Ο ποιητής, στις τρεις, από τις εφτά σωζόμενες τραγωδίες του, χρησιμοποιεί με θαυμαστή επιτυχία το όνειρο, προκειμένου να προϊδεάσει το θεατή και να κινήσει το ενδιαφέρον του, αλλά με διαφορετικό τρόπο σε κάθε μια από αυτές.
Στους Πέρσες το όνειρο είναι αλληγορικό και προφητικό μαζί, στον Προμηθέα Δεσμώτη αποκαλυπτικό και έμμεσα προφητικό, ενώ στις Χοηφόρες αποτελεί έναυσμα στην προώθηση του μύθου του δράματος.
Στους Πέρσες (στ. 181) και στις Χοηφόρες (στ. 32 ) η αναφορά στο όνειρο γίνεται στο πρώτο μέρος των δύο δραμάτων, ενώ στον Προμηθέα Δεσμώτη (στ.565) σχεδόν στο τέλος της τραγωδίας.
Στους Πέρσες, ο Χορός των γερόντων, σχεδόν από τους πρώτους στίχους του δράματος εκφράζει την ανησυχία και την αγωνία του για τη τύχη του περσικού στρατού, γιατί πέρασε πολύς χρόνος από τότε που αναχώρησε πανίσχυρος από την Ασία να υποτάξει την Ελλάδα και δεν έχει καμία είδηση ακόμη για την τύχη του.
Κι ενώ ο Χορός ανησυχεί και αρχίζει να υποψιάζεται μήπως του έχει συμβεί κάποιο κακό (προϊδεασμός), ακούει από την Άτοσσα, τη βασίλισσά του, να αφηγείται ταραγμένη και αναστατωμένη ένα ολοζώντανο τρομακτικό όνειρο και να ζητά την ερμηνεία του. Βλέπει, λέει, εδώ και καιρό τέτοια όνειρα από τότε που ο γιος της με το στρατό του ξεκίνησε, για να υποτάξει τη χώρα των Ιώνων.
ΑΤ." Πολλοίς μεν αεί νυκτέροις ονείρασι
ξύνειμ', αφ' ούπερ παις εμός στείλας στρατόν
Ιαόνων γην οίχεται πέρσαι θέλων,
αλλ' ούτι πω τοιόνδ' εναργές ειδόμην
ως της πάροιθεν ευφρόνης, λέξω δε σου"(176-180).
ΑΤ. 'Όνειρα πολλά τις νύχτες μου όλες γεμίζουν,
από τότε που ο γιος μου το στρατό του εξόπλισε
και είχε φύγει των Ιώνων τη γη να υποτάξει.
Μα τόσο καθαρά κανένα δεν είδα ως τώρα
σαν της νύχτας που πέρασε, κι άκου το.
"Εδοξάτην μοι δύο γυναίκ' ευείμονε,
η μεν πέπλοισι Περσικοίς ησκημένη,
η δ' αύτε Δωρικοίσιν, ες όψιν μολείν,
μεγέθει τε των νυν εκπρεπέστατα πολύ,
κάλλει τ' αμώμω και κασιγνήτα γένους
ταυτού, πάτραν δ' έναιον η μεν Ελλάδα
κλήρω λαχούσα γαίαν, η δε βάρβαρον..."(181-200).
"Δύο γυναίκες, λαμπροστόλιστες μπροστά μου
βγήκαν, η μια περσικά κι η άλλη δώρια
φορώντας πέπλα. Ξεχωριστές στην ομορφιά.
Ήτανε, λέει, αδερφές. Η μια ως πατρίδα
πήρε με κλήρο την Ελλάδα κι η άλλη
τη γη που βάρβαροι τώρα διαφεντεύουν.
Σαν να είχαν στάση μεταξύ τους κάποια αμάχη
κι ο γιος μου, μόλις το είδε, να συμβιβάσει
προσπαθούσε τις δύο και να μερέψει,
ώσπου στο τέλος στο άρμα τις ζεύει
και τα λουριά στο σβέρκο τους περνάει.
Η μια τεντώθηκε, κι έδινε υπάκουο
το στόμα της στο γκέμι, ενώ η άλλη
δερνοκοπιόταν και το άρμα καταστρέφει,
και το τραβάει δίχως χαλινάρια,
ώσπου στο τέλος το ζυγό κόβει στα δύο
κι ο γιος μου πέφτει καταγής. Μα ξάφνου
να ο πατέρας του πετιέται από κάπου
και λυπημένος βρίσκεται κοντά του.
Ο γιος του σκίζει τα ρούχα του αλύπητα που εφόρει.
Αυτό είναι το όνειρο που έβλεπα τη νύχτα".
Ολοφάνερο πράγματι το όνειρο της βασίλισσ μα και ανησυχητικό. Ο ποιητής με την αφήγησή του, εκτός των άλλων, δίνει αλληγορικά τη σύγκρουση του υπερήφανου και ανυπότακτου ελληνικού κόσμου με τοδουλόφρονα περσικό. Μια ολόκληρη τραγωδία συμπυκνώνεται σε ένα συνταρακτικό όνειρο! Μ' αυτό ο ποιητής θίγει την ιστορική αλήθεια και τονίζει ξεκάθαρα τη διαφορά μεταξύ ελεύθερων και ανελεύθερων λαών αλλά και πολιτικών συστημάτων, ενώ ταυτόχρονα προειδοποιεί για όσα κακά θα ακολουθήσουν.
Προάγγελος κακών αποβαίνει το όνειρο της βασίλισσας, για να συμπληρωθεί σε λίγο και από ένα παράξενο θέαμα, το οποίο επιτείνει τους φόβους της. Το ομολογεί η ίδια, γιατί ενώ πηγαίνει να προσφέρει θυσία, ξαφνικά βρίσκεται μάρτυρας ενός περιστατικού. Βλέπει με τα μάτια της ένα γεράκι να χυμά πάνω σε έναν τεράστιο αετό και να τον νικά. Τηνπροβληματίζει το συμβάν και αναλογίζεται μήπως οι Έλληνες νικήσουν τον αετό της Ασίας. Δεν προλαβαίνει όμως να συνειδητοποιήσει την αλληγορία του γεγονότος και διαπιστώνει με θλίψη πως οι φόβοι της βγαίνουν αληθινοί. Ο αγγελιοφόρος, που μπαίνει από την αριστερή πάροδο, αναγγέλλει τη συμφορά του Ξέρξη και του στρατού του.
"Εν μια πληγή κατέφθαρται πολύς όλβος.
Περσών δ' άνθος οίχεται πεσών
στρατός γαρ πας όλωλε βαρβάρων"(255).
Η Άτοσσα, που πληροφορείται την καταστροφή, μένει άναυδη. Μόλις συνέρχεται, ζητά να μάθει για την τύχη του γιου της. Ο Αγγελιαφόρος της απαντά πως ο γιος της ζει. Κι εκείνη, γεμάτη ανακούφιση, αναφωνεί:
"Ο λόγος σου για το δικό μου σπίτι φως είναι μεγάλο
κι άσπρη μέρα ύστερα από μαύρη νύχτα"(300-301).
Η Άτοσσα είναι μητέρα και δικαιολογείται να παίρνει μια τέτοια θέση, όχι όμως και η βασίλισσα. Το ολοζώντανο, επομένως, όνειρό της βγαίνει αληθινό. Το μικρό γεράκι μάδησε τον πανίσχυρο αετό, η δώρια ατίθαση δύναμη σύντριψε την πολεμική μηχανή του Ξέρξη!
Ακριβώς αντίθετη είναι η άποψη του Δαρείου, όταν λίγο αργότερα θα βγει από τον τάφο του, ύστερα από τις θερμές παρακλήσεις του Χορού και της Άτοσσας. Ο Δαρείος, βλέποντας τον Ξέρξη να επιστρέφει σε άθλια κατάσταση, τον λυπάται και δίνει εντολή να του βγάλουν τα κουρέλια που φορεί, να φορέσει καινούρια καθαρά ρούχα και κάποιοι να τον φέρουν στα συγκαλά του! Αυτή είναι η πρώτη αντίδραση του Δαρείου. Του δείχνει το ήπιο πρόσωπό του. Αμέσως όμως, όταν ακούει τη λεπτομερή περιγραφή της καταστροφής από την απερισκεψία του γιου του, αλλάζει διάθεση και στάση απέναντί του και του αποκαλύπτει το άλλο του πρόσωπο, του οργισμένου πατέρα. Τρεις φορές με δαφορετικές λέξεις χαρακτηρίζει την πράξη του Ξέρξη μωρία, τρέλα, νόσο φρενών (719, 725, 750). Κι όσο επαναλαμβάνει τις λέξεις τόσο γίνεται και σκληρότερος απέναντί του. Αποδίδει την αιτία της καταστροφής στη μωρία του και στην έπαρσή του, ενώ ταυτόχρονα αφήνει ως παρακαταθήκη στο λαό του:
Η Ελληνική γη είναι σύμμαχος με τους κατοίκους της (792).
Ο περσικός στρατός, που έμεινε στην Έλλάδα, δε θα πετύχει να βρει γλιτωμό (796).
Και ολοκληρώνοντας το είδωλο του Δαρείου τις συμβουλές του, λίγο πριν επανέλθει στον τάφο του, αποκαλύπτει στο γιο του και στον άνθρωπο γενικότερα πως την πολλή έπαρση τιμωρεί ο Δίας.
"Είναι άτεγκτος κριτής ο Δίας και την πολλή έπαρση σκληρά χτυπάει"(827).
Χάνεται το είδωλο του Δαρείου. Τα γεγονότα όμως που ακολουθούν επαληθεύουν την ολοκληρωτική ήττα και καταστροφή των Περσών στη μάχη των Πλαταιών (479 π.Χ.).
Κι ενώ στους Πέρσες το όνειρο προδιαγράφει τη συμφορά που πλησιάζει στον περσικό στρατό και τελικά επαληθεύεται πλήρως, στον Προμηθέα Δεσμώτη χρησιμοποιείται ως το κατάλληλο μέσο, για να αποκαλύψει μια πλεκτάνη που επιχειρείται από το Δία, προκειμένου ο υπέρτατος θεός να εξαναγκάσει την κόρη του Ινάχου, την Ιώ, να ενδώσει στις ορέξεις του. Όταν όμως αυτό γίνεται αντιληπτό από την Ήρα, τη ζηλόφθονη θεά, αρχίζει μια καταδίωξη της αγνής κόρης, που την αναγκάζει να γυρίζει στα πέρατα του κόσμου, ώσπου κάποτε, σε έξαλλη κατάσταση, φτάνει στα πέρατα της γης και βρίσκει τον Προμηθέα, που τον έχει καρφωμένο σε ένα βράχο ο Δίας, γιατί παρέδωσε τη φωτιά στους ανθρώπους. Η Ιώ, χωρίς να γνωρίζει την ταυτότητα του καρφωμένου στο βράχο γίγαντα,αγαναχτισμένη όπως είναι, γιατί δε βρίσκει ησυχία από τον οίστρο που την κυνηγά παντού, αναφωνεί:
"Αχ, πάλι η δόλια με κεντάει ο οίστρος
Σε τι με βρήκες να 'φταιξα, του Κρόνου γιε, σε τι;
...ρίξε φωτιά και κάψε με
αρκεί όσο μου συντρίψανε τα ήπατα
οι περιπλάνητες περιπλανήσεις μου,
και να μην ξέρω η άμοιρη, πότε θα τελειώσουν
οι συμφορές μου!
Ακούς τη βοϊδοκέρατης παρθένας τη φωνή"(565 κε).
Ο Προμηθέας, που έχει συγκλονιστεί από την ψυχική ταραχή της, χωρίς περιστροφές της απαντά ότι βλέπει μπροστά του και ακούει την κόρη του Ινάχου, που την καρδιά του Δία με έρωτα φλογίζει, και τώρα, μισητή από την Ήρα, παραδέρνει άθελά της σε δρόμους ατέλειωτους.
Η Ιώ ξαφνιάζεται από τα λόγια του γίγαντα και ζητά να μάθει το όνομά του. Όταν το μαθαίνει δείχνει τη συμπάθεια και συμπόνια της στον Προμηθέα και ζητά τη βοήθειά του, αποκαλύπτοντάς του τις υπνοφαντασιές της, που προσπαθούν να την πλανέψουν με γλυκόλογα να ενδώσει στις ορέξεις ενός παντοδύναμου θεού.
"Ω τρισευτυχισμένη κόρη, πώς κάθεσαι τόσο καιρό παρθένα, ενώ σε περιμένει η πιο μεγάλη τύχη; Ο Δίας λαβώθηκε από σένα με βέλη ερωτικά και ποθοφλέγεται να μοιραστεί μαζί σου τη γλύκα της αγάπης. Πρόσεξε, παιδί μου, μην αποκρούσεις του υμέναιου του Δία, μα έβγα στης Λέρνας τα βαθιά λιβάδια, στου πατέρα σου τα βοσκοτόπια, για να χορτάσεις τοποθοπεινασμένο του Δία μάτι"(647-654).
Τέτοια όνειρα ταράζουν όλη τη νύχτα τον ύπνο της, ώσπου αποκαλύπτει το πρόβλημά της στον πατέρα της. Εκείνος, θέλοντας να δώσει μια ερμηνεία στις ονειροφαντασιές της κόρης του, στέλνει ανθρώπους του να ρωτήσουν το Μαντείο των Δελφών. Η ερμηνεία που δίνεται είναι τρομερή: εντέλλεται ο βασιλιάς να διώξει την κόρη του έξω από τη χώρα, αλλιώς ο κεραυνός του Δία θα αφανίσει το γένος του. Αυτό ήταν. Ο γονιός της άθελά του και άθελά μου, λέει η Ιώ, μ' έδιωξε από τη χώρα και από τότε περιπλανιέμαι σε Ανατολή και Δύση, χωρίς το μαρτύριό μου να παίρνει τέλος.
Η απέχθεια του Προμηθέα για το Δία είναι εμφανής και αφηγείται στο Χορό (Ωκεανίδες) όλες τις περιπλανήσεις της Ιώς, για να τις σχολιάσει με καυτό τρόπο στο τέλος.
"Λοιπόν, τι λέτε; Δε σας φαίνεται πως ο δεσπότης των θεών παρόμοια είναι σε όλα σκληρός; Θεός αυτός ετούτη μια θνητή γυαίκα, που λαχταρούσε το κορμί της, δέστε σε ποιους την έριξε παραδαρμούς!
Ο Προμηθέας όμως θέλει να ηρεμήσει την ταραγμένη και αναστατωμένη Ιώ, γι' αυτό της αποκαλύπτει το μεγάλο του μυστικό, ότι δηλαδή ο δικός του λυτρωμός συνδέεται με τη δική της μοίρα, γιατί από αυτήν και το Δία θα γεννηθεί στην Αίγυπτο ο Έπαφος, ο δέκατος τρίτος απόγονος του Έπαφου (Ηρακλής) θα λυτρώσει τον Προμηθέα από τα πάθη του. Της αποκαλύπτει ακόμη πως από το γάμο που θα κάνει η Ιώ στο μέλλον θα γεννηθεί ένα παιδί που θα γκρεμίσει το γιο του Κρόνου από το θρόνο του!
Η Ιώ αισθάνεται και πάλι να ταράζει τα σωθικά της η γνωστή μανιασμένη παραζάλη και της λύσας το άγριο μπουρίνι να την οδηγεί έξω από το δρόμο, η γλώσσα της δεν έχει κρατημό, και λόγια θολά παραδέρνουν στην τύχη καθώς σέρνουν τα κύματα της μαύρης συμφοράς (880-886). Η Ιώ δεν μπορεί να μείνει άλλο. Εγκαταλείπει έξαλλη τη σκηνή, κυνηγημένη από τον οίστρο, ενώ οι γυναίκες του Χορού, οι Ωκεανίδες, εύχονται στη ζωή τους από τη μια να μην έχουν την τύχη της και από την άλλη να κάνουν ένα γάμο ταιριαστό, έστω και μ' έναν ξωμάχο δουλευτή.
Ο θεατής που βλέπει και ακούει όλα αυτά τα φοβερά και τα παράξενα, τρομάζει και ανησυχεί έντονα. Ασφαλώς, και καταδικάζει στη συνείδησή του τη σκληρή και απαράδεκτη συμπεριφορά των δύο θεών απέναντι στα αθώα θύματά τους, τον Προμηθέα και την Ιώ. Δύο θεοί, κατατρέχουν ο Δίας τον Προμηθέα και η Ήρα την Ιώ. Ζήτημα εξουσίας και φιλανθρωπίας χωρίζει το πρώτο αντίπαλο ζευγάρι, ζήλεια και φθόνος μαζί καταδιώκει μια αθώα γυναίκα και τη βασανίζει σκληρά, χωρίς έλεος, στο άλλο. Αλίμονο!
Τελικά, το όνειρο μπορεί να έχει αποτελέσει μια προωθητική δύναμη στην ανέλιξη του μύθου, αλλά ταυτόχρονα η αποκάλυψή του οδηγεί στο πλησίασμα δύο κατατρεγμένων ψυχών, του Προμηθέα και της Ιώς. Ο κοινός πόνος ενώνει τους ανθρώπους και ενδυναμώνει την καρτερία και την αγωνιστικότητά τους. Τουλάχιστον δεν ενδίδουν. Είναι κι αυτό μια νίκη, μια ελπίδα.
Ο Προμηθέας, παρά την πολεμική των αντιπάλων του, μένει βράχος ακλόνητος στις ιδέες και τις αρχές του, σαν το βράχο που είναι καρφωμένος από το Κράτος και τη Βία, όργανα της εξουσίας, ενώ η Ιώ, αλλόφρονη και ταραγμένη παίρνει τους δρόμους, με την παρηγοριά και την ελπίδα πως κάποτε κάποιος δικός της γόνος θα τιμωρήσει το μισητό ζευγάρι και θα ανατρέψει από το θρόνο του το γιο του Κρόνου, το Δία!
Στις Χοηφόρες ο ποιητής αναφέρεται στο όνειρο της Κλυταιμήστρας, που τάραξε την ησυχία της νύχτας. Το παράξενο είναι στην περίπτωση αυτή πως το όνειρο δεν το αφηγείται η ίδια η Κλυταιμήστρα, αλλά οι γυναίκες του παλατιού, που λένε ότι μέσα στην ησυχία της νύχτας άκουσαν μια δυνατή βοή να προέρχεται από το γυναικωνίτη του παλατιού και πετάχτηκαν έντρομες να δουν τι συμβαίνει.
ΧΟ."Γιατί ο φόβος πραγματικός, που ορθώνει τα μαλλιά, φόβος από τα ονειρομαντέματα, πνέοντας με οργή από τον ύπνο, ξεσήκωσε τη νύχτα μια φοβισμένη αντιβοή στου παλατιού τα βάθη, βοή που ακούστηκε βαριά μες στο γυναικωνίτη. Κι οι ονειροκρίτες, απ' το θεό αξιόπιστοι, είπαν πως έχουν παράπονα οι νεκροί κι οργή πικρή κρατούν για τους φινιάδες. Και θέλοντας ν' αποτρέψει το κακό, μ' έστειλε, Μάνα γη, η δύσθεη γυναίκα σ' αυτήν τη χάρη την αχάριστη. Φοβούμαι και να πω αυτόν το λόγο. Τι θα μπορούσε να εξαγοράσει το αίμα του, που χύθηκε;...η αμαρτία κυβερνά τον ένοχο. Ο πόνος του διαπερνά και τον βυθίζει σε ατέλειωτα δεινά" (32-70).
Ο Χορός φροντίζει να αφηγηθεί το όνειρο, πλην όμως του είναι αδύνατο, γι' αυτό το κρίνει και το ερμηνεύει από την τρομερή κραυγή της φόνισσας, της Κλυταιμήστρας. Συμπεραίνει πως η αμαρτία τυραννά τον ένοχο, ενώ "οι νεκροί σκοτώνουν τους ζωντανούς". Έχει κατανοήσει το βαθύτερο νόημά του και αναρωτιέται αν ποτέ, μια δύσθεη και αχάριστη γυναίκα, όπως η βασίλισσά του, θα μπορούσε με τις προσφορές και τις θυσίες στον τάφο του θύματος, να εξαγοράσει το αίμα του, το αίμα που χύθηκε από το δικό της φονικό χέρι και να εξαγνιστεί.
Με τον τρόπο αυτό το όνειρο γίνεται έναυσμα για την περαιτέρω ανάπτυξη του μύθου της τραγωδίας, όπου στο τέλος θα αποδοθεί η δικαιοσύνη και οι θύτες θα γίνουν θύματα. Ο Ορέστης και η Ηλέκτρα θα πάρουν εκδίκηση για το φόνο του Αγαμέμνονα, του πατέρα τους, σκοτώνοντας τους δολοφόνους του: την Κλυταιμήστρα και τον εραστή της Αίγισθο.
Ο Αισχύλος γίνεται πια φανερό πως παίρνει ένα κοινό ανθρώπινο στοιχείο, το όνειρο, το καθιστά εργαλείο στην τέχνη του και κάθε φορά το χρησιμοποιεί με διαφορετικό τρόπο, για την ανέλιξη του μύθου του δράματος.
Στους Πέρσες το χρησιμοποιεί, παράλληλα με την ανέλιξη του μύθου του δράματος και για να ετοιμάσει ψυχολογικά το θεατή για τα όσα θα ακολουθήσουν, ενώ στον Προμηθέα Δεσμώτη, για να σχολιάσει και να στηλιτεύσει τη συμπεριφορά και την κακία των δύο θεών, του Δία και της Ήρας απέναντι σε δύο αθώους, τον Προμηθέα και την Ιώ... Τέλος, στις Χοηφόρες ο ποιητής αναρωτιέται αν είναι δυνατόν οι προσφορές και οι θυσίες να λυτρώνουν το δολοφόνο από το αίμα που χύθηκε, ενώ ταυτόχρονα τονίζει πως το αίμα ζητά άλλο αίμα, γι' αυτό και ο Ορέστης και η Ηλέκτρα, τους ως τώρα φονιάδες του πατέρα τους, τους θύτες, τους μετατρέπουν σε θύματα. Και ο χορός... καλά κρατεί!
Στους Πέρσες το όνειρο είναι αλληγορικό και προφητικό μαζί, στον Προμηθέα Δεσμώτη αποκαλυπτικό και έμμεσα προφητικό, ενώ στις Χοηφόρες αποτελεί έναυσμα στην προώθηση του μύθου του δράματος.
Στους Πέρσες (στ. 181) και στις Χοηφόρες (στ. 32 ) η αναφορά στο όνειρο γίνεται στο πρώτο μέρος των δύο δραμάτων, ενώ στον Προμηθέα Δεσμώτη (στ.565) σχεδόν στο τέλος της τραγωδίας.
Στους Πέρσες, ο Χορός των γερόντων, σχεδόν από τους πρώτους στίχους του δράματος εκφράζει την ανησυχία και την αγωνία του για τη τύχη του περσικού στρατού, γιατί πέρασε πολύς χρόνος από τότε που αναχώρησε πανίσχυρος από την Ασία να υποτάξει την Ελλάδα και δεν έχει καμία είδηση ακόμη για την τύχη του.
Κι ενώ ο Χορός ανησυχεί και αρχίζει να υποψιάζεται μήπως του έχει συμβεί κάποιο κακό (προϊδεασμός), ακούει από την Άτοσσα, τη βασίλισσά του, να αφηγείται ταραγμένη και αναστατωμένη ένα ολοζώντανο τρομακτικό όνειρο και να ζητά την ερμηνεία του. Βλέπει, λέει, εδώ και καιρό τέτοια όνειρα από τότε που ο γιος της με το στρατό του ξεκίνησε, για να υποτάξει τη χώρα των Ιώνων.
ΑΤ." Πολλοίς μεν αεί νυκτέροις ονείρασι
ξύνειμ', αφ' ούπερ παις εμός στείλας στρατόν
Ιαόνων γην οίχεται πέρσαι θέλων,
αλλ' ούτι πω τοιόνδ' εναργές ειδόμην
ως της πάροιθεν ευφρόνης, λέξω δε σου"(176-180).
ΑΤ. 'Όνειρα πολλά τις νύχτες μου όλες γεμίζουν,
από τότε που ο γιος μου το στρατό του εξόπλισε
και είχε φύγει των Ιώνων τη γη να υποτάξει.
Μα τόσο καθαρά κανένα δεν είδα ως τώρα
σαν της νύχτας που πέρασε, κι άκου το.
"Εδοξάτην μοι δύο γυναίκ' ευείμονε,
η μεν πέπλοισι Περσικοίς ησκημένη,
η δ' αύτε Δωρικοίσιν, ες όψιν μολείν,
μεγέθει τε των νυν εκπρεπέστατα πολύ,
κάλλει τ' αμώμω και κασιγνήτα γένους
ταυτού, πάτραν δ' έναιον η μεν Ελλάδα
κλήρω λαχούσα γαίαν, η δε βάρβαρον..."(181-200).
"Δύο γυναίκες, λαμπροστόλιστες μπροστά μου
βγήκαν, η μια περσικά κι η άλλη δώρια
φορώντας πέπλα. Ξεχωριστές στην ομορφιά.
Ήτανε, λέει, αδερφές. Η μια ως πατρίδα
πήρε με κλήρο την Ελλάδα κι η άλλη
τη γη που βάρβαροι τώρα διαφεντεύουν.
Σαν να είχαν στάση μεταξύ τους κάποια αμάχη
κι ο γιος μου, μόλις το είδε, να συμβιβάσει
προσπαθούσε τις δύο και να μερέψει,
ώσπου στο τέλος στο άρμα τις ζεύει
και τα λουριά στο σβέρκο τους περνάει.
Η μια τεντώθηκε, κι έδινε υπάκουο
το στόμα της στο γκέμι, ενώ η άλλη
δερνοκοπιόταν και το άρμα καταστρέφει,
και το τραβάει δίχως χαλινάρια,
ώσπου στο τέλος το ζυγό κόβει στα δύο
κι ο γιος μου πέφτει καταγής. Μα ξάφνου
να ο πατέρας του πετιέται από κάπου
και λυπημένος βρίσκεται κοντά του.
Ο γιος του σκίζει τα ρούχα του αλύπητα που εφόρει.
Αυτό είναι το όνειρο που έβλεπα τη νύχτα".
Ολοφάνερο πράγματι το όνειρο της βασίλισσ μα και ανησυχητικό. Ο ποιητής με την αφήγησή του, εκτός των άλλων, δίνει αλληγορικά τη σύγκρουση του υπερήφανου και ανυπότακτου ελληνικού κόσμου με τοδουλόφρονα περσικό. Μια ολόκληρη τραγωδία συμπυκνώνεται σε ένα συνταρακτικό όνειρο! Μ' αυτό ο ποιητής θίγει την ιστορική αλήθεια και τονίζει ξεκάθαρα τη διαφορά μεταξύ ελεύθερων και ανελεύθερων λαών αλλά και πολιτικών συστημάτων, ενώ ταυτόχρονα προειδοποιεί για όσα κακά θα ακολουθήσουν.
Προάγγελος κακών αποβαίνει το όνειρο της βασίλισσας, για να συμπληρωθεί σε λίγο και από ένα παράξενο θέαμα, το οποίο επιτείνει τους φόβους της. Το ομολογεί η ίδια, γιατί ενώ πηγαίνει να προσφέρει θυσία, ξαφνικά βρίσκεται μάρτυρας ενός περιστατικού. Βλέπει με τα μάτια της ένα γεράκι να χυμά πάνω σε έναν τεράστιο αετό και να τον νικά. Τηνπροβληματίζει το συμβάν και αναλογίζεται μήπως οι Έλληνες νικήσουν τον αετό της Ασίας. Δεν προλαβαίνει όμως να συνειδητοποιήσει την αλληγορία του γεγονότος και διαπιστώνει με θλίψη πως οι φόβοι της βγαίνουν αληθινοί. Ο αγγελιοφόρος, που μπαίνει από την αριστερή πάροδο, αναγγέλλει τη συμφορά του Ξέρξη και του στρατού του.
"Εν μια πληγή κατέφθαρται πολύς όλβος.
Περσών δ' άνθος οίχεται πεσών
στρατός γαρ πας όλωλε βαρβάρων"(255).
Η Άτοσσα, που πληροφορείται την καταστροφή, μένει άναυδη. Μόλις συνέρχεται, ζητά να μάθει για την τύχη του γιου της. Ο Αγγελιαφόρος της απαντά πως ο γιος της ζει. Κι εκείνη, γεμάτη ανακούφιση, αναφωνεί:
"Ο λόγος σου για το δικό μου σπίτι φως είναι μεγάλο
κι άσπρη μέρα ύστερα από μαύρη νύχτα"(300-301).
Η Άτοσσα είναι μητέρα και δικαιολογείται να παίρνει μια τέτοια θέση, όχι όμως και η βασίλισσα. Το ολοζώντανο, επομένως, όνειρό της βγαίνει αληθινό. Το μικρό γεράκι μάδησε τον πανίσχυρο αετό, η δώρια ατίθαση δύναμη σύντριψε την πολεμική μηχανή του Ξέρξη!
Ακριβώς αντίθετη είναι η άποψη του Δαρείου, όταν λίγο αργότερα θα βγει από τον τάφο του, ύστερα από τις θερμές παρακλήσεις του Χορού και της Άτοσσας. Ο Δαρείος, βλέποντας τον Ξέρξη να επιστρέφει σε άθλια κατάσταση, τον λυπάται και δίνει εντολή να του βγάλουν τα κουρέλια που φορεί, να φορέσει καινούρια καθαρά ρούχα και κάποιοι να τον φέρουν στα συγκαλά του! Αυτή είναι η πρώτη αντίδραση του Δαρείου. Του δείχνει το ήπιο πρόσωπό του. Αμέσως όμως, όταν ακούει τη λεπτομερή περιγραφή της καταστροφής από την απερισκεψία του γιου του, αλλάζει διάθεση και στάση απέναντί του και του αποκαλύπτει το άλλο του πρόσωπο, του οργισμένου πατέρα. Τρεις φορές με δαφορετικές λέξεις χαρακτηρίζει την πράξη του Ξέρξη μωρία, τρέλα, νόσο φρενών (719, 725, 750). Κι όσο επαναλαμβάνει τις λέξεις τόσο γίνεται και σκληρότερος απέναντί του. Αποδίδει την αιτία της καταστροφής στη μωρία του και στην έπαρσή του, ενώ ταυτόχρονα αφήνει ως παρακαταθήκη στο λαό του:
Η Ελληνική γη είναι σύμμαχος με τους κατοίκους της (792).
Ο περσικός στρατός, που έμεινε στην Έλλάδα, δε θα πετύχει να βρει γλιτωμό (796).
Και ολοκληρώνοντας το είδωλο του Δαρείου τις συμβουλές του, λίγο πριν επανέλθει στον τάφο του, αποκαλύπτει στο γιο του και στον άνθρωπο γενικότερα πως την πολλή έπαρση τιμωρεί ο Δίας.
"Είναι άτεγκτος κριτής ο Δίας και την πολλή έπαρση σκληρά χτυπάει"(827).
Χάνεται το είδωλο του Δαρείου. Τα γεγονότα όμως που ακολουθούν επαληθεύουν την ολοκληρωτική ήττα και καταστροφή των Περσών στη μάχη των Πλαταιών (479 π.Χ.).
Κι ενώ στους Πέρσες το όνειρο προδιαγράφει τη συμφορά που πλησιάζει στον περσικό στρατό και τελικά επαληθεύεται πλήρως, στον Προμηθέα Δεσμώτη χρησιμοποιείται ως το κατάλληλο μέσο, για να αποκαλύψει μια πλεκτάνη που επιχειρείται από το Δία, προκειμένου ο υπέρτατος θεός να εξαναγκάσει την κόρη του Ινάχου, την Ιώ, να ενδώσει στις ορέξεις του. Όταν όμως αυτό γίνεται αντιληπτό από την Ήρα, τη ζηλόφθονη θεά, αρχίζει μια καταδίωξη της αγνής κόρης, που την αναγκάζει να γυρίζει στα πέρατα του κόσμου, ώσπου κάποτε, σε έξαλλη κατάσταση, φτάνει στα πέρατα της γης και βρίσκει τον Προμηθέα, που τον έχει καρφωμένο σε ένα βράχο ο Δίας, γιατί παρέδωσε τη φωτιά στους ανθρώπους. Η Ιώ, χωρίς να γνωρίζει την ταυτότητα του καρφωμένου στο βράχο γίγαντα,αγαναχτισμένη όπως είναι, γιατί δε βρίσκει ησυχία από τον οίστρο που την κυνηγά παντού, αναφωνεί:
"Αχ, πάλι η δόλια με κεντάει ο οίστρος
Σε τι με βρήκες να 'φταιξα, του Κρόνου γιε, σε τι;
...ρίξε φωτιά και κάψε με
αρκεί όσο μου συντρίψανε τα ήπατα
οι περιπλάνητες περιπλανήσεις μου,
και να μην ξέρω η άμοιρη, πότε θα τελειώσουν
οι συμφορές μου!
Ακούς τη βοϊδοκέρατης παρθένας τη φωνή"(565 κε).
Ο Προμηθέας, που έχει συγκλονιστεί από την ψυχική ταραχή της, χωρίς περιστροφές της απαντά ότι βλέπει μπροστά του και ακούει την κόρη του Ινάχου, που την καρδιά του Δία με έρωτα φλογίζει, και τώρα, μισητή από την Ήρα, παραδέρνει άθελά της σε δρόμους ατέλειωτους.
Η Ιώ ξαφνιάζεται από τα λόγια του γίγαντα και ζητά να μάθει το όνομά του. Όταν το μαθαίνει δείχνει τη συμπάθεια και συμπόνια της στον Προμηθέα και ζητά τη βοήθειά του, αποκαλύπτοντάς του τις υπνοφαντασιές της, που προσπαθούν να την πλανέψουν με γλυκόλογα να ενδώσει στις ορέξεις ενός παντοδύναμου θεού.
"Ω τρισευτυχισμένη κόρη, πώς κάθεσαι τόσο καιρό παρθένα, ενώ σε περιμένει η πιο μεγάλη τύχη; Ο Δίας λαβώθηκε από σένα με βέλη ερωτικά και ποθοφλέγεται να μοιραστεί μαζί σου τη γλύκα της αγάπης. Πρόσεξε, παιδί μου, μην αποκρούσεις του υμέναιου του Δία, μα έβγα στης Λέρνας τα βαθιά λιβάδια, στου πατέρα σου τα βοσκοτόπια, για να χορτάσεις τοποθοπεινασμένο του Δία μάτι"(647-654).
Τέτοια όνειρα ταράζουν όλη τη νύχτα τον ύπνο της, ώσπου αποκαλύπτει το πρόβλημά της στον πατέρα της. Εκείνος, θέλοντας να δώσει μια ερμηνεία στις ονειροφαντασιές της κόρης του, στέλνει ανθρώπους του να ρωτήσουν το Μαντείο των Δελφών. Η ερμηνεία που δίνεται είναι τρομερή: εντέλλεται ο βασιλιάς να διώξει την κόρη του έξω από τη χώρα, αλλιώς ο κεραυνός του Δία θα αφανίσει το γένος του. Αυτό ήταν. Ο γονιός της άθελά του και άθελά μου, λέει η Ιώ, μ' έδιωξε από τη χώρα και από τότε περιπλανιέμαι σε Ανατολή και Δύση, χωρίς το μαρτύριό μου να παίρνει τέλος.
Η απέχθεια του Προμηθέα για το Δία είναι εμφανής και αφηγείται στο Χορό (Ωκεανίδες) όλες τις περιπλανήσεις της Ιώς, για να τις σχολιάσει με καυτό τρόπο στο τέλος.
"Λοιπόν, τι λέτε; Δε σας φαίνεται πως ο δεσπότης των θεών παρόμοια είναι σε όλα σκληρός; Θεός αυτός ετούτη μια θνητή γυαίκα, που λαχταρούσε το κορμί της, δέστε σε ποιους την έριξε παραδαρμούς!
Ο Προμηθέας όμως θέλει να ηρεμήσει την ταραγμένη και αναστατωμένη Ιώ, γι' αυτό της αποκαλύπτει το μεγάλο του μυστικό, ότι δηλαδή ο δικός του λυτρωμός συνδέεται με τη δική της μοίρα, γιατί από αυτήν και το Δία θα γεννηθεί στην Αίγυπτο ο Έπαφος, ο δέκατος τρίτος απόγονος του Έπαφου (Ηρακλής) θα λυτρώσει τον Προμηθέα από τα πάθη του. Της αποκαλύπτει ακόμη πως από το γάμο που θα κάνει η Ιώ στο μέλλον θα γεννηθεί ένα παιδί που θα γκρεμίσει το γιο του Κρόνου από το θρόνο του!
Η Ιώ αισθάνεται και πάλι να ταράζει τα σωθικά της η γνωστή μανιασμένη παραζάλη και της λύσας το άγριο μπουρίνι να την οδηγεί έξω από το δρόμο, η γλώσσα της δεν έχει κρατημό, και λόγια θολά παραδέρνουν στην τύχη καθώς σέρνουν τα κύματα της μαύρης συμφοράς (880-886). Η Ιώ δεν μπορεί να μείνει άλλο. Εγκαταλείπει έξαλλη τη σκηνή, κυνηγημένη από τον οίστρο, ενώ οι γυναίκες του Χορού, οι Ωκεανίδες, εύχονται στη ζωή τους από τη μια να μην έχουν την τύχη της και από την άλλη να κάνουν ένα γάμο ταιριαστό, έστω και μ' έναν ξωμάχο δουλευτή.
Ο θεατής που βλέπει και ακούει όλα αυτά τα φοβερά και τα παράξενα, τρομάζει και ανησυχεί έντονα. Ασφαλώς, και καταδικάζει στη συνείδησή του τη σκληρή και απαράδεκτη συμπεριφορά των δύο θεών απέναντι στα αθώα θύματά τους, τον Προμηθέα και την Ιώ. Δύο θεοί, κατατρέχουν ο Δίας τον Προμηθέα και η Ήρα την Ιώ. Ζήτημα εξουσίας και φιλανθρωπίας χωρίζει το πρώτο αντίπαλο ζευγάρι, ζήλεια και φθόνος μαζί καταδιώκει μια αθώα γυναίκα και τη βασανίζει σκληρά, χωρίς έλεος, στο άλλο. Αλίμονο!
Τελικά, το όνειρο μπορεί να έχει αποτελέσει μια προωθητική δύναμη στην ανέλιξη του μύθου, αλλά ταυτόχρονα η αποκάλυψή του οδηγεί στο πλησίασμα δύο κατατρεγμένων ψυχών, του Προμηθέα και της Ιώς. Ο κοινός πόνος ενώνει τους ανθρώπους και ενδυναμώνει την καρτερία και την αγωνιστικότητά τους. Τουλάχιστον δεν ενδίδουν. Είναι κι αυτό μια νίκη, μια ελπίδα.
Ο Προμηθέας, παρά την πολεμική των αντιπάλων του, μένει βράχος ακλόνητος στις ιδέες και τις αρχές του, σαν το βράχο που είναι καρφωμένος από το Κράτος και τη Βία, όργανα της εξουσίας, ενώ η Ιώ, αλλόφρονη και ταραγμένη παίρνει τους δρόμους, με την παρηγοριά και την ελπίδα πως κάποτε κάποιος δικός της γόνος θα τιμωρήσει το μισητό ζευγάρι και θα ανατρέψει από το θρόνο του το γιο του Κρόνου, το Δία!
Στις Χοηφόρες ο ποιητής αναφέρεται στο όνειρο της Κλυταιμήστρας, που τάραξε την ησυχία της νύχτας. Το παράξενο είναι στην περίπτωση αυτή πως το όνειρο δεν το αφηγείται η ίδια η Κλυταιμήστρα, αλλά οι γυναίκες του παλατιού, που λένε ότι μέσα στην ησυχία της νύχτας άκουσαν μια δυνατή βοή να προέρχεται από το γυναικωνίτη του παλατιού και πετάχτηκαν έντρομες να δουν τι συμβαίνει.
ΧΟ."Γιατί ο φόβος πραγματικός, που ορθώνει τα μαλλιά, φόβος από τα ονειρομαντέματα, πνέοντας με οργή από τον ύπνο, ξεσήκωσε τη νύχτα μια φοβισμένη αντιβοή στου παλατιού τα βάθη, βοή που ακούστηκε βαριά μες στο γυναικωνίτη. Κι οι ονειροκρίτες, απ' το θεό αξιόπιστοι, είπαν πως έχουν παράπονα οι νεκροί κι οργή πικρή κρατούν για τους φινιάδες. Και θέλοντας ν' αποτρέψει το κακό, μ' έστειλε, Μάνα γη, η δύσθεη γυναίκα σ' αυτήν τη χάρη την αχάριστη. Φοβούμαι και να πω αυτόν το λόγο. Τι θα μπορούσε να εξαγοράσει το αίμα του, που χύθηκε;...η αμαρτία κυβερνά τον ένοχο. Ο πόνος του διαπερνά και τον βυθίζει σε ατέλειωτα δεινά" (32-70).
Ο Χορός φροντίζει να αφηγηθεί το όνειρο, πλην όμως του είναι αδύνατο, γι' αυτό το κρίνει και το ερμηνεύει από την τρομερή κραυγή της φόνισσας, της Κλυταιμήστρας. Συμπεραίνει πως η αμαρτία τυραννά τον ένοχο, ενώ "οι νεκροί σκοτώνουν τους ζωντανούς". Έχει κατανοήσει το βαθύτερο νόημά του και αναρωτιέται αν ποτέ, μια δύσθεη και αχάριστη γυναίκα, όπως η βασίλισσά του, θα μπορούσε με τις προσφορές και τις θυσίες στον τάφο του θύματος, να εξαγοράσει το αίμα του, το αίμα που χύθηκε από το δικό της φονικό χέρι και να εξαγνιστεί.
Με τον τρόπο αυτό το όνειρο γίνεται έναυσμα για την περαιτέρω ανάπτυξη του μύθου της τραγωδίας, όπου στο τέλος θα αποδοθεί η δικαιοσύνη και οι θύτες θα γίνουν θύματα. Ο Ορέστης και η Ηλέκτρα θα πάρουν εκδίκηση για το φόνο του Αγαμέμνονα, του πατέρα τους, σκοτώνοντας τους δολοφόνους του: την Κλυταιμήστρα και τον εραστή της Αίγισθο.
Ο Αισχύλος γίνεται πια φανερό πως παίρνει ένα κοινό ανθρώπινο στοιχείο, το όνειρο, το καθιστά εργαλείο στην τέχνη του και κάθε φορά το χρησιμοποιεί με διαφορετικό τρόπο, για την ανέλιξη του μύθου του δράματος.
Στους Πέρσες το χρησιμοποιεί, παράλληλα με την ανέλιξη του μύθου του δράματος και για να ετοιμάσει ψυχολογικά το θεατή για τα όσα θα ακολουθήσουν, ενώ στον Προμηθέα Δεσμώτη, για να σχολιάσει και να στηλιτεύσει τη συμπεριφορά και την κακία των δύο θεών, του Δία και της Ήρας απέναντι σε δύο αθώους, τον Προμηθέα και την Ιώ... Τέλος, στις Χοηφόρες ο ποιητής αναρωτιέται αν είναι δυνατόν οι προσφορές και οι θυσίες να λυτρώνουν το δολοφόνο από το αίμα που χύθηκε, ενώ ταυτόχρονα τονίζει πως το αίμα ζητά άλλο αίμα, γι' αυτό και ο Ορέστης και η Ηλέκτρα, τους ως τώρα φονιάδες του πατέρα τους, τους θύτες, τους μετατρέπουν σε θύματα. Και ο χορός... καλά κρατεί!
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου