Ήταν κάποιος μια φορά, που υπέφερε από έναν παράλογο φόβο: φοβόταν μήπως χαθεί ανάμεσα στους πολλούς ανθρώπους.
Όλα άρχισαν μια νύχτα σ’ ένα χορό μεταμφιεσμένων, όταν ήταν πολύ νέος. Κάποιος έβγαλε μια φωτογραφία όπου φαίνονταν στη σειρά όλοι οι προσκεκλημένοι. Όμως, όταν ο πρωταγωνιστής της ιστορίας είδε τη φωτογραφία, δεν μπόρεσε να αναγνωρίσει τον εαυτό τον. Είχε ντυθεί πειρατής, μ’ έναν επίδεσμο στο μάτι και μαντίλι στο κεφάλι, όμως, κι άλλοι πολλοί είχαν μεταμφιεστεί με τον ίδιο τρόπο. Είχε βάλει στα μάγουλά του έντονο κοκκινάδι και λίγο φούμο για μουστάκι, αλλά μασκαράδες με μουστάκια και στρουμπουλά μάγουλα βαμμένα με κοκκινάδι υπήρχαν αρκετοί. Είχε διασκεδάσει πολύ σ’ εκείνον τον χορό, όμως, όλοι στη φωτογραφία φαίνονταν να διασκεδάζουν πολύ. Τότε θυμήθηκε ότι τη στιγμή της φωτογραφίας ήταν αγκαλιά με μια ξανθιά, οπότε προσπάθησε να εντοπίσει τον εαυτό του μ’ αυτό το στοιχείο. Ανώφελο: πάνω από τις μισές γυναίκες ήταν ξανθιές και αρκετές απ’ αυτές χαμογελούσαν στη φωτογραφία, αγκαζέ με πειρατές.
Η εμπειρία τον επηρέασε βαθιά. Εξαιτίας αυτού του γεγονότος, επί χρόνια δεν συμμετείχε σε καμία συνάντηση από φόβο μήπως ξαναχαθεί.
Ωστόσο, κάποια μέρα σκέφτηκε μια λύση: όπου κι αν πήγαινε, από κει και πέρα, θα φορούσε πάντα καφέ ρούχα. Καφέ πουκάμισο, καφέ παντελόνι, καφέ σακάκι, κάλτσες και παπούτσια. «Οπότε, αν τραβήξει κάποιος φωτογραφία, θα ξέρω πάντα ότι αυτός με τα καφέ είμαι εγώ» είπε μέσα του.
Με τον καιρό, ο ήρωάς μας βρήκε εκατοντάδες ευκαιρίες για να επιβεβαιώσει το έξυπνο κόλπο του: όταν τύχαινε να βρεθεί μπροστά στους καθρέφτες των μεγάλων καταστημάτων κι έβλεπε τον εαυτό του ανάμεσα σε άλλους που περνούσαν από κοντά του, επαναλάμβανε με σιγουριά: «Εγώ, είμαι αυτός με τα καφέ».
Τον επόμενο χειμώνα, κάποιοι φίλοι τού έκαναν δώρο το εισιτήριο για να απολαύσει μια βραδιά σε ένα σπα. Το δέχτηκε ευχαρίστως. Δεν είχε πάει ποτέ σε ένα τέτοιο μέρος, και είχε ακούσει από το στόμα των φίλων του για τα οφέλη του σκωτσέζικου ντους, του φινλανδικού μπάνιου και της αρωματικής σάουνας.
Πηγαίνει εκεί, του δίνουν δύο μεγάλες πετσέτες και τον οδηγούν σ’ ένα δωματιάκι για να γδυθεί. Ο άνδρας βγάζει το σακάκι του, το παντελόνι, το πουλόβερ, το πουκάμισο, τα παπούτσια, τις κάλτσες… και καθώς ετοιμάζεται να βγάλει και το εσώρουχο, το βλέμμα του πέφτει στον καθρέφτη και παγώνει. «Αν βγάλω και το τελευταίο μου ρούχο, θα μείνω γυμνός σαν όλους τους άλλους» σκέφτεται. «Κι αν χαθώ; Πώς θα μπορέσω να με αναγνωρίσω αν δεν βασιστώ στο μόνο στοιχείο που μέχρι τώρα μου έχει φανεί τόσο χρήσιμο;»
Για πάνω από ένα τέταρτο κάθεται στα αποδυτήρια αναποφάσιστος, με το εσώρουχο φορεμένο. Δεν ξέρει αν πρέπει να μείνει ή να φύγει… Τότε, του έρχεται μια ιδέα: αν δεν μπορεί να μείνει ντυμένος, μπορεί ίσως να κρατήσει κάποιο αναγνωριστικό σημάδι. Με μεγάλη προσοχή, τραβάει μια κλωστή από το πουλόβερ του και τη δένει στο μεγάλο δάχτυλο του δεξιού ποδιού. «Αυτό θα πρέπει να το θυμάμαι σε περίπτωση που χαθώ: αυτός που έχει μια καφέ κλωστή στο μεγάλο δάχτυλο είμαι εγώ» μονολογεί.
Ήρεμος τώρα, με το σημάδι του, αφοσιώνεται στην απόλαυση του ατμού και του μπάνιου. Καθώς κολυμπάει και κάνει βουτιές, δεν προσέχει πως η κλωστή ξεφεύγει από το δάχτυλό του κι αρχίζει να επιπλέει στο νερό της πισίνας. Κάποιος άλλος που κολυμπάει εκεί κοντά βλέπει την κλωστή και λέει στον φίλο του: «Τι σύμπτωση! Αυτό το χρώμα ήθελα πάντα να περιγράψω στη γυναίκα μου για να μου πλέξει ένα κασκόλ. Θα πάρω την κλωστή και θα ψάξω να βρω μαλλί σαν κι αυτό». Πιάνει την κλωστή που επιπλέει στο νερό, αλλά καθώς δεν έχει πού να τη φυλάξει, τη δένει στο μεγάλο δάχτυλο του δεξιού του ποδιού.
Στο μεταξύ, ο πρωταγωνιστής της ιστορίας μας έχει δοκιμάσει όλα όσα προσφέρει το σπα και πηγαίνει στα η αποδυτήρια να ντυθεί. Μπαίνει με αυτοπεποίθηση, σκουπίζεται, και μόλις τελειώνει βλέπει στον καθρέφτη με τρόμο ότι είναι τελείως γυμνός, χωρίς την κλωστή του στο πόδι. «Χάθηκα…» λέει μέσα του τρέμοντας, και τρέχει πάλι έξω να ψάξει παντού για την καφέ κλωστή με την οποία θ’ αναγνωρίσει τον εαυτό του. Μετά από λίγα λεπτά προσεκτικής αναζήτησης στο χώρο βλέπει το πόδι του άλλου που είχε στο δάχτυλο την καφέ κλωστή. Δειλά δειλά, τον πλησιάζει και του λέει:
«Με συγχωρείτε, κύριε… εγώ ξέρω ποιος είστε εσείς. Μήπως κι εσείς θα μπορούσατε να μου πείτε ποιος είμαι εγώ;».
Φυσικά, πολύ δύσκολα θα φτάσουμε στο ακραίο σημείο να εξαρτιόμαστε από τους άλλους για να μας πουν ποιοι είμαστε, ωστόσο, θα βρεθούμε πολύ κοντά αν αρνηθούμε τα μάτια μας κι αρχίσουμε να βλέπουμε τον εαυτό μας μόνο μέσα από τα μάτια και τους χαρακτηρισμούς των άλλων.
Είμαι ενήλικος όταν, μεταξύ άλλων, καταλαβαίνω την πρόκληση που έχω μπροστά μου, επιλέγω ανάμεσα στις πολλές δυνατότητες που μου παρουσιάζονται, διαλέγω μπροστά σε οποιοδήποτε ερέθισμα την αντίδραση που με αντιπροσωπεύει περισσότερο, αισθάνομαι τη βεβαιότητα ότι αυτός είναι ο δικός μου τρόπος κι όχι ο τρόπος κάποιου άλλου.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου