Κυριακή 14 Ιανουαρίου 2024

Η Δουλεία & η Σκλαβιά

Η Δουλεία στην Αρχαία Ελλάδα.

Η μελέτη του φαινομένου της δουλείας στην αρχαία Ελλάδα παρουσιάζει πλήθος σημαντικών μεθοδολογικών προβλημάτων. Οι γραπτές μαρτυρίες είναι ασύνδετες και αποσπασματικές, επικεντρωμένες κυρίως στην πόλη των Αθηνών. Καμία πραγματεία δεν είναι ειδικά αφιερωμένη στο ζήτημα. Η κωμωδία και η τραγωδία εμπεριέχουν στερεότυπα, ενώ η εικονογραφία δεν διαχωρίζει με σαφή τρόπο τους δούλους από τους τεχνίτες και τους εργάτες.

«ἐπεὶ δὲ τυγχάνομεν σκοποῦντες περὶ τῆς ἀρίστης πολιτείας, αὕτη δ’ ἐστὶ καθ’ ἣν ἡ πόλις ἂν εἴη μάλιστ’ εὐδαίμων, τὴν δ’ εὐδαιμονίαν ὅτι χωρὶς ἀρετῆς ἀδύνατον ὑπάρχειν εἴρηται πρότερον, φανερὸν ἐκ τούτων ὡς ἐν τῇ κάλλιστα πολιτευομένῃ πόλει καὶ τῇ κεκτημένῃ δικαίους ἄνδρας ἁπλῶς, ἀλλὰ μὴ πρὸς τὴν ὑπόθεσιν, οὔτε βάναυσον βίον οὔτ’ ἀγοραῖον δεῖ ζῆν τοὺς πολίτας (ἀγεννὴς γὰρ ὁ τοιοῦτος βίος καὶ πρὸς ἀρετὴν ὑπεναντίος), οὐδὲ δὴ γεωργοὺς εἶναι τοὺς μέλλοντας ἔσεσθαι (δεῖ γὰρ σχολῆς καὶ πρὸς τὴν γένεσιν τῆς ἀρετῆς καὶ πρὸς τὰς πράξεις τὰς πολιτικάς)». -Αριστοτέλης, «Πολιτικά», (7, 1328 b, 35 -1329 a, 1.)

Οι απόψεις του φιλοσόφου Αριστοτέλη, έτσι όπως εκφράζονται στο παραπάνω απόσπασμα, υποδηλώνουν, αν μη τι άλλο, την ευδαιμονιστική αντίληψη, σύμφωνα με την οποία είναι αγενής η ζωή των χειρωνακτών, των εμπόρων της αγοράς ή των γεωργών και δεν επιτρέπει την απόκτηση της αρετής ή την ενασχόληση με τα πολιτικά στο άριστο πολίτευμά του. Αν προχωρήσουμε λίγο πιο κάτω στο 1329 a, 25, θα δούμε και ποιοι είναι οι κατάλληλοι για τέτοιου είδους εργασίες, οι γεωργοί, οι δούλοι και οι βάρβαροι περίοικοι, τους οποίους ωστόσο θεωρεί απαραίτητους για την ευδαιμονία της πόλης. «δεῖ τὰς κτήσεις εἶναι τούτων, εἴπερ ἀναγκαῖον εἶναι τοὺς γεωργοὺς δούλους ἢ βαρβάρους περιοίκους…»

Κύρια πηγή μας για την δουλεία στους αποκαλούμενους σκοτεινούς αιώνες είναι η ποίηση του Ομήρου και του Ησίοδου, που αποκαλύπτει σύνθετες σχέσεις εξάρτησης ανάμεσα σε ελεύθερους και δούλους. Μεταγενέστερες αναφορές του Αριστοτέλη, του Πλούταρχου, του Αισχίνη, του Διόδωρου κ.ά. είναι αρκετές για να μας βοηθήσουν να σχηματίσουμε μια εικόνα του θέματος σε ό,τι αφορά στην αρχαία ελληνική κοινωνία. Ορισμένοι δούλοι είναι αιχμάλωτοι πολέμου, υποταγμένοι πλήρως στην θέληση ατόμων που κερδίζουν από τον μόχθο τους. Άλλοι ζουν σχεδόν κάτω από τις ίδιες συνθήκες με τον κύριό τους, μέσα στα όρια του οίκου. Άλλοι είναι δημόσιοι δούλοι, άλλοι εργάζονται στα ορυχεία, ενώ από τον Δημοσθένη έχουμε αναφορά για την σωματική τιμωρία τους.

Είναι γεγονός πως η ύπαρξη δούλων στην αρχαιοελληνική κοινωνία προκάλεσε αμηχανία σε αρκετούς θαυμαστές του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού που προσπάθησαν απεγνωσμένα να δείξουν πως η δουλεία στην αρχαία Ελλάδα ήταν θεσμός περισσότερο ανθρώπινος απ’ ό,τι φαίνεται βάσει των πηγών που διαθέτουμε, αλλά σε γενικές γραμμές η μαρξιστική άποψη για την δουλεία ως βάση του συγκεκριμένου πολιτισμού είναι περισσότερο ρεαλιστική και αιτιολογεί εν μέρει γιατί ο ελληνικός πολιτισμός δεν προχώρησε σε μια «βιομηχανική επανάσταση» (σύμφωνα πάντα με τα δεδομένα της εποχής του) ή στην ανάπτυξη εκείνης της τεχνολογίας που θα μπορούσε να ανεξαρτητοποιήσει τους πολίτες από τον μόχθο.

Στην αρχαία ελληνική γλώσσα βρίσκουμε πολλούς όρους συνώνυμους της λέξης «δοῦλος», για τις οποίες αξίζει να τονιστούν κάποιες λεπτές διαφορές. Στον Όμηρο, τον Ησίοδο και τον Θέογνη από τα Μέγαρα, ο δούλος αποκαλείται «δμώς». Ο όρος είναι αρκετά γενικός, αλλά αναφέρεται ειδικότερα στους αιχμαλώτους που λήφθησαν ως λάφυρο, με άλλα λόγια που αποτελούν περιουσιακό είδος.

Κατά την κλασική περίοδο, οι Έλληνες συχνά χρησιμοποιούσαν τη λέξη «ἀνδράποδον», που κυριολεκτικά σημαίνει «αυτός που έχει πόδια ανθρώπου», σε αντιδιαστολή με την λέξη «τετράποδον», η οποία χρησιμοποιείται μέχρι τις ημέρες μας. Η πιο κοινή λέξη που συναντούμε είναι το «δοῦλος», της οποίας μια παλαιότερη μορφή εμφανίζεται στις μυκηναϊκές επιγραφές ως «do-e-ro», η οποία χρησιμοποιείται σε αντιδιαστολή με τον όρο «ἐλεύθερος». Το ρήμα «δουλεύω» μπορεί να χρησιμοποιείται μεταφορικά για άλλες μορφές ελέγχου, όπως εκείνου που ασκείται από μια πόλη σε μία άλλη ή εκείνος των γονέων πάνω στα παιδιά τους. Τέλος, ο όρος «οἰκέτης» σημαίνει «εκείνος που ζει στο σπίτι» και αναφέρεται στους κατ’ οίκον δούλους.

Άλλοι όροι με λιγότερο σαφή έννοια είναι: «θεράπων», στην εποχή του Ομήρου η λέξη σήμαινε τον ακόλουθο ενός πολεμιστή (για παράδειγμα ο Πάτροκλος αναφέρεται ως ο θεράπων του Αχιλλέα, ενώ ο Μηριόνης ως εκείνος του Ιδομενέως). Κατά την κλασική εποχή είχε την έννοια του υπηρέτη. «ἀκόλουθος»: σημαίνει «αυτός που ακολουθεί» ή «που συνοδεύει». Υπήρχε και το υποκοριστικό «ἀκολουθίσκος», κυρίως για αγόρια μικρής ηλικίας.
«παῖς»: σημαίνει στη νεοελληνική γλώσσα «παιδί» και σήμαινε έναν νεαρό υπηρέτη του σπιτιού. Χρησιμοποιούταν επίσης ως υποτιμητικός όρος για τους ενήλικους δούλους. «σῶμα»: ένας όρος που χρησιμοποιούταν σε περιστάσεις απελευθέρωσης.

Ρίζες της δουλείας.

Η δουλεία είχε ήδη γεννηθεί κατά την Μυκηναϊκή εποχή. Σε πλακίδια που έχουν βρεθεί στην Πύλο διαβάζουμε χωρίς αμφιβολία για 140 «do-e-ro». Οι δούλοι χωρίζονταν σύμφωνα με τον νόμο σε δύο κατηγορίες: στους «κοινούς δούλους» και στους «δούλους του θεού», με τον θεό να ταυτίζεται κατά πάσα πιθανότητα με τον Ποσειδώνα. Οι δούλοι του θεού πάντα αναφέρονται ονομαστικά και κατέχουν την δική τους γη. Η κοινωνική τους θέση είναι παρόμοια με εκείνη των ελεύθερων ανθρώπων. Η φύση της σχέσης τους με τη θεότητα παραμένει άγνωστη.

Τα ονόματα των κοινών δούλων καταδεικνύουν πως ορισμένοι προήλθαν από τα Κύθηρα, την Χίο, τη Λήμνο ή την Αλικαρνασσό, και πιθανώς αιχμαλωτίστηκαν από πειρατές. Τα πλακίδια μαρτυρούν πως ενώσεις ανάμεσα σε δούλους και ελεύθερους ανθρώπους δεν ήταν ασυνήθιστες, ενώ οι δούλοι μπορούσαν να γίνουν ανεξάρτητοι τεχνίτες και να κατέχουν μερίδιο γης. Φαίνεται πως στον μυκηναϊκό κόσμο ο κύριος κοινωνικός διαχωρισμός δεν ήταν ανάμεσα στους ελεύθερους και τους δούλους, αλλά ανάμεσα σε εκείνους που διατηρούσαν σχέσεις με το Παλάτι και σε εκείνους που δεν είχαν το προνόμιο αυτό.

Δεν υπάρχει αυστηρή ιστορική συνέχεια ανάμεσα στη μυκηναϊκή περίοδο και στον ομηρικό κόσμο, όπου οι κοινωνικές δομές αντικατοπτρίζουν εκείνες των ελληνικών σκοτεινών χρόνων. Η ορολογία είναι πλέον διαφορετική: ο δούλος δεν είναι πλέον «do-e-ro» αλλά «δμώς». Στην Ιλιάδα οι δούλοι ανήκουν κυρίως στο γυναικείο φύλο και αποτελούν λάφυρα πολέμου, ενώ οι άνδρες είτε ανταλλάσσονταν με λύτρα είτε έβρισκαν τον θάνατο στο πεδίο της μάχης.

Στην Οδύσσεια οι δούλοι επίσης είναι στην πλειοψηφία τους γυναίκες. Αυτές είναι κυρίως υπηρέτριες και σε ορισμένες περιπτώσεις παλλακίδες. Γίνεται αναφορά και σε άνδρες δούλους, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα τον Εύμαιο. Ο τελευταίος είναι αξιοσημείωτος επειδή κατείχε εξέχουσα θέση στον πυρήνα του Οίκου. Ο Λαέρτης πίνει και τρώει με τους υπηρέτες του, ενώ τον χειμώνα κοιμάται στην συντροφιά τους. Ο όρος «δμώς» δεν έχει υποτιμητική έννοια και ο Εύμαιος, ο «θείος» χοιροβοσκός, λαμβάνει το ίδιο κοσμητικό επίθετο με τους μεγάλους ήρωες. Παρόλα αυτά, η κατάσταση δουλείας παραμένει ατιμωτική. Ο ίδιος ο Εύμαιος αναφέρει: «Γιατί τον γδύνει από την μισή ο βροντολάλος Δίας αξία του τον άνθρωπο, δουλειά που τον πλακώσει».

Είναι δύσκολο να εκτιμηθεί αν η εμπορία δούλων ξεκίνησε κατά την αρχαϊκή περίοδο. Στο έργο του «Ἔργα καὶ Ἡμέραι» (8ος αιώνας π.κ.ε.) ο Ησίοδος δηλώνει πως κατέχει πολυάριθμους δούλους, αν και η κοινωνική τους θέση παραμένει άγνωστη. Η παρουσία δούλων επιβεβαιώνεται από λυρικούς ποιητές όπως ο Αρχίλοχος και ο Θέογνις από τα Μέγαρα. Σύμφωνα με επιγραφικές μαρτυρίες, η νομοθεσία του Δράκοντα (περ. 620 π.κ.ε.) αναφέρεται στους δούλους.

Σύμφωνα με τον Πλούταρχο, ο Σόλων (περ. 594-593 π.κ.ε.) απαγόρευσε στους δούλους να επιδίδονται στην γυμναστική και στην παιδεραστία. Μέχρι το τέλος της περιόδου αυτής, οι αναφορές πυκνώνουν. Η δουλεία γίνεται διαδεδομένη την ίδια στιγμή που ο Σόλων θέτει τις βάσεις της αθηναϊκής δημοκρατίας. Ο μελετητής Μωϋσής Φίνλεϋ τονίζει πως ομοίως η Χίος, η πρώτη πόλη που σύμφωνα με τον Θεόπομπο ασχολήθηκε οργανωμένα με το δουλεμπόριο, διατηρούσε πρώιμους δημοκρατικούς θεσμούς (6ος αιώνας π.κ.ε.) Καταλήγει πως «ένα στοιχείο της ελληνικής ιστορίας, εν συντομία, είναι η χέρι με χέρι διάδοση της ελευθερίας και της δουλείας».

Οικονομικός Ρόλος

Οι δούλοι μπορούσαν να καταπιαστούν με όλες τις καθημερινές δραστηριότητες με εξαίρεση την πολιτική, καθώς για τους Έλληνες η άσκηση πολιτικών δικαιωμάτων άρμοζε μόνο στους ελεύθερους πολίτες. Η κύρια χρήση των δούλων ήταν στις αγροτικές δραστηριότητες, την βάση της ελληνικής οικονομίας. Κάποιοι μικροϊδιοκτήτες γης ίσως είχαν στην ιδιοκτησία τους ένα δούλο, ίσως και δύο.

Μια πλούσια βιβλιογραφία αγροτικών εγχειριδίων (όπως ο «Οἰκονομικός» του Ξενοφώντα ή το αντίστοιχο έργο του Ψευδο-Αριστοτέλη) επιβεβαιώνει την παρουσία δεκάδων δούλων σε μεγαλύτερα κτήματα, που μπορούσαν να είναι είτε απλοί εργάτες είτε εργοδηγοί. Το πόσο διαδεδομένη ήταν η χρήση δούλων στις αγροτικές εργασίες δεν έχει προσδιοριστεί με ακρίβεια από τους σύγχρονους μελετητές. Σίγουρο θεωρείται πως η πρακτική ήταν πολύ κοινή στην Αθήνα και πως η Αρχαία Ελλάδα δεν γνώρισε τους τεράστιους πληθυσμούς δούλων που εργάστηκαν στα ρωμαϊκά λατιφούντια.

Στα μεταλλεία και τα λατομεία η χρήση δούλων ήταν η επικρατούσα πρακτική, με μεγάλο πλήθος σκλάβων να ενοικιάζεται για τον σκοπό αυτό από πλούσιους πολίτες. Ο στρατηγός Νικίας νοίκιασε χίλιους σκλάβους για να εργαστούν στα ορυχεία αργύρου του Λαυρίου Αττικής, ο Ιππόνικος εξακόσιους και ο Φιλομήδης τριακόσιους. Ο Ξενοφών αναφέρει πως κοστολογούνταν έναν οβολό ανά δούλο την ημέρα, φτάνοντας τις 60 δραχμές τον χρόνο. Αυτή ήταν μια από τις σημαντικότερες επενδύσεις των Αθηναίων.

Το πλήθος δούλων που εργάζονταν στα ορυχεία του Λαυρίου και στους μύλους που επεξεργάζονταν τα μεταλλεύματα υπολογίζεται στους 30.000. Σύμφωνα με τον Ξενοφώντα η πόλη αγόραζε μεγάλο αριθμό δούλων, μέχρι τρεις κρατικούς δούλους ανά πολίτη, έτσι ώστε να εξασφαλίζεται η συντήρηση όλων των πολιτών.

Οι δούλοι επίσης χρησιμοποιούνταν ως τεχνίτες και έμποροι. Όπως και στις αγροτικές εργασίες, χρησιμοποιούνταν για δουλειές που ήταν πέραν των δυνατοτήτων της οικογενείας. Ο πληθυσμός των σκλάβων ήταν μεγαλύτερος στα εργαστήρια: η βιοτεχνία ασπίδων του Λυσία απασχολούσε 120 δούλους, ενώ ο πατέρας του Δημοσθένη είχε στην ιδιοκτησία του 32 κατασκευαστές μαχαιριών και 20 τεχνίτες κρεβατιών.

Οι δούλοι επίσης εργάζονταν κατ’ οίκον. Κύριο καθήκον ενός τέτοιου δούλου ήταν να εκπροσωπεί τον αφέντη του στον επαγγελματικό του χώρο και να τον συνοδεύει στα ταξίδια. Σε περίοδο πολέμου ήταν προσωπικός υπηρέτης του οπλίτη, αν και ορισμένοι έχουν υποστηρίξει πως ο πραγματικός του ρόλος ήταν ακόμη μεγαλύτερος. Οι γυναίκες δούλοι αναλάμβαναν τις οικιακές δουλειές, όπως το ψήσιμο του ψωμιού και την υφαντουργία. Μοναχά οι φτωχότεροι των πολιτών δεν είχαν στην ιδιοκτησία τους δούλους.

Είναι δύσκολο να εκτιμηθεί ο ακριβής αριθμός σκλάβων στην αρχαία Ελλάδα, με δεδομένη την απουσία μιας ακριβούς απογραφής και τους πολυάριθμους ορισμούς της δουλείας κατά την εποχή εκείνη. Πιστεύεται πως η Αθήνα διέθετε το μεγαλύτερο πληθυσμό δούλων, που πρέπει να άγγιζε τους 80.000 κατά τον 6ο και 5ο αιώνα π.κ,ε. τρεις με τέσσερις δούλους κατά μέσο όρο ανά σπιτικό. Τον 5ο αιώνα π.κ.ε.Χ, ο Θουκυδίδης αναφέρεται στην λιποταξία 20.000 δούλων κατά την διάρκεια του πολέμου στη Δεκέλεια, στην πλειονότητά τους έμποροι.

Η χαμηλότερη εκτίμηση, αυτή των 20.000 δούλων κατά την εποχή του Δημοσθένη, αντιστοιχεί σε έναν δούλο ανά οικογένεια. Ανάμεσα στα έτη 317 και 307 π.κ.ε. ο τύραννος Δημήτριος ο Φαληρεύς διέταξε απογραφή στην Αττική, η οποία απέφερε τα εξής νούμερα: 21.000 πολίτες, 10.000 μέτοικοι και 400.000 δούλοι. Ο ρήτορας Υπερείδης, στο λόγο του «Κατὰ Ἀριστογείτονος», αναφέρει πως η προσπάθεια στρατολόγησης 150.000 ανδρών δούλων σε αξιόμαχη ηλικία οδήγησε στην ήττα των Ελλήνων στη Μάχη της Χαιρώνειας (338 π.κ.ε.), κάτι που είναι σε αρμονία με τους αριθμούς που παραθέτει ο Κτησικλής.

Σύμφωνα με τις πηγές, διαφαίνεται πως οι περισσότεροι από τους ελεύθερους Αθηναίους είχαν στην ιδιοκτησία τους τουλάχιστον ένα δούλο. Ο Αριστοφάνης στην κωμωδία του «Πλούτος» απεικονίζει φτωχούς αγρότες που είχαν αρκετούς δούλους, ενώ ο Αριστοτέλης ορίζει το σπιτικό σαν οντότητα τόσο με ελεύθερους ανθρώπους όσο και με δούλους. Κατ’ επέκταση, το να μην έχει κανείς ούτε έναν δούλο, ήταν σημάδι μεγάλης φτώχειας.

Στον διάσημο λόγο του Λυσία «Ὑπὲρ Ἀδυνάτου», ένας ανάπηρος που ικετεύει για επίδομα εξηγεί: «το εισόδημά μου είναι πολύ χαμηλό και πλέον είμαι αναγκασμένος να κάνω αυτά τα πράγματα μοναχός μου και δεν έχω καν τα μέσα να αγοράσω ένα σκλάβο να τα κάνει για μένα». Παρόλα αυτά, οι τεράστιοι πληθυσμοί σκλάβων που συναντούμε στην Αρχαία Ρώμη ήταν άγνωστοι στον ελληνικό χώρο. Ο Θουκυδίδης εκτιμά πως η Χίος αναλογικά φιλοξενούσε τους περισσότερους σκλάβους. Όταν ο Αθήναιος παραθέτει την υπόθεση του Μνάσονα, φίλου του Αριστοτέλη και ιδιοκτήτη χιλίων δούλων, φαίνεται να υπερβάλλει. Ο Πλάτων, που είχε στην ιδιοκτησία του πέντε σκλάβους την εποχή του θανάτου του, παραθέτει πως οι πλούσιοι διέθεταν περίπου 50 δούλους.

Πηγές

Κατά την αρχαιότητα τέσσερις ήταν οι κύριες πηγές από όπου προέρχονταν οι δούλοι: ο πόλεμος, η πειρατεία, το διεθνές εμπόριο και η κατ’ οίκον ανατροφή.

Πόλεμος: Οι γυναίκες ως λάφυρα πολέμου: Σύμφωνα με την εθιμοτυπία που συνόδευε τον πόλεμο κατά την αρχαιότητα, ο νικητής είχε πλήρη δικαιώματα πάνω στον ηττημένο, ακόμη κι αν επρόκειτο για αμάχους. Η λήψη σκλάβων, αν και δεν ήταν συστηματική, ήταν σύνηθες φαινόμενο. Ο Θουκυδίδης μνημονεύει το γεγονός ότι 7.000 κάτοικοι της πόλης Ίκαρα στη Σικελία λήφθησαν αιχμάλωτοι από τον Νικία και πουλήθηκαν για 120 τάλαντα στη γειτονική Κατάνη. Ομοίως το 348 π.κ.ε. ο πληθυσμός της Ολύνθου οδηγήθηκε στην σκλαβιά, όπως και των Θηβών το 335 π.κ.ε. από τον Αλέξανδρο τον Μέγα, αλλά και της Μαντίνειας από την Αχαϊκή Συμπολιτεία.

Η ύπαρξη Ελλήνων δούλων ήταν συνεχής αιτία αντιγνωμιών ανάμεσα στους ελεύθερους Έλληνες. Η υποδούλωση πόλεων ήταν αμφιλεγόμενη πρακτική. Ορισμένοι στρατηγοί αρνήθηκαν να πράξουν κάτι ανάλογο, όπως οι Σπαρτιάτες Αγησίλαος Β’ και Καλλικρατίδας. Ορισμένες πόλεις πέρασαν διατάγματα έτσι ώστε να καταργήσουν την πρακτική αυτή: στα μέσα του 3ου αιώνα π.κ.ε. η Μίλητος ήρθε σε συμφωνία με την Κνωσσό, έτσι ώστε καμία από τις δύο πόλεις να μην υποδουλώσει ελεύθερο πολίτη της άλλης. Αντιστρόφως, η απελευθέρωση με λύτρα μιας πόλης που κινδύνευε με ανάλογη τύχη έφερνε μεγάλη δόξα. Τέτοια παραδείγματα αποτελούν ο Κάσσανδρος, ο οποίος το 316 π.κ.ε. αποκατέστησε την Θήβα, ενώ ο Φίλιππος Β’ της Μακεδονίας υπέταξε και κατόπιν απελευθέρωσε τα Στάγειρα.

Πειρατεία: Η πειρατεία αποτέλεσε σημαντική και σταθερή πηγή δούλων, αν και η συμβολή της διέφερε από τόπο σε τόπο και από εποχή σε εποχή. Οι πειρατές και οι ληστές ζητούσαν λύτρα εφόσον έκριναν πως χάρις στην κοινωνική θέση του θύματός τους είχαν να αποκομίσουν κάποιο κέρδος. Όταν δεν καταβάλλονταν λύτρα οι αιχμάλωτοι πωλούνταν σε δουλεμπόρους μεσάζοντες. Σε ορισμένες περιοχές, η πειρατεία ήταν κάτι σαν «τοπικό έθιμο», ή όπως το περιγράφει ο Θουκυδίδης, αποτελούσε τον «παλιομοδίτικο τρόπο ζωής». Κάτι τέτοιο συνέβαινε στην Ακαρνανία, την Κρήτη και την Αιτωλία.

Άλλοι λαοί με ανάλογες δραστηριότητες ήταν οι Ιλλυριοί, οι Φοίνικες και οι Ετρούσκοι. Κατά την διάρκεια της ελληνιστικής περιόδου, οι Κίλικες και οι βουνίσιες φυλές της Ανατολίας προστέθηκαν στην λίστα. Ο Στράβων προβάλλει ως κύριο λόγο άνθησης της δραστηριότητας αυτής ανάμεσα στους Κίλικες τα μεγάλα κέρδη που απέφερε. Όχι πολύ μακρυά, στην Δήλο, «διακινούνταν μυριάδες δούλοι την ημέρα». Η εξάπλωση της επιρροής του ρωμαϊκού κράτους, ενός μεγάλου καταναλωτή δούλων, οδήγησε στην εξάπλωση της πειρατείας και στην ανάπτυξη της σχετικής αγοράς. Κατά την διάρκεια του 1ου αιώνα π.κ.ε. ωστόσο, οι Ρωμαίοι πολέμησαν με μένος την πειρατεία προκειμένου να προστατέψουν τους εμπορικούς δρόμους της Μεσογείου.

Διεθνές εμπόριο: Έχουν βρεθεί ίχνη δουλεμπορίου με τις γειτονικές των Ελλήνων βαρβαρικές φυλές. Η αποσπασματική λίστα των σκλάβων που κατασχέθηκαν από την προσωπική περιουσία των ατόμων που διαμέλισαν τις διαβόητες Ερμές αναφέρει 32 δούλους εκ των οποίων κάποιοι ήταν Ελληνικής καταγωγής (Μακεδόνες, Πελοποννήσιοι) και οι υπόλοιποι ήταν διαφόρων φυλών, οι εθνικότητες των οποίων έχουν επιβεβαιωθεί: 13 ήταν θρακικής καταγωγής, 7 από την Καρία και οι υπόλοιποι προέρχονταν από την Καππαδοκία, την Καρία, την Σκυθία, την Φρυγία, την Λυδία, την Συρία, την Ιλλυρία, την Μακεδονία και την Πελοπόννησο.

Ο μηχανισμός παρουσίαζε ομοιότητες με το μετέπειτα δουλεμπόριο στην αφρικανική ήπειρο: ντόπιοι επαγγελματίες πουλούσαν ομοεθνείς τους σε Έλληνες δουλεμπόρους. Τα κυριότερα κέντρα δουλεμπορίου φαίνεται πως υπήρξαν η Έφεσος, το Βυζάντιο, ακόμη και η μακρινή Τάναϊς στον ομώνυμο ποταμό (σύγχρονος Ντον). Ορισμένοι από τους «βαρβάρους» σκλάβους είχαν πέσει θύματα τοπικής πειρατείας, ωστόσο άλλοι είχαν απλά πουληθεί από την οικογένειά τους.

Υπάρχει έλλειψη αρχαιολογικών ενδείξεων που να καταδεικνύουν λεπτομέρειες σχετικά με το δουλεμπόριο, ωστόσο έχουν βρεθεί επιβεβαιωμένες αποδείξεις για την ύπαρξή του. Αρχικά, ορισμένες εθνικότητες δούλων εμφανίζονται στις πηγές κατ’ επανάληψη, όπως το σώμα από Σκύθες τοξότες που οι Αθηναίοι χρησιμοποιούσαν για αστυνόμευση – αρχικά τριακόσια άτομα, αργότερα περίπου χίλιοι. Δεύτερον, τα ονόματα που αποδίδονται στους δούλους στην αρχαία κωμωδία είναι διαποτισμένα με την εθνικότητα των ατόμων αυτών. Έτσι προκύπτει για παράδειγμα η λέξη «Θρᾷττα», που χρησιμοποιεί ο Αριστοφάνης στις Σφήκες, στους Αχαρνείς και στην Ειρήνη, και που σημαίνει «γυναίκα από τη Θράκη».

Τέλος, η εθνικότητα ενός δούλου ήταν κριτήριο μεγάλης σημασίας για τους μεγάλους αγοραστές: η αρχαία συμβουλή ήταν να μην μαζεύονται πολλοί δούλοι κοινής εθνικότητας στο ίδιο μέρος για να αποφευχθούν τυχόν στάσεις. Είναι επίσης πιθανό ότι, όπως συνέβαινε και στην ρωμαϊκή εποχή, ορισμένες εθνικότητες θεωρούνταν «παραγωγικότερες» σε σχέση με άλλες.

Η τιμή των δούλων διέφερε ανάλογα με τις ικανότητές τους. Ο Ξενοφών υπολόγιζε την τιμή ενός δούλου/μεταλλωρύχου στο Λαύριο στις 180 δραχμές, την στιγμή που ένας εργάτης σε μεγάλα έργα αμειβόταν με μόλις μία δραχμή την ημέρα. Οι κατασκευαστές μαχαιριών του πατέρα του Δημοσθένη άξιζαν 500 με 600 δραχμές ο καθένας. Η τιμή καθοριζόταν βέβαια σε συνάρτηση και με την διαθεσιμότητά τους: κατά τον 4ο αιώνα π.κ.ε. ήταν άφθονοι οπότε υπήρχε πλεόνασμα.

Οι πόλεις δε όριζαν και κάποιο φόρο στα εισοδήματα από την πώλησή τους. Για παράδειγμα μεγάλο παζάρι σκλάβων οργανωνόταν κατά την διάρκεια των εορτών του Απόλλωνα στο Άκτιο. Η Ακαρνανική Συμπολιτεία, που αναλάμβανε την διαχείριση των οικονομικών θεμάτων, λάμβανε τα μισά από τα έσοδα των φόρων, και τα άλλα μισά δόθηκαν στην πόλη του Ανακτορίου, της οποίας το Άκτιο αποτελούσε κομμάτι. Επίσης, οι αγοραστές απολάμβαναν και κάποιο είδος εγγύησης για την αγορά των δούλων: η συναλλαγή μπορούσε να θεωρηθεί άκυρη αν αποδεικνυόταν ότι ο δούλος είχε κάποια αναπηρία για την οποία δεν είχε ενημερωθεί ο αγοραστής του.

Κατ’ οίκον ανατροφή: Ίσως φαίνεται παράξενο αλλά κατά τα φαινόμενα οι Έλληνες δεν «ανέτρεφαν» τους δούλους τους, τουλάχιστον κατά την Κλασική Εποχή, αν και ο αριθμός των αναθρεμένων στο σπίτι δούλων φαίνεται να ήταν μεγάλος στην Πτολεμαϊκή Αίγυπτο. Σε ορισμένες περιπτώσεις αυτό ήταν αυτονόητο: τα ορυχεία για παράδειγμα ήταν χώρος όπου διέμεναν αποκλειστικά άνδρες. Από την άλλη υπήρχαν πολλές γυναίκες που εργάζονταν στα σπίτια.

Ο Ξενοφών συμβουλεύει οι άντρες και οι γυναίκες δούλοι να διαμένουν χωριστά ώστε να μην έρχονται στον κόσμο «…παιδιά που γεννήθηκαν και μεγάλωσαν από τους οικόσιτους δούλους μας χωρίς την γνώση και άδειά μας. Γιατί οι τίμιοι δούλοι γενικά αποδεικνύονται πιστότεροι όταν έχουν οικογένεια, ωστόσο οι αλήτες, όταν φτιάχνουν οικογένεια, γίνονται όλο και πιο επιρρεπείς στην πονηριά».

Μια άλλη εξήγηση αποδίδει το φαινόμενο αυτό σε οικονομικούς λόγους: ίσως να ήταν πολύ φτηνότερο να αγοράσει κανείς ένα σκλάβο από το να τον αναθρέψει. Επιπλέον, η γέννα έβαζε την ζωή της μητέρας σε κίνδυνο, ενώ δεν υπήρχε εγγύηση πως το μωρό θα ζήσει μέχρι την ενηλικίωση.

Οι οικογενείς δούλοι συχνά αποτελούσαν προνομιούχο ομάδα. Για παράδειγμα, είχαν την εμπιστοσύνη του κυρίου τους ώστε να πηγαίνουν τα παιδιά του στο σχολείο, ήταν δηλαδή «παιδαγωγοί» με την πρωταρχική έννοια του όρου. Ορισμένοι δε από αυτούς ήταν παιδιά του κυρίου του σπιτιού, ωστόσο σε πολλές πόλεις όπως και στην Αθήνα, το παιδί κληρονομούσε την κοινωνική θέση της μητέρας του.

Θέση στην κοινωνία: Στην αρχαία Ελλάδα απαντώνται διάφορες μορφές δουλείας. Για την ακρίβεια ανάμεσα στον ελεύθερο πολίτη και τον δούλο υπήρχαν διάφορες κατηγορίες πολιτών: οι δουλοπάροικοι, πολίτες που είχαν απολέσει τα πολιτικά τους δικαιώματα, απελεύθεροι, νόθα τέκνα και μέτοικοι. Το κοινό τους στοιχείο ήταν πως δεν κατείχαν πολιτικά δικαιώματα.

Ο Αμερικανός μελετητής Μωυσής Φίνλεϋ πρότεινε τα παρακάτω κριτήρια ώστε να καθορίζεται ο βαθμός ανελευθερίας του ατόμου:

δικαίωμα στην προσωπική περιουσία,
εξουσία πάνω στην εργασία κάποιου άλλου,
εξουσία πάνω στην τιμωρία κάποιου άλλου,
νομικά δικαιώματα και υποχρεώσεις (προστασία απέναντι στην αυθαίρετη σύλληψη και τιμωρία ή το δικαίωμα να καταφεύγει κανείς στα δικαστήρια),
οικογενειακά δικαιώματα και προνόμια (γάμος, κληρονομία κ.ά.),
δυνατότητα αλλαγής κοινωνικής θέσης (απελευθέρωση, πρόσβαση σε πολιτικά δικαιώματα),
θρησκευτικά δικαιώματα και υποχρεώσεις,
στρατιωτικά δικαιώματα και υποχρεώσεις (στρατιωτική θητεία ως υπηρέτης, οπλίτης με ελαφρύ ή βαρύ οπλισμό ή ναύτης).

Η δουλεία στην Αθήνα

Οι σκλάβοι στην Αθήνα αποτελούσαν περιουσία του αφέντη τους (ή του κράτους), που μπορούσε να τους μεταχειριστεί όπως έκρινε σωστό. Μπορούσε να τους δώσει, πουλήσει, νοικιάσει ή κληροδοτήσει. Ένας δούλος μπορούσε να παντρευτεί και να αποκτήσει παιδιά, αλλά μια τέτοια οικογένεια δεν ήταν αναγνωρισμένη από την πολιτεία, και ο κύριός τους μπορούσε να σκορπίσει τα μέλη της αν ήθελε.

Οι δούλοι είχαν ελάχιστα δικαιώματα στις δίκες και πάντα αντιπροσωπεύονταν από τον κύριό τους σε τέτοιες περιστάσεις. Κάποιο παράπτωμα που θα τιμωρούταν με πρόστιμο για έναν ελεύθερο πολίτη, για κάποιο δούλο θα σήμαινε μαστίγωμα. Η αναλογία φαίνεται πως ήταν ένα χτύπημα ανά δραχμή. Με μικροεξαιρέσεις η κατάθεση ενός δούλου δεν είχε νομική ισχύ εκτός κι αν ήταν απόρροια βασανιστηρίων. Οι δούλοι βασανίζονταν σε διάφορες περιστάσεις κατά τη διάρκεια κάποιας δίκης γιατί παρέμεναν πιστοί στον κύριό τους. Διάσημο παράδειγμα πιστού δούλου ήταν ο Πέρσης ακόλουθος του Θεμιστοκλή, ο Σίκιννος (το άκρως αντίθετο του διαβόητου Εφιάλτη), ο οποίος, παρά την περσική καταγωγή του, πρόδωσε τον Ξέρξη και βοήθησε τους Αθηναίους στην Ναυμαχία της Σαλαμίνας.

Παρά τα βασανιστήρια που προαναφέρθηκαν, ο δούλος στην Αθήνα διέθετε κάποιο είδος έμμεσης προστασίας: αν κάποιος τον κακομεταχειριζόταν, ο κύριός του μπορούσε να ξεκινήσει δίκη για βλάβη. Αντιστρόφως, εκείνος ο πολίτης που έδειχνε μεγάλη σκληρότητα απέναντι στον δούλο του μπορούσε να εναχθεί σε δίκη από οποιοδήποτε πολίτη, όχι τόσο από καλοσύνη απέναντι στον δούλο, όσο για να αποφευχθεί η υπερβολή στην βία (ύβρις).

Ο Ισοκράτης υποστήριξε πως ούτε ο πιο άχρηστος δούλος δεν πρέπει να θανατώνεται χωρίς δίκη: η εξουσία του κυρίου απέναντι στον δούλο δεν ήταν απόλυτη όπως όριζε το Ρωμαϊκό Δίκαιο. Οι Νόμοι του Δράκοντα μάλιστα όριζαν τον θάνατο ως τιμωρία για την δολοφονία ενός δούλου. Η κατηγορία απέναντι στον δολοφόνο ενός δούλου δεν ήταν «μήνυση για βλάβη» όπως συνέβαινε π.χ. με τα κοπάδια ζώων, αλλά η ανθρωποκτονία, η οποία απαιτούσε τιμωρία εξαιτίας του μιάσματος που επέφερε στην πόλη το χύσιμο αίματος. Κατά τον 4ο αιώνα ο ύποπτος δικαζόταν από το Παλλάδιον, ένα σώμα που έκρινε περιπτώσεις ακούσιας ανθρωποκτονίας, με την τιμωρία να ήταν αυστηρότερη του απλού προστίμου, αλλά όχι θάνατος, ίσως εξορία όπως συνέβαινε αν λάμβανε χώρα δολοφονία κάποιου μετοίκου.

Ωστόσο οι δούλοι ανήκαν στο σπιτικό του κυρίου τους. Ένας σκλάβος που μόλις κατεύθανε στο σπίτι γινόταν δεκτός με ξηρούς καρπούς και φρούτα, όπως η νεόνυμφη γυναίκα. Οι δούλοι λάμβαναν μέρος στις περισσότερες πολιτικές και οικογενειακές τελετές. Λάμβαναν μάλιστα πρόσκληση συμμετοχής στο δείπνο για τις Χοές, κατά τη δεύτερη μέρα των Ανθεστηρίων, ενώ επιτρεπόταν να λάβουν πρόσκληση στα Ελευσίνια Μυστήρια. Κάποιος δούλος μπορούσε να ζητήσει άσυλο σε ναό ή βωμό, όπως ακριβώς και ο ελεύθερος πολίτης. Επίσης μοιραζόταν τους θεούς του αφέντη του, αλλά μπορούσε να κρατήσει και προσωπικά θρησκευτικά έθιμα αν το επιθυμούσε.

Ένας δούλος δεν μπορούσε να ασκηθεί στην παλαίστρα («Ένας δούλος δεν θα ασκείται ή θα αλείφεται στις σχολές πυγμαχίας». Νόμος που αποδίδεται στον Σόλωνα).

Οι δούλοι δεν είχαν δική τους περιουσία, ωστόσο οι αφέντες τους συχνά τους επέτρεπαν να συγκεντρώνουν χρήματα για να εξαγοράσουν την ελευθερία τους. Επιβιώνουν δε μέχρι τις ημέρες μας μαρτυρίες βάσει των οποίων δούλοι είχαν δικές τους επιχειρήσεις, πληρώνοντας κάποιο σταθερό ποσό στον κύριό τους.

Η Αθήνα επίσης διέθετε ένα νόμο που καθιστούσε απαγορευτικό το χτύπημα ενός δούλου: αν κάποιος βιαιοπραγούσε κατά κάποιου που έμοιαζε με δούλο, κινδύνευε να χτυπήσει κάποιον πολίτη, καθώς πολλοί από αυτούς δεν ντύνονταν και πολύ καλύτερα. Οι υπόλοιποι Έλληνες μάλιστα εντυπωσιάζονταν από το γεγονός ότι οι Αθηναίοι επέτρεπαν στους δούλους τους να αντιμιλούν. Αθηναίοι δούλοι πολέμησαν μαζί με απελεύθερους στην Μάχη του Μαραθώνα και τα μνημεία αναφέρουν ρητά το γεγονός. Επίσης, πριν από την Ναυμαχία της Σαλαμίνας, διατάχθηκε να προστατέψουν οι πολίτες τον εαυτό τους, τις γυναίκες τους, τα παιδιά και τους δούλους τους.

Η σεξουαλική δραστηριότητα των δούλων περιοριζόταν από συγκεκριμένους κανόνες. Για παράδειγμα, ένας δούλος δεν μπορούσε να συνάψει παιδεραστική σχέση με ελεύθερο αγόρι («Ένας δούλος δεν θα είναι εραστής ελεύθερου αγοριού ούτε θα τον ακολουθεί, ειδάλλως θα εισπράττει πενήντα χτυπήματα με μαστίγιο δημοσίως»). Αυτός ο νόμος αποδίδεται στον Σόλωνα.

Οι πατέρες που ήθελαν να προστατεύουν τα παιδιά τους από τους ανεπιθύμητους τους παρείχαν ένα δούλο προστάτη, τον παιδαγωγό, που τα συνόδευε στις μετακινήσεις τους. Οι γιοι νικημένων εχθρών αιχμαλωτίζονταν και συχνά αναγκάζονταν να εργαστούν σε πορνεία, όπως ο Φαίδων από την Ηλεία, ο οποίος μετά από παράκληση του φιλοσόφου Σωκράτη αγοράστηκε και απομακρύνθηκε από ένα τέτοιο μέρος χάρις στους πλούσιους φίλους του τελευταίου. Ο βιασμός δούλων ήταν παράνομος, όπως ακριβώς συνέβαινε και με τους ελεύθερους ανθρώπους.

Η δουλεία για χρέη.

Πριν την απαγόρευσή της από τον Σόλωνα, στην Αθήνα ίσχυε ο θεσμός της υποδούλωσης για χρέη: ένας πολίτης που δεν μπορούσε να ξεπληρώσει τον δανειστή του έχανε την ελευθερία του. Η ακριβής φύση αυτής της έννομης σχέσης αποτελεί έδαφος συζητήσεων ανάμεσα στους σύγχρονους μελετητές: ήταν πράγματι δουλεία ή άλλη μορφή εξάρτησης; Εντούτοις, αυτό το ζήτημα αφορούσε κυρίως τους χωρικούς που ονομάζονταν «ἑκτήμοροι», δηλαδή ανθρώπους που νοίκιαζαν εκτάσεις πλουσίων και δεν μπορούσαν να αποπληρώσουν τους γεωκτήμονες. Θεωρητικά, μπορούσαν να απελευθερωθούν όταν το χρέος τους ξεπληρωνόταν. Με διάφορες παραλλαγές το σύστημα υπήρχε στην Εγγύς Ανατολή και αναφέρεται στη Βίβλο.

Ο Σόλων έβαλε τέλος στο θεσμό αυτό με τη διαβόητη «σεισάχθεια», το χάρισμα των χρεών, που έθεσε τέλος στην πώληση ελεύθερων πολιτών, ακόμη κι εθελοντικά από τους ιδίους. Ο Αριστοτέλης στην «Αθηναίων Πολιτεία» του μεταφέρει ένα από τα ποιήματα του μεγάλου νομοθέτη:

«Και πολλούς άνδρες που η απάτη ή ο νόμος τους πούλησε
Μακρυά από τη θεόκτιστη γη τους, απόβλητοι σκλάβοι
Τους έφερα πίσω στην Αθήνα, ναι, και κάποιους,
Εξόριστοι από την πατρίδα τους μέσω του καταπιεστικού δρόμου του χρέους
Μιλώντας όχι πια την αγαπημένη αθηναϊκή διάλεκτο
Μα που περιπλανώνταν πέρα και μακρυά, τους έφερα και πάλι
Και αυτούς που είχαν πέσει στη δουλεία
Μαζεμένοι κάτω από το αυστηρό βλέμμα του δεσπότη τους, τους απελευθέρωσα».

Παρόλο που η κατάσταση που περιγράφει ο Σόλων θυμίζει την «παραδοσιακή» δουλεία, η δουλεία για χρέη είχε σαν βασική διαφορά το ότι ο υπόδουλος Αθηναίος παρέμενε Αθηναίος, εξαρτημένος από άλλον Αθηναίο, στον τόπο καταγωγής του. Αυτό είναι το γεγονός που εξηγεί γιατί αυτή η κατάσταση ήταν τόσο μισητή κατά τον 6ο αιώνα π.κ.ε. οπότε και δημιουργήθηκε ο νόμος αυτός όχι για να καταργήσει την δουλεία αλλά για να απελευθερώσει τους δούλους από χρέος.

Οι μεταρρυθμίσεις του Σόλωνα άφηναν δύο εξαιρέσεις: ο κηδεμόνας άγαμης γυναίκας που είχε χάσει την παρθενία της είχε το δικαίωμα να την πουλήσει για δούλη, και ένας πολίτης μπορούσε να αφήσει έκθετο ένα ανεπιθύμητο νεογέννητο.

Η δουλεία στη Γόρτυνα.

Στην κρητική πόλη της Γόρτυνας, σύμφωνα με μια συλλογή νόμων που βρέθηκε χαραγμένη σε πέτρα (γνωστή ως«Γορτύνιος Κώδικας») και χρονολογείται τον 6ο αιώνα π.κ.ε. οι δούλοι ήταν απολύτως εξαρτημένοι από τον αφέντη τους. Τα παιδιά τους ανήκαν στον τελευταίο. Ο κύριος ήταν υπεύθυνος για τυχόν αδικήματα που διέπρατταν και, αντιστρόφως, ο ίδιος λάμβανε αποζημιώσεις για εγκλήματα κατά των δούλων του από τρίτους.

Στον κώδικα αυτόν, όπου όλα τα εγκλήματα τιμωρούνται με πρόστιμο, η χρηματική αποζημίωση είναι διπλάσια για δούλους που διέπρατταν πταίσμα ή κακούργημα. Αντιθέτως, ένα αδίκημα κατά σκλάβου τιμωρούταν λιγότερο αυστηρά σε σχέση με εκείνο κατά ελεύθερου ανθρώπου. Για παράδειγμα, ο βιασμός ελεύθερης γυναίκας από δούλο τιμωρούταν με πρόστιμο 200 στατήρων (400 δραχμών), ενώ ο βιασμός μιας μη-παρθένας σκλάβας από άλλο σκλάβο στοίχιζε μόλις έναν οβολό (το ένα έκτο της δραχμής).

Οι δούλοι είχαν το δικαίωμα να διαθέτουν δικό τους σπίτι και κοπάδια, που περνούσαν στους απογόνους τους, όπως και τα είδη ρουχισμού και τα έπιπλά τους. Η οικογένειά τους δεν αναγνωριζόταν από τον νόμο: παντρεύονταν, λάμβαναν διαζύγιο, έφτιαχναν διαθήκη και κληρονομούσαν όπως ακριβώς και οι ελεύθεροι πολίτες.

Η δουλεία στην Σπάρτη.

Οι πολίτες της Σπάρτης, γνωστοί και ως «Ὅμοιοι», έκαναν χρήση των ειλώτων, μιας ομάδας πληθυσμού που ανήκε στο κράτος. Δεν είναι γνωστό κατά πόσο διέθεταν και δούλους που αποτελούσαν προσωπική τους περιουσία. Έχουν σωθεί μαρτυρίες για ανθρώπους που απελευθερώθηκαν από τους Σπαρτιάτες, κάτι που υποτίθεται πως απαγορευόταν για τους είλωτες, ή που πουλήθηκαν εκτός Λακωνίας: ο ποιητής Αλκμάν, ο Φιλόξενος από την Κυθέρεια, ο οποίος αιχμαλωτίστηκε μαζί με όλους τους συμπολίτες του καθώς και οι διάσημες Σπαρτιάτισσες παραμάνες τις οποίες εκτιμούσαν ιδιαίτερα οι Αθηναίοι γονείς.

Ορισμένα κείμενα κάνουν αναφορά τόσο σε δούλους, όσο και σε είλωτες, κάτι που ίσως σημαίνει πως δεν ταυτίζονταν. Ο Ψευδοπλάτων στο έργο «Ἀλκιβιάδης Α’» αναφέρει την «κατοχή σκλάβων και αξιοσημείωτα ειλώτων» από τους εύπορους Σπαρτιάτες, ενώ ο Πλούταρχος γράφει για «δούλους και είλωτες». Τέλος, σύμφωνα με τον Θουκυδίδη, ο διακανονισμός που έβαλε τέλος στην επανάσταση των ειλώτων του 464 π.κ.ε. ανέφερε πως οποιοσδήποτε Μεσσήνιος επαναστάτης που θα ανακαλυπτόταν στην Πελοπόννησο επρόκειτο να γίνει «δούλος εκείνου που τον αιχμαλώτισε», κάτι που καταδεικνύει πως η κατοχή προσωπικών δούλων δεν ήταν παράνομη εκείνη την περίοδο.

Αρκετοί ιστορικοί καταλήγουν πως προσωπικοί δούλοι χρησιμοποιήθηκαν πράγματι στην Σπάρτη, τουλάχιστον μετά την νίκη των Λακεδαιμονίων απέναντι στους Αθηναίους το 404 π.κ.ε. ωστόσο δεν ήταν πολυάριθμοι και ανήκαν μονάχα στους πιο εύπορους. Όπως συνέβαινε και στις άλλες πόλεις, οι δούλοι αυτοί αγοράζονταν ή αιχμαλωτίζονταν στον πόλεμο.

Η σκλαβιά και οι σκλάβοι (μεταγενέστερη λέξη).

Η λέξη σκλαβιά που χρησιμοποιείται συχνά ως συνώνυμο, όπως και οι λέξεις για την δουλεία σε άλλες γλώσσες, π.χ. slavery, enslavage και Sklaverei, προήλθαν από την βυζαντινή λέξη Σκλαβηνός<Σλαβηνός<Σλάβος<Σλαύος. Πιθανόν σύμφωνα με πολλούς ειδικούς, αλλά όχι όλους, οι Βυζαντινοί να έδωσαν σε ορισμένες εθνότητες τον χαρακτηρισμό Σλάβοι, επειδή τα ονόματά τους είχαν συνήθως την κατάληξη –σλαβ (π.χ. Στανισλάβ).

Στην συνέχεια, η λέξη «σκλαβηνός» και «σκλάβος» πιθανολογείται ότι έγινε συνώνυμο του δούλου (μια λάθος διατύπωση του ιερού θεσμού δούλος στην αρχαία Ελλάδα με το σκλάβος), επειδή πολλοί Σλάβοι υποδουλώθηκαν από γερμανικές φυλές, αλλά κυρίως επειδή οι μουσουλμάνοι της ιβηρικής Χερσονήσου χρησιμοποιούσαν αυτή την λέξη (αραβ. Ṣaqālibah) για να διακρίνουν τους Ευρωπαίους δούλους τους από τους υπόλοιπους, όπως αργότερα οι Αμερικανοί ονόμαζαν τους Αφρικανούς σκλάβους (κι όχι δούλους) τους νέγρους.

Η δουλεία εξακολουθεί να παρατηρείται και σήμερα με διάφορες μορφές, κυρίως σε βάρος γυναικών (εξαναγκαστική πορνεία), παιδιών (επαιτεία, κακοποίηση, εργασία) και σπανιότερα ανδρών (εκμετάλλευση αιχμαλώτων πολέμου σε μερικά αφρικανικά κράτη.

Μορφή δουλείας αποτελεί σήμερα και η δουλειά σε οποιαδήποτε χώρα στηρίζει την οικονομία της στο σοσιαλιστικό/μαρξιστικό οικονομικό σύστημα, λόγω της a priori εκμετάλλευσης της υπεραξίας των εργαζομένων, ενώ πολλοί ταυτίζουν την δουλεία και με άλλες σκληρές, όμως σχετικά ηπιότερες μορφές εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο -π.χ. της δουλοπαροικίας.

Μορφή δουλείας συνιστά κατά κάποιους και η σύγχρονη ποινή της προσωποκράτησης για οφειλές όπως και τα καταναγκαστικά έργα, στα οποία αρκετές χώρες υποβάλουν τους καταδίκους τους. Γενικά, ως δουλεία μπορεί -με την ευρύτερη έννοια της χρήσης των ατόμων- να θεωρηθούν όλες οι διάδοχες καταστάσεις οικονομικής εκμετάλλευσης και υποβιβασμού κοινωνικών ομάδων, αλλά οι περισσότεροι θεωρούν ότι η κυριολεκτική χρήση του όρου δουλεία προϋποθέτει την νόμιμη ή εθιμική αφαίρεση της ιδιότητας του υποκειμένου και την μετατροπή του ατόμου σε αντικείμενο (res) του νόμου.

Απελευθέρωση.

Η πρακτική της απελευθέρωσης δούλων αποδεδειγμένα ακολουθήθηκε στην Χίο από τον 6ο αιώνα π.κ.ε. Ίσως και να ανάγεται σε παλαιότερη περίοδο, μιας και δεν περιελάμβανε γραφειοκρατία, αλλά γινόταν προφορικά. Ανεπίσημες απελευθερώσεις έλαβαν επίσης χώρα και κατά την κλασική περίοδο. Αρκούσε να υπάρχουν μάρτυρες, που θα συνόδευαν τον πολίτη στην δημόσια απελευθέρωση του δούλου του, είτε σε κάποιο θέατρο είτε μπροστά σε κάποιο δικαστικό σώμα. Αυτή η πρακτική απαγορεύτηκε στην Αθήνα για λόγους κοινωνικής ηρεμίας.

Ωστόσο σαν φαινόμενο έγινε σύνηθες κατά τον 4ο αιώνα π.κ.ε. όπως μαρτυρούν επιγραφές που βρέθηκαν στους Δελφούς και την Δωδώνη. Οι περισσότερες χρονολογούνται τον 2ο και τον 1ο αιώνα π.κ.ε. καθώς και τον 1ο αιώνα μ.κ.ε. Η ομαδική απελευθέρωση ατόμων ήταν επίσης εφικτή. Γνωστό παράδειγμα είναι μια σχετική περίπτωση στη Θάσο κατά τον 2ο αιώνα π.κ.ε. Κατά πάσα πιθανότητα έλαβε χώρα ενώ μαινόταν πόλεμος, με στόχο την ανταμοιβή των δούλων εκείνων για την πίστη τους.

Εντούτοις οι περισσότερες μαρτυρίες αφορούν απελευθέρωση κάποιου δούλου σύμφωνα με επιθυμία του αφέντη του (άνδρα κυρίως, αλλά και γυναίκας κατά την ελληνιστική περίοδο). Συνήθως απαιτούταν από τον δούλο να καταβάλλει ένα χρηματικό ποσό ίσο με την αξία πώλησής του. Για να το πράξει μπορούσε να κάνει οικονομίες ή να πάρει δάνειο («ἔρανος») από τον κύριό του ή ένα φίλο ή αν επρόκειτο για παλλακίδα από κάποιον πελάτη, με διάσημο παράδειγμα την εταίρα Νέαιρα.

Η απελευθέρωση επίσης μπορεί να είχε θρησκευτικό χαρακτήρα, οπότε και θεωρούταν ότι ο δούλος πωλήθηκε σε κάποια θεότητα, συχνά στον Απόλλωνα στους Δελφούς, ή αφιερωνόταν μετά την απελευθέρωσή του. Ο ναός θα λάμβανε μέρος της χρηματικής συναλλαγής και θα εγγυόταν για τη συμφωνία. Επίσης η συναλλαγή μπορούσε να μην έχει καμία σχέση με το θείο, οπότε και οι άρχοντες της πόλης έπαιζαν τον ρόλο του εγγυητή.

Η νέα αυτή ελευθερία του ατόμου μπορούσε να είναι ολική ή μερική, ανάλογα με την επιθυμία του πρώην αφέντη. Στην πρώτη περίπτωση, ο απελεύθερος ήταν προστατευμένος από τον νόμο απέναντι σε κάθε προσπάθεια νέας υποδούλωσης -για παράδειγμα από τους κληρονόμους του πρώην κυρίου. Στην δεύτερη περίπτωση, ο απελεύθερος είχε μια σειρά από υποχρεώσεις απέναντι στον αφέντη του. Το πιο δεσμευτικό συμβόλαιο ήταν αυτό της «παραμονής», ένα είδος δουλείας περιορισμένης διάρκειας κατά την οποία ο κύριος εξακολουθούσε να έχει πρακτικά καθολικά δικαιώματα.

Από την πλευρά του κράτους, ο απελεύθερος δούλος απείχε πολύ σε θέση από εκείνον τον πολίτη που γεννήθηκε ελεύθερος. Όπως διαφαίνεται από τις προτάσεις στους «Νόμους» του Πλάτωνα, είχε διάφορα είδη υποχρεώσεων: παρουσία τρεις φορές τον μήνα στο σπίτι του παλαιού κυρίου, απαγόρευση του να γίνει πλουσιότερος από εκείνον κ.ά. Στην πραγματικότητα οι απελεύθεροι ήταν εγγύτερα στους μετοίκους, τους ξένους δηλαδή που διέμεναν στην πόλη, οι οποίοι ήταν μεν ελεύθεροι αλλά δεν είχαν πολιτικά δικαιώματα.

Συνθήκες διαβίωσης

Είναι δύσκολο γενικά να εκτιμηθούν οι συνθήκες διαβίωσης των Ελλήνων δούλων. Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, η καθημερινότητα τους μπορεί να συνοψιστεί σε τρεις λέξεις: «δουλειά, πειθαρχία και τροφή». Η συμβουλή του Ξενοφώντα είναι να χειρίζεται κανείς τους δούλους του σαν οικόσιτα ζώα, δηλαδή να τιμωρεί τις αταξίες τους και να επιβραβεύει την καλή τους συμπεριφορά. Από την πλευρά του ο Αριστοτέλης θεωρεί πως το σωστό είναι να χειρίζεται κανείς τους δούλους του όπως ακριβώς και τα παιδιά. Να μη δίνει μοναχά εντολές, αλλά και συστάσεις, καθώς ο δούλος είναι ικανός να καταλάβει τις αιτίες των πραγμάτων όταν δίνονται εξηγήσεις.

Η ελληνική γραμματεία είναι γεμάτη από σκηνές δούλων που τιμωρήθηκαν με μαστίγωμα. Ήταν ένας τρόπος για να εξαναγκαστούν να δουλέψουν, όπως και ο αυστηρός έλεγχος της τροφής, της ένδυσης και των ωρών ανάπαυσης. Τον βαθμό αυτού του εξαναγκασμού καθόριζε ο αφέντης ή ο επόπτης, ο οποίος ίσως ήταν και ο ίδιος δούλος. Έτσι, στην αρχή του κειμένου των «Ἱππέων» του Αριστοφάνη, δύο δούλοι παραπονιούνται για τα χτυπήματα χωρίς έλεος που δέχονται από τον νέο τους επόπτη.

Οι συνθήκες διαβίωσης των δούλων παρουσίαζαν μεγάλη ποικιλία ανάλογα με το κοινωνικό τους στάτους: οι εργάτες στα μεταλλεία του Λαυρίου και οι πόρνες ζούσαν υπό απάνθρωπες συνθήκες, ενώ οι δούλοι του κράτους, οι τεχνίτες, οι έμποροι και οι αργυραμοιβοί απολάμβαναν σχετική ανεξαρτησία. Με αντάλλαγμα ένα χρηματικό ποσό, την «ἀποφορά», το οποίο και κατέβαλλαν στον αφέντη τους, μπορούσαν να ζουν και να εργάζονται χωρίς επόπτη. Έτσι μπορούσαν να συγκεντρώσουν δικά τους χρήματα, αρκετά ορισμένες φορές για να εξαγοράσουν την ελευθερία τους. Η πιθανότητα της απελευθέρωσης ήταν πράγματι ισχυρό κίνητρο, ωστόσο η πραγματική του έκταση είναι δύσκολο να εκτιμηθεί.

Οι αρχαίοι συγγραφείς ήταν της άποψης ότι οι δούλοι στην Αττική απολάμβαναν «παραδόξως πολλά προνόμια». Ο Ξενοφών αναλύει τις ελευθερίες που απολάμβαναν οι Αθηναίοι στην Αθήνα: «Όσο για τους δούλους και μετοίκους των Αθηνών, έχουν τη μεγαλύτερη ελευθερία: δεν μπορείς έτσι απλά να τους χτυπήσεις και δεν στέκονται στο πλάι για να σε αφήσουν να περάσεις».

Αυτή η κατά τα φαινόμενα καλή αντιμετώπιση δεν εμπόδισε 20.000 Αθηναίους δούλους να το σκάσουν στο τέλος του Πελοποννησιακού Πολέμου μετά από την υποκίνηση των Λακεδαιμονίων στρατιωτών που βρίσκονταν στη Δεκέλεια της Αττικής. Μάλιστα πρέπει να ήταν άξιοι χειροτεχνίτες, ίσως και να ανήκαν στη μερίδα εκείνων που απολάμβαναν την αξιοπρεπέστερη μεταχείριση. Ο τίτλος μιας κωμωδίας του 4ου αιώνα από τον Αντιφάνη, ο «Δραπεταγωγός» αφήνει να εννοηθεί πως η απόδραση δούλων δεν ήταν ασυνήθιστο φαινόμενο.

Αντιστρόφως, η απουσία μιας επανάστασης δούλων μεγάλης κλίμακας, ανάλογη με εκείνη του Σπάρτακου στην Ιταλία, πιθανώς εξηγείται από την διασπορά των σκλάβων των Ελλήνων, κάτι που εμπόδιζε την οργάνωσή τους. Ο Σπάρτακος (Spartacus‎‎) ήταν μονομάχος Θρακικής καταγωγής («του γένους του ελληνικώτερος»), αρχηγός της εξέγερσης των δούλων εναντίον της Ρωμαϊκής Δημοκρατίας. Σχεδόν όλες οι γνώσεις μας για τον Σπάρτακο περιορίζονται στα γεγονότα της επανάστασης που ηγήθηκε, γνωστής και ως Τρίτος Δουλικός Πόλεμος ή Πόλεμος των Μονομάχων ή Σπαρτάκειος Πόλεμος (73 π.κ,ε.-71 π.κ.ε.).

Η επανάσταση του Σπάρτακου είναι μία από τις μεγαλύτερες και μαζικότερες εξεγέρσεις της αρχαιότητας. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με την τραγική της κατάληξη, ενέπνευσε πολλά κινήματα αλλά και διανοούμενους και καλλιτέχνες κατά την διάρκεια των αιώνων, πολλοί εκ των οποίων ερμήνευσαν ποικιλοτρόπως το χαρακτήρα της επανάστασης, άλλοι δε χρησιμοποίησαν και το όνομα του Σπάρτακου για να δηλώσουν την ριζοσπαστικότητα των ενεργειών τους.

Η επανάσταση του Σπάρτακου θεωρείται η μεγαλύτερη επανάσταση δούλων της ρωμαϊκής Ιστορίας. Αν και εν τέλει πνίγηκε στο αίμα, η έκταση που έλαβε και η αναστάτωση που προκάλεσε στην καρδιά, μάλιστα, της ρωμαϊκής επικράτειας, προβλημάτισε την ρωμαϊκή άρχουσα τάξη που έλαβε κάποια μέτρα για την αποφυγή παρόμοιων καταστάσεων στο μέλλον. Πιο συγκεκριμένα περιορίστηκε ο αριθμός των δούλων που προέρχονταν από αιχμαλώτους πολέμου και αυξήθηκε ο αριθμός των δούλων που γεννιόντουσαν από δούλους γονείς. Και αυτό, επειδή οι αιχμάλωτοι πολέμου έχοντας εμπειρία ελεύθερης ζωής ήταν πιο απείθαρχοι και επιρρεπείς σε ανταρσίες και στάσεις. Από την άλλη, αποφεύγονταν οι μεγάλες συγκεντρώσεις σκλάβων στην ύπαιθρο.

Επίσης μια έμμεση συνέπεια ήταν μια σχετική έκτοτε βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης των δούλων. Πολλοί από τους αιχμαλώτους πολέμου, που ήταν μορφωμένοι ή κατείχαν αξιώματα στον τόπο καταγωγής τους, αξιοποιούνταν σε ανάλογα πόστα, κάποιες φορές απελευθερώνονταν και γενικά τύγχαναν καλύτερης μεταχείρισης συγκριτικά με τους υπόλοιπους. Βέβαια δεν μειώθηκε ο αριθμός των σκλάβων, απλώς βρέθηκαν κάποιοι τρόποι για μία πιο ακίνδυνη (για τους Ρωμαίους) εκμετάλλευσή τους.

Οι επαναστάσεις σκλάβων ήταν σπάνιες, όπως ήταν και στην Ρώμη ή στον αμερικανικό νότο. Μεμονωμένες αποστασίες δούλων ενάντια στον αφέντη τους, αν και αραιές, λάμβαναν πράγματι χώρα. Ένας δικανικός λόγος αναφέρει την απόπειρα δολοφονίας ενός πολίτη από τον δούλο του, ένα αγόρι όχι μεγαλύτερο των 12 ετών.

Απόψεις για την δουλεία στην αρχαία Ελλάδα.

Ελάχιστοι συγγραφείς της αρχαιότητας καταφέρονται κατά της δουλείας. Για τον Όμηρο και τους προκλασικούς συγγραφείς, η δουλεία ήταν αναπόφευκτη συνέπεια του πολέμου. Ο Ηράκλειτος λέει χαρακτηριστικά: «Ο πόλεμος είναι ο πατέρας όλων… μετατρέπει ορισμένους σε δούλους και σ’ άλλους χαρίζει την ελευθερία».

Κατά την κλασική εποχή, την ύπαρξη της δουλείας δικαιολογούσαν οι οικονομικές συνθήκες. Από ηθικής πλευράς, ταυτόχρονα ξεπηδούσε και η ιδέα της «φυσικής δουλείας». Ο Αισχύλος αναφέρει στους «Πέρσες» πως «οι Έλληνες δεν αποκαλούνται από κανέναν δούλοι ή υποτελείς», ενώ οι Πέρσες, όπως αναφέρει ο Ευριπίδης στην «Ἑλένη», είναι «όλοι τους δούλοι με εξαίρεση έναν», εννοώντας τον Μεγάλο Βασιλιά. Την ιδέα αυτή μελετά ο Ιπποκράτης στα τέλη του 5ου αιώνα π.κ.ε. Ο τελευταίος ήταν της άποψης ότι το εύκρατο κλίμα της Μικράς Ασίας παρήγαγε ανθρώπους φιλήσυχους και δουλοπρεπείς.

Την εξήγηση αυτή υιοθετεί ο Πλάτων, αλλά και ο Αριστοτέλης στα «Πολιτικά» του, όπου και αναλύει την ιδέα της «φυσικής δουλείας» καθώς, «Εκείνος που μπορεί να δει μακρυά με το μυαλό του είναι από την φύση του ηγεμόνας και από την φύση του αφέντης, και εκείνος που μπορεί να πραγματοποιήσει πράγματα με το σώμα είναι υποτακτικός και από την φύση του δούλος». Σε αντίθεση με τα ζώα, ο δούλος αντιλαμβάνεται πράγματα με την λογική, αλλά δεν μπορεί να τα αμφισβητεί και να τα επεξεργάζεται.

Παράλληλα, η ιδέα ότι όλοι οι άνθρωποι, είτε ήταν Έλληνες είτε βάρβαροι, ανήκαν στην ίδια φυλή αναπτύχθηκε από τους σοφιστές. Κατ’ επέκταση ορισμένοι άνθρωποι ήταν δούλοι ενώ είχαν την ψυχή ελεύθερου ανθρώπου και αντιστρόφως. Ο ίδιος ο Αριστοτέλης αναγνώριζε αυτή την λογική και θεωρούσε πως η δουλεία δεν μπορούσε να επιβληθεί παρά μόνον όταν ο κύριος ήταν καλύτερος του υποτακτικού του, σε αρμονία με τη θεωρία του για τη «φυσική δουλεία».

Οι σοφιστές κατέληγαν πως η πραγματική δουλεία δεν είχε να κάνει με την κοινωνική θέση, αλλά ήταν θέμα καθαρά του πνεύματος. Έτσι, όπως το έθεσε ο Μένανδρος, «να είσαι ελεύθερος στο πνεύμα, παρόλο που είσαι δούλος: κι έτσι απλά θα πάψεις να είσαι δούλος». Αυτή η ιδέα, την οποία επανέλαβαν οι στωικοί και οι επικούρειοι, δεν ήταν τόσο απόρριψη της πρακτικής της δουλείας όσο εκλογίκευσή της.

Οι Έλληνες δεν μπορούσαν να αντιληφθούν μια κοινωνία δίχως δούλους. Οι τελευταίοι υπάρχουν ακόμη και στη Νεφελοκοκκυγία στις «Ὄρνιθες» του Αριστοφάνη, όπως και στην ιδανική πολιτεία που περιγράφει ο Πλάτων στους «Νόμους» και την «Πολιτεία» του. Οι ουτοπικές πόλεις που περιγράφουν οι Φαλέας ο Χαλκηδόνιος και ο Ιππόδαμος ο Μιλήσιος βασίζονται στην ίση κατανομή της περιουσίας, αλλά οι δημόσιοι δούλοι χρησιμοποιούνται ως τεχνίτες και αγρότες.

Οι «ανεστραμμένες κοινωνίες» έθεταν τις γυναίκες στην εξουσία ή ευαγγελίζονταν την ίση κατανομή των αγαθών, όπως στην «Λυσιστράτη» και τις «Ἐκκλησιάζουσες», αλλά δεν εμφανίζουν ποτέ τους δούλους κύριους των αφεντάδων τους. Οι μόνες κοινωνίες χωρίς δούλους ήταν αυτές του Χρυσού Αιώνος όπου όλες οι ανάγκες είχαν καλυφθεί. Στο είδος αυτό της κοινωνίας, όπως εξηγεί ο Πλάτων, ο καθένας μάζευε γενναιόδωρα καρπούς χωρίς να σπέρνει. Στους «Ἀμφικτύονες» ο Τηλεκλείδης αναφέρει κριθαρένια καρβέλια να φιλονικούν με το σταρένιο ψωμί για την τιμή να γίνουν τροφή των ανθρώπων. Επιπλέον τα αντικείμενα κινούνται μόνα τους: η ζύμη ζυμώνεται μόνη της και η κανάτα χύνει μόνη το περιεχόμενό της. Με τον τρόπο αυτό η κοινωνία δίχως σκλάβους κινείται σε άλλη διάσταση. Στην «κανονική» κοινωνία, οι δούλοι είναι απαραίτητοι.

Σύγχρονες απόψεις.

Η δουλεία παρατηρήθηκε ως «εθιμικό δίκαιο» σε όλους τους πολιτισμούς του κόσμου από τους προϊστορικούς χρόνους, όχι όμως και στις πρωτόγονες κοινωνίες, γιατί σε αυτές αρχικά δεν υπήρχε κοινωνική διαστρωμάτωση ή τάξεις. Ως φαινόμενο πρωτοεμφανίστηκε συστηματικά μόνον όταν ο άνθρωπος άρχισε να αποκτά μόνιμη εγκατάσταση και να καλλιεργεί την γη ή να αναπτύσσει τέχνες.

Η δουλεία πήγασε από την ανάγκη εξεύρεσης εργατικού και αγροτικού δυναμικού, αλλά εξυπηρετούσε, παράλληλα, και άλλες ανάγκες. Συνήθως εφαρμοζόταν ως άγραφο «πολεμικό δίκαιο» και ήταν η μοίρα των ηττημένων αλλοεθνών, όμως συχνά εφαρμοζόταν και σε βάρος ατόμων της ίδιας φυλής για αδικήματα που σήμερα θα ενέπιπταν στο ποινικό ή αστικό δίκαιο, όπως της κλοπής ή των χρεών.

Η υποδούλωση των ανθρώπων θεωρείτο επί δεκάδες αιώνες μια απόλυτα νόμιμη κατάσταση, κατά την οποία δούλοι ή σκλάβοι γίνονταν συνήθως οι υγιείς και αρτιμελείς αιχμάλωτοι πολέμου, καθώς και οι αστικοί ή αγροτικοί πληθυσμοί που αυτοί υπερασπίζονταν. Μετά την υποδούλωσή τους, αντιμετωπίζονταν ως οικόσιτα ζώα ή αντικείμενα και παράλληλα ως εχθροί.

Η τελευταία ιδιότητα έπαιζε καθοριστικό ρόλο στην μεταχείρισή τους, γιατί νομιμοποιούσε την σκληρή εργασία μέχρι θανάτου ή την ατίμωση των γυναικών -ήταν «ζωντανοί εχθροί» που τους είχε χαριστεί η ζωή και αυτή ανήκε πλέον ισοβίως στον κυρίαρχο. Επιπλέον, ως εχθροί θα έπρεπε να εξοντωθούν σωματικά και ηθικά. Τα παιδιά τους αντιμετωπίζονταν επίσης ως «παιδιά του εχθρού» και ως εν δυνάμει απειλή εκτός και αν ενσωματώνονταν πλήρως στην κυρίαρχη κοινωνία.

Η προδιαγεγραμμένη μοίρα των ηττημένων έκανε πολλούς πολεμιστές και αμάχους να αυτοκτονούν προτού συλληφθούν αιχμάλωτοι. Αν ζούσαν, στο εξής δεν θα είχαν το δικαίωμα να φύγουν από το σπίτι ή το αγρόκτημα του αφέντη τους, να παντρευτούν, να κάνουν παιδιά (αν έκαναν, ανήκαν κι αυτά στον κύριό τους ως έμψυχα αντικείμενα ή ως άψυχα περιουσιακά στοιχεία), δεν θα μπορούσαν να αγοράσουν ή να πουλήσουν οτιδήποτε, να διεκδικήσουν νερό, φαγητό ή ιατρική περίθαλψη, να αποκτήσουν οποιοδήποτε περιουσιακό στοιχείο οι ίδιοι, να αμυνθούν σε περίπτωση επίθεσης, να δηλώσουν ότι δεν αναγνωρίζουν αφέντη, να εκφράσουν οποιαδήποτε προσωπική άποψη πολιτική ή θρησκευτική και να αναζητήσουν προστασία σε περίπτωση που τους βασάνιζε εκείνος που νεμόταν κυριολεκτικά την κυριότητά τους.

Στον απόλυτο εξευτελισμό οδηγούνταν πιο εύκολα όσοι και όσες ανήκαν σε άλλη φυλή ή θρησκεία, ως αποτέλεσμα του ρατσισμού, αλλά και του γεγονότος ότι ειδικά οι ξένοι με διαφορετικό χρώμα ή χαρακτηριστικά, ξεχώριζαν εύκολα και ήταν αδύνατον να περάσουν απαρατήρητοι σε περίπτωση που δραπέτευαν. Η μοναδική τους επιλογή ήταν η υποταγή, γιατί οι διάφορες κοινωνίες νομιμοποιούσαν ανέκαθεν την δουλεία με διάφορες θεωρίες φυσικής κατωτερότητας ορισμένων κοινωνικών ομάδων.

Η δουλεία στην αρχαία Ελλάδα καταδικάστηκε πολλές φορές από τους χριστιανούς. Αλλά στην Βίβλο γίνονται πολλές αναφορές στην δουλεία, όπως και στην μαζική δουλεία, δηλαδή την αιχμαλωσία των Εβραίων στην Αίγυπτο. Στον Κώδικα του Χαμουραμπί που συντάχθηκε στην Μεσοποταμία το 1780 π.κ.ε. υπήρχαν πάνω από 30 νομικά άρθρα που ρύθμιζαν τα θέματα της δουλείας, όπως π.χ. το πρόστιμο που κατέβαλε όποιος ελεύθερος πολίτης σκότωνε τον δούλο ή την δούλα κάποιου άλλου, τι πλήρωνε αν η δούλα ήταν έγκυος, την τιμωρία όποιου έδινε άσυλο σε δραπέτη δούλο, την τιμωρία του δούλου που αμφισβητούσε τον αφέντη του κλπ.

Στις αρχαίες αλλά και μεσαιωνικές κοινωνίες το πρόστιμο δεν είχε την ελαφρότητα της σημερινής έννοιας, αλλά αποτελούσε τη βασική ποινή για πολλά εγκλήματα, όχι μόνον εις βάρος δούλων αλλά και ελευθέρων. Αν, για παράδειγμα, στο βασίλειο των Λογγοβάρδων κάποιος σκότωνε ελεύθερο πολίτη πλήρωνε 300 solidi και αν σκότωνε ημιελεύθερο πλήρωνε 150: η ανθρώπινη ζωή εκτιμάτο σε χρήμα ούτως ή άλλως.

Επίσης, οι περισσότερες κοινωνίες δεν έκριναν ειδικά κατά την αρχαιότητα σκόπιμο να διαθέτουν μεγάλες φυλακές για ποινικά αδικήματα (οι περισσότερες δεν είχαν ούτε καν μικρές) και θεωρούσαν παράλογο να συντηρούν στρατόπεδα αιχμαλώτων. Κατά συνέπεια, οι νικητές ενός πολέμου είχαν για την εποχή τους μόνον δύο λογικές επιλογές μετά την οριστικοποίηση της ήττας των αντιπάλων τους: είτε να τους εκτελέσουν, είτε να τους υποδουλώσουν.

Πολλές φορές πάντως, εφαρμοζόταν μεταξύ των εμπολέμων και το έθιμο της ανταλλαγής δούλων, που ήταν αντίστοιχο της σύγχρονης ανταλλαγής αιχμαλώτων. Σε σπάνιες περιπτώσεις, παρατηρείτο και το φαινόμενο της ελευθέρωσης αιχμαλώτων ή δούλων από την γενναιοδωρία του νικητή ή από σκοπιμότητα.

Σε μερικές περιοχές του κόσμου, η δουλεία πήγασε και από τον κανιβαλισμό που ασκούσαν ορισμένες φυλές και οι οποίες έβλεπαν τους άλλους ανθρώπους ως λεία. Όταν οι ηττημένοι ήταν πολλοί, κρατούνταν ως δούλοι μέχρι να έρθει η ώρα να καταναλωθούν ως τροφή ή να χρησιμοποιηθούν σε ανθρωποθυσίες.

Στην Αφρική, η δουλεία πήγασε από την ανάγκη κάποιων φυλών να υπερτερούν αριθμητικά. Βασικό κίνητρο για πόλεμο και αρπαγή ανθρώπων από άλλες κοινότητες ήταν δηλαδή η ενίσχυση της φυλής του νικητή –οι δούλοι προστίθεντο δηλαδή στην κυρίαρχη κοινότητα και ειδικά οι γυναίκες και τα παιδιά ενσωματώνονταν σε αυτήν πολύ γρήγορα ή και αυτομάτως. Αυτό διάρκεσε στην αφρικανική ήπειρο μέχρι την άφιξη των Ευρωπαίων και των Ασιατών (κυρίως Αράβων) εμπόρων και την έναρξη του συστηματικού δουλεμπορίου, όπου πλέον ο δούλος αποτελούσε ξένο σώμα στην κοινωνία των λευκών και αντικείμενο προς χρήση.

Καθώς οι οικονομίες πάντως στηρίζονταν όλο και περισσότερο στην φτηνή παροχή εργατικού δυναμικού και η ανάπτυξή τους εξαρτιόταν από την εργασία των δούλων, όλο και συχνότερα ξεκινούσαν πόλεμοι σε διάφορες περιοχές του κόσμου, με αποκλειστικό στόχο την υποδούλωση ενός ανίσχυρου λαού ή φυλής και την αρπαγή του μικρού πληθυσμού της για να υπαχθεί στο εργατικό δυναμικό του νικητή.

Σε διάφορους πολιτισμούς, πάντως, δούλοι ή σκλάβοι γίνονταν πάρα πολλοί άνθρωποι και με συγκριτικά ειρηνικά μέσα ή πάντως σε καιρό ειρήνης. Σε αυτή την χαμηλή κοινωνική θέση έπεφταν εκείνοι που όφειλαν χρήματα τα οποία δεν μπορούσαν να εξοφλήσουν (και αντιμετωπίζονταν ως κλέφτες) ή όσοι υπέπιπταν σε διάφορα σοβαρά για την εποχή αδικήματα. Έπρεπε τότε ουσιαστικά να πουλήσουν τον εαυτό τους ή να διαπραγματευτούν την προσωπική ελευθερία τους πουλώντας την γυναίκα ή τα παιδιά τους.

Ο δούλος μπορούσε να τιμωρηθεί σε όποιον βαθμό ενέκρινε ο ιδιοκτήτης ή αφέντης του. Μερικές φορές οι δούλοι ελευθερώνονταν αν κάποιος εξαγόραζε την ελευθερία τους, αλλά αυτό ήταν σπάνιο.

Μερικές φορές επίσης οι άνθρωποι ενοικιάζονταν, με την έννοια ότι συμφωνούσαν για οικονομικούς λόγους να μείνουν δούλοι για 3 ή 5 χρόνια, κάτι που εκφραζόταν και με κλάσματα, δηλαδή συμφωνείτο κάποιος να ανήκει στον κύριό του κατά το ¼, γεγονός που σήμαινε ότι έπρεπε να δουλεύει για εκείνον 3 μήνες τον χρόνο. Με το σύστημα του «δανεισμού» των εαυτών τους μετανάστευσαν στην Αμερική πολλοί Ευρωπαίοι κατά την αποίκισή της, αφού πήγαν εκεί ως δουλοπάροικοι με συμφωνία 4ετους εργασίας για τους «δεσπότες» τους -ήταν η πληρωμή του εισιτηρίου για το διατλαντικό ταξίδι.

Στην αρχαιότητα και στον Μεσαίωνα πάντως, οι άνθρωποι υποδουλώνονταν ισοβίως, γιατί μόνον οι συγγενείς είχαν την πολυτέλεια να γίνονται δούλοι για περιορισμένο ορισμένο χρονικό διάστημα. Στην Μεσοποταμία επιτρεπόταν να κρατήσει κάποιος ως δούλο τον αδελφό του μόνον για 5 ή 6 χρόνια, ακόμα και αν του όφειλε χρήματα.

14ος αιώνας

Οι δούλοι συνέχιζαν να υπάρχουν και εξακολουθούσαν να θεωρούνται περιουσιακά στοιχεία. Μεγάλη εισροή δούλων σημειώθηκε τον 14ο αιώνα εξαιτίας του Μαύρου Θανάτου, δηλαδή της επιδημίας πανώλης του 1350. Η πείνα -που ήταν αποτέλεσμα κακών σοδειών και άλλων παραγόντων, όπως της υπερκαλλιέργειας- το 1315 όπως και η μεγάλη επιδημία πανώλης λίγες δεκαετίες μετά, αποδεκάτισαν τον πληθυσμό της Ευρώπης.

Αυτή η τραγική κατάσταση είχε σαν αποτέλεσμα να μείνουν ακατοίκητες μεγάλες εκτάσεις και να δημιουργηθεί ανάγκη για εργατικά χέρια, οπότε οι όροι διαπραγμάτευσης με τους χωρικούς που είχαν επιβιώσει άλλαξαν ριζικά προς το καλύτερο για τους αγρότες. Όμως αυξήθηκε η ανάγκη για φτηνό εργατικό δυναμικό και τότε το δουλεμπόριο γνώρισε νέα ακμή. Οι δούλοι έφταναν στην Ευρώπη από την Ασία και την Αφρική.

Η πανώλη και διάφορες επιδημίες υψηλής νοσηρότητας συνέχισαν να επανεμφανίζονται σχεδόν σταθερά κάθε 20-30 χρόνια και σάρωναν την Ευρώπη, γιατί δεν είχε βελτιωθεί καθόλου το υγειονομικό τοπίο. Έτσι ο αγροτικός/αστικός πληθυσμός κατά καιρούς μειωνόταν κατακόρυφα και η ανάγκη για νέους δούλους ανανεωνόταν διαρκώς.

15ος, 16ος και 17ος αιώνας

Στην Οθωμανική αυτοκρατορία, οι δούλοι πολλαπλασιάστηκαν και οι συνθήκες ζωής για όλους τους υποταγμένους λαούς ήταν εξαιρετικά δύσκολες, ειδικά στον αγροτικό τομέα. Την ίδια εποχή άρχισε στην Ευρώπη νέα εισαγωγή δούλων, αυτή την φορά σωρηδόν από την Αφρική. Το γεγονός ότι ήταν μαύροι στο χρώμα επιδείνωνε την θέση τους, επειδή ήταν δύσκολο να διαφύγουν κι εντοπίζονταν γρήγορα. Επίσης η διαφορά στο χρώμα έκανε τους δεσπότες ή κυρίους να μην ταυτίζονται διόλου μαζί τους, να τους φέρονται πιο σκληρά και να μην τους ενσωματώνουν καθόλου στην κοινωνική ζωή με μικτούς γάμους ή υιοθεσίες.

Οι πρώτοι Ευρωπαίοι που δημιούργησαν εμπορικό σταθμό για δούλους στην Αφρική, συγκεκριμένα στην Γκάνα, ήταν οι Πορτογάλοι. Οι σκλάβοι φορτώνονταν σε πλοία για την Ευρώπη και μετά για την Αμερική, Συνήθως το 20% από αυτούς πέθαινε στην διάρκεια του ταξιδιού.

Μετά την εξολόθρευση του γηγενούς πληθυσμού της Αμερικανικής ηπείρου από ασθένειες που έφεραν οι εισβολείς Ευρωπαίοι, η ζήτηση σε εργατικά χέρια καλύφθηκε από Αφρικανούς σκλάβους. Έτσι, ξεκίνησε η πιο μακροχρόνια και ευρείας κλίμακας εκμετάλλευση της αναγκαστικής εργασίας στην ανθρώπινη ιστορία. Υπολογίζεται ότι από τον 15ο μέχρι τον 18ο αιώνα μεταφέρθηκαν στην Βόρεια Αμερική, κεντρική Αμερική και νότια Αμερική πάνω από 20.000.000 Αφρικανοί.

Από το 16ο αιώνα η συζήτηση πάνω στο θέμα άρχισε να έχει ηθική διάσταση. Η ύπαρξη της δουλείας στις αποικίες είχε σημαντική επίδραση στην γνώμη των μελετητών, με κάποιους συγγραφείς να την επιδοκιμάζουν τον εκπολιτιστικό της χαρακτήρα και με άλλους να αποδοκιμάζουν τη σκληρότητά της. Έτσι ο Ενρί-Αλεξάντρ Βαλλόν το 1847 δημοσίευσε το έργο «Ιστορία της δουλείας στην αρχαιότητα» ανάμεσα στα έργα του αναφορικά με την κατάργηση της δουλείας στις γαλλικές αποικίες.

Κατά το 19ο αιώνα ξεκίνησε πολιτικοοικονομικός πόλεμος ιδεών. Αφορούσε κυρίως την αποσαφήνιση των φάσεων οργάνωσης των ανθρώπινων κοινωνιών και τοποθέτησε σωστά στον χάρτη την δουλεία στην αρχαία Ελλάδα. Η επιρροή του μαρξισμού υπήρξε καθοριστική: για εκείνον η αρχαία κοινωνία χαρακτηριζόταν από την ανάπτυξη της ιδέας της προσωπικής περιουσίας με την δουλεία να αποτελεί την πρώτη σε σπουδαιότητα (κι όχι δευτερεύουσα όπως στις άλλες προκαπιταλιστικές κοινωνίες) πηγή παραγωγής. Οι οπαδοί του θετικισμού τους οποίους εκπροσώπησε ο Έντουαρτ Μέγιερ («Δουλεία στην αρχαιότητα», 1898) σύντομα αντιτάχθηκαν στην μαρξιστική θεωρία. Σύμφωνα με τον Μέγιερ η δουλεία αποτέλεσε το θεμέλιο της ελληνικής δημοκρατίας. Ήταν έτσι νομικό και κοινωνικό φαινόμενο, κι όχι οικονομικό.

Συχνά οι ερευνητές διαφοροποιούν την θέση των ειλώτων από τους υπόλοιπους σκλάβους του αρχαιοελληνικού κόσμου, στηριγμένοι στο γεγονός ότι αρχαίοι κριτικοί θεωρούν πως οι κύριοί τους είχαν λιγότερη εξουσία πάνω τους. Η απάντηση στο συγκεκριμένο ζήτημα βρίσκεται πιθανώς σε ένα άρθρο του Ντιακόνοφ, επιφανούς ασσυριολόγου του Πανεπιστημίου του Λένινγκραντ το οποίο παραθέτει ο Φίνλεϋ. Ο Ντιακόνοφ βεβαιώνει πως δεν υπάρχει καμία διαφορά ανάμεσα στους σκλάβους και τους είλωτες. Και οι δύο ήταν εκμεταλλευόμενοι εργάτες μέσω ενός οικονομικού εξαναγκασμού. Και οι δύο ήταν εργαλεία στα μέσα παραγωγής, ένα στερεότυπο των αρχαίων κοινωνιών στην Ευρώπη και σε άλλες ηπείρους.

Η σύγχρονη ιστοριογραφία, όπως αναπτύχθηκε κατά τον 20ό αιώνα, την οποία ανέπτυξαν συγγραφείς όπως ο Τζόζεφ Βοτ, είδε στην δουλεία τις συνθήκες για την ανάπτυξη των κοινωνιών. Αντιστρόφως, η θεωρία επίσης καταδεικνύει μια ευκαιρία για τους δούλους να ενωθούν με την ελίτ. Τέλος, ο Βοτ υπολογίζει πως η μοντέρνα κοινωνία, βασισμένη σε ανθρωπιστικές αξίες, υπερκέρασε αυτό το επίπεδο ανάπτυξης.

Μετά τον 18ο αιώνα.

Κινήσεις για την κατάργηση της δουλείας σημειώθηκαν κατά τον 18ο αιώνα. Το σύνταγμα των ΗΠΑ, που εκπονήθηκε το 1788, προέβλεπε την απελευθέρωση των δούλων μέσα σε μια περίοδο 20 χρόνων. Ωστόσο, η δουλεία συνέχισε να υφίσταται στις νότιες πολιτείες των ΗΠΑ. Στις αρχές του 19ου αιώνα, η Βρετανία, η Γαλλία και τα περισσότερα από τα νέα ανεξάρτητα έθνη της Νότιας και Κεντρικής Αμερικής κατάργησαν την δουλεία.

Η Ελλάδα είναι από τις πρώτες χώρες που απαγόρευσε στην νεότερη ιστορία την δουλεία, αμέσως μετά τον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα του 1821. Το σύνταγμα του 1822, του 1823 όπως και του 1844 όριζαν ότι «εις την ελληνική επικράτειαν ούτε πωλείται ούτε αγοράζεται άνθρωπος. Αργυρώνητος δε παντός γένους και πάσης θρησκείας, άμα πατήσας το Ελληνικό έδαφος, είναι ελεύθερος και από τον δεσπότην αυτού ακαταζήτητος».

Το σημερινό Σύνταγμα με το άρθρο 22, ορίζει ότι «οποιαδήποτε μορφή αναγκαστικής εργασίας απαγορεύεται» και «η εργασία αποτελεί δικαίωμα και προστατεύεται από το Κράτος, που μεριμνά για την δημιουργία συνθηκών απασχόλησης όλων των πολιτών και για την ηθική και υλική εξύψωση του εργαζόμενου αγροτικού και αστικού πληθυσμού. Όλοι οι εργαζόμενοι, ανεξάρτητα από φύλο ή άλλη διάκριση, έχουν δικαίωμα ίσης αμοιβής για παρεχόμενη εργασία ίσης αξίας.»

Περιπτώσεις δουλείας πάντως παρατηρούνται και σήμερα στην Ελλάδα, όπως σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες. Αφορά κυρίως τα παιδιά που παρανόμως εξωθούνται στην επαιτεία και των γυναικών που εξωθούνται παρά την θέλησή τους στην πορνεία. Ο σημερινός ορισμός της δουλείας έχει διαφοροποιηθεί ελαφρά από τον κλασικό και ως δουλεία ορίζεται «η πλήρης εξουσία και έλεγχος ενός ανθρώπου επάνω σε κάποιον άλλο με στόχο κυρίως την οικονομική ή και άλλης μορφής εκμετάλλευσή του». Με αυτή την έννοια ο δούλος δεν στερείται νόμιμα της ανθρώπινης υπόστασής του όπως την εποχή που η δουλεία ήταν νόμιμη, αλλά παραμένει δούλος γιατί χειραγωγείται απόλυτα.

Επίσης συζητείται και το θέμα της προσωποκράτησης για οφειλές, γεγονός που στιγματίζεται από πολλούς νομικούς. Στην Ελλάδα η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας έχει αποφανθεί αρνητικά, θεωρώντας το μέτρο αντισυνταγματικό, γιατί «αποτελεί μέτρο καταναγκασμού όχι επάνω στην περιουσία του οφειλέτη, αλλά επί του ιδίου του προσώπου του οφειλέτη». Η προσωποκράτηση για οφειλές έχει απαγορευθεί στις περισσότερες χώρες στον κόσμο τόσο για ηθικούς λόγους, όσο και για πρακτικούς –ο έγκλειστος δεν είναι δυνατόν να εργασθεί για να αποπληρώσει την οφειλή του.

Ο ΟΗΕ εκτιμά ότι σήμερα ζουν περίπου 27.000.000+ άνθρωποι σε διάφορες χώρες ως δούλοι, κυρίως γυναίκες και παιδιά. Το δυσάρεστο είναι ότι αυτή η σύγχρονη μορφή δουλείας περνά σχεδόν απαρατήρητη και ο βασικότερος λόγος είναι ο παράνομος χαρακτήρας της. Όσο δηλαδή η δουλεία ήταν νόμιμη, τηρούνταν αρχεία εμπορικά και όλες οι πράξεις ήταν εμφανείς. Τώρα που η δουλεία διενεργείται παράνομα, τηρείται απόλυτη μυστικότητα από όλους τους αυτουργούς –τις ομάδες που συλλαμβάνουν τους δούλους, τις ομάδες που τους μεταφέρουν στην αγορά και την αγορά που τους εκμεταλλεύεται.

Η σύγχρονη δουλεία επιβιώνει επειδή επίσης δεν στηρίζεται σε φυλετικά κριτήρια και θύματά της αποτελούν όλες οι ανθρώπινες ομάδες που έχουν ως κοινό χαρακτηριστικό την κατάσταση της αδυναμίας, ανεξαρτήτως θρησκείας, εθνικότητας, ηλικίας ή φύλου. Επίσης, οι δούλοι δεν απασχολούνται σε συγκεκριμένη αγορά ή βιομηχανία ή σε ορισμένες έστω πόλεις, και έτσι δεν υπάρχουν σταθερές οδοί μεταφοράς ή σταθερές αγορές, ώστε να ιχνηλατηθούν και να διαλυθούν τα κέντρα διοργάνωσης του δουλεμπορίου.

Τέλος, ο μέσος πολίτης δεν έχει συναίσθηση του γεγονότος ότι η δουλεία εφαρμόζεται πιθανόν στο ίδιο οικοδομικό τετράγωνο στο οποίο πηγαίνει σχολείο το παιδί του ή εργάζεται ο ίδιος ούτε και αναγνωρίζει εύκολα την δουλεία ως φαινόμενο. Συχνά την εκλαμβάνει ως ξεπεσμό του ατόμου με δική του πρωτοβουλία –δεν μπορεί π.χ. να διαχωρίσει εύκολα την πόρνη που επέλεξε και συνεχίζει να επιλέγει να ασκεί αυτό το επάγγελμα από εκείνην που εξαναγκάσθηκε να το επιλέξει όταν ήταν ανήλικη. Καθώς δηλαδή ο μέσος άνθρωπος θεωρεί κάποιες δραστηριότητες εξαιρετικά εξευτελιστικές, ομαδοποιεί τους ανθρώπους που τις ασκούν.

Εντούτοις, άπαξ και ένα άτομο προσπαθεί να διαφύγει από τον εξευτελισμό και δεν μπορεί, τότε είναι δούλος με την κλασική έννοια της λέξης. Αν επίσης έχει περιορισμένες πνευματικές ικανότητες, τότε ακόμα κι αν δεν προσπαθεί συνειδητά να διαφύγει, και πάλι αποτελεί δούλο, γιατί δεν επέλεξε ποτέ ο ίδιος να χρησιμοποιηθεί. Αν πρόκειται για παιδί, ασφαλώς και δεν είχε επιλογή εξαρχής, οπότε και πάλι αποτελεί δούλο.

Στις ημέρες μας, η δουλεία στην Ελλάδα παραμένει πεδίο αντιγνωμιών για τους ιστορικούς, κυρίως όσων αφορά δύο ερωτήματα: μπορεί να ισχυριστεί κανείς πως η αρχαία Ελλάδα ήταν «κοινωνία δούλων», και υπάρχει περίπτωση οι δούλοι σε αυτήν να αποτελούσαν κοινωνική τάξη;

Τελείωσε άραγε η δουλεία στον κόσμο, με τους κατώτερους ανθρώπους να δουλεύουν καθημερινά για 10-12 ώρες για ένα κομμάτι ψωμί; Σίγουρα όχι, απλώς η δουλεία μετατράπηκε σε δουλειά και φυσικά, όπως λένε τα φερέφωνα… “η δουλειά ελευθερώνει”…

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου