Η μάχη του Μούκδεν, που διεξήχθη στη Νότια Μαντζουρία από τις 19 Φεβρουαρίου έως τις 10 Μαρτίου 1905, υπήρξε το αποκορύφωμα των χερσαίων συγκρούσεων ανάμεσα στους δύο αντιπάλους και αποτέλεσε προοίμιο για τις μεγάλες μάχες των δύο παγκοσμίων συρράξεων του 20ού αιώνα.
Ο ρωσο-ιαπωνικός πόλεμος υπήρξε αποτέλεσμα του έντονου ανταγωνισμού που είχε δημιουργηθεί ανάμεσα στη Ρωσική Αυτοκρατορία και στην Ιαπωνία από τα τέλη του 19ου αιώνα, για την κυριαρχία στην ανατολική Ασία.
Η μικρή αλλά φιλόδοξη Ιαπωνία ύστερα από απομόνωση δύο περίπου αιώνων είχε αξιοποιήσει την επαφή της με τον Δυτικό κόσμο, συγκροτώντας καλά οργανωμένα και εξοπλισμένα στρατεύματα. Πρώτο θύμα της Ιαπωνικής επεκτατικής πολιτικής υπήρξε η καταρρέουσα Κινεζική Αυτοκρατορία των Τσινγκ. Κατά τον πόλεμο του 1894-95 τα ιαπωνικά στρατεύματα νίκησαν τον απαρχαιωμένο αυτοκρατορικό κινεζικό Στρατό.
Με τη συνθήκη το Σιμονοσέκι, που τερμάτισε τον πόλεμο, η Ιαπωνία απέσπασε σημαντικά εδαφικά οφέλη από την Κίνα των Τσινγκ, μεταξύ των άλλων την εγκαθίδρυση προτεκτοράτου στην Κορέα και την κατάληψη της χερσονήσου του Λιάοτουνγκ, στην άκρη της οποίας βρίσκεται το Πορτ Άρθουρ, σημαντικό λιμάνι που έλεγχε την προσπέλαση στη βόρεια ακτή της Κίνας.
Ήταν μια σημαντική νίκη, ύστερα, όμως, από διεθνείς πιέσεις η Ιαπωνία αναγκάστηκε να παραχωρήσει στην Κίνα το Λιάοτουνγκ και το Πορτ Άρθουρ, τα οποία το 1898 προσάρτησε η Ρωσία. Επιπλέον οι Ρώσοι επέκτειναν την επιρροή τους στη Μαντζουρία με την κατασκευή σιδηροδρόμων και έθεσαν την περιοχή στη σφαίρα της οικονομικής τους επιρροής.
Το 1900, με αφορμή την εξέγερση των Μπόξερ στην Κίνα, τα ρωσικά στρατεύματα κατέλαβαν ολόκληρη τη Μαντζουρία επιδεινώνοντας ακόμη περισσότερο τις ρωσο-ιαπωνικές σχέσεις. Θεωρώντας ότι η ρωσική στρατιωτική παρουσία στην περιοχή έπληττε τα συμφέροντά της, η Ιαπωνία ζήτησε τον τερματισμό της.
Οι διαπραγματεύσεις που ακολούθησαν, όμως, δεν έφεραν αποτέλεσμα και η περαιτέρω επιδείνωση στις σχέσεις των δύο χωρών ήλθε με την κήρυξη πολέμου από την Ιαπωνία τον Φεβρουάριο του 1904.
Αρχικά η είδηση ότι η Ιαπωνία είχε κηρύξει πόλεμο στον ρωσικό κολοσσό αντιμετωπίστηκε μάλλον με σκωπτική διάθεση, ιδιαίτερα από τη ρωσική κυβέρνηση, που πίστευε ότι θα τερμάτιζε την κρίση εύκολα και σύντομα. Η εξέλιξη του πολέμου όμως ήταν πολύ διαφορετική.
Η τσαρική Ρωσία, παρά τον μεγαλύτερο αριθμό στρατευμάτων που διέθετε, βρισκόταν ήδη σε τροχιά παρακμής, γεγονός που θα την οδηγούσε στην κατάρρευση μερικά χρόνια αργότερα. Εκτός όμως από την πολιτική κρίση στην ρωσική αυτοκρατορία που παρέμενε φεουδαρχική σε έναν κόσμο που άλλαζε, τα καλύτερα ρωσικά στρατεύματα βρίσκονταν στο ευρωπαϊκό τμήμα της χώρας και η γρήγορη μεταφορά τους στην Άπω Ανατολή δυσχεραινόταν από την τεράστια απόσταση και τα περιορισμένα μέσα της περιόδου.
Η Ρωσία επίσης ήταν πολιτικά απομονωμένη και αποδείχθηκε στρατιωτικά απροετοίμαστη για τη σύγκρουση. Η Ιαπωνία, αντίθετα, είχε εξασφαλίσει την διπλωματική υποστήριξη της Βρετανίας και των ΗΠΑ. Σε στρατιωτικό επίπεδο, τα ιαπωνικά στρατεύματα ήταν καλύτερα προετοιμασμένα για να επιτύχουν μια γρήγορη νίκη και βρίσκονταν εγγύτερα στο μέτωπο στο οποίο επιχειρούσαν, με αποτέλεσμα οι γραμμές ανεφοδιασμού και επικοινωνιών τους να είναι πιο σύντομες.
Ακολουθώντας μια πιο ευέλικτη και επιθετική τακτική, τα ιαπωνικά στρατεύματα πέτυχαν σημαντικές νίκες κατά τη διάρκεια του 1904, ενώ στις 2 Ιανουαρίου 1905 η πτώση του Πορτ Άρθουρ προκάλεσε μεγάλο πλήγμα στο ρωσικό ηθικό.
Τον Φεβρουάριο του ίδιου έτους, ο αρχηγός των ρωσικών χερσαίων και ναυτικών δυνάμεων στην ανατολική Ασία, στρατηγός Αλεξέι Κουροπάτκιν, προσδοκώντας μια αποφασιστική νίκη που θα αντέστρεφε το αρνητικό κλίμα, ετοιμάστηκε για μια μεγάλη μάχη γύρω από την πρωτεύουσα της Μαντζουρίας, το Μούκδεν.
Οι δυνάμεις και τα σχέδια των αντιπάλων
Η πόλη του Μούκδεν (σημ. Σενγιάνγκ) στη Μαντζουρία βρίσκεται σε μια πεδιάδα, ανατολικά της οποίας υψώνονται λόφοι και βουνά. Σε απόσταση μερικών χιλιομέτρων βρίσκεται ο ποταμός Χουν και σε απόσταση 16 χιλιομέτρων νοτιότερα ο ποταμός Σα. Η σιδηροδρομική γραμμή της νότιας Μαντζουρίας περνούσε από το δυτικό άκρο της πόλης, εκτεινόμενη από τα νοτιοδυτικά προς τα βορειοανατολικά.
Ο στρατηγός Κουροπάτκιν στα μέσα Φεβρουαρίου του 1905 διέθετε γύρω από το Μούκδεν τρεις στρατιές, με συνολική δύναμη 330.000 ανδρών (μαζί με τις μονάδες των μετόπισθεν), 1.266 πυροβόλων και 56 πολυβόλων, σε ένα μέτωπο 150 περίπου χιλιομέτρων από τα δυτικά προς τα ανατολικά.
Η 2η Μαντζουριανή Στρατιά, υπό τη διοίκηση του στρατηγού Αλεξάντρ Κάουλμπαρς, αποτελείτο από το Μικτό Σώμα Τυφεκιοφόρων, το 80ό και το 1ο Σώμα Στρατού και το 1ο Σιβηριανό Σώμα (100.000 άνδρες, 439 πυροβόλα και 24 πολυβόλα). Κρατούσε το δεξιό άκρο της ρωσικής διάταξης, 32 περίπου χιλιόμετρα νοτιοδυτικά του Μούκδεν.
Το κεντρικό μέτωπο της ρωσικής γραμμής κρατούσε η 3η Μαντζουριανή Στρατιά, υπό τη διοίκηση του στρατηγού Αλεξάντρ Μπίλντερλινγκ, και την αποτελούσαν το 170ο Σώμα και το 50ό και το 60ό Σιβηριανό Σώμα.
Η Στρατιά βρισκόταν 16 περίπου χιλιόμετρα νότια του Μούκδεν και κρατούσε ένα προγεφύρωμα στη νότια όχθη του ποταμού Σα, συμπεριλαμβανομένων και αρκετών οχυρωμένων λόφων. Η δύναμή της ανερχόταν σε 68.000 άνδρες, 266 πυροβόλα και 10 πολυβόλα.
Η 1η Μαντζουριανή Στρατιά, υπό τη διοίκηση του στρατηγού Νικολάι Λινιέβιτς, αποτελείτο από το 1ο Σώμα και τα 2ο, 3ο και 4ο Σιβηριανά Σώματα (συνολικά 107.000 άνδρες, 370 πυροβόλα και 22 πολυβόλα). Αυτή η στρατιά κρατούσε ένα μέτωπο 45 χλμ. βόρεια του ποταμού Σα και βρισκόταν στο αριστερό άκρο της ρωσικής διάταξης. Όμως η πυκνότητα της διάταξης των ρωσικών στρατιών διέφερε: η 1η είχε 2.140 άνδρες και επτά πυροβόλα ανά χιλιόμετρο, η 2η 3.700 άνδρες και 16 πυροβόλα και η 3η 3.400 άνδρες και 13 πυροβόλα.
Στα μέσα Φεβρουαρίου, απέναντι από το ρωσικό στράτευμα, το μέτωπο των ιαπωνικών δυνάμεων στο Μούκδεν συγκροτούσαν πέντε στρατιές συνολικής δύναμης 270.000 ανδρών, 1.062 πυροβόλων και 200 πολυβόλων. Η διοίκηση των ιαπωνικών στρατευμάτων είχε ανατεθεί στον στρατάρχη Ογιάμα Ιβάο, που είχε ως βοηθό τον επιτελάρχη του, στρατηγό Κοντάμα Γκεντάρο.
Η 3η Ιαπωνική Στρατιά, του στρατηγού Νόγκι Μαρεσούκε, που είχε αφιχθεί πρόσφατα από το Πορτ Άρθουρ, αποτελείτο από τις 1η, 7η, και 9η Μεραρχίες με συνολική δύναμη περίπου 50.000 ανδρών και 268 πυροβόλων.
Ανάμεσα στα τελευταία βρίσκονταν και έξι βαρέα οβιδοβόλα Krupp των 280 mm τα οποία είχαν χρησιμοποιηθεί κατά την πολιορκία του Πορτ Άρθουρ. Η στρατιά του Νόγκι ήταν εγκατεστημένη σε απόσταση 16 χιλιομέτρων από το Λιαογιάνγκ, στο αριστερό πλευρό της Ιαπωνικής διάταξης. Το αριστερό πλευρό της κάλυπτε η 2η Ταξιαρχία Ιππικού του στρατηγού Ταμούρα.
Ανατολικότερα είχε ταχθεί η 2η Ιαπωνική Στρατιά (στρατηγός Οκού Γιασουκάτα), που αποτελείτο από τρεις μεραρχίες (4η, 5η και 8η) συνολικής δύναμης 50.000 ανδρών και 200 πυροβόλων. Η 4η Ιαπωνική Στρατιά (στρατηγός Νοτσού Μιχιτσούρα) με την 6η και τη 10η Μεραρχία και τρεις εφεδρικές ταξιαρχίες είχε συνολική δύναμη 50.000 ανδρών και 204 πυροβόλων και είχε παραταχθεί στο κέντρο της Ιαπωνικής διάταξης.
Ακολουθούσε η 1η Στρατιά (στρατηγός Κουρόκι Ταμεμότο) με συνολική δύναμη 60.000 ανδρών και 170 πυροβόλων, που αποτελείτο από τρεις μεραρχίες (2η, 12η και μία της Φρουράς) και δύο εφεδρικές ταξιαρχίες. Η Στρατιά είχε ταχθεί στο ανατολικό άκρο της ιαπωνικής διάταξης.
Το δεξιό πλευρό της κάλυπτε η 5η Στρατιά του στρατηγού Καβαμούρα Καγκεάκι, η οποία είχε συγκροτηθεί πρόσφατα (αποτελείτο από την 11η Μεραρχία και μια εφεδρική μεραρχία) και αριθμούσε περίπου 30.000 άνδρες και 84 πυροβόλα. Ο στρατάρχης Ογιάμα διατηρούσε επίσης μια εφεδρική δύναμη 30.000 ανδρών αποτελούμενη από την 3η Μεραρχία και την 3η Εφεδρική Ταξιαρχία.
Το ιαπωνικό στράτευμα καταλάμβανε μέτωπο 110 χιλιομέτρων και η πυκνότητα της διάταξής του ήταν 2.450 άνδρες με 8-9 πυροβόλα ανά χιλιόμετρο.
Ο Κουροπάτκιν σχεδίαζε να εξαπολύσει την επίθεσή του στις 25 Φεβρουαρίου. Την «αιχμή του δόρατος» θα αποτελούσε η 2η Στρατιά του στρατηγού Κάουλμπαρς, η οποία θα υπερφαλάγγιζε το αριστερό άκρο των Ιαπώνων στο Σαντεπού. Η 3η Μαντζουριανή Στρατιά θα υποστήριζε αυτή την επίθεση κυρίως με πυρά πυροβολικού. Στην 1η Στρατιά, που κρατούσε το αριστερό άκρο, δεν είχε ανατεθεί κάποιος ρόλος.
Ο στρατάρχης Ογιάμα, από την πλευρά του, επιδιώκοντας να επιτύχει ένα ρωσικό «Σεντάν» (δηλαδή μια σύντομη μάχη), προετοίμαζε την περικύκλωση των Ρώσων. Προς αυτό τον στόχο είχε τον δικό της ρόλο η 5η Ιαπωνική Στρατιά. Η τελευταία θα εξαπέλυε επίθεση στις 19 Φεβρουαρίου στα ορεινά περάσματα, στο ανατολικό άκρο της σιδηροδρομικής γραμμής, τα οποία κρατούσε μια ρωσική δύναμη 13.000 ανδρών (αποτελούσε τμήμα της 1ης Μαντζουριανής Στρατιάς) στο Τσινχετσέν.
Έτσι οι Ιάπωνες θα δημιουργούσαν την εντύπωση ότι επιχειρούσαν την υπερφαλάγγιση του ρωσικού στρατεύματος. Στην περίπτωση που ο Κουροπάτκιν θα έστελνε τις εφεδρείες του σε αυτό το σημείο, ο Ογιάμα θα εξαπέλυε την κύρια επίθεσή του στα δυτικά.
Σύμφωνα με το σχέδιο, η 3η Ιαπωνική Στρατιά θα επιτίθετο στην 2η Στρατιά του Κάουλμπαρς για να κόψει τη γραμμή επικοινωνιών στη σιδηροδρομική γραμμή της νότιας Μαντζουρίας.
Η ιαπωνική επίθεση – πρώτη περίοδος της μάχης (19 Φεβρουαρίου – 4 Μαρτίου)
Στις 19 Φεβρουαρίου τα προωθημένα τμήματα της 5ης Ιαπωνικής Στρατιάς ήλθαν σε επαφή με την εμπροσθοφυλακή της ρωσικής δύναμης στο Τσινχετσέν, το οποίο κρατούσαν επτά ρωσικά τάγματα με 16 πυροβόλα και τέσσερα πολυβόλα.
Η επίθεση της 5ης Ιαπωνικής Στρατιάς ξεκίνησε στις 23 Φεβρουαρίου μέσα σε χιονοθύελλα. Την πρώτη ημέρα οι Ιάπωνες δεν κατόρθωσαν να διασπάσουν τις ρωσικές θέσεις. Προς το βράδυ όμως και τα ξημερώματα της 24ης το ιαπωνικό πυροβολικό σφυροκόπησε αδιάκοπα το Τσινχετσέν και το πρωί εξαπέλυσε επίθεση.
Ο επικεφαλής της ρωσικής δύναμης, στρατηγός Μιχαήλ Αλεξέγεφ, φοβούμενος περικύκλωση, διέταξε υποχώρηση δυτικότερα, προς το πέρασμα του Ταλίνγκ. Εκμεταλλευόμενη αυτή την εξέλιξη η 1η Ιαπωνική Στρατιά του Κουρόκι πέρασε στην επίθεση στις 24 Φεβρουαρίου. Η 2η Μεραρχία της και μια εφεδρική ταξιαρχία επιτέθηκαν στο πέρασμα Καοτούλιν, βορειοδυτικά του Ταλίνγκ, ενώ η 12η Ιαπωνική Μεραρχία επιτέθηκε στη δεξιά πτέρυγα του 30ού Σιβηριανού Σώματος.
Όπως είχε υπολογίσει ο Ογιάμα, ο Κουροπάτκιν, φοβούμενος ότι η αριστερή πτέρυγα της ρωσικής διάταξης δεχόταν μαζική επίθεση, έστειλε στρατεύματα για να ενισχύσει την 1η Στρατιά του Λινιέβιτς, τα οποία περιελάμβαναν το 1ο Σιβηριανό Σώμα και την 72η Εφεδρική Μεραρχία.
Αυτές όμως οι ενισχύσεις αποδυνάμωσαν τη 2η Στρατιά του Κάουλμπαρς απέναντι σε δύο ιαπωνικές στρατιές. Έτσι, οι Ιάπωνες, ενώ στον τομέα της 1ης Μαντζουριανής Στρατιάς απασχολούσαν τους Ρώσους με τοπικές επιθέσεις, προετοίμαζαν την κύρια επίθεσή τους εναντίον του Κάουλμπαρς.
Ο Κουροπάτκιν στο μεταξύ είχε ήδη ενημερωθεί από τις 24 του μήνα για τη συγκέντρωση μεγάλου αριθμού ιαπωνικών δυνάμεων (επρόκειτο για την 3η Στρατιά του Νόγκι) στον τομέα που κρατούσε η στρατιά του Κάουλμπαρς.
Όταν όμως ο τελευταίος ζήτησε ενισχύσεις για να επιτεθεί, ο Κουροπάτκιν αρνήθηκε λέγοντας ότι αυτές ήταν αναγκαίες για τα ανατολικά ορεινά περάσματα που κρατούσε ο Αλεξέγεφ. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα ο Κάουλμπαρς να μην πραγματοποιήσει την προγραμματισμένη ρωσική επίθεση, αφήνοντας κατά συνέπεια την πρωτοβουλία των κινήσεων στους Ιάπωνες.
Η 2η και η 3η Στρατιά, που ανέλαβαν την επίθεση εναντίον του Κάουλμπαρς, διέθεταν συνολικά 100 τάγματα πεζικού, 42 ίλες ιππικού και 468 πυροβόλα. Για να αντιμετωπίσει τη συνδυασμένη Ιαπωνική επίθεση το αποδυναμωμένο στράτευμά του, ο Κάουλμπαρς είχε στη διάθεσή του 96 τάγματα πεζικού, 52 ίλες ιππικού και 288 πυροβόλα. Στις 27 Φεβρουαρίου πέρασε πρώτη στην επίθεση η 3η Ιαπωνική Στρατιά του Νόγκι, η οποία κινήθηκε ανάμεσα στο Σιφαντάι και στον ποταμό Λιάο.
Μια ρωσική δύναμη ιππικού με 32 ίλες κοζάκων και 18 πυροβόλα, που εκτεινόταν από το αριστερό πλευρό του Κάουλμπαρς μέχρι τον ποταμό Λιάο, δεν αντιλήφθηκε την Ιαπωνική επίθεση παρά μόνο στις 28 Φεβρουαρίου. Αυτό επέτρεψε στους Ιάπωνες να υπερφαλαγγίσουν τη δεξιά πλευρά του Κάουλμπαρς.
Ο Ρώσος στρατηγός έσπευσε να στείλει οκτώ τάγματα πεζικού στο Σιφαντάι. Η εκτεταμένη όμως στρατιά του δεν είχε επαρκές βάθος άμυνας ούτε σημαντικές εφεδρείες για να αναχαιτίσει την προέλαση της 3ης Ιαπωνικής Στρατιάς.
Ενώ η στρατιά του Νόγκι προέλαυνε σταθερά, την 1η Μαρτίου πέρασε στην επίθεση και η 2η Ιαπωνική Στρατιά. Η δύναμη του Οκού άνοιξε πυρ με 136 πυροβόλα εναντίον των ρωσικών θέσεων, σε μια κίνηση αντιπερισπασμού που θα διευκόλυνε τον ελιγμό της 3ης Στρατιάς του Νόγκι.
Η 3η Ιαπωνική Στρατιά δεν συνάντησε σοβαρή αντίσταση από το ρωσικό ιππικό και μέχρι το μεσημέρι της 1ης Μαρτίου τα προωθημένα τμήματά της βρίσκονταν στα νώτα της ρωσικής διάταξης. Το πρωί της 2ας Μαρτίου η 2η Ιαπωνική Στρατιά επιτέθηκε σε ολόκληρο το μέτωπό της. Ο Οκού, συγκροτώντας ενιαίο μέτωπο με τη στρατιά του Νόγκι, έπρεπε να απωθήσει τους Ρώσους προς τα βορειοανατολικά, όπου θα δέχονταν τα πλήγματα από την 5η Στρατιά του Καβαμούρα. Όταν την ίδια ημέρα έγινε αντιληπτό
ότι απειλείτο σοβαρά η 2η Στρατιά του Κάουλμπαρς, ο Κουροπάτκιν αποφάσισε να λάβει κάποια μέτρα και να στείλει ενισχύσεις. Έδωσε εντολή στο 10 Σιβηριανό Σώμα να επιστρέψει για να καταλάβει θέσεις στους αυτοκρατορικούς τάφους βόρεια του Μούκδεν, ενώ 12 τάγματα και 42 πυροβόλα της 3ης Μαντζουριανής Στρατιάς θα αναλάμβαναν να κλείσουν τα περάσματα προς το Μούκδεν. Το 10ο Σιβηριανό Σώμα όμως ήδη ενίσχυε την 1η Στρατιά του Λινιέβιτς και κατά την επιστροφή του έπρεπε να καλύψει περίπου 200 χιλιόμετρα πριν φθάσει στις νέες θέσεις του.
Στο μεταξύ η 2η Ιαπωνική Στρατιά του Οκού συνέχιζε την επίθεσή της και μέχρι το βράδυ της 3ης Μαρτίου είχε κάμψει το δεξιό πλευρό της 2ης Στρατιάς του Κάουλμπαρς. Στις 4 Μαρτίου η δύναμη του Οκού πέρασε εκ νέου στην επίθεση έχοντας ως στόχο να καταλάβει τη δεξιά όχθη του ποταμού Χουν.
Οι Ιάπωνες συνάντησαν μόνο σποραδική και ασυντόνιστη αντίσταση από ρωσικά αποσπάσματα και έτσι έφθασαν σε απόσταση 12 περίπου χιλιομέτρων από το Μούκδεν. Την ίδια ημέρα η 3η Ιαπωνική Στρατιά του Νόγκι είχε πλησιάσει τη σιδηροδρομική γραμμή πάνω από το Μούκδεν, απέχοντας περίπου το ίδιο από την πρωτεύουσα της Μαντζουρίας.
Ενώ η 2η Στρατιά του Κάουλμπαρς δεχόταν την ολοένα και μεγαλύτερη πίεση της 2ης και της 3ης Ιαπωνικής Στρατιάς, η κατάσταση στο μέτωπο που κρατούσαν η 3η και η 1η Μαντζουριανή Στρατιά ήταν ακόμα ελεγχόμενη από τους Ρώσους.
Στις 2 Μαρτίου, μια Ιαπωνική επίθεση εναντίον της 3ης Μαντζουριανής Στρατιάς αποκρούστηκε εύκολα από το 5ο Σιβηριανό Σώμα και το 17ο Σώμα. Πιο εντατικές ήταν οι μάχες στον τομέα που κρατούσε η 1η Μαντζουριανή Στρατιά του στρατηγού Λινιέβιτς. Εκεί οι Ρώσοι δέχθηκαν επίθεση στις 2 Μαρτίου από την 1η και την 5η Ιαπωνική Στρατιά και μια εφεδρική ταξιαρχία της 4ης Ιαπωνικής Στρατιάς, ένα σύνολο 100.000 περίπου ανδρών.
Την ισχυρότερη πίεση δέχθηκε το πέρασμα του Καοτούλιν, από την 1η Ιαπωνική Στρατιά του στρατηγού Κουρόκι Οι επιθέσεις της 2ης και της 12ης Ιαπωνικής Μεραρχίας και της εφεδρικής ταξιαρχίας δεν απέφεραν αξιόλογα αποτελέσματα επειδή η άμυνα του 3ου Σιβηριανού Σώματος, που κρατούσε το πέρασμα, ήταν αρκετά ισχυρή.
Αν και μέχρι το βράδυ της 2ας Μαρτίου οι Ιάπωνες είχαν κατορθώσει να καταλάβουν τρία ρωσικά οχυρά, αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν αφήνοντας πίσω 2.000 νεκρούς. Αποτυχημένη και με βαριές απώλειες ήταν και η επίθεση που εξαπέλυσαν 14 ιαπωνικά τάγματα στις 3 Μαρτίου στις θέσεις του 2ου Σιβηριανού Σώματος.
Στις 4 του μήνα η 2η Ιαπωνική Μεραρχία πραγματοποίησε νέα επίθεση με στόχο να καταλάβει το Καοτούλιν από τα ανατολικά και αποκρούστηκε. Ο Λινιέβιτς όμως δεν προχώρησε σε κάποια επιθετική κίνηση για να εκμεταλλευθεί την Ιαπωνική αποτυχία. Επιπλέον στις
5 Μαρτίου αποσπάστηκαν από την 3η Μαντζουριανή Στρατιά 16 τάγματα πεζικού και 40 πυροβόλα για να χρησιμοποιηθούν ως εφεδρεία. Αυτό το γεγονός ανάγκασε τον Κουροπάτκιν να μετακινήσει τις εναπομείνασες δυνάμεις της στρατιάς, 60 τάγματα, εννέα ίλες ιππικού και 266 πυροβόλα, προς τα πίσω σε μια πιο στενή θέση.
Τα ρωσικά αναγνωριστικά τμήματα είχαν αποτύχει να διαπιστώσουν ότι η πυκνότητα της διάταξης των ιαπωνικών στρατευμάτων στη δυτική όχθη του Χουν ήταν ασήμαντη.
Μέχρι τότε ήταν εμφανές ότι η κατάσταση για τους Ρώσους παρέμενε ευνοϊκή στο αριστερό πλευρό της διάταξής τους, ωστόσο στο δεξιό η 2η Στρατιά του Κάουλμπαρς δεχόταν ισχυρή πίεση. Για να ανακόψει την Ιαπωνική προέλαση σε αυτόν τον τομέα, ο Κουροπάτκιν διέταξε τον Κάουλμπαρς να προχωρήσει σε αντεπίθεση.
Η ρωσική αντεπίθεση και η υποχώρηση (5-10 Μαρτίου)
Η αντεπίθεση του Κάουλμπαρς που είχε ως στόχο την εκδίωξη του αντιπάλου από τη δυτική όχθη του ποταμού Χουν, ορίστηκε για τις 5 Μαρτίου. Ο Ρώσος στρατηγός είχε στη διάθεσή του περίπου 80.000 άνδρες και 364 πυροβόλα, που κατανεμήθηκαν σε τρεις φάλαγγες.
Η δεξιά φάλαγγα του στρατηγού Χέρνγκρος, με δύναμη 49 ταγμάτων και 115 πυροβόλων, θα ξεκινούσε την επίθεση στο αριστερό πλευρό της 3ης Ιαπωνικής Στρατιάς με στόχο να την αναγκάσει να υποχωρήσει προς νότο. Η μεσαία φάλαγγα, του στρατηγού Τοπόρνιν, με 16 τάγματα και 48 πυροβόλα, έπρεπε να αναμείνει την υποχώρηση των Ιαπώνων και ύστερα να εξαπολύσει αντεπίθεση προκειμένου να απειλήσει τα νώτα τους.
Η αριστερή φάλαγγα, του στρατηγού Τσερπίτσκι, με συνολική δύναμη 34 ταγμάτων και 130 πυροβόλων, βρισκόταν στο αριστερό πλευρό της δύναμης του Τοπόρνιν και έπρεπε να προχωρήσει ταυτόχρονα με αυτή στην επίθεση.
Επιπλέον μία δύναμη 20 ταγμάτων είχε παραταχθεί στην ανατολική όχθη του Χουν, ενώ άλλα οκτώ τάγματα εγκατεστημένα στο χωριό Λουκουτούν αποτελούσαν εφεδρεία. Το ρωσικό ιππικό θα αναλάμβανε αναγνωριστικές αποστολές και θα επιχειρούσε στα πλευρά και στα νώτα του αντιπάλου.
Το εγχείρημα είχε τα τρωτά του σημεία πριν ακόμα ξεκινήσει, καθώς η επίθεση της μιας φάλαγγας εξαρτάτο από την επιτυχία της άλλης. Κύριος στόχος ήταν να αναχαιτισθεί η 3η Στρατιά του Νόγκι, όμως η καθυστέρηση με την οποία τα ρωσικά στρατεύματα πέρασαν στην επίθεση και οι πολύ αργοί ρυθμοί αυτής, είχαν ως αποτέλεσμα η δύναμη του Κάουλμπαρς να έλθει σε μετωπική σύγκρουση με τον αντίπαλο αλλά και να υπάρξει σοβαρή απειλή υπερφαλάγγισης του αριστερού πλευρού του Χέρνγκρος.
Επιπλέον η κίνηση του ρωσικού στρατεύματος είχε ήδη γίνει αντιληπτή από τους Ιάπωνες, που αποφάσισαν να επιτεθούν πρώτοι Το ρωσικό ιππικό, αντίθετα, απέτυχε στον αναγνωριστικό του ρόλο και έτσι οι ιαπωνικές προθέσεις παρέμειναν ασαφείς για τη ρωσική διοίκηση.
Το πρωί της 5ης Μαρτίου, η 5η και η 8η Μεραρχία της 2ης Ιαπωνικής Στρατιάς επιτέθηκαν στη φάλαγγα του Τσερπίτσκι. Ο Ρώσος διοικητής, εκτιμώντας ότι δεχόταν επίθεση από μεγαλύτερες δυνάμεις, σταμάτησε την πορεία του και κάλεσε για ενισχύσεις.
Ο Κουροπάτκιν τις έστειλε, αποδυναμώνοντας έτσι τη δεξιά φάλαγγα του Χέρνγκρος, που δεν μπόρεσε να καταφέρει ένα σημαντικό πλήγμα στον αντίπαλο. Έτσι την πρώτη ημέρα οι ρωσικές δυνάμεις σταμάτησαν στο μέτωπο της 2ης Ιαπωνικής Στρατιάς, ενώ αντίθετα η 3η Στρατιά του Νόγκι διευκολύνθηκε για να πραγματοποιήσει τον ελιγμό της ευρύτερα μέσα στη ρωσική διάταξη.
Παρά τα πενιχρά αποτελέσματα της πρώτης ημέρας, ο Κουροπάτκιν έδωσε εντολή να συνεχιστεί η επίθεση και στις 6 Μαρτίου. Πάλι όμως η κίνηση των στρατευμάτων του Κάουλμπαρς υπήρξε ασυντόνιστη.
Έτσι, μπροστά στην 3η Στρατιά του Νόγκι βρέθηκαν μόνο 33 τάγματα από τη δύναμη του Χέρνγκρος. Στον τομέα που κρατούσε η φάλαγγα του Τσερπίτσκι με 20.000 περίπου άνδρες και 130 πυροβόλα, οι Ιάπωνες είχαν περίπου 20 τάγματα και 60 πυροβόλα.
Ο Ρώσος διοικητής, χωρίς επαρκή πληροφόρηση, εκτίμησε για μια ακόμη φορά λανθασμένα ότι δεχόταν επίθεση από τουλάχιστον τρεις ιαπωνικές μεραρχίες, σταμάτησε την προέλασή του και αποφάσισε να οχυρωθεί.
Κατά τη διάρκεια της ημέρας η φάλαγγα του Τσερπίτσκι δέχθηκε τα πυρά του ιαπωνικού πυροβολικού αλλά και επιθέσεις από την 8η Ιαπωνική Μεραρχία, που αποκρούστηκαν.
Κατά τη διάρκεια αυτών των συγκρούσεων οι ρωσικές απώλειες ήταν σχετικά περιορισμένες και ανήλθαν σε 750 άνδρες. Ο Κάουλμπαρς, όμως, επηρεασμένος από τις αναφορές του Τσερπίτσκι περί υπέρτερων ιαπωνικών δυνάμεων και μεγάλων ρωσικών απωλειών, αποφάσισε να περάσει στην άμυνα, πιστεύοντας ότι έτσι θα απέτρεπε την απόπειρα των Ιαπώνων να διασπάσουν το μέτωπο του Τσερπίτσκι και να προελάσουν προς το Μούκδεν.
Στις 7 Μαρτίου, ο Κουροπάτκιν και ο Κάουλμπαρς παρέμεναν αναποφάσιστοι, μη γνωρίζοντας πού έπρεπε να αναμένουν την κύρια Ιαπωνική επίθεση. Ο Κουροπάτκιν αποφάσισε να συγκροτήσει άλλη μια φάλαγγα από 24 τάγματα, πέντε ίλες Κοζάκων και 52 πυροβόλα, υπό τη διοίκηση του στρατηγού Μιχαήλ Λάουνιτς, που στάλθηκαν βόρεια του Μούκδεν, κοντά στους αυτοκρατορικούς τάφους, σε μια προσπάθεια να παρεμποδίσουν ευρύτερη υπερφαλάγγιση της πόλης από τον αντίπαλο.
Την ίδια ημέρα οι Ιάπωνες δεν παρέμειναν αδρανείς και με την 1η και την 7η Μεραρχία άρχισαν επιθέσεις εναντίον της φάλαγγας του στρατηγού Χέρνγκρος, η οποία κρατούσε ένα μέτωπο από το Τσοοχοτούν μέχρι το Νιούσιτουν. Σε αυτό το μέτωπο οι Ρώσοι αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν από αρκετά σημεία που κρατούσαν.
Την ίδια ημέρα δέχθηκε επίθεση και το στράτευμα του Τοπόρνιν, το οποίο αποτελείτο από την 25η Μεραρχία Πεζικού (χωρίς ένα σύνταγμά της), κοντά στο χωριό Γιουχουαντούν. Η επίθεση εξαπολύθηκε από την ταξιαρχία του στρατηγού Ναμπού (της 3ης Ιαπωνικής Μεραρχίας), που είχε ως στόχο να καλύψει την πορεία της 2ης και της 3ης Ιαπωνικής Στρατιάς. Οι Ιάπωνες επιτέθηκαν με την κάλυψη του σκότους και ύστερα από σκληρή μάχη σώμα με σώμα πέτυχαν να καταλάβουν το νότιο τμήμα του Γιουχουαντούν.
Τα ξημερώματα οι Ρώσοι επιτέθηκαν για να ανακαταλάβουν τις θέσεις τους, χωρίς επιτυχία. Τότε ο Κουροπάτκιν, κρίνοντας ότι η συγκεκριμένη θέση ήταν ζωτικής σημασίας και δεν έπρεπε να απολεσθεί, αποφάσισε να στείλει ενισχύσεις στον Τοπόρνιν. Οι ενισχύσεις αρχικά καθυστέρησαν, είτε επειδή έπρεπε να καλυφθούν άλλες ανάγκες είτε επειδή προχωρούσαν αργά.
Έτσι, περί τις 12 το μεσημέρι της 8ης Μαρτίου, ο Τοπόρνιν ανακοίνωσε ότι οι δυνάμεις είχαν αναγκαστεί να οπισθοχωρήσουν, αφήνοντας το χωριό στα χέρια των Ιαπώνων. Όταν λίγο αργότερα έφθασαν οι ενισχύσεις, τα ρωσικά στρατεύματα πέρασαν στην αντεπίθεση και εισήλθαν στο χωριό, όπου συνάντησαν τη σθεναρή άμυνα των Ιαπώνων οι οποίοι έβαλλαν από τις στέγες των σπιτιών και έριχναν χειροβομβίδες. Επιπλέον κατά τη διάρκεια των συγκρούσεων η υποστήριξη από το ρωσικό πυροβολικό δεν ήταν η αναμενόμενη, καθώς η απουσία εκρηκτικών οβίδων μείωνε την αποτελεσματικότητά του.
Για τη σκληρή μάχη που διεξήχθη γύρω από το Γιουχουαντούν ένας Ρώσος αυτόπτης μάρτυρας ανέφερε: «… το ιαπωνικό χαράκωμα απείχε μερικά μέτρα. Τότε είδα ότι μερικοί από τους στρατιώτες μας άρχισαν να βγάζουν και να ρίχνουν στην άκρη τις ξιφολόγχες τους. Τα πρώτα λεπτά δεν μπορούσα να εξηγήσω αυτό το περιστατικό. Παρατηρώντας όμως πόσο κοντά βρίσκονταν τα ιαπωνικά κεφάλια το ένα με το άλλο μέσα στο χαράκωμα, αντιλήφθηκα ότι επρόκειτο για ένα μέτρο αυτοσυντήρησης.
Κάθε στρατιώτης μας που ορμούσε στο χαράκωμα του αντιπάλου, ερχόταν αντιμέτωπος με τρία-τέσσερα ιαπωνικά κεφάλια και κατά συνέπεια με τον αντίστοιχο αριθμό λογχών. Ο μοναδικός τρόπος για την αντιμετώπιση του πολυάριθμου εχθρού ήταν να χρηοιμοτιοιηθεί το κοντάκι του όπλου. Για μια τέτοια δουλειά η ξιφολόγχη μόνο εμπόδιο αποτελεί.
»Οι στρατιώτες μας ορμούσαν αυθόρμητα στα χαρακώματα του αντιπάλου. Όλα γίνονταν σιωπηλά, χωρίς ιαχές «ούρα» ή «μπανζάι». Με έναν υπόκωφο θόρυβο τσακίζονταν τα κόκαλα και κτυπούσαν τα κοντάκια των όπλων στα ανθρώπινα κρανία… Μέσα σε μερικά δευτερόλεπτα όλα ήταν ανακατεμένα. Το χαράκωμα και το κοντινό χωράφι ήταν εντελώς καλυμμένα από πτώματα, αίμα, όπλα και τραυματίες… Εκείνη τη στιγμή, όταν μια ομάδα στρατιωτών μας έτρεξε προς το χαράκωμα, ένας Ιάπωνας σήκωσε απειλητικά το χέρι του για να μας ρίξει μια χειροβομβίδα. Αυτή όμως εξερράγη στα χέρια του και του έκοψε το κεφάλι και τα δύο του χέρια, σηκώνοντας τα ρούχα του προς τα πάνω και γεμίζοντας τα κουρέλια του με αίμα.
»Οι στρατιώτες μας κατέλαβαν το χαράκωμα, αλλά εντελώς ξαφνικά δέχθηκαν πυρά πυροβολικού από τα νώτα. Προέρχονταν από το πυροβολικό μας, που ακόμα αγνοούσε τη θέση μας. Οι εξαντλημένοι άνδρες του ηρωικού μας συντάγματος δέχονταν ταυτόχρονα πυρά πυροβολικού από τους Ιάπωνες και τους δικούς μας και δεν ήξεραν τι να κάνουν. Ευτυχώς το πυροβολικό μας αντιλήφθηκε το λάθος του και τα πυρά σταμάτησαν».
Μέχρι το βράδυ της 8ης Μαρτίου η ρωσική δύναμη που πολιορκούσε το Γιουχουαντούν είχε ανέλθει σε 35 τάγματα. Αν και οι Ιάπωνες μέχρι τότε εξακολουθούσαν να προβάλλουν αντίσταση, με την κάλυψη του σκότους οπισθοχώρησαν. Κατά τη διάρκεια της μάχης η ιαπωνική ταξιαρχία σχεδόν εξοντώθηκε, καθώς από ένα σύνολο 4.200 ανδρών απέμειναν περίπου 500. Σημαντικές ήταν και οι ρωσικές απώλειες, που ανήλθαν σε 5.409 άνδρες (οι 143 ήταν αξιωματικοί).
Κατά τη μάχη του Γιουχουαντούν τα ρωσικά στρατεύματα έδειξαν αποφασιστικότητα, αναγκάζοντας τους Ιάπωνες να περάσουν προσωρινά στην άμυνα. Η δραστηριότητά τους όμως εξαντλήθηκε σε αυτή τη μάχη και ο Κουροπάτκιν με τον Κάουλμπαρς πέρασαν οριστικά στην άμυνα.
Έτσι, το ουσιαστικό κέρδος το είχαν οι Ιάπωνες, διότι με μία ταξιαρχία μόνο είχαν απασχολήσει σημαντικές ρωσικές δυνάμεις, διευκολύνοντας την προέλαση της 3ης Ιαπωνικής Στρατιάς.
Την ίδια περίοδο η 3η και η 1η Μαντζουριανή Στρατιά παρέμεναν αδρανείς στις θέσεις που κρατούσαν, δίνοντας πάλι την πρωτοβουλία των κινήσεων στους Ιάπωνες. Στις 7 Μαρτίου τμήματα της 4ης Στρατιάς του Νοτσού επιτέθηκαν στο μέτωπο της 3ης Μαντζουριανής Στρατιάς και αποκρούστηκαν.
Επίθεση εξαπέλυσε και η 10η Ιαπωνική Μεραρχία στις θέσεις που κρατούσε το 1ο Σώμα της 1ης Μαντζουριανής Στρατιάς, όμως αποκρούστηκε με σημαντικές απώλειες. Παρά το γεγονός ότι οι Ρώσοι εξακολουθούσαν να είναι ισχυρότεροι, ιδιαίτερα στον τομέα που κρατούσε η 1η Μαντζουριανή Στρατιά, ο Κουροπάτκιν τη νύκτα της 7/8 Μαρτίου αποφάσισε να αποσύρει και τις δύο στρατιές 16 περίπου χιλιόμετρα βορειότερα προς τον ποταμό Χουν. Στόχος του ήταν να συμπτύξει το μέτωπό του και να συγκροτήσει μια πιο συμπαγή γραμμή άμυνας.
Η ιαπωνική αντεπίθεση
Στις 8 Μαρτίου η 2η Στρατιά του Κάουλμπαρς ήταν παρατεταγμένη σε τοξοειδή διάταξη, κατέχοντας το Μούκδεν από τα βόρεια έως τα δυτικά ενώ ενωνόταν με την 3η Μαντζουριανή Στρατιά. Όμως την ίδια ημέρα η 2η Ιαπωνική Στρατιά εξαπέλυσε επίθεση εναντίον του Τσερπίτσκι. Παρ’ όλο που δεν σημειώθηκε κάποια διάσπαση, η κατάσταση για τους Ρώσους γύρω από τη σιδηροδρομική γραμμή συνεχώς χειροτέρευε.
Στις 8 Μαρτίου επίσης, η 3η Στρατιά του Νόγκι επιτέθηκε στη φάλαγγα του Λάουνιτς, που κρατούσε τον βόρειο διάδρομο κοντά στους αυτοκρατορικούς τάφους. Αν οι Ιάπωνες κατόρθωναν να περάσουν, θα υπερφαλάγγιζαν οριστικά τη 2η Μαντζουριανή Στρατιά και θα βρίσκονταν στα νώτα της.
Κατά το μεσημέρι η 1η Ιαπωνική Μεραρχία επιτέθηκε στην αριστερή πλευρά της ρωσικής δύναμης αλλά αποκρούστηκε και με το τέλος της ημέρας οπισθοχώρησε. Ένας Ρώσος αξιωματικός από το 5ο Σύνταγμα Τυφεκιοφόρων, ανέφερε για την ιαπωνική επίθεση: «Τα πυρά του πυροβολικού ολοένα και εντείνονταν… Οι οβίδες και τα θραύσματα μας κάλυπταν κυριολεκτικά. Να κρατήσουμε τη διάταξή μας ήταν αδύνατο, γι’ αυτό έστειλα αναφορά στον διοικητή της μονάδας αλλά ως απάντηση έλαβα ένα σημείωμα με σύντομο περιεχόμενο: «Κρατήστε πάση θυσία». Από εκείνη τη στιγμή αποφασίσαμε ακλόνητα να πεθάνουμε επιτόπου. Με αυτή τη σκέψη οι άνθρωποι ξέχασαν τον κίνδυνο και στάθηκαν και εκδικήθηκαν για τους νεκρούς και τους τραυματισμένους συντρόφους τους. Εκείνη τη στιγμή ήμασταν πεπεισμένοι ότι οι Ιάπωνες δεν θα μας εξεδίωκαν ποτέ από τις θέσεις που κρατούσαμε και δεν θα το έκαναν αν δεν ερχόταν η υποχώρηση».
Στις 9 Μαρτίου τα στρατεύματα του Νόγκι άρχισαν να απωθούν τη δύναμη του Λάουνιτς προς τους αυτοκρατορικούς τάφους, όμως δεν προχώρησαν περισσότερο διότι οι Ρώσοι προέβαλαν σθεναρή αντίσταση Οι Ιάπωνες πέτυχαν πάντως τη διάσπαση σε βάρος της 1ης Στρατιάς του Λινιέβιτς. Το πρωί της ίδιας ημέρας τα στρατεύματα του Κουρόκι έπληξαν τη ρωσική στρατιά στο Κιουτσάν, μεταξύ του 1ου Σώματος και του 4ου Σιβηριανού Σώματος.
Η 12η Ιαπωνική Μεραρχία έπληξε τη ρωσική διάταξη στο πιο αδύναμο σημείο της, όπου υπήρχαν μόνο εννέα ρωσικοί λόχοι, και από το ρήγμα που δημιουργήθηκε η απειλή για την 3η Μαντζουριανή Στρατιά ήταν άμεση. Ο Λινιέβιτς, αν και εξακολουθούσε να διαθέτει υπέρτερες δυνάμεις από τους επιτιθέμενους, δεν προχώρησε σε αντεπίθεση, έχοντας ως στόχο μόνο την οργανωμένη υποχώρηση των στρατευμάτων του.
Εκτιμώντας την κατάσταση που είχε διαμορφωθεί, ο Κουροπάτκιν κατέληξε στο ότι ήταν αδύνατο να κρατηθούν οι ρωσικές θέσεις στο Μούκδεν και στις 10 Μαρτίου διέταξε γενική υποχώρηση. Τα ρωσικά στρατεύματα έπρεπε να κινηθούν κοντά στο Τιενλίν, 64 περίπου χιλιόμετρα βορειότερα του Μούκδεν όπου θα κρατούσαν μια νέα γραμμή άμυνας κοντά στη σιδηροδρομική γραμμή.
Ο Κουροπάτκιν έγραψε στην αναφορά του: «Είναι φανερό και μπορώ με βεβαιότητα να πω ότι ο υπάρχων αριθμός στρατευμάτων το πρωί της 10ης Μαρτίου ήταν ήδη ανεπαρκής για να περάσουμε σε μια αποφασιστική αντεπίθεση και να πετύχουμε τη νίκη σε βάρος των Ιαπώνων. Όμως ακόμα κι αν δεν ήταν δυνατό να υπολογίζουμε στη νίκη, το να παραμείνουμε στις ίδιες θέσεις που είχαμε οργανώσει στο Μούκδεν φαινόταν επίσης αδύνατο. Γι’ αυτό και δεν παρέμενε καμιά άλλη επιλογή από το να οπισθοχωρήσουμε, να αναδιοργανωθούμε, να ισχυροποιηθούμε και, αξιοποιώντας την εμπειρία που είχε αποκτηθεί, να εισέλθουμε πάλι στη μάχη με τον γενναίο αντίπαλο, που είχε ήδη φθάσει στα όρια των δυνάμεών του».
Η υποχώρηση των τριών ρωσικών στρατιών όμως δεν ήταν εύκολο ζήτημα, καθώς οι εφοδιοπομπές που υποχωρούσαν στους παραφορτωμένους δρόμους αναμιγνύονταν με το πεζικό το οποίο υποχωρούσε άτακτα.
Μέσα σε έναν στενό διάδρομο πλάτους 10-12 χιλιομέτρων τα ρωσικά στρατεύματα κινούντο προς βορρά δεχόμενα τα πυρά των Ιαπώνων από δύο πλευρές. Όπως επισημαίνεται, μόνον η εξάντληση των Ιαπώνων, που δεν προχώρησαν σε καταδίωξη, έσωσε το ρωσικό στράτευμα από την ολοκληρωτική καταστροφή.
Οι Ιάπωνες εισήλθαν στο Μούκδεν στις 10 Μαρτίου, αφού πρώτα διασκόρπισαν ή συνέλαβαν αιχμάλωτες μερικές ρωσικές οπισθοφυλακές που είχαν παραμείνει εκεί. Στις 11 Μαρτίου η 1η και η 3η Ιαπωνική Στρατιά ενώθηκαν στον ποταμό Πο, αποκόπτοντας τον δρόμο σε μερικά αποσπάσματα και εφοδιοπομπές που δεν μπόρεσαν να διαφύγουν. Ωστόσο ο κύριος όγκος των ρωσικών στρατευμάτων κατόρθωσε να περάσει από τον ιαπωνικό κλοιό.
Στις 11 Μαρτίου τα προπορευόμενα τμήματα της ρωσικής φάλαγγας πλησίασαν στο Τελίνγκ και στις 13 Μαρτίου η 1η και η 2η Μαντζουριανή Στρατιά κατέλαβαν θέσεις κατά μήκος του ποταμού Τσάι, ενώ η 3η Στρατιά αποτέλεσε εφεδρεία. Επειδή οι Ιάπωνες με τη στρατιά του Κουρόκι πλησίαζαν προς τον Τσάι, ο Κουροπάτκιν αποφάσισε να συνεχιστεί εκ νέου η πορεία του ρωσικού στρατεύματος για να καταλάβει θέσεις στο Σιπινγκάι, 175 χιλιόμετρα βορειότερα του Μούκδεν. Εκεί η ανάπτυξη των ρωσικών στρατευμάτων θα ολοκληρωνόταν στις 30 Μαρτίου.
Η μάχη του Μούκδεν υπήρξε η τελευταία σημαντική χερσαία σύγκρουση του Ρωσο-ιαπωνικού πολέμου. Οι Ρώσοι όμως θα υφίσταντο άλλο ένα μεγάλο πλήγμα, αυτή τη φορά στη θάλασσα, όταν στις 27 Μαΐου 1905 ο ιαπωνικός στόλος επιτέθηκε και κατέστρεψε τον ρωσικό κατά τη ναυμαχία της Τσουσίμα.
Αν και στη Μαντζουρία ο Ρωσικός Στρατός είχε ενισχυθεί με σημαντικό αριθμό στρατευμάτων, ο τσάρος Νικόλαος αποφάσισε να δεχθεί συμφωνία ειρήνης με την Ιαπωνία, που υπεγράφη στο Πόρτσμουθ των ΗΠΑ στις 5 Σεπτεμβρίου 1905. Η ήττα κατά τον πόλεμο με την Ιαπωνία είχε ήδη δρομολογήσει πολύ σοβαρές πολιτικές εξελίξεις στη Ρωσική Αυτοκρατορία, που μερικά χρόνια αργότερα θα οδηγούσαν στην πτώση του τσαρικού καθεστώτος.
Απολογισμός και συμπεράσματα
Οι απώλειες κατά τη μάχη του Μούκδεν ήταν σημαντικές και για τους δύο αντιπάλους. Οι Ρώσοι είχαν 59.000 νεκρούς και τραυματίες και 30.000 αιχμαλώτους. Απώλεσαν επίσης 58 πυροβόλα, 5.000 άμαξες και περίπου 15.000 άλογα. Οι Ιάπωνες είχαν περί τις 70.000 νεκρούς και τραυματίες.
Η μάχη του Μούκδεν έληξε αναμφίβολα με νίκη των Ιαπώνων, ωστόσο δεν υπήρξε ένα «Σεντάν», όπως επεδίωκε ο στρατάρχης Ογιάμα, ούτε θεωρήθηκε αποφασιστικής σημασίας, διότι δεν πέτυχε την ολοκληρωτική καταστροφή του ρωσικού στρατεύματος, περισσότερο λόγω της ιαπωνικής εξάντλησης παρά εξαιτίας των πρωτοβουλιών των τσαρικών αξιωματικών.
Στο μεγαλύτερο διάστημα της μάχης ο Κουροπάτκιν και οι υφιστάμενοί του υπήρξαν περισσότερο προσηλωμένοι σε μια στατική άμυνα και σε λίγες περιπτώσεις ανέλαβαν επιθετικές πρωτοβουλίες. Όμως ακόμα και όταν έγινε αυτό, οι επιθέσεις πραγματοποιή&ηκαν τμηματικά και με άνιση κατανομή δυνάμεων.
Έτσι ο Κουροπάτκιν δεν μπόρεσε σε κανένα σημείο της μάχης να χρησιμοποιήσει τις δυνάμεις του για να επιτύχει ένα συγκεντρωτικό πλήγμα στον αντίπαλο. Ανάμεσα στις αιτίες της ρωσικής ήττας στο Μούκδεν δεν ήταν μόνο η παθητική άμυνα και η πολυδιάσπαση των δυνάμεων αλλά και η απόδοση του ρωσικού ιππικού, η οποία ήταν περιορισμένη.
Το ρωσικό ιππικό θα μπορούσε να είναι ιδιαίτερα χρήσιμο σε αναγνωριστικές επιχειρήσεις και επιδρομές στα νώτα του αντιπάλου κατά τη διάρκεια της μάχης, όμως δεν μπόρεσε να διαδραματίσει έναν τέτοιο ρόλο. Έτσι το ρωσικό πεζικό πολεμούσε σχεδόν στα τυφλά και οι Ρώσοι διοικητές συχνά δεν γνώριζαν όχι μόνο πού θα επιτιθόταν ο αντίπαλος αλλά ούτε ποια ήταν η επιτιθέμενη δύναμη.
Ο στρατάρχης Ογιάμα, από την πλευρά του, εξαπέλυσε την επίθεσή του επενδύοντας στην ισχυροποίηση των άκρων της ιαπωνικής δύναμης και με μια κίνηση λαβίδας προσπάθησε να περικυκλώσει το ρωσικό στράτευμα.
Παρ’ όλο που δεν πέτυχε τον κύριο στόχο του, την καταστροφή του ρωσικού στρατεύματος στο σύνολό του, εφάρμοσε αποτελεσματικά την τακτική της αλληλοϋποστήριξης (όπως συνέβη με τη 2η και την 3η Στρατιά), κατόρθωσε να συγκεντρώσει μεγάλο αριθμό στρατευμάτων σε ένα στόχο και αξιοποίησε τις εφεδρείες του.
Η μάχη του Μούκδεν θεωρείται ότι εγκαινίασε ένα νέο κεφάλαιο στην ιστορία των πολέμων του 20ού αιώνα.
Διεξήχθη σε ένα μέτωπο μήκους 150 και βάθους 75 περίπου χιλιομέτρων, διήρκεσε 21 ημέρες και υπήρξε προάγγελος των μεγάλων χερσαίων μαχών που θα σημειώνονταν κατά τη διάρκεια του Α΄ και του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου