πολιτισμική και η οποία προσδίδει ένα σχεδόν μεταφυσικό βάθος στην πολιτική. Το πολιτικό και συνάμα πολιτισμικό στοιχείο πού χαρακτηρίζει την εθνική ταυτότητα, αφορά στην εσωτερίκευση ενός νεωτερικού συναισθήματος: του συναισθήματος της κυριαρχίας-ή του δικαιώματος κυριαρχίας-πάνω σε μια επικράτεια.
Το άτομο, με την ιεραρχημένη εθνική του ταυτότητα, νιώθει να συνδέεται οργανικά με την κοινωνία- έθνος και με το κράτος ως έθνος κράτος. Το έθνος γινόταν και ίσως γίνεται ακόμα, διαρκές συμπλήρωμα του κράτους, και ατομικό -υπαρξιακό σε επίπεδο προσωπικής ταυτότητας και κοινωνικό -πολιτικό, προσφέροντας στο άτομο το συναίσθημα της αλληλεγγύης, αλλά και το συναίσθημα της συμμετοχής στην κρατική κυριαρχία (ή στην επιδίωξη της).
Η εθνική ταυτότητα κατασκευάσθηκε μέσα από περίπλοκους ψυχοκοινωνικούς μηχανισμούς σε διάφορα κοσμοθεωρητικά σχήματα π.χ η εθνική ταυτότητα που κατασκεύασε : ο γαλλικός πολιτικός εθνικισμός της επανάστασης, ο γερμανικός ρομαντικός εθνικισμός, οι εθνικισμοί της Ανατολικής Ευρώπης και των Βαλκανίων. Κατά συνέπεια η εθνική ταυτότητα ή μάλλον οι εθνικές ταυτότητες αποκτούν κάθε φορά και διαφορετικά χαρακτηριστικά.
Η εθνική ταυτότητα του σήμερα διαμορφώνεται μέσα στις συνθήκες της παγκοσμιοποίησης, η οποία άνοιξε τα κλειστά εθνικά σύνορα. Στις μέρες μας ο άνθρωπος «μεταφέρεται» με εξαιρετική ευκολία, προς και από τόπους, πού δεν αποτελούν κατοικία του, με ταξίδια, μέσω του διαδικτύου, μέσω της δορυφορικής τηλεόρασης. Οι διαδικασίες λειτουργούν σε παγκόσμια κλίμακα με αποτέλεσμα να διαπερνούν τα εθνικά σύνορα, «ενσωματώνοντας και συνδέοντας κοινότητες και οργανισμούς σε νέους συνδυασμούς χώρου και χρόνου, διασυνδέοντας περισσότερο τον κόσμο τόσο στην πραγματικότητα όσο και στην εμπειρία».Την σημερινή εποχή της παγκοσμιοποίησης ελαχιστοποιήθηκαν οι έννοιες του χώρου και του χρόνου (μπορείς να κάνεις πράγματα παντού, να ενημερωθείς για τα τεκταινόμενα σε όλο το πλανήτη και σε χρόνο μηδενικό).
Μία από τις επικρατούσες απόψεις που κυριαρχούν είναι ότι η παγκοσμιοποίηση ως διαρκής έκκριση καινοτομιών αποδιαρθρώνει και αναδιαρθρώνει διαρκώς τις ταυτότητες και διαρρηγνύει τον αφηγηματικό πυρήνα της εθνικής ταυτότητας.
Ωστόσο παράλληλα με την τάση προς την παγκόσμια ομογενοποίηση, υπάρχει επίσης μια εμμονή με την διαφορά και το marketing του εθνικού και της «ετερότητας». Αυτό σημαίνει πως εξυφαίνεται μια νέα διάρθρωση ανάμεσα στην «παγκόσμια» και την εθνική ταυτότητα. Η νέα εθνική ταυτότητα δεν πρέπει να συγχέεται βέβαια με την παλαιότερη που ήταν γερά ριζωμένη σε σαφώς οροθετημένη εντοπιότητα.
Μία δεύτερη άποψη αποδέχεται το επιχείρημα ότι η παγκοσμιοποίηση δημιουργεί ορισμένες ταυτότητες που κατατείνουν προς την «παράδοση» προσπαθώντας να αποκαταστήσουν τις ενότητες και τις βεβαιότητες που νοιώθουν πως έχουν χαθεί. Χαρακτηριστικά παραδείγματα προσπαθειών ανασυγκρότησης- αποκατάστασης της «παράδοσης», αποτελούν α) η ανάδυση του εθνικισμού στα κράτη που δημιουργήθηκαν ως συνέπεια της κατάρρευσης των κομουνιστικών καθεστώτων και της διάλυσης της Σοβιετικής Ένωσης στην Ανατολική Ευρώπη και β) η άνοδος του φονταμενταλισμού.
Στην πρώτη περίπτωση, η δημιουργία ενιαίας εθνικής ταυτότητας δεν είναι εφικτή λόγω της ύπαρξης μειονοτήτων που από μόνες τους ταυτίζονται με διαφορετικούς πολιτισμούς π.χ. οι ρωσικές «εθνοτικές» μειονότητες που υπάρχουν στις Βαλτικές Δημοκρατίες και στην Ουκρανία κλ.π. Στην δεύτερη περίπτωση η δημιουργία της ενιαίας ταυτότητας είναι εξίσου ανέφικτη λόγω της διαφορετικότητας των φονταμενταλιστικών κινημάτων, καθώς επίσης και από το γεγονός ότι η αποκατάσταση τη ισλαμικής πίστης είναι ισχυρή δύναμη κινητοποίησης και πολιτικής-ιδεολογικής στράτευσης, κυρίως των φτωχότερων ισλαμικών κρατών και ειδικά όπου οι δημοκρατικές παραδοσιακές δυνάμεις είναι ανίσχυρες.
Μια τρίτη άποψη θεωρεί ότι η επιστροφή στην εθνική «καθαρότητα» και μοναδικότητα είναι αδύνατη, διότι θεωρεί πως η διαμόρφωση της εθνικής ταυτότητας εξαρτάται «από το παιχνίδι της ιστορίας, της πολιτικής, της αναπαράστασης και της διαφοράς. Κατά συνέπεια δημιουργούνται εθνικές ταυτότητες που κατατείνουν στην «μεταφορά». Με άλλα λόγια οι άνθρωποι που έχουν οριστικά διασκορπιστεί από την πατρίδα τους (παγκόσμιοι μετανάστες), διατηρούν στενούς δεσμούς και μνήμες με τον τόπο καταγωγής τους ωστόσο είναι υποχρεωμένοι να έλθουν σε συμβιβασμό με τους πολιτισμούς που τους περιβάλλουν, χωρίς να αφομοιωθούν πλήρως από αυτούς ούτε να χάσουν εντελώς την εθνική τους ταυτότητα. Η εθνική ταυτότητα της μεταφοράς δεν ήταν ούτε θα είναι ποτέ ενιαία (με την κλασική έννοια) επειδή αποτελεί «αμετάκλητα το προϊόν από ορισμένες αλληλοεμπλεκόμενες ιστορίες και πολιτισμούς και ανήκει ταυτόχρονα σε πολλές πατρίδες».
Συμπερασματικά θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι: α) ο νεωτερικός πολιτισμός, τα επιτεύγματα του, αλλά και τα αδιέξοδα του, έχουν τις ρίζες τους στη νεωτερική νοηματοδότηση του υποκειμένου. Οι αντιλήψεις ωστόσο οι οποίες ευθύνονται για τον κατακερματισμό της ενιαίας καρτεσιανής ταυτότητας και την ανάδειξη των πολλαπλών ταυτοτήτων (ταυτότητα του φίλου, της φυλής, της κοινωνικής τάξης κλ.π) του υποκειμένου, κατακερματίζουν και το πώς εννοιολογείται τελικά το υποκείμενο και κατ΄ επέκταση η ταυτότητά του σήμερα.
β) Η παγκοσμιοποίηση φαίνεται ότι δε παράγει ούτε τον θρίαμβο του «παγκοσμίου» ούτε τη συνέχιση του «τοπικού», καθώς οι κοινότητες πολλαπλασιάζονται διαρκώς, έρχονται σε στενή συνάφεια - σύγκρουση, εγείρουν διαφορετικές και συχνά αντιφατικές απαιτήσεις πίστης.
Συχνά λοιπόν το άτομο μπροστά σε μια διαρκή κατάσταση αμφιθυμίας ,βρίσκει καταφύγιο στην ενεργητική, συνειδητή εγκατάλειψη της αμφιβολίας και βυθίζεται στη θαλπωρή της εθνικής ταυτότητας και του εθνικισμού, για να ανακουφισθεί κατά κάποιο τρόπο η ένταση των διλημμάτων που αντιμετωπίζει. Η παραπάνω ταύτιση όμως φαίνεται ότι τελικά και για τους λόγους που εξηγήσαμε παραπάνω δεν μπορεί να του προσδώσει την ολοκλήρωση.
[1] W. Windelband - H. Heimsoeth, Εγχειρίδιο Ιστορίας της Φιλοσοφίας, Τόμος Β΄, Εκδόσεις Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τράπεζας, Αθήνα, 31995, σ. 190-191: «Ο δυϊσμός του Descartes κάνει αδύνατη την απευθείας γνώση του σώματος από το πνεύμα. Και τούτο όχι μόνο επειδή μεταξύ αυτών των δύο δεν μπορεί να υπάρξει κανένας άμεσος φυσικός επηρεασμός …, αλλά και για το λόγο ότι καθώς αυτές οι δύο ουσίες είναι εντελώς ετερογενείς, δεν μπορούμε ούτε καν να διαβλέψουμε πώς είναι δυνατό κάποια ιδέα της μιας να εντοπιστεί στην άλλη». Επίσης, βλ. στο ίδιο, σ. 177: «Πίσω από αυτόν το δυϊσμό υπάρχει η έννοια της θεότητας, που είναι …η τέλεια ουσία. Τα υλικά σώματα και τα πνεύματα είναι πεπερασμένα πράγματα. ο Θεός είναι το άπειρο είναι. Οι Στοχασμοί … δεν αφήνουν καμιά αμφιβολία ότι ο Descartes εννοούσε τον Θεό ακριβώς όπως και ο σχολαστικός ρεαλισμός».
[2] «Το στάδιο του καθρέφτη αντιπροσωπεύει για την διαδικασία δόμησης του υποκειμένου μια θεμελιώδη γενετική στιγμή, με την έννοια ότι συνιστά μια πρ΄ωτη σκιαγράφηση του εγώ» Laplanche-Pontalis,Λεξικό της Ψυχανάλυσης, Αθήνα, Κέδρος, ΧΧ, σελ.425
[3] Κατά τον Lacan το βρέφος «βλέπει» τον εαυτό του μέσα στα μάτια της μητέρας του . Με άλλα λόγια η μητέρα κοιτάζει το βρέφος και εκείνο που φαίνεται σε αυτήν, είναι αυτό που βλέπει εκείνη. Αργότερα καθώς η μητέρα δείχνει στο μωρό την ίδια την απεικόνιση του στον καθρέπτη, συχνά του λεει: «έχεις τα μάτια του παππού» ή «είσαι φτυστός ο πατέρας σου» κι αυτές είναι συμβολικές απαγγελίες πού εσωτερικευονται κατά τη βρεφική ηλικία. Κατά συνέπεια η προσωπική μας ταυτότητα, η οποία δεν είναι ενιαία εξαρτάται και από το πώς προσλαμβάνουμε τα ονόματα, τις λέξεις κλ.π των γονέων μας αρχικά και των κοινωνικών μας εταίρων στην συνέχεια (S. Hall-d. Held-A. Mc Grew, 2003:420)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου